29.8.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Ένα γαλάζιο τρίγωνο». Γράφει ο Γιώργος Ξεινός


Πύργος, 1963


του Γιώργου Ξεινού*


Ένα γαλάζιο τρίγωνο

Το Σχοινούδι, το χωριό που γεννήθηκα και μεγάλωσα, είναι περίκλειστο από βουνά. Η θάλασσα είναι μακριά και, για να δεις ένα τρίγωνο του Αιγαίου πλαισιωμένο από τις κλιτύς των βουνών, έπρεπε να κάνεις ένα χιλιόμετρο δρόμο από το σπίτι.
            Τις ηλιόλουστες μέρες, παίρναμε τον αυτοκινητόδρομο και, αφού περνούσαμε τους τουρκόταφους, συνεχίζαμε ώς τη στροφή πάνω από το καταπράσινο πευκοδάσος του Αγίου Ανδρέα, σταματούσαμε και κοιτάζαμε προς τον νότο το τρίγωνο του Αιγαίου. Μια ενατένιση που δεν έλεγε να τελειώσει, καθώς το παιδικό μας μυαλό ανέπλαθε τις εικόνες των καλοκαιρινών διακοπών, όταν, μετά το κλείσιμο των σχολείων και τη λήξη των υποχρεώσεων των γωνιών μας, ο πατέρας φόρτωνε τα στρώματα και την οικοσκευή στο μουλάρι του μπάρμπα μας κι η μάνα καβάλα στο γαϊδούρι, ανάμεσα στα δισάκια, κατεβαίναμε στον Πύργο, το επίνειο του χωριού.
            Τα πρώτα χρόνια δεν είχαμε δικό μας σπίτι, βρίσκαμε κατάλυμα στο σπίτι του προπάππου. Μας παραχωρούσαν οι θείοι της μάνας μας το βορινό δωμάτιο, όπως το ονόμαζαν, όπου ένα τεράστιο κουπί στερεωμένο πάνω στα στηρίγματα της στέγης μαρτυρούσε το καΐκι του προπάππου που, φορτωμένο κασέρια, δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στο λιμάνι, ενώ το αποτύπωμα ενός τζακιού στον ανατολικό τοίχο βεβαίωνε ότι το σπίτι στα παλιά χρόνια, όταν το κατώγι του λειτουργούσε ως σχολειό για τα προσφυγόπουλα της Μικρασίας, φιλοξενούσε κόσμο και τον χειμώνα.
            Για να μπεις στο σπίτι έπρεπε ν’ ανεβείς μια μεγάλη σκάλα που οδηγούσε σ’ ένα ψηλό αφύλακτο πλατύσκαλο, από το οποίο, για να προφυλάξει ο πατέρας τον μικρότερο αδερφό που πια δεν υπάρχει, είχε τοποθετήσει μια μικρή καγκελόπορτα.
            Άλλα καλοκαίρια, όταν περίσσευε κανένα γρόσι, νοικιάζαμε κάποιο «μαγαζί». Έτσι ονόμαζαν τα, μονόχωρα συνήθως, καταλύματα του Πύργου, γιατί τα περισσότερα ήταν καφενεία και ταβέρνες για τους ναυτικούς και αποθήκες εμπόρων, στα χρόνια που ολόκληρη η διακίνηση εμπορευμάτων και επιβατών του μεγάλου χωριού γινόταν από κει.
            Πρώτη μας δουλειά, μόλις ξεφορτώνονταν τα ζώα, ήταν να πάμε με στάμνες και κουβάδες να κουβαλήσουμε νερό από το πηγάδι του Σλήμαν, για να γίνει η καθαριότητα κι ύστερα να στρωθεί το νοικοκυριό.
            Κάμποσα χρόνια κράτησε αυτή η τακτική, μέχρι που ο πατέρας, του οποίου τα οικονομικά στο μεταξύ είχαν βελτιωθεί με την πρόσθεση του μελισσοκομικού εισοδήματος σε κείνο της δασκαλικής, αποφάσισε να πραγματοποιήσει το όνειρό του ,χτίζοντας το δικό του σπίτι σ’ ένα οικόπεδο που παραχώρησε μια θεια μας κάτω από τον μεσαιωνικό Πύργο πάνω στο ακρωτήρι.
            Βάλαμε κι εμείς τ’ αδέλφια, που πια είχαμε μεγαλώσει, τα δυνατά μας κουβαλώντας πέτρες, νερό και άμμο, και φτιάχνοντας λάσπη χτίστηκε το όνειρο του πατέρα με δυο δωμάτια, κουζίνα και καμπινέ.


Πύργος, σύγχρονη λήψη

Το σπίτι είχε δύο εισόδους. Μια νοτιοδυτικά, που έβγαζε σ’ ένα μικρό μπαλκονάκι, απ’ όπου το βλέμα μπορούσε ν’ απλωθεί ώς τη Λήμνο και όπου μαζεύονταν, απρόσκλητες, όλες οι κουτσομπόλες της γειτονιάς για να πιουν στη σκιά του «πρωϊού» τον καφέ τους. Η άλλη είσοδος, η βόρεια, μετά το πλατύσκαλό της οδηγούσε σ’ ένα μεγάλο μπαλκόνι, που κατόπτευε το μικρό ψαράδικο λιμάνι και τις νύχτες σού πρόσφερε την ευκαιρία να απολαμβάνεις στον ορίζοντα του έναστρου ουρανού, τις λάμψεις του μεγάλου φάρου του Σεντούλμπαχιρ, στην άκρη του Ελλήσποντου.
Τις γαλήνιες νύχτες, όταν τα παιδιά κουρασμένα από τα παιχνίδια στην αμμουδιά επέστρεφαν στα σπίτια τους και στ’ ακρογιάλι σταματούσαν τα τραγούδια και το μονόχορδο βιολί του Δημητρού, έμεναν μόνο οι κρωγμοί από τις κουκουβάγιες που φώλιαζαν στον ερειπωμένο πύργο για να ταράζουν τον ύπνο και την ηρεμία των προληπτικών.
Το ξημέρωμα, όταν χλόμιαζε η φεγγαρόστρατα κι η επιφάνεια της θάλασσας άρχιζε να ροδίζει από την ανατολή, γέμιζε η ατμόσφαιρα από τα «μπα-τα-μπατ» των μηχανών, καθώς οι ψαρόβαρκες έπαιρναν τον δρόμο για το μάζεμα των διχτυών και των παραγαδιών, ξυπνώντας τους παραθεριστές. Οι άντρες την άραζαν στο πεζούλι του μοναδικού καφενείου πάνω στο κύμα, για να πιουν τον καφέ τους, ενώ οι γυναίκες, η μια μετά την άλλη, μαζεύονταν στο μικρό λιμανάκι, παρέα με τις γάτες, για να διαλέξουν ό,τι καλύτερο θα έφερναν οι ψαράδες. Ένας αφάνταστος ανταγωνισμός ανάμεσα στις νοικοκυρές για το ποια θα πάρει το καλύτερο κι ανάμεσα στις γάτες πιοα θα αρπάξει το σκάρτο που πετιόταν στην ακροθαλασσιά.
            «Να μπω μπάρμπα μες τη βάρκα;» η επαναλαμβανόμενη ερώτηση των παιδιών που, περπατώντας στα νερά, πλησίαζαν μαγεμένα από την πολυχρωμία και τη στιλπνότητα των αραδιασμένων στις κουπαστές ψαριών. Κι όταν η απάντηση του βαρκάρη ήταν θετική, το χαμόγελο έφτανε ώς τ’ αυτιά· αν πάλι ήταν αρνητική, ερχόταν η παράκληση με τη διαβεβαίωση ότι θα ήμασταν φρόνιμοι αν μας έβαζαν μέσα.
            Κι όταν πια τέλειωναν τα ξεψαρίσματα κι άλλοι από τους ψαράδες άπλωναν τα δίχτυα τους στην αμμουδιά κι άλλοι συνέχιζαν το πλύσιμό τους, οι γυναίκες, καθισμένες στις πέτρες γύρω στο λιμάνι, καθάριζαν τα ψάρια που θα τσιτσίριζαν το μεσημέρι στο τηγάνι ευωδιάζοντας ολόκληρο τον οικισμό, κι οι μανάβηδες, με φορτωμένα τα βελονισμένα κιλό-κιλό στα βούρλα ψάρια στις κόφες, ξεκινούσαν για τις αγροικίες όπου βρίσκονταν όλος ο κόσμος για τις γεωργικές δουλειές του καλοκαιριού.
Εικόνες που έσβησαν απότομα, όπως σβήνουν οι σκηνές στην οθόνη, όταν ξαφνικά κοπεί το φιλμ ή βραχυκυκλώσει ο προβολέας, όταν ολόκληρος ο Πύργος δημεύτηκε και εκκενώθηκε στις 5 Μαρτίου του 1966.
           Σ’ ένα σημείο του τετρασέλιδου γράμματος που μου έστειλε την άλλη μέρα της εκκένωσης του Πύργου ο πατέρας μου στη Θεσσαλονίκη, και του οποίου η ανάγνωσή, ακόμη και σήμερα, γεμίζει με δάκρυα τα μάτια, μου έγραφε: Το όμορφο σπίτι, που θυμάσαι με πόσο μόχθο και όνειρα χτίσαμε, δεν είναι πια δικό μας. Χθες, τελευταία φορά, φάγαμε με τον Ορέστη (ο αδερφός μου) μια μπουκιά ψωμί φαρμάκι, εκείνος όρθιος κι εγώ καθισμένος σε μια κάσα ήπια τον τελευταίο καφέ, καφέ δηλητήριο… Ο Ορέστης δεν ξέχασε ώς τον θάνατό του εκείνον τον καφέ και, κάθε φορά που μας επέτρεπαν να μπούμε στον χώρο, ήθελε να καθίσει στο ίδιο εκείνο σημείο να πιει τον καφέ του.
            Πληγές που επουλώθηκαν, αφήνοντας υπερευαίσθητες ουλές που καραδοκούν να σε πονέσουν στο πρώτο άγγιγμα. Μνήμες που μεταστοιχειώθηκαν σε εικονοστάσι χαμένου παραδείσου. Μνήμες, πηγές αστείρευτου νόστου κι αγιάτρευτης καρτερίας. Μνήμες μετουσιωμένες από την απελπισία σ’ ονειρικές καταστάσεις ψευδαισθητώσεων.
            Ο τόπος άλλαξε, ήρθαν άλλοι άνθρωποι, μ’ άλλες συνήθειες, διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές, διαφορετικές αφορμίσεις, διαφορετικές προσδοκίες, διαφορετικά όνειρα. Ένας καινούργιος κόσμος αντικατέστησε τον Πύργο των παιδικών μας χρόνων. Τίποτα πια δεν θυμίζει το παλιό οικιστικό κι ανθρώπινο τοπίο, που εντός μας παραμένει απείραχτο κι ανέγγιχτο. Αναλλοίωτη από τη ροή του χρόνου, φυλαγμένη στα τρίσβαθα, ζωγραφιά που τρυπώνει στον ύπνο και στα όνειρα μας ξανακάνει παιδιά.
            Κάθε φορά που διαβαίνω τη φρουρούμενη πύλη και μου επιτρέπεται η περιαγωγή στον χώρο, σκιές ανύπαρκτες οι παραθεριστές του σήμερα, που δίπλα μου περπατούν απολαμβάνοντας τη μαγεία του τόπου, και μόνο οι μορφές τού τότε, ξεπηδώντας από το παραμορφωμένο τοπίο, τυραννικά με περιστοιχίζουν. Πρόσωπα που χάθηκαν από χρόνια ή σκορπίστηκαν στα πέρατα της οικουμένης επιστρέφουν και φωνές σβησμένες μισόν αιώνα και, φτάνουν στ’ αυτιά με την ιδιότυπη προφορά τους: ο γερο-Αναστάσης ο Καλιμπέτης, ο Μανώλος, ο Αρεστάρας ο Μοσχονησιώτης, ο καπετάν Στρατής ο Ανταλής, που είχε την τύχη να τον προφτάσει ο θάνατος εκεί και να θαφτεί στον αυλόγυρο της Αγία Άννας, αγνάντι στο πέλαγος.
            Κυνηγημένος από τον βορειοανατολικό άνεμο, που σφυρίζοντας σηκώνει την άμμο και μαστιγώνει τα γυμνά μέλη, τρέχω να κρυφτώ. Μα σπίτι δεν έχω κι άλλη πόρτα γνωστή δεν είναι ανοιχτή. Το πέλαγο αφρίζει, αγριεμένα κύματα στεφανώνουν το ακρωτήρι της Αγίας Άννας και τους σκοπέλους γύρω του, ενώ τα σύννεφα της άμμου σκορπίζονται σαν βροχή στην επιφάνεια του δυτικού μυχού. Ο καιρός αυτός πάντα μας έκλεινε στο σπίτι κι ανάγκαζε τους ψαράδες να τρέξουν μες στη θύελλα να σιγουράρουν τα σκοινιά από τις βάρκες τους, μήπως και κοπεί κανένα κι η βάρκα τους πέσει πάνω σ’ άλλη ή στον μόλο και τσακιστεί.
            Αποφεύγω, όσο γίνεται, αυτή την εξουθενωτική αυτοψία του τόπου της αλλοτινής ευδαιμονίας. Όμως, κάθε τόσο, όταν κοντεύω να φτάσω στο περίκλειστο Σχοινούδι, λίγο πριν τη στροφή απ’ όπου μπορείς ν’ αγναντέψεις τη θάλασσα, κόβω ταχύτητα για να δω φευγαλέα εκείνο το, πλαισιωμένο από τον ορίζοντα και τις πλαγιές των βουνών, γαλάζιο τρίγωνο. Να φανταστώ για μια στιγμή ότι το όνειρο εξακολουθεί να ζει.
            Έτσι, για να επιβεβαιωθεί η ψευδαίσθηση…

Βασιλικά, 8 Αυγ. 2014



* Γεννήθηκε στην ΄Ιμβρο το 1944. Μετά τις λυκειακές του σπουδές στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1971. Υπηρέτησε τη θητεία υπαίθρου στη Λήμνο και κατόπιν άσκησε την ιατρική στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει ως σήμερα.
Με τον λογοτεχνικό κόσμο της πόλης γνωρίστηκε όντας επικεφαλής του Καλλιτεχνικού Ομίλου της ΧΑΝΘ, ο οποίος επί σειρά ετών οργάνωσε διαγωνισμούς πεζογραφίας και ποίησης και εξέδωσε το βραχύβιο περιοδικό «Ερέτες».
Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε επίσημα από το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Πορεία» το 1968, παραμένοντας ώς το τέλος της έκδοσής του τακτικός συνεργάτης, ενώ συνεργάστηκε και με άλλα λογοτεχνικά περιοδικά, όπως την «Ευθύνη», τα «Ελιμειακά», την «Κινστέρνα», την «Πάροδο» κ.ά.
Πρωτίστως διηγηματογράφος ο Γιώργος Ξεινός, έχει θητεύσει σ’ όλα τα είδη του έντεχνου λόγου, με μόνη εξαίρεση το θέατρο. Εκτός από την αφηγηματική πεζογραφία που αποτελεί τον κύριο κορμό του έργου του, μεγάλο σε έκταση είναι το δοκιμιακό του έργο, το οποίο κυρίως αναφέρεται στη θεωρία και την ιστορία της λογοτεχνίας.
Έχουν εκδοθεί τα βιβλία του:
- "Τρία τοπία της λογοτεχνίας" (δοκίμια), Εκδόσεις Νέας Πορείας, Θεσσαλονίκη 1974
- "Επιστρέφοντας αλλοιώς" (διηγήματα), Εκδόσεις Νέας Πορείας, Θεσσαλονίκη 1982
- "Αυτός ο άνθρωπος πριν..." (διήγημα), Θεσσαλονίκη 1986
-Τώρα επιστρέφοντας (διηγήματα), Εκδόσεις Εταιρίας Μελέτης ΄Ιμβρου και Τενέδου, Θεσσαλονίκη 2000
- "Εις την Πόλιν" (κείμενα ομώνυμου φωτογραφικού άλμπουμ του Μάξιμου Πλάτωνα), Αθήνα 2001.
- "Ίμβρος και Τένεδος - Ιστορία παράλληλη", Εκδόσεις της Καθ' Ημάς Ανατολής, σειρά: Η Ρωμιοσύνη 1, Αθήνα 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια: