14.9.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Πέρυσι στα Καμένα Βούρλα». Γράφει η Γλυκερία Μπασδέκη


[ Η ποιήτρια Γλυκερία Μπασδέκη ήταν από τις πρώτες συνεργάτιδες του Εντευκτηρίου που ανταποκρίθηκε στην πρόταση να απαντήσει με τον τρόπο της στο παιγνιώδες ερώτημα: Βουνό ή θάλασσα. Από προσωπική αβλεψία, το κείμενό της δεν δημοσιεύτηκε και ανακοινώθηκε χτες η ολοκλήρωση του "αφιερώματος" αυτού. Ας εκληφθεί λοιπόν το μικρό πεζό που ακολουθεί ως το πιο κατάλληλο υστερόγραφο. ― Γιώργος Κορδομενίδης ]



της Γλυκερίας Μπασδέκη*


Πέρυσι στα Καμένα Βούρλα

Με το μελάτο στο στόμα.’Εσταζε ο κρόκος,τελευταίο στο βάθος, επίτηδες, να έχω την άνεσή μου,να στάζει, σλουρπ σλουρπ με αλατάκι στη γλωσσίτσα. Σεβασμός μηδέν, ψηλός μελαχρινός, καθόλου ο τύπος μου, έπιασε καρέκλα, καλημέρα σας είμαι ο Γιάννης Κολιός, δεν με θυμάστε; Σκουπίστηκα με το τραπεζομάντηλο, μπραφ μπραφ, έφυγε η κανάτα με τον φυσικό και το βούτυρο Κερκύρας. Δεσποινίς, δεσποινίς ελάτε με τη σφουγγαρίστρα λίγο που σας θέλω. Όλο το επίλεκτο τημ του χοτέλ «Ακτή Βουλιαγμένης» στο λεπτό, εξαίρετο σέρβις, τιμαί φιλικαί, δυο βήματα απ’ τη θάλασσα. Αυτός στην καρέκλα μπάστακας. Άναψε και τσιγάρο, κανονικά απαγορεύεται. Είμαι ο Γιάννης Κολιός, δεν με θυμάστε; Πέρυσι στα Καμμένα Βούρλα, η δεσποινίς Πέπη δεν είστε; H Δεσποινίς Πέπη είμαι φέτος κι η δεσποινίς Πέπη ήμουν και πέρυσι. Αλλά τι Καμμένα Βούρλα; Ποιός Γιάννης Κολιός; Δεν σας ξέρω, κύριε Κολιέ, του πετάω με μπλαζέ υφάκι, προφανώς και πρόκειται περί συγχύσεως και τα λοιπά. Πάω να φύγω, με γραπώνει. Δεσποινίς, δεσποινίς, ελάτε με τνη μπερέτα λίγο που σας θέλω ― ένας Γιάννης Κολιός με παρενοχλεί και θα μου κάνει μελανιά στο μπράτσο. Από μέσα μου τα είπα. Απέξω ξέπνοη, πολύ ξέπνοη, ούτε ένα μπρέκφαστ της προκοπής δεν πρόλαβα ν’ αποτελειώσω, πού δύναμη πρωινιάτικα. Δεν πήγα ποτέ στα Καμμένα Βούρλα και το Γιάννης Κολιός δε μου λέει τίποτε, ψιθύρισα. ΄Εξαλλος ο Κολιός, καθόλου ο τύπος μου, ψηλός μελαχρινός με μια ελιά στο μάγουλο, άνοιξαν τα μάτια του, άφρισε, πετάει τη γόπα στα σφουγγαρισμένα. Μην το αρνείστε, δεσποινίς Πέπη, εσείς είστε, αμέσως σας κατάλαβα. Είμαι ο Γιάννης Κολιός ― ο Κολιός τον Αύγουστο, θυμηθείτε…. Πιάνει να κλαίει, πέφτει και στα γόνατα, κοτζάμ μαντράχαλος, πενήντα στο νερό. Μπελάς μεγάλος, μια βδομαδούλα διακοπούλες ήθελα, το χοτέλ «Ακτή Βουλιαγμένης» μέσα, που ούτε ένα πρωινό με το πάσο σου δεν μπορείς να ευχαριστηθείς. Είχαν γυρίσει και τα διπλανά, φουλ συνταξιούχοι, όρεξη μάς είχαν, ρεζίλι με τον Κολιό στα πόδια μου να μυξοκλαίει... Καλά, καλά, σηκωθείτε κύριε Κολιέ, του λέω, πάμε να πιούμε ένα καφεδάκι να τα συζητήσουμε. ΄Ηρθε κι έφεξε ο μεγαλομπεμπές, καθόλου ο τύπος μου, ψηλός μελαχρινός, με προγναθισμό. Τον πήρα στο δωμάτιο, παρήγγειλα δυο φραπέδες να τους ανεβάσουν. Χωρίς γάλα ο δικός μου, θα το θυμόσαστε, ε; μου κάνει. Εκεί παραδόθηκα. Του έστρωσα πρόχειρα σ’ ένα μπαμπού καναπεδάκι, ούτε διθέσιο, ο μισός μέσα, ο μισός έξω. Αργά το βράδυ παραδέχτηκα τα πάντα ― ήταν αποφασισμένος να με πείσει και σχεδόν τον λυπήθηκα. Το σώμα του ήταν όπως το περίμενα, αλμυρό, με μια πηχτή κρούστα. Τα φιλιά του μύριζαν έντονα ψαρίλα αλλά ήταν περασμένος Αύγουστος κι αποφάσισα να μη δώσω και μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες.


* Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1969. Αγαπάει και το βουνό και τη θάλασσα γιατί είναι διλημματική. Γράφει με άνεση.


Δεν υπάρχουν σχόλια: