του ΄Ένο Αγκόλλι*
Θάλασσα του Αυγούστου
Εκείνο το καλοκαίρι, κατά τη μακάρια εξωδιηγητική
αχρονικότητα μιας εναλλακτικής προϊστορίας, πριν ακόμη ξεκινήσει το
βάναυσο μέτρημα των χιλιετηρίδων, πριν ακόμη απ’ τον Κατακλυσμό, μπροστά από το
παλιό, πάλλευκο σπίτι με τις γλαυκές γρίλιες και τις αψιδωτές πόρτες, σ’ εκείνη
την πελώρια ακτή πάνω στους βράχους, σ’ εκείνη την υδάτινη αυλή —τη γεμάτη
γιασεμιά— όπου χτίστηκε αργότερα μια Ουρ, μια Βαρκελώνη, μια Σαγκάη, ήμαστε
οι δύο ερωμένοι αυτής της οικουμένης, με μόνο ένα νυφικό κρεβάτι και λευκά πουκάμισα.
Κατά
τις αυστηρές, πατροπαράδοτές μας, παρακαταθήκες κοιμόμασταν σε βάρδιες, σ’
εκείνο το ξορκισμένο νυφικό κρεβάτι της ακτής που μετέδιδε, ραδιοφωνικά θαρρείς, από καιρού εις καιρόν, μετά φόβου Θεού, αμαρτωλές στιχομυθίες από
μακρινά βουλεβάρτα — έκφυλα, αναχρονιστικά, και με αμφίβολη οντολογία. Δεν είχα
δει ποτέ το χρώμα των ματιών σου. Είχε συμφωνηθεί, πριν από τη γέννησή μας,
πριν από την ίδια τη σύλληψη της γενεσιουργού μας αιτίας, πως δε θα συνυπήρχαμε
ποτέ αφυπνισμένοι το ίδιο λεπτό, ούτε καν την ίδια στιγμή, έτσι ώστε, μόλις
έκανες να ανοίξεις τα χαριτωμένα σου μάτια, καθώς μεσουρανούσαν —κάθε μέρα,
όλα αυτά τα χρόνια— οι Πλειάδες, τα δικά μου βάραιναν μονομιάς, και χαιρετούσα
τη θεία μορφή του Μορφέως, καχεκτικά ή με απαρέσκεια, σκεπασμένος με το λευκό
πουκάμισο που είχες πλύνει κι απόψε για εμένα.
Τις ώρες του ξύπνιου μου, τότε
που μού μιλούσαν με μοσχοβολιστούς ψιθύρους τα γιασεμιά και καλοκαιρινές
υποσχέσεις, σε σκεφτόμουν. Σε μετουσίωνα, με κάθε μου βλέμμα, έτσι όπως
κοιμόσουν, θυσίαζα την παρθένα παρουσία σου στην υψικάμινο του φαντασιακού μου, κι αυτό, με τη σειρά του, μου ανταπέδιδε το ιδεώδες σου πολλαπλασιασμένο με
εκείνον τον ερωτευμένο παράγοντα που τείνει στο άπειρο κι έγινες, πλειστάκις,
το πιο εξεζητημένο δέλεαρ του Αυγούστου. Και, πάν’ απ’ όλα, σε ονειρευόμουν και
σε έβρισκα, άλλοτε με τη μορφή κάποιου αβρού γλάρου ή κάποιου τρυφερού πτηνού
που μόλις γύρισε αργοπορημένο από εξωτικούς τόπους βεβιασμένης αποδημίας κι
άλλοτε με τη μορφή κάποιου εκλεκτού ψαριού, ίσως αυτού που έπιασα μόλις χθες
και φιλοσόφησα πάνω από το πτώμα του, σε κάθε αλλεπάλληλο υπόστρωμα του ύπνου
μου.
Μάντευα τότε με τις ώρες μέχρι και την ειδικότερη λεπτομέρεια της
απόχρωσης των ματιών σου. Μερικές φορές, κατά τις τεθλιμμένες στιγμές της
σπλήνας, σε αμφισβητούσα και υπέθετα, βλάσφημα θα έλεγε κανείς εκ των υστέρων,
ότι εκείνα τα δύο άρτια ρυθμισμένα συγκοινωνούντα δοχεία του κρανίου σου, τα
οποία συμπύκνωναν με μια φυσική τελειότητα το αίνιγμά σου και που
συγχρονίζονταν ορχηστρικά σε κάθε τους κίνηση, ήταν όλα κι όλα μια ψευδαίσθηση.
Τους είχα, θυμάμαι, αποδώσει, από κάποια αισθητική αυθαιρεσία περισσότερο παρά
από κάποια ερωτική αναγκαιότητα ή γούστο, το ευγενές χρώμα, μέχρι και την υφή
στις πιο τολμηρές φαντασιώσεις μου, του νεφρίτη.
Φυσικά, όπως υπαγορεύει
η αρχέγονη νομοτέλεια του έρωτα σε όσους τον έχουν υπομείνει αδελφοποιτοί μέχρι
την ασφελέστερή του αναίρεση, υπακούσαμε στο ριζικό μας συνεπώς και με
ειλικρίνεια μετά του πέρας του θέρους. Υφυπήρξαμε αρκετά. Ένα πρωινό λοιπόν,
ως όφειλα, — αφού χαιρέτησα τους προπάτορες πέρα από τη βραχώδη ακτή, πέρα από
τη συνοριακή οροσειρά τη διάστικτη με τα κουφάρια τους — φόρεσα το λευκό μου
πουκάμισο, γεύτηκα, για τελευταία φορά, την κομψή φωταψία του ανατέλλοντος
ηλίου χάρη σε ουρανοκατέβατη συναισθησία, και μπήκα στη θάλασσα γιατί είμαστε
κι οι δυο καλοί — πολύ καλοί — γι’ αυτήν εδώ τη μαγεμένη γαία.
Και ακόμα
και σήμερα, αιώνες μετά αναμονής, από αυτήν την αστική, μεταθανάτια
πραγματικότητά μου, ελπίζω πως ένα βράδυ, αφού μεσουρανήσουν οι Πλειάδες και
ξυπνήσεις, θα καταλάβεις. Θα αποχαιρετήσεις, τότε, το παλιό, πάλλευκο
σπίτι με τις γλαυκές γρίλιες και τις αψιδωτές πόρτες και θα πνιγείς, μαζί
μου, κι εσύ μέσα στη θάλασσα.
* Γεννήθηκε το 1994, στην Κορυτσά, αλλά μεγάλωσε στη
Θεσσαλονίκη. Έχει αποσπάσει το πρώτο βραβείο στον πανελλήνιο μαθητικό διαγωνισμό
ποίησης, το 2011 και το 2012. Σπουδάζει Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, αν
και φέτος θα βρίσκεται για ένα χρόνο σε αυτό του Κέιμπριτζ. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί για πρώτη φορά στο περιοδικό «Εντευκτήριο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου