27.8.14

Βουνό ή θάλασα; ― «Ο καινούργιος δρόμος». Γράφει η Μαρία Κουγιουμτζή




της Μαρίας Κουγιουμτζή*


Ο καινούργιος δρόμος

             Πάνω σε μια ιδέα του αδερφού μου, που πράγματι έπεισε έναν φίλο του για τον ανύπαρκτο δρόμο. Ήταν μια όαση μέσα στον καύσωνα, θεραπευτική για την ψυχή μας. Είχε πολλά τέτοια μονοπάτια ο χαρακτήρας του. Λίγοι τα βλέπαν, άκουγαν μόνο τη θλιμμένη φωνή του κι όχι το πουλί της ελπίδας που φτεροκοπούσε στις διαμαρτυρίες του.
                                           
Οδηγούσαμε τέσσερις ώρες μέσα στην κάψα, ο ήλιος βαρούσε σαν τύμπανο στο κεφάλι  και, σα να μην έφτανε αυτό, το μποτιλιάρισμα δεν ξεκολλούσε με τίποτα. Σημειωτόν πηγαίναμε, παραλογισμένα στρατιωτάκια.
Ας όψεται η κρίση, δεν υπήρχε σάλιο για να ξεφύγουμε σε κανένα ξενοδοχείο, κι έτσι τρέχαμε αλαφιασμένοι για το ημιυπόγειο εξοχικό της πεθεράς μου, δύο δωμάτια 4 επί 3, εμείς και τα δυο παιδιά μας, η πεθερά μου  με τον πεθερό μου ήτανε ήδη εκεί, και υπήρχε πιθανότητα να έρθουν και τα κουνιάδια μου με τον γιο τους, ένα φασιστάκι με τα όλα του, που σε μετέτρεπε σε ρατσιστή στο πιτς φυτίλι, ώστε να θέλεις να εξαφανιστεί από προσώπου γης το παιδικό γένος.
Τελικά, φτάσαμε καταϊδρωμένοι, εκνευρισμένοι, ευτυχώς τα μικρά είχαν αποκοιμηθεί, και ξεφορτώσαμε τα μπαγάζια μας στην αυλή. Η πεθερά μου είχε ήδη τηγανίσει τις μελιτζάνες και τις πιπεριές και, αφού ρίξαμε λίγο νερό στα μούτρα μας, καθίσαμε να φάμε. Το πλωμάρι μοσχοβολούσε.
Μπαϊλντισμένοι απ’ τη ζέστη, το φαγητό και το ούζο, ξαπλώσαμε στα ράντζα μας να χαλαρώσουμε. Πάνω που έκλεισε το μάτι μας, ακούσαμε την κόρνα του κουνιάδου μου.
Σηκωθήκαμε άρον άρον, οι διπλανοί μάς έβρισαν για την κόρνα και ο μικρός διάολος κατούρησε τα κάγκελά τους, διαμαρτυρόμενος· και σα να μη του ’φτανε αυτό, πέταξε και τη σαγιονάρα του στο παντζούρι τους. Βγήκε αγριεμένος ο γείτονας με το σώβρακο, ο κουνιάδος μου ζήτησε συγγνώμη, παιδί είναι, μη το συνερίζεστε, ενώ εκείνο τού έβγαλε τη γλώσσα  και του πέταξε και την άλλη σαγιονάρα στο τζάμι. Κατάλαβε ο άνθρωπος πως είχε να κάνει με τον ίδιο τον διάβολο, και μπήκε μέσα χωρίς άλλη κουβέντα. Η πεθερά μου κι η γυναίκα μου βγάλανε πολυθρόνες και καθίσαμε στην αυλή, γιατί μέσα το καμίνι ήταν στο φουλ. Ξανάστρωσαν τραπέζι.
Ο γιος τους κατάβρεξε τα παιδιά μου, ξυπνώντας τα, και τώρα κυνηγιόντανε γύρω μας.
Ο κουνιάδος μου παραπονέθηκε κι αυτός για το μποτιλιάρισμα και για τον καύσωνα, και τότε, μέσα στη μαύρη μιζέρια μας, μού ήρθε μια ιδέα, έκλεισα το μάτι στη γυναίκα μου και είπα στον κουνιάδο μου.
― Καλά, δεν ήρθατε από τον καινούριο δρόμο; Εμείς ήρθαμε σε μισή ώρα.
― Ποιον δρόμο; είπε εκείνος ξαφνιασμένος.
― Άιντε άιντε… Καλά, εσύ δεν πήρες  ντιπ χαμπάρι; Τον παραλιακό, ποιον άλλον;
― Ποιον παραλιακό, θα με τρελάνεις;
― Μα έχει μια βδομάδα που δόθηκε σε κυκλοφορία. Περνάς Καλλικράτεια, Νέα Πλάγια, Φλογητά, και φτάνεις Μουδανιά, πάντα πλάι στο κύμα. Και τα δέντρα να σε σκιάζουν κι απ’ τις δυο μεριές. Δροσιά να δεις εσύ, ούτε που άναψα το αιρ-κοντίσιον, το αεράκι της θάλασσας έμπαινε απ’ τα ανοιχτά παράθυρα. Λίγο ακόμα θα ’μπαιναν και τα ψάρια. Παράδεισος, σου λέω, αυτό ήταν ταξίδι μια φορά.
Κοίταξε δύσπιστος τη γυναίκα μου κι εκείνη συμπλήρωσε πόσο θαυμάσια ήταν η θέα, το χρώμα της θάλασσας, τα πεύκα, τον τρελάναμε. Ζήτησε ξανά λεπτομέρειες, του είπαμε από πού στρίψαμε, ο δρόμος φρεσκοασφαλτοστρωμένος,  γλιστρούσε  λάδι.
Μετά ρίξαμε την κουβέντα αλλού, αλλά εκείνος ήταν αφηρημένος και κάθε λίγο και λιγάκι επαναλάμβανε, ώστε δίπλα στη θάλασσα ο καινούριος δρόμος, και γεμάτος δέντρα ε;
Το σαββατοκύριακο πέρασε εφιαλτικά, ο διάολος ο γιος τους  κόντεψε να πνίξει τη μικρή μας στη θάλασσα, άνοιξε το κεφάλι του γιου μας μ’ έναν παλιογκασμά που βρήκε στην αυλή, τρέχαμε στο Κέντρο Υγείας στην Κορφηνή, τρία ράμματα μόνο ευτυχώς, και τη Δευτέρα, ευλογημένη Δευτέρα, πρωί πρωί, ξεκίνησε με τη γυναίκα του και τον σατανά τους για τη Θεσσαλονίκη, δούλευαν κι οι δυο, ήταν από τους τυχερούς που είχαν ακόμα δουλειά, τρακόσια ευρώ τον μήνα αλλά μπρος στο τίποτα… Η πεθερά μου με μισό στόμα είπε «αφήστε το παιδί να κάνει κανένα μπάνιο», εμείς μούγκα, και τελικά έφυγαν όλοι τους. Θα πάμε απ’ τον καινούριο δρόμο, είπαν μ’ ένα στόμα άντρας και γυναίκα. Εμείς κάναμε το κορόιδο.
Μετά από τρεις ώρες με πήρε στο τηλέφωνο. Μόλις είδα το νούμερο, ωχ!, έκανα, ποιος τον ακούει τώρα, όμως η φωνή του ακούστηκε ξεκούραστη και γελαστή.
Είσαι μεγάλος μπαγάσας, μού είπε γελώντας, το έφαγα ολόκληρο το παραμύθι σου, και ξέρεις, ενώ στην αρχή σε έβριζα, ύστερα σκέφτηκα πως έδωσες λίγη, ας το πούμε, ευτυχία στην ψυχή μου χτες και προχτές, αισθάνθηκα άνθρωπος σωστός, και σήμερα, μετά το βρισίδι, άρχισα να παίζω το παιχνίδι σου κι έλεγα στη γυναίκα μου, κοίτα τι χρώμα η θάλασσα, τι δροσιά τα δέντρα, ακούς το αεράκι μέσα στα φύλλα τους, ακόμα κι ο μικρός μας πήρε μέρος στο παιχνίδι, δείτε ένα δελφινάκι, μας είπε, κάνει μακροβούτια και μετά πηδά έξω από το νερό, κι ύστερα ―μη χάσει και το στραβό του χούι― δείτε, είπε, τον καρχαρία που ετοιμάζεται να το χάψει, αλλά η γυναίκα μου του έδωσε μια δυνατή στο κεφάλι με το κινητό της και λούφαξε, φτάσαμε στην πόλη μια χαρά, φίλε μου, δροσεροί και ξεκούραστοι. Χαλάλι η φαντασία σου. Υπέροχος ο φανταστικός σου δρόμος.
Κοίταξε την άλλη φορά που θα ’ρθούμε να μας χτίσεις κι ένα ανθρωπινό σπίτι, γιατί και τις δυο νύχτες δεν έκλεισα μάτι. Να έχει και μπαλκόνια και μεγάλα παράθυρα, να μπαίνει το αεράκι, να δροσίζεται η ιδρωμένη ψυχή μας.

Όταν ξανάρθεις, θα σου ’χω έτοιμη δουλειά, του είπα, τρία χιλιάρικα τον μήνα, γραφείο με κλιματισμό, ωράριο πέντε ωρών και πέντε ημερών την εβδομάδα, δυο μήνες άδεια τον χρόνο σε ξενοδοχείο πολυτελείας (και μετά σκέφτηκα, χωρίς να του το πω, κι ένα χρυσό λουρί για τον λαιμό του γιού σου. Στην Ολλανδία θα σε στείλω, φίλε μου, μόνο πρόσεχε τον κανακάρη σου, σαν μεγαλώσει να μη σκοτώσει καμιά χιλιάδα Ολλανδούς   και γίνει σταρ  θανάτου).   

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη (1945). όπου και ζει. 
Έγραψε  δύο συλλογές  με  διηγήματα, Άγριο βελούδο και Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου, καθώς και το μυθιστόρημα Κι αν δεν ξημερώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: