του
Βασίλη Γ. Χατζηβασιλείου
για τη συλλογή διηγημάτων Όζα ροζ της Καίτης Στεφανάκη,
Εκδόσεις Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη 2015
Εκδόσεις Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη 2015
Η Όζα ροζ είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Καίτης Στεφανάκη.
Πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως καλαίσθητο βιβλίο, που το εξώφυλλό του κοσμεί το
άρτιας αισθητικής έργο του ζωγράφου Φώτη Μισόπουλου, ενώ στο πτερύγιο του
οπισθόφυλλου εικονίζονται και οι άλλες δύο, υπέροχες επίσης, προτάσεις του ζωγράφου.
Την αισθητική της έκδοσης συμπληρώνει ένα μικρό, διακριτικό κείμενο στο
οπισθόφυλλο του βιβλίου, που με ακρίβεια ορίζει και σηματοδοτεί τα περιεχόμενά
του. Τέλος, η συλλογή ευτυχεί να έχει τη σφραγίδα της ποιότητας και του γούστου των
Εκδόσεων Εντευκτηρίου του Γιώργου Κορδομενίδη.
Μάλλον
σπάνια συμβαίνει να νιώθει κανείς την ανάγκη, μετά την ανάγνωση ενός βιβλίου,
να θέλει να περιγράψει και να καταθέσει de profundis τις σκέψεις και τα συναισθήματά
του, την προσωπική του ματιά, δηλαδή την απολύτως προσωπική του εμπειρία,
απότοκο της συνάντησής του με την πραγματικότητα των κειμένων ενός βιβλίου, στη
συγκεκριμένη περίπτωση του βιβλίου Όζα ροζ, της Καίτης Στεφανάκη.
Πρόκειται
για μια εξόχως αυθεντική γραφή, που, με μοχλό μιαν εμμένουσα μνήμη, ανασκάπτει τη
βιωμένη, παλιά και νέα, εμπειρία, τραύμα τις περισσότερες φορές, διαλέγεται μαζί
της, την επικαιροποιεί, δηλαδή προσπαθεί να την αναγάγει στον ενεστώτα χρόνο,
δίνοντάς της όμως τη βαθιά υπαρξιακή της έκταση, την ανθρώπινη διάστασή της, και
γι’ αυτό, τολμώ να ισχυριστώ, τη διαχρονική της αξία. Έτσι μπορεί και
συστήνεται ως μια γνήσια και αληθινή ψηλάφηση της ανθρώπινης ψυχής ή ως μια
προσωπική καταγραφή της πάσχουσας ανθρώπινης συνείδησης να κατανοήσει και να
κατανοηθεί.
Τα
διηγήματα της Στεφανάκη εκκινούν από την εμπειρία της ζωής και της ζωής
της. Η εμπειρία, η νοηματοδότηση και η κατανόηση της ζωής είναι ίσως ο πιο
ασφαλής τρόπος να μαθαίνουμε βαθιά τον εαυτό μας, τους άλλους και τον κόσμο
όλο. Άλλωστε, το πρωταρχικό και καταλυτικό στοιχείο για τη συγκρότηση κάθε
θεωρίας ζωής και ύπαρξης είναι ο δικός μας κόσμος, δηλαδή η δικιά μας ζωή και
εμπειρία, και κάθε θεωρία ζωής εκκινεί, εξελίσσεται και εν τέλει επιβεβαιώνεται
απ’αυτήν την εμπειρία. Τελικά, κάθε θεωρία ζωής έχει κριτήριο και συνοδοιπόρο
της την εμπειρία που επιστρέφει ξανά και ξανά και προσδιορίζει τη στάση και και
την πράξη της ζωής. Έτσι, τη στάση και την πράξη της ζωής του Όζα ροζ την
εκκίνησε και την επιβεβαίωσε η εμπειρία της προσωπικής ζωής και του κόσμου όλου
της συγγραφέα του˙ όμως, η Στεφανάκη δικαιώνεται, όχι γιατί είδε μόνο ή
άκουσε μόνο, αλλά κυρίως γιατί απέκτησε την υπερβατική αίσθηση να βλέπει τις
κραυγές και τους ψιθύρους και να ακούει τους ήχους τους κρυστάλλινους από τις
εικόνες της να της χαϊδεύουν τα αυτιά!
Θέλω
να πω, δηλαδή, πως η Στεφανάκη δεν επαναπαύεται μόνο στην καταγραφή ή την
περιγραφή της προσωπικής της εμπειρίας. Δεν ενδιαφέρεται να γράψει ημερολόγια.
Η εμπειρία της είναι μόνο το έναυσμα, το νεύμα, η αφορμή. Το δύσκολο, το μεγάλο
και σύνθετο ταξίδι της γραφής της αρχίζει αμέσως μετά. Η περιπέτεια της
δημιουργικής λογοτεχνικής γραφής στέκεται μπροστά της και την προκαλεί, και αυτή
τολμά να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί, να παλέψει και να αναμετρηθεί. Θυμίζω την
άποψη του Γιάννη Ρίτσου στο θέμα αυτό: «η δική μας συγκίνηση, το δικό μας
αίσθημα και συναίσθημα, η δική μας ματιά, τότε μόνον αφορούν τον άλλο, εάν
είναι σε θέση να «ανυψωθούν» πάνω και πέρα από μας, από το βίωμα και την
εμπειρία μας, εποπτεύοντας ανεξίθρησκα το σύμπαν, χωρίς όμως να χάνουν το
ειδικό βάρος και τη μοναδικότητά τους» [2].
Αυτό είναι μια μεγάλη πρόκληση στην περιπέτεια της γραφής, και η υπέρβαση αυτή
στα κείμενα της Στεφανάκη ―με τον ένα ή τον άλλο τρόπο που επιλέγει η ίδια, ή
κατανοούμε εμείς ως αναγνώστες― είναι εμφανής.
Ο μύθος, ο λόγος, οι ήρωες και οι αντι-ήρωες, το
ήθος τους, οι περιπέτειές τους, η σκηνογραφία, ο τόπος και ο χρόνος, το
πραγματικό και το συμβολικό, το υποκείμενο και ο κοινωνικός περίγυρος, το μέσα
και το έξω, το σώμα και η ψυχή, το εμφανές και το κρυφό, οι εσοχές και οι εξοχές
του λόγου, τα ερωτήματικα που δύσκολα απαντώνται, τα αποσιωπητικά… καλούνται να
υπηρετήσουν αυτήν την πρόσκληση, αυτήν την πρόκληση! Εδώ και τώρα είναι η
στιγμή της μεγάλης απόφασης, είναι η στιγμή της υπόγειας, της απόκρυφης ή
αφενέρωτης δειλίας, του μεγάλου θυμού ή της μεγάλης ανθρώπινης κατανόησης, της συγχώρεσης.
Τώρα είναι οι μεγάλες απαντήσεις που πρέπει να δώσει: τι θαυμάζει, τι επιθυμεί,
τι αποστρέφεται, με τι απορεί, τι δέχεται, τι απορρίπτει, τι αγαπά, πού
στρέφεται ένα παλιό μίσος που πρέπει να κατανοήσει και να ελέγξει, πού να
προσφέρει τα ανεπίδοτα αισθήματα!
Άλλωστε, όλα αυτά συστήνουν και τον ά-τοπο ακόμη τόπο της μυθοπλασίας της. Μια
μυθοπλασία που, απαιτώντας να οριστεί ως μια καινούργια δημιουργία, απαιτεί
δικαιωματικά να υπερβεί το στενά προσωπικό, την ιδιωτική μικρή ιστορία, να
υπερβεί την πραγματικότητά, προτείνοντας μια άλλη πραγματικότητα, τη δική της
κειμενική πραγματικότητα. Μια μυθοπλασία που, έχοντας όπλα της τη φαντασία και
το όνειρο, τη γνώση και την επίγνωση, τη διάκριση και την ευθύνη, θέλει να
προσεγγίσει, θέλει να εγκολπωθεί το γενικώς ανθρώπινο, μετουσιώνοντάς το σε
πρωτοφανέρωτη δημιουργία, και μ’ αυτόν τον τρόπο να συνομιλήσει και να διαλεχθεί
και έτσι να αναδημιουργήσει τον κόσμο· που σημαίνει να υμνήσει, στον βαθμό της
ικανότητάς της, τον ανθρώπινο πόνο, την ανθρώπινη χαρά, τη ζωή των ανθρώπων, τη
ζωή μας, εξαγγέλοντας το μεγάλο μήνυμα ότι ίσως «η ζωή είναι μια ασθενική μορφή
της λογοτεχνίας» [3].
Αυτό
που εντυπωσιάζει στη γραφή της Στεφανάκη είναι η λιτότητα της έκφρασής της.
Νομίζω ότι η αφαίρεση αποτελεί ένα από τα σημαντικά και αναγνωρίσιμα στοιχεία
της γραφής της. Ένα άλλο είναι οι λέξεις της. Αυτές δεν προκύπτουν ποτέ μέσα
στη δίνη μιας τυχαιότητας, που λέγεται στιγμή ή έμπνευση, αντίθετα είναι βάσανο
μεγάλο, είναι μια κοπιώδης αναζήτηση και επιλογή, που σημαίνει ότι είναι μια
διαρκής αναμέτρηση με το νόημά τους, με το ύφος τους, με την ιστορία τους, με
το ειδικό νόημα που κομίζουν οι λέξεις αυτές σε κάθε φραστική περίσταση. Πρόκειται
για έναν μεγάλο σεβασμό. Όμως, και οι λέξεις της αντι-χαρίζονται και προσφέρονται
αντίδωρο στο νόημα που η ίδια θέλει να προσδώσει. Και εδώ πρόκειται για έναν μεγάλο εναγκαλισμό!
« …
Ήρθε
ήρθε.
Ήρθε
μια λέξη, ήρθε,
Ήρθε
διασχίζοντας τη νύχτα,
Ήθελε
να φωτίσει, ήθελε να φωτίσει.
…»
[4] Paul Celan, Γλωσσικό Πλέγμα, Στρέττο
Η Στεφανάκη πονά, αγαπά και σέβεται τις λέξεις. Κοιμάται αγκαλιά και ξυπνά πάλι
αγκαλιά μ΄αυτές, τις αφήνει να ησυχάσουν, όταν χρειάζεται, τις κινητοποιεί όταν
είναι έτοιμες. Δεν λυπάται να αφήσει πολλές από τις λέξεις που την
επισκέπτονται σε μια άκρη, βαθιά στην ψυχή της, φυλαγμένες καλά. Θα τις
ανασύρει μόνο και όταν είναι έτοιμες αυτή και οι λέξεις της για τη μεγάλη
αναμέτρηση, δηλαδή για την απόδοση του ad hoc νοήματός της. Κι αυτό γιατί
πιστεύει πως κάθε λέξη είναι προορισμένη να συμμετάσχει σε μια καινούργια μικρή
οικογενειακή ευτυχία λέξεων. Και τις προετοιμάζει γι’ αυτήν τη μικρή ευτυχία
λέξεων, δηλαδή την ευτυχία του ολοκληρωμένου και σαφούς νοήματος. Γιατί τίποτα
δεν γίνεται τυχαία, γιατί προορισμός των λέξεων δεν είναι ούτε να επικαλύπτουν,
ούτε να επικαλύπτονται υποκριτικά, πλαστά και βλάσφημα. Οι λέξεις, η επιλογή
των λέξεων στο βιβλίο της Στεφανάκη είναι ένας τρόπος του ζην και του
υπάρχειν, αυτές οι τόσο περήφανες, αυτοδύναμες, λιτές, αυτάρκεις λέξεις, είναι μόχθος
καθημερινός, είναι αγώνας αδυσώπητος αυτός ο τόσο περήφανος, αυτοδύναμος,
λιτός, αυτάρκης διηγηματικός λόγος κι όλα αυτά δεν γίνεται παρά να παραπέμπουν
στη γραφή, δηλαδή στο ήθος, στην πρωτοτυπία, στην επάρκεια, στην προσωπικότητα
του δημιουργού.
Στη
γραφή της Στεφανάκη συνάντησα μια θαρραλέα, απόλυτα γυναικεία, φωνή-γραφή
που δε φοβάται να ψηλαφήσει άγριες, βίαιες, μυστικές, ανερμήνευτες και οριακές
στιγμές της ανθρώπινης φύσης και της ανθρώπινης ψυχής. Είναι εξαιρετικά
ενδιαφέρουσα αυτή η γραφή, ιδιαίτερα τις στιγμές εκείνες που προσπαθεί να
προσεγγίσει το όλον του ανθρώπινου είναι μέσα στη συνομιλία και τη σύζευξη των
αντιπάλων και των αντιθέτων σκέψεων και συναισθημάτων.
Αυτό,
για μένα, συστήνει την επιδίωξη κάθε λογοτεχνικού λόγου που είναι ή πρέπει να
είναι η συγκίνηση με συστατικά της τον στοχασμό και το συναίσθημα μαζί.
Ακόμη, δεν ξεχνώ το μεγάλο προσόν μιας γραφής και της γραφής της Στεφανάκη, που ξέρει πότε σου
κλείνει το μάτι με νόημα, που αφήνεται να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται, που
θέλει να έχει χιούμορ και "ελαφράδα", και αν χρειαστεί μια πολύ βαθιά,
τρυφερή, εξισορροπητική "λάμπουσα λύπη". Η ζωή και ο θάνατος, ο
έρωτας και το πάθος, η αγάπη και το μίσος, η επιθυμία και η ματαίωσή της, η
μοναξιά που αναστοχάζεται και η ερημιά του αδιέξοδου, η άγρια "αφοπλιστική"
δικαιοσύνη, ο θυμός και η τρυφεράδα, το συγχωρητικό βλέμμα, όλα τα συναισθήματα
βγαλμένα από ένα δεύτερο βάθος ψυχής, συνομιλούν και συνταιριάζονται τόσο ριζικά
αρμονικά, που τελικά συστήνουν μιαν "ευφωνία", δηλαδή αυτήν την
"αφοπλιστική" δικαιοσύνη της ζωής και του κόσμου μας
Μέσα
από τα διηγήματα της Καίτης Στεφανάκη αναδύεται εν τέλει μια ισχυρή γυναικεία, σχεδόν
αρχετυπική περσόνα, που επιλέγει, επειδή γνωρίζει, να δωρίζει ευκαιρίες,
συγχώρεση και δώρα σε όλους, πολλές και πλούσιες ανθοδέσμες με πολύχρωμα
λουλούδια, ακόμη και σ’ αυτούς που την πλήγωσαν. Όμως, όταν και εφόσον
χρειαστεί, έχει στη φαρέτρα της και όπλα, όπλα δυνατά και ανίκητα όπλα και
ξέρει τότε πολύ καλά πώς υπερασπίζεται κανείς την τιμή και την αξιοπρέπεια του,
γιατί η γραφή της Καίτης Στεφανάκη θέλει, διεκδικεί να είναι:
«δίκαιη στα στυφά του
κόσμου και στο ρολόι αλάθητη».[5]
Θεσσαλονίκη, Μάιος 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου