1.9.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Μήπως βουνό, Ηλία;». Γράφει η Καίτη Στεφανάκη


φωτογραφία: Μαίρη Σειρηνοπούλου

της Καίτης Στεφανάκη


Μήπως βουνό, Ηλία;

«Κυρία, κυρία! Βουνό ή θάλασσα;» ρωτούσε το αγόρι με εκείνο το τσουλούφι που κάλυπτε μονίμως τα μάτια του, ενώ στην κορυφή του κεφαλιού τα μαλλιά του με έναν μυστήριο τρόπο έμεναν πατικωμένα.
«Κυρία, κυρία, βουνό ή θάλασσα;» Δεν παρέλειπε ούτε μια φορά να την ρωτήσει μόλις μεσολαβούσαν δυο λεπτά χωρίς να τον απασχολεί. Τον βοηθούσε στα μαθήματα του ελληνικού σχολείου.
Το αγόρι ζούσε με τον πατέρα του, στην πόλη που σπούδαζε η νεαρή γυναίκα. Η γιαγιά υποκαθιστούσε τη γερμανίδα μάνα, που λίγο μετά τη γέννηση του Ηλία, είχε εξαφανιστεί με κάποιον βαρβάτο Τούρκο. Μεγαλόπρεπα κυβερνούσε το βασίλειό της, το λιτό σπιτικό του γιού της, πάνω από την αίθουσα του κινηματογράφου, όπου ο πατέρας χειριζόταν τις μηχανές προβολής. Φρόντιζε ανελλιπώς για την τήρηση των άγραφων κανόνων ηθικής, καθαριότητας και διατροφής, έτσι όπως τους είχε μεταλαμπαδεύσει από τα βουνά των Σερρών σ’ εκείνη τη ρομαντική πόλη του Ρήνου.
Ήδη πριν να τελειώσει την ερώτηση, τα μαύρα μάτια του αστραποβολούσαν. Είχε μια τσαχπινιά το γέλιο του, μια πονηριά το βλέμμα, άσχετα με την όποια απάντησή της. Εκείνη γελούσε συνήθως κι ακουμπούσε τρυφερά το χέρι της εκεί, στο σημείο των εξημερωμένων μαλλιών του. Δεκαετία του ’70 δεν είχε ακόμα εντρυφήσει σε συγγράμματα παιδοψυχολογίας.

Τον Ηλία θυμήθηκε, μετά από χρόνια, ένα βραδάκι στην Ιτέα, στο τέλος μιας εξαντλητικής ημέρας στους Δελφούς. Με τον άντρα της έκαναν πρώτη φορά διακοπές. Τότε ο παραθερισμός δεν είχε γίνει συνήθεια ακόμα. Ούτε απαραίτητο εξάρτημα κοινωνικής επιβεβαίωσης. Σαν παιδί την έστελναν τα καλοκαίρια το πολύ-πολύ σε κατασκήνωση ή στον παππού στον Πειραιά.
Με τον ιδεαλισμό των ξενιτεμένων, που αφού είχαν φύγει πρώτα μακριά, εξιδανίκευαν ύστερα την πατρίδα, ταξίδευαν αυτό το καλοκαίρι, νέο ζευγάρι οι δυο τους για να γνωρίσουν τους αρχαίους τόπους και τα μουσεία της Ελλάδας. Μα εκείνη κάτι ακόμα προσδοκούσε στα κρυφά. Μακριά από το άγχος και την πίεση για αριστεία και υψηλή απόδοση ―σαν τίμημα του δικαιώματος να ζουν στη Γερμανία―, σκεφτότανε λοιπόν, πως και οι ίδιοι θα αισθάνονταν αλλιώς, εδώ μέσα στη φύση, στον αρχαίο πολιτισμό, στην χαλαρή ελληνική ατμόσφαιρα.
Κατάπληκτοι αντικρίσανε τον τόπο στους Δελφούς. Σαν να ‘χε ανοίξει το βουνό στα δυο από έναν κοσμογονικό σπασμό που έφτιαξε την κοιλάδα.
Και μόλις φτάσανε στη ρίζα των Φαιδριάδων, εκεί ακριβώς στην Κασταλία πηγή, αντίκρισαν το χάσμα των χασμάτων, τους δυο βράχους, που τους χώριζε ένα τρομαχτικό φαράγγι, στενό κι απάτητο. Όμοιο με κείνο ανάμεσα στον ορθολογισμό και το συναίσθημα.
«Μήπως βουνό, Ηλία;» είχε σκεφτεί μέσα στον θαυμασμό της, φέρνοντας το παιδί στο νου της.
Εκεί στον ομφαλό της γης, εκεί που συναντήθηκαν οι αετοί του Δία και όρισαν το κέντρο όλου του κόσμου, εκεί υποψιάστηκε πρώτη φορά κι η ίδια, πως το σώμα της έχει κι εκείνο το δικό του κέντρο, όχι σαν ίχνος αλλοτινής τροφοδοσίας, μα κάτι άλλο, ανεξιχνίαστο, που ενοχλούσε. Σε ό,τι μπορούσε να αποδείξει μόνο πίστευε αυτή, όχι σε δοξασίες μεταφυσικές. Η Αθηνά ήταν η θεά της. Να ερευνά, να εφευρίσκει, να εφαρμόζει. Μα τώρα εδώ έσκαζαν μύτη ξαφνικά κι άλλοι θεοί. Ο υπερβατικός Απόλλωνας με τους χρησμούς του κι ο άλλος ο προκλητικός κι ανήθικος Διόνυσος. Μετά το μουσείο κατηφόρισαν προς τον κόλπο της Ιτέας. Τα βουνά αριστερά και δεξιά ανοίγονταν σαν σκέλη δεκτικά μπροστά τους. Σαν γυναίκα έτοιμη να δοθεί. Μια θάλασσα απέραντη, κόλπος γεμάτος υποσχέσεις ηδονής. «Ηλία, θάλασσα μάλλον».

«Κυρία, κυρία! Βουνό ή θάλασσα!»  Έφερνε και ξανάφερνε τα λόγια του μικρού στο νου της. Στα μάτια της έβλεπε τον πυρετό του έφηβου που είχε ανακαλύψει τους καρπούς που απαγόρευε η δυναστεύουσα γιαγιά. Τα μάγουλά της έπαιρναν φωτιά κάθε φορά που για να πάει στον Ηλία, έπρεπε να περάσει μέσα από μια μακριά στοά, είσοδο του σινεμά που δούλευε ο πατέρας. Και ποιο το πρόβλημα, θα πει κανείς. Χμ! Η στοά. Στις δυο πλευρές της ήταν στολισμένη με φωτεινές βιτρίνες, γεμάτες με φωτογραφίες και αφίσες από τα φιλμ που κάθε φορά προβάλλονταν:
Σώματα γυμνά, ηδονικά, αμαρτωλά συμπλέγματα. Στήθη, μηροί, οπίσθια. Βεβαίως τότε ακόμα με μαύρες ταινίες στα επίμαχα σημεία. Και εύγλωττους τίτλους:
«Διακοπές στις Άλπεις»: Τροφαντές Γερμανίδες με παραδοσιακές φορεσιές, με ελεύθερα τα ροδαλά τους στήθη, πρόσφεραν μπύρα και τα κάλλη τους σε γεροδεμένους Τεύτονες που γεύονταν ήδη τα σαρκώδη φρούτα. Το σκηνικό ήταν πάντα τα βουνά. Πελώρια, βραχώδη με εντελβάις ή με δάση καλυμμένα.
«Όχι βουνά, Ηλία, αποκλείεται!»
Στα «Απαγορευμένα φρούτα της θάλασσας» άλλαζε το σκηνικό. Υπέροχα θαλασσινά τοπία φιλοξενούσανε είτε μελαχρινές, μακρομαλλούσσες καλλονές με ασπρουλιάρηδες τουρίστες, με πέδιλα και κάλτσες, είτε και το αντίστροφο όπως στο «Αμαρτωλό FKK»: Ξανθιές βορειοευρωπαίες και μαυρισμένοι μεσογειακοί εραστές να σχηματίζουνε ατέλειωτα γυμνά συμπλέγματα.
Βορράς-Νότος, βουνά-θάλασσες, άνδρες-γυναίκες.
«Κυρία, κυρία! Βουνό ή θάλασσα!» 
«Δεν ξέρω, Ηλία! Δεν είναι αυτά για μένα!»
Το ξύπνημα της άνοιξης [Das Frühlingserwachen] είχε συντελεστεί για τον Ηλία σε μια στοά ενός πορνοσινεμά. Διασχίζοντας καθημερινά την αμαρτωλή δίοδο, με τη γιαγιά να του πιέζει το κεφάλι προς τα κάτω για να μην κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, είχε αποκτήσει μια κεφαλοκορφή πατικωμένη κι έναν στραβό λαιμό. Γιατί ο Ηλίας είχε εντοπίσει μία ορισμένη θέση του λυγισμένου του λαιμού που του επέτρεπε, γυρνώντας εντελώς πλάγια τα μάτια του, παρόλα αυτά να βλέπει! Η στρεβλή αυτή οπτική γωνία τού είχε επιπλέον εδραιώσει την πεποίθηση, πως οι γυναίκες ήταν, είτε άγιες, αγνές δυνάστισσες σαν τη γιαγιά, είτε «ξετσίπωτες και κολασμένες». Στις τελευταίες φυσικά η γιαγιά κατέτασσε επίσης και την εξαφανισμένη μάνα του. Την δασκάλα του δεν μπορούσε να την κατατάξει ακόμα ο Ηλίας. Γι’ αυτό κι οι ερωτήσεις… Τον μπέρδευαν οι απαντήσεις της, μα επέμενε.

Τώρα μπροστά της έβλεπε ξανά το μυημένο βλέμμα του αγοριού, μα και τις φωτεινές βιτρίνες της στοάς. Φαντάζονταν τα σώματα σε δράση. Να ζωντανεύουν. Να πάλλονται από αληθινή ηδονή. Να φτάνουν σε οργασμικά ουράνια. Να δίνουν και να παίρνουν ηδονή.
Και η ίδια ήθελε να νιώσει θηλυκό το σώμα της, να ερεθίσει και να ερεθιστεί. Δύσκολο όμως. Βλέπεις, ο ορθολογισμός, η εμπειριοκρατία, η ιδεολογία εντέλει, ήταν εμπόδια. Ήταν και θέματα αισθητικής. Ήταν κι εκείνες οι ηθικές αρχές, παρόλο που περήφανη θεωρούσε πως μελετώντας Ένγκελς, Μαρξ, μα και τις θρυλικές Αρχές του Διαλεκτικού Υλισμού είχε επιτέλους ξεπεράσει εκείνα τα κατάλοιπα του κατηχητικού. Ντρεπόταν να του εξηγήσει πώς θα ήθελε να χειριστεί το σώμα της. Εκείνος την καθοδηγούσε για τον ίδιο. Εκείνη για τον εαυτό της, ούτε λέξη.
Άρχισε να του διηγείται την ιστορία του Ηλία. Γελούσανε μαζί.
«Εγώ βουνό, εσύ θάλασσα!» της έλεγε στο αυτί. Η ανάσα του την ανατρίχιαζε.
«Πάμε να κολυμπήσουμε!»
«Τώρα; Νύχτα;»
«Ναι! Γυμνοί.»
Στην Κασταλία είχε τολμήσει να αναρωτηθεί πώς θα ‘ταν να λουστεί, να εξαγνιστεί μέσα στα μαγικά νερά της, να γεννηθεί ξανά γυναίκα, να χάσει τον έλεγχο μυαλού και σώματος ― έστω και υποβοηθούμενη από τις υποτιθέμενες παραισθησιογόνες αναθυμιάσεις του βουνού και επιτέλους να παραδοθεί στην έκσταση.
«Τίνος; Ηλία, τίνος έκσταση; Πες! Της θάλασσας ή του βουνού;»
Στην έκσταση ενός έρωτα ολοκληρωτικού, άγνωστου έως τώρα.

Μες στο νερό ένιωσε πρώτα τα δάχτυλά του να την ανιχνεύουν, μετά τον ίδιο εντός της. Εκμηδενίστηκαν άπασες οι εγκεφαλικές της οχυρώσεις. Αφέθηκε. Διαλύθηκε. Έγινε θάλασσα. Χώρεσε όλα τα βουνά του κόσμου.
«Θάλασσα, Ηλία, θάλασσα!»

Υ.Γ. 1
Αυτή ήταν η μοναδική φορά. Η θάλασσα δεν ήταν ποτέ άλλοτε διαθέσιμη.

Υ.Γ. 2
Σε φίλους την κατηγορούσε αφού χώρισαν, πως για χατίρι της ξόδεψε τόσα λεφτά για να την πάει διακοπές. Άσε που ―λέει― τον παρέσυρε στον διαλεκτικό υλισμό και κατ’ επέκταση στον μαρξισμό.
Το πρώτο, αυτό με τα λεφτά, τού το συγχώρεσε, το δεύτερο ποτέ.



Για τον Γιώργο!
Αύγουστος 2014

* Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1951. 
Ιστορικός της τέχνης, 
καθηγήτρια της γερμανικής γλώσσας, 
μεταφράστρια. 
Γράφει ποίηση και πεζογραφία.
Η πρώτη της συλλογή
διηγημάτων είναι υπό έκδοση
στις Εκδόσεις Εντευκτηρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: