4.9.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Εκείνα τα καλοκαίρια που δεν τελείωναν ποτέ». Γράφει ο Νίκος Βατόπουλος


Του Νίκου Βατόπουλου*



Εκείνα τα καλοκαίρια που δεν τελείωναν ποτέ

«Είναι παράδεισος», είχε πει ο Γάλλος τουρίστας που καθόταν δίπλα μας στο καράβι. Την είχε ξεστομίσει πριν από 46 χρόνια αλλά την ακούω ακόμη στ' αυτιά μου. Μου είχε κάνει εντύπωση η φράση του. Είχαμε αφήσει πίσω μας τον Άγιο Κωνσταντίνο και περνούσαμε πολύ κοντά από τις ακτές της Βόρειας Εύβοιας. Τα πεύκα σχημάτιζαν πράσινες τούφες ώς κάτω στο νερό. Προορισμός μας ήταν η Σκιάθος για τρίτη συνεχόμενη χρονιά εκείνο το έτος. Ήταν 1968.

Τα καλοκαίρια, πολύ συχνά, προσπαθώ να επαναφέρω την αίσθηση του μυθικού θέρους της παιδικής ηλικίας. Εκείνου του ατελεύτητου θέρους που διαστελλόταν στον χρόνο σε ένα βάθος ασύλληπτο για τα μετέπειτα καλοκαίρια της ενήλικης ζωής. Οι τρεις μήνες του καλοκαιριού για έναν μαθητή δημοτικού σχολείου αντιστοιχούσαν σε ένα όχι αμελητέο ποσοστό του ήδη διανυθέντος βίου και αποτελούσαν προγεφύρωμα με μια ασαφή, αγεωγράφητη αλλά προσφιλή και εμμονικά προστατευόμενη ερμηνεία της αιωνιότητας.

Αυτήν την αιωνιότητα στη θερινή εκδοχή της παιδικής ηλικίας την είχα συνδέσει με τη θάλασσα και με όλα όσα τη συνόδευαν, την προέκτειναν ή την μυθοποιούσαν. Κάθε καλοκαίρι το περνούσα κοντά σε θάλασσα, η κουλτούρα του βουνού δεν υπήρχε στο μυαλό μου, παρά μόνο στα μυθιστορήματα, οι βουνοπλαγιές ως τόπος παραθερισμού ήταν απούσες, ίσως και εκ πεποιθήσεως ανεπιθύμητες.

Μεγάλωνα με οικογενειακές αφηγήσεις από περασμένα καλοκαίρια του 1920, του 1930, του 1950, στον Βόσπορο, στα Πριγκηπόνησα, στα νησιά του Αιγαίου, στο παράλιο Αστρος, στο Ξυλόκαστρο, σε τόπους που μεγεθύνονταν στον χάρτη της φαντασίας και συγχέονταν μεταξύ τους, εκβάλλοντας σε έναν ωκεανό που έμοιαζε με λίμνη γεμάτη δίνες.




Αλλά αυτή η «λίμνη», που διατηρούσα μέσα μου σε έναν κλωβό που είχε πλέγμα τα νήματα μιας ζωής μεγαλύτερης από αυτήν που είχα ώς τότε ζήσει, έχανε κάθε νόημα μνημόνευσης όσο ζούσα τα άγουρα καλοκαίρια μου, συλλέγοντας παντός είδους εμπειρίες. Τρία καλοκαίρια στη Σκιάθο από το 1966 ώς το 1968, τα θυμάμαι βυθισμένα σε τυρκουάζ νερά στα οποία καθρεφτίζονταν τα μυροβόλα πεύκα, με την αψιά μυρωδιά της ρητίνης, και δεν ήξερες αν ήταν τα δέντρα που έβλεπες ή τα δάση από τη μυστηριακή χλωρίδα στον πάτο της θάλασσας (που μου έφερνε στον νου το παραμύθι Ο πρίγκιπας των ψαριών που είχα διαβάσει στα Μικρά Κλασσικά Εικονογραφημένα).


Ήταν πράγματι ένας παράδεισος, όπως είχα ακούσει να λέει ο Γάλλος τουρίστας, εκείνη η μυθική Σκιάθος, μικρή και παρθένος ακόμη στον κόσμο του τουρισμού. Δεν υπήρχε ακόμη αεροδρόμιο, τα πλατύσκαλα δεν είχαν ξηλωθεί, οι υποδομές ήταν φτωχές. Ωστόσο, υπήρχε η υπόσχεση από κάτι μακρινό, βαθύ και μονάκριβο. Εκείνη τη Σκιάθο την προσεγγίζαμε τότε με βάρκες, καθώς δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί η μεγάλη προβλήτα, και ήταν μεγάλος ο τρόμος καθώς με κατέβαζαν από το πλοίο - κήτος στη μικρούλα βάρκα που ήταν ήδη γεμάτη με κόσμο και μπαγκάζια, και την έβλεπα να μπατάρει πότε από τη μια και πότε από την άλλη. Κι ένιωθα τα στιβαρά χέρια των ναυτικών να με βαστάνε και να με τραβάνε γρήγορα γιατί περίμενε τόσος κόσμος και ένιωθα το βλέμμα της μητέρας μου χωρίς να τη βλέπω, τόση ήταν η τρομάρα μου καθώς κατέβαινα προς τη μικρή βάρκα, και άκουγα τις φωνές των βαρκάρηδων να κάνουμε γρήγορα και το κύμα ήταν αγριεμένο, γιατί πάντα φυσούσε όταν πλησιάζαμε στη Σκιάθο.




Όλα αυτά φαντάζουν σήμερα εξωπραγματικά, σαν να ανήκουν σε άλλες ζωές, θαμπές και συγκεχυμένες στον χρόνο. Ωστόσο, όταν κυλάει η σκέψη προς τα πίσω και φέρνω στα χείλη τη γεύση εκείνων των καλοκαιριών, έρχεται στον νου πάλι το βαθύ μπλε ανοιχτά του λιμανιού της Σκιάθου, όταν κατεβαίναμε στις βάρκες, σαν πρόσφυγες άλλης εποχής, με τον βυθό απροσδιόριστα χαμένο σε μεγάλο, σκοτεινό βάθος... Κι άλλες φορές, έρχεται η μυρωδιά της ρητίνης από τα πεύκα που έκαναν τη θάλασσα σμαραγδένια, με έναν ναρκωμένο αισθησιασμό. Όλα αυτά συμπλέουν και γίνονται μια σφαίρα μνήμης, ρευστής, χωρίς σύνορα, όπως είναι ένα όνειρο, με ήρωα έναν εαυτό, ίδιο αλλά και ξένο ταυτόχρονα.


* Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. 
Είναι δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Η Καθημερινή». 
Έχει γράψει το βιβλίο «Το Πρόσωπο της Αθήνας» (εκδ. Ποταμός).


[Τις πιο πολλές φορές, τα [αυτο]βιογραφικά σημειώματα υπερβάλλουν και φιλοτεχνούν αγιογραφίες που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: ο σεμνός ―και επί 25ετία τουλάχιστον φίλος μου― Ν.Β. είναι ένας από τους καλύτερους συντάκτες του λεγόμενου "πολιτιστικού ρεπορτάζ" (σε μια εποχή που δεν είναι και πολύ κολακευτικό να βιοπορίζεσαι ως δημοσιογράφος!). Έχει υπογράψει εξαιρετικά ρεπορτάζ, πολυάριθμες παρουσιάσεις βιβλίων, και μια πολύ καλή σειρά συνεντεύξεων με ξένους λογοτέχνες. Πριν από δύο χρόνια περίπου δημιούργησε την ομάδα «Κάθε Σάββατο στην Αθήνα» στο Facebook, ομάδα που ήδη αριθεμί 18.250 μέλη και αποδείχθηκε εξαιρετικά δραστήρια ως προς τη διοργάνωση ποικίλων και πολλών εκδηλώσεων που αποβλέπουν στο να ξαναζωντανέψει το κέντρο της Αθήνας. ― Γιώργος Κορδομενίδης]

2 σχόλια:

ΜΑΡΙΑ ΛΙΑΚΟΥ είπε...

Εξαιρετικό!!!

ασωτος γιος είπε...

συγκινηση!