Άρθρο του Άλεξ Μάσι στο Spectator
πηγή: http://www.athina984.gr
Τα γεγονότα έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Κι όταν συμβαίνουν πολλά μαζί το αποτέλεσμα μπορεί να μας υπερβεί. Αυτή ήταν μια ήδη στενάχωρη κι εξευτελιστική ημέρα, ακόμη και πριν ακούσουμε τη φρικτή είδηση ότι μια βουλευτής των Εργατικών, η Τζο Κοξ, δολοφονήθηκε στο Γιόρκσαϊρ.
Μεταφορικά μιλώντας, η πολιτική είναι ένα επιθετικό σπορ. Είναι μια σκληρή δουλειά γιατί είναι μια σημαντική δουλειά. Έχει σημασία κι έχει περισσότερη σημασία όταν διακυβεύονται τόσα πολλά. Αλλά, όπως κι η αξία του παίκτη φαίνεται στο υψηλότερο επίπεδο του αθλητισμού, εκεί όπου το διακύβευμα είναι υψηλό και όλες οι δυνάμεις παρατεταγμένες, έτσι και στην πολιτική αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας. Ειδικά όταν κι όπου αυτός μετράει.
Ένα δημοψήφισμα είναι από εκείνες τις στιγμές που μετράνε. Δεν υπάρχει πισωγύρισμα, δεν υπάρχει κάποια καθησυχαστική σκέψη στην ήττα, ούτε υπάρχει επόμενη σεζόν, όπως στα σπορ. Όχι, σε ένα δημοψήφισμα όταν χάσεις θα είσαι πάντα αυτός που έχασε. Γι αυτό ένα δημοψήφισμα είναι χειρότερο από τις εκλογές. Οι «λάθος» άνθρωποι συχνά κερδίζουν στις εκλογές αλλά η νίκη τους είναι μόνο και πάντα προσωρινή. Θα υπάρξει μία άλλη μέρα, μία άλλη φορά. Οι εκλογές είναι μία διαπραγμάτευση. Ένα δημοψήφισμα είναι μία δικαστική απόφαση χωρίς δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Έτσι, οι χαρακτήρες αποκαλύπτονται. Η αφίσα, που παρουσιάστηκε χθες το πρωί από τον Νάιτζελ Φαράζ σηματοδότησε ένα νέο χαμηλό, ακόμη και για τα δεδομένα του.
Η μάσκα – εκείνη η σαρδόνια μάσκα – δεν έπεσε διότι δεν υπήρχε εξαρχής. «BREAKING POINT» (ΣτΜ: «ΟΡΙΑΚΟ ΣΗΜΕΙΟ», το σύνθημα της αφίσας του UKIP) έγραφε, πάνω από μια σκοτεινή φωτογραφία μιας ουράς από πρόσφυγες, που περιμένουν να περάσουν τα σύνορα. Το μήνυμα δεν ήταν πολύ διακριτικό: «Βρετανοί, ψηφίστε να φύγουμε αλλιώς θα μας ποδοπατήσουν οι μελαμψοί άνθρωποι». «Πάρτε τον έλεγχο». «Να πάρουμε πίσω τη χώρα μας». «Ξέρετε τι εννοώ, έτσι; Αν θέλετε έναν Τούρκο ή έναν Σύρο για γείτοντα να ψηφίσετε να παραμείνουμε». Απλό. Κοινή λογική. Δεν είναι;
Και μετά, το ίδιο απόγευμα, μια 42χρονη, μέλος του Κοινοβουλίου, η οποία – κι αυτό ίσως να αποδειχθεί ότι δεν ήταν σύμπτωση – ήταν μια βουλευτής που υποστήριζε πως η Βρετανία πρέπει να παρέχει περισσότερη βοήθεια στους απελπισμένους ανθρώπους που εγκαταλείπουν τη Συρία, αυτόν τον τόπο βίας και θανάτου, πυροβολήθηκε και μαχαιρώθηκε και πέθανε.
Τα γεγονότα έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα.
Μπορεί οι μαρτυρίες που ανέφεραν πως ο δράστης είπε «Πρώτα η Βρετανία», ενώ επιτίθετο στη Τζο Κοξ, να αποδειχθούν αναξίοπιστες, όπως συχνά συμβαίνει με τέτοιες μαρτυρίες. Μπορεί επίσης να αποδειχθεί πως δεν υπήρχε πολιτικό κίνητρο πίσω από αυτή την ακατανόητη δολοφονία. Πηγές από την περιοχή κατονομάζουν τον δράστη. Τον λένε Τόμυ Μέιρ. Ο νεότερος αδελφός του, ο Σκοτ, δήλωσε: «Παλεύω για να πιστέψω τι έχει συμβεί. Ο αδελφός μου δεν είναι βίαιος και δεν είναι και πολιτικοποιημένος. Δεν ξέρω καν τι ψηφίζει. Έχει ιστορικό ψυχικής ασθένειας, αλλά έχει λάβει ιατρική φροντίδα».
Δεν θα χρειαζόταν να κάνουμε τόσες αμήχανες ερωτήσεις αν αποδειχθεί πως ήταν μια παρανοϊκή πράξη βίας από έναν ύποπτο με ιστορικό χρόνιας ψυχικής ασθένειας.
Αλλά γνωρίζουμε ότι ακόμη κι οι ψυχοπαθείς δεν ζουν σε γυάλα. Επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες, από ό,τι συμβαίνει γύρω τους. Γι αυτο, για παράδειγμα, όταν έχουμε κάποιο χτύπημα ισλαμιστικής τρομοκρατίας θέλουμε, δικαίως, να γνωρίζουμε αν υπήρχε άμεση ή έμμεση επιρροή από άλλους παράγοντες. Δεν πιστεύουμε – εν πάση περιπτώσει δεν θα έπρεπε να πιστεύουμε – στη συλλογική ευθύνη ή τιμωρία αλλά θέλουμε να γνωρίζουμε αν ένας μεμονωμένος δολοφόνος βρήκε έμπνευση από μια ιδεολογία ή μια θρησκεία ή έναν λόγο μίσους ή κάποιον άλλον από τους εκατοντάδες πιθανούς παράγοντες που θα τον κινητοποιούσαν. Δεν θεωρούμε πως όλοι οι μουσουλμάνοι είναι συνυπεύθυνοι για τα εγκλήματα που τελούνται στο όνομα του προφήτη τους αλλά δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη δυσάρεστη, την πικρή, αλήθεια πως για τον ίδιο τον δράστη το έγκλημά του ήταν μια υπηρεσία που προσέφερε στην θρησκεία του, όπως αυτός την αντιλαμβάνεται. Έχει έναν σκοπό, ασχέτως του πόσο διαστρεβλωμένος είναι αυτός. Κι εμείς λοιπόν ρωτάμε, ποιός τον επηρέασε; Αναρωτιόμαστε, πώς έφτασε ως εκεί;
Οπότε, όχι, ο Νάιτζελ Φαράζ δεν είναι υπεύθυνος για τον φόνο της Τζο Κοξ. Ούτε η καμπάνια υπέρ της αποχώρησης της Βρετανίας από την Ευρωπαική Ένωση. Όμως είναι υπεύθυνοι για τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζουν τα επιχειρήματά τους. Δεν θα μπορούσαν να γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε φυσικά και θα σοκαριστούν το ίδιο όσο όλοι μας.
Αλλά και πάλι. Δείτε. Όταν ενθαρρύνεις την οργή δεν μπορείς στη συνέχεια να το παίζεις έκπληκτος που οι άνθρωποι οργίζονται. Δεν μπορείς να γυρίσεις μετά και να πεις: «Φίλε δεν έπρεπε να το πάρεις τόσο σοβαρά. Είναι απλά ένα παιχνίδι, είναι απλώς ένα τέχνασμα, μια στρατηγική για να κερδίσουμε ψήφους». Όταν φωνάζεις «ΟΡΙΑΚΟ ΣΗΜΕΙΟ» ξανά και ξανά δεν μπορείς να εκπλήσσεσαι όταν κάποιος σπάει, όταν ξεσπά. Όταν παρουσιάζεις την πολιτική σου ως ζήτημα ζωής ή θανάτου, ως ζήτημα εθνικής επιβίωσης, μην εκπλαγείς αν κάποιος το πάρει στην κυριολεξία. Δεν τον έβαλες εσύ να το κάνει, όχι, αλλά δεν έκανες και πολλά για να το σταματήσεις.
Κάποιες φορές η ρητορική έχει επιπτώσεις. Αν περνάς μέρες, βδομάδες, μήνες, χρόνια λέγοντας στους ανθρώπους ότι απειλούνται, ότι τους έχουν κλέψει τη χώρα τους μέσα από τα χέρια τους, ότι τους πρόδωσαν και τους πούλησαν κι ότι το πρόβλημά τους είναι πως τόσο καιρό δεν το συνειδητοποιούσαν, ότι το πρόβλημα τους είναι ότι δεν είναι αρκετά εξοργισμένοι, τότε κάποια στιγμή, κάπου, κάτι ή κάποιος θα σπάσει. Και τότε θα συμβεί κάτι τρομερό.
Δεν μπορούμε να έλεγξουμε τον καιρό αλλά στην πολιτική μπορούμε να ελέγξουμε το κλίμα. Αυτό είναι ευθύνη δική μας, όλων μας, όποια πλευρά κι αν έχουμε διαλέξει. Σήμερα, μοιάζει πως όλοι έχουμε κάνει κάτι τρομερό σ’αυτό το κλίμα.
Η λέξη «θλιβερό» δεν προσεγγίζει καν αυτό που συνέβη. Αυτό είναι χειρότερο, πολύ χειρότερο, από «θλιβερό». Αυτή είναι μια μέρα ντροπής, μια μέρα που πρέπει όλοι να αισθανόμαστε θυμωμένοι και ντροπιασμένοι. Διότι αν δεν νιώθεις έστω και λίγη ντροπή, αν δεν σου προκαλεί ναυτία, εδώ και τώρα, απ’ όπου κι αν το διαβάζεις αυτό, τότε κάτι πάει πολύ στραβά μαζί σου.
Η Τζο Κοξ ήταν, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, μια καλή βουλευτής και μια καλή γυναίκα. Την πήραν βίαια από την οικογένειά της κι από τους πολίτες, που αντιπροσώπευε αλλά ο θάνατός της παίρνει βίαια κάτι κι απ’ όλους μας επίσης. Δεν θυμάμαι να έχω ξανααισθανθεί τόσο άσχημα γι αυτή τη χώρα και την πολιτική της όσο τώρα.
Τα γεγονότα έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Το ίδιο και τα αισθήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου