3.9.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Έφηβος σε παραλία». Γράφει ο Πέτρος Μπιρμπίλης



του Πέτρου Μπιρμπίλη*


Έφηβος σε παραλία

Δεν υπήρχαν σχέδια για διακοπές. Τίποτα. Όλα στον αέρα. Γι΄ αυτό, με το που ξεμύτισε ο Αύγουστος, ο πιο κοντινός μου φίλος κι εγώ αποφασίσαμε πρόγραμμα, χωρίς κρατήσεις σε ξενοδοχεία, χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες να περάσουμε “τέλεια”.
Σε τρεις ώρες ήμασταν σε μια παραλία έξω, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα. Γαλάζια τα νερά, ειδυλλιακό το τοπίο, ο κόσμος ελάχιστος, φάνηκε να είναι αυτό ακριβώς που αποζητούσαμε. Και ήταν, μέχρι που έπεσε ο ήλιος και πλάκωσαν τα κουνούπια από την, κατά τα άλλα γραφική, λιμνούλα που υπήρχε εκεί παρά δίπλα. Κουνούπια τόσο μεγάλα, και τόσα πολλά, που αναγκαστήκαμε να τα μαζέψαμε κακήν και δίχως πολλή σκέψη συνεχίσαμε την περιπλάνησή μας προς τα νότια. Προσπεράσαμε παραλιακά χωριά, πόλεις, κι άλλα χωριά, δίχως να κοιτάζουμε τις ταμπέλες, έτσι που μέσα στη φαντασία μας όλα γύρω έμοιαζαν απόρθητα από τον γνωστό κόσμο, αχαρτογράφητα.

Όταν έπεσε η νύχτα σταματήσαμε, βρήκαμε ένα μέρος που μπορέσαμε να βάλουμε κάτι στο στόμα μας, καθότι νηστικοί όλη τη μέρα, κι ύστερα, ταλαιπωρημένοι αλλά ευγνώμονες, πέσαμε για ύπνο στην παραλία. Κοιμηθήκαμε στην άμμο, δίπλα σε μια βάρκα. Κι όλα καλά, μέχρι που τα ξημερώματα έπιασε μπόρα, κι έτσι τρέξαμε πάλι στο αμάξι, με κατεύθυνση ακόμη πιο νότια. Είχε ξημερώσει για τα καλά. Βρισκόμασταν σε ένα γνωστό τουριστικό θέρετρο, όπου, νυσταγμένοι και κουρασμένοι είναι η αλήθεια, καθίσαμε σε μια από τις καφετέριες για να πιούμε έναν δυνατό καφέ, όταν ―για καλή μας τύχη, όπως αποδείχτηκε αργότερα― συναντήσαμε, εντελώς τυχαία, κάποιους γνωστούς μας, που πάνω στην κουβέντα μάς συμβούλεψαν να πάμε σε μια τοποθεσία που, όπως είπαν, δεν υπήρχε περίπτωση να μην περάσουμε ωραία.
Διασχίσαμε και πάλι χωματόδρομους, αμπέλια, καλαμιές και γεφύρια, μέχρι να φτάσουμε εκεί που μας είπαν. Και φτάσαμε τη μαγική εκείνη ώρα που ο ήλιος δύει. Ναι, είχαν δίκιο. Η συγκεκριμένη παραλία ήταν μια άλλη ιστορία. Καμιά σχέση με ό,τι είχαμε δει μέχρι εκείνη την ώρα.  Σαν να την είχε ξεχάσει ο χρόνος, σαν να είχε ξεπηδήσει από κάποιον πίνακα.
Οι γνωστοί μου μας είχαν πληροφορήσει ότι, παλιά, τη δεκαετία του 90, κατέφθανε εδώ μεγάλος αριθμός, νεαρών κυρίως ατόμων, κάνοντας πάρτι που δεν περιγράφονταν. Καταλαβαίνετε τι στιγμές έκστασης διαδραματίστηκαν στο κατά τα άλλα ήσυχο και ξεκομένο ετούτο μέρος. Τέσσερα χιλιόμετρα αμμουδιάς και η θάλασσα παρθένα. Ούτε σπίτια, ούτε ξενοδοχεία, ούτε τίποτα. Μόνο μερικές καλαμιές κι ένα ποταμάκι με χελώνες, που ξεμύτιζαν από το νερό, και που τις επόμενες μέρες θα τις ταΐζαμε με μπισκότα.

Μείναμε εκεί μια εβδομάδα. Τα μεσημέρια παίζαμε με τα κύματα, κοιτούσαμε τις σαύρες που έκαναν αναβάσεις στους κορμούς των λιγοστών δένδρων και πιο μετά, όταν ο ήλιος γινόταν ανυπόφορος, κρυβόμασταν για να προστατευθούμε σε μια καλύβα από καλάμια, που κάποιος ντόπιος είχε στήσει λίγο πιο πέρα, κάτω από μερικά δένδρα. Τα βράδια ανάβαμε φωτιές και, με συντροφιά τον μονότονο ήχο που έκαναν τα τριζόνια, χαζεύαμε τον ουρανό και τα αστέρια.



Πέρασαν οι μέρες, μέχρι που ήρθε ο Δεκαπενταύγουστος. Η ημέρα που γιορτάζουμε την Παναγία, και που ταυτόχρονα είναι η ημέρα που γεννήθηκα. Πριν από... αρκετά χρόνια.
Ναι, είχα γενέθλια. Σχεδόν θα το ξεχνούσα. Όχι ότι είχε ιδιαίτερη σημασία. Αλλά, όπως και να το κάνεις, είναι μια ξεχωριστή μέρα για τον καθένα μας.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, ακούμπησα τα σταυρωμένα χέρια πάνω στο στομάχι μου και σήκωσα τα μάτια προς τον ορίζοντα. Καθόμουν στη φουσκωμένη πορτοκαλί μου σαμπρέλα, που τόσο πολύ δέθηκα μαζί της, δεν την αποχωριζόμουνα. Φορούσα ακόμη το βρεγμένο μαγιό μου και, καθώς ο ήλιος έβαφε όλα όσα απλώνονταν μπροστά μωβ, ροζ, θαλασσί, σμαραγδί, και κόκκινα, στο μυαλό μου δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε άγχη, ούτε υπαρξιακές ανησυχίες, ούτε επιδιώξεις, ουτε όνειρα, ούτε φιλοδοξίες... Τίποτα.
Είχα γεννέθλια. Ένας ακόμη χρόνος για την πέμπτη δεκαετία της ζωης μου. Ποιός; Εγώ, που στην εφηβεία μου, παρασυρμένος από τους ήρωές μου, καταραμένους φυσικά στην πλειονότητά τους, πίστευα ότι κάπου γύρω στα τριάντα μου χρόνια θα πέθαινα.
«Τι να πω; Τι να σκεφτώ τώρα που ο χρόνος με διέψευσε; Ας μην πω λοιπόν, τίποτα», αποφάσισα. Ας κοιτάξω τον ουρανό κι ας αφουγκραστώ την ανάσα μου. Ας ευχαριστήσω και τη ζωή, τον Ουρανό, τον Θεό, το Σύμπαν... για όλες τις χαρές, τις λύπες και τις λαχτάρες που μου χάρισαν, κατά τη διάρκεια των “εξτρά” χρόνων, σύμφωνα με τους ανόητους υπολογισμούς της εφηβείας μου.
 «Καλά γενέθλια» ψιθύρισα.
Μετά από τόση περιπλάνηση, μετά από  τόση αγωνία μπας και φύγει η ζωή και δεν προλάβει να τη χαρεί με τα όλα της, ο έφηβος που φοβόταν τον θάνατο επέζησε, κι ήμουν δίπλα του. Ήμασταν μαζί. Λες και δεν άλλαξε ποτέ τίποτα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Εγώ τότε και τώρα. Ενας. Μέσα στην τρυφηλότητα μιας άχρονης εφηβείας. Με τα ελάχιστα υλικά της ελευθερίας.

Δεν είπα σε κανέναν, ούτε καν στον φίλο μου, ότι είχα γενέθλια. Κι ευτυχώς, το κινητό μου δεν είχε σήμα.



* Συγγραφέας. 
Το τελευταίο του βιβλίο 
είναι η συλλογή ποιημάτων 
με τίτλο Η Μέρα που Χάθηκε Μέσα σε μια Άλλη
εκδόσεις Bibliotheque.


1 σχόλιο:

BLUEPRINTS είπε...

όμορφα γλυκόπικρο μα περισσότερο φανερά από ψυχής...