του Β. Π. Καραγιάννη*
Πλωμάρι
Βιβλία, κουρμπάνια, ούζο ― όλα Αιγαίου πελάγους...
Όχι πως το χωνεύω απλώς δεν το πίνω, έστω αυτό το ένα
που μου πέφτει ως Κλήρος του Μεσημεριού την Κυριακή υπό τον πλάτανο ―είπαμε,
τον ευρωστότερο των Βαλκανίων―, όταν η τριμελής (μεγαλύτερη είναι όχλος) πα ρέα πίνει ένα άνευ, ένα με
τσίπουρο, κι ένα ούζο παρακαλώ. Ίσως και να μη ξέρω ακριβώς το γιατί; Μιλώ για
το ούζο γενικώς, ανεξάρτητα από τις μάρκες του, όπως μου τις αράδιασε ο Αλέκος:
Βαρβαγιάννης, Καζαντζίδης , 12, Τυρνάβου, Μπαμπατζίμ,
Υπάρχω. Ποιο άλλο; Α, ναι, Πλωμα ρίου,
της νήσου Λέσβου που συνήθως την ονομάζουμε εν συνόψει και χονδρικώς Μυτιλήνη.
Σ’ αυτήν τη μεγάλη νήσο βρέθηκα πριν χρόνια, μέρες του Αυγούστου, εκείνου του
καλοκαιριού που τα πολιτικά μας πράγματα
είχαν πάρει μια δόση
αλλαγής σχεδόν σβουριχτής, δηλαδή και δηλονότι τ’ αριστερά δεν εγνώριζαν που
πηγαίναν τα δεξιά τους και τ’ ανάπαλιν. Εγινε τότε στη συνέχεια το «έλα,
Παναγία μου, να δεις και φεύγα», αλλά εμείς φύγαμε με καράβι από Θεσσαλονίκη,
που το λέγαν φυσικά «Σαπφώ».
Το ίδιο μάς γύρισε σε συνθήκες που λίγο διέφεραν (ώρες 16 στο ανοιχτό
κατάστρωμα υπό βροχήν σπαραδικώς) από εκείνες υπό τις οποίες μετεφέρονταν οι
πρόσφυγες της Μ. Ασίας από τις ακτές των βαζιβουζούκων νικητών στις έναντι των
νεοελλήνων ρημαδοοραματιστών. Ως κανονικοί επαρχιώτες γυρίζαμε από τόπου εις
τόπον τη νήσο, βρεθήκαμε και στο Πλωμάριον με το φημισμένο στις διαφημίσεις ούζο
του. Μόλυβος, Πέτρα, Μανταμάδος, αλλά η Ερεσός και η Σκάλα της με την Bluy Sardine του Κώστα Δλλ. μάς ήρθαν
μακριά. Είχαμε βάση την Αγιάσος από την επαύριον της σφαγής μεγάλου ζώου (βόδι,
γελάδα, ταύρος ήταν;) για το «Κουρμπάνι» της Παναγίας. Μια που είπα «Κουρμπάνι»,
ετέρα ενθύμηση ανεφύη στην Παναγία της Θάσου, εκεί σφάζαν δεν ξέρω τι, αλλά
ανήμερα της γιορ τής μοίραζαν σε ευτελή πιάτα
και τάπερ μερ ίδες κρέατος μετά κρομμύων (γιαχνί)
κι έπαθα των παθών μου τάραχον (κατά τον επίκαιρο ψαλμωδό), διότι μικρά τότε η Δμτρ.
με πίεζε να μπω κι εγώ σε ένα παλλόμενο κύμα ασφυξίας και πείνας προσκυνητών,
να της φέρω να φάει κρομμυο-ηγιασμένον σφάγιον· το πέταξε κατευθείαν, εννοείται.
Πλωμάριον πίσω
και το ούζο του εντελώς αδιάφορο για μένα (αλλά μην και κάνω λάθος;). Ομως εκεί
στην παραλία στάθηκα σ’ ένα βιβλιοπωλείο, ενώ τα άλλα μέλη της συνοδείας αφέθηκαν
σε άλλες περιηγήσεις. Παλιό φυσικά, αλλά γεμάτο με βιβλία μέχρι και της
τότε επικαιρότητος. Στο βάθος του υπήρχε, ας πούμε, τμήμα όχι απλώς παλιών αλλά
παμπάλαιων εκδόσεων. Αφημένες στα πιο ψηλά ράφια τις είδα κι αλλοφρόνησα.
Ζήτησα από τον ιδιοκτήτη (παραλίγο θα ’λεγα ταβερνιάρη) του χώρου σκάλα να τ’
ανεβώ και να τα κατεβώ, ας το πω κάπως ποιητικά κι αφηρημένα, κι ήδη πετούσε η
καρδιά μου. Ταχυκαρδία εκ της βιβλιοαδημονίας μου. Είχα πάθει τα γνωστά που
παθαίνουν οι άνθρωποι που ασχολούνται με πράγματα ουχί παραδεδεγμένης
χρησιμότητας (Αλεξ. Ππδ.), όταν βρεθούν όμως μόνοι με το άλλο(η) του. Αυτό(ή) που
καταλαβαίνουμε όλοι. Ντελίριον! Εκδόσεις παλιές κονιορτοβριθείς ―δεν με
πείραζε καθόλου―, ρουφούσα κονιορτό και μεθούσα ο ερίφης· τα έπιανα, τα φυλλομετρούσα,
τα κατέβαζα. Ιδρωνα αλλά δεν το ένιωθα, σκαρφαλωμένος στον τόπο τής, ας την
πούμε ολίγον τολμηρώς, βιβλιοκαύλας. Γλυκοκαρδία εκ της ψηλα φήσεως
του αντικειμένου του πόθου. Κατέβαζα διαρκώς, αφού οι αναγραφόμενες τιμές τους,
ήταν σχεδόν ένα τίποτε. Λογάριαζα φυσικά και μετρούσα πόσο με παίρνει. Τέλειωσα
κι είχα γεμίσει
σχεδόν ένα σακί, από αυτά ―για να λάβετε γνώση―
που σήμερα οι πλανόδιοι (γύφτοι και μη) πουλούν πατάτες τσουβαληδόν και λιανικώς
στις γειτονίες.
Ο διοικητής του
βιβλιοπωλείου με κοιτούσε πότε πότε χωρίς ιδιαίτερες συσπάσεις του «χαρακτήρα»
του. Με μελετούσε μάλλον. Οδήγησα τους αιχμαλώτους μου στο ταμείο. Εθαμβήθη ο
εν λόγω, του είχα αδειάσει μεγάλο μέρος από τα ράφια του, τα οποία ήταν
κατευθείαν για πέταμα στα δημοτικά ή κοινοτικά σκουπίδια με την πρώτη ευκαρία.
― Καλώς τον
πατριώτη. Φαίνεσαι, είσαι εκλεκτικός διαβαστής. Δυτικομακεδών. Ηδη του το είχα
πει, ερωτήσεως γενομένης με την είσοδο μου, ορατής και διά θολού οφθαλμού της
τουριστοφρένειάς μου. Είχε υπηρετήσει στο Τσοτύλι.
― Κάθησε.
Έκατσα
- Α, ναι, όμως πρ έπει να αναπροσαρμόσουμε τας τιμάς στη σήμερον. Τ’ άκουσα
εν πρώτοις μ’ αυτί κουφού. Εν π ρώτοις. Λαβών μολύβι και γομολάστιχα, ήρξατο του έργου
της αναμορ φώσεως. Η προηγούμενη, ως γνωστόν, εθνική αναμόρφωση είχε λάβει
χώρα στη χώρα της νήσου Μακρονήσου και σ’ άλλες όμορες ξερονησίδες του
Αρχιπελάγους.
Τον κοιτούσα
κάπως στοχαστικά...
― Για να δούμε
τι έχουμε εδώ, κι άρχισε ένα ένα
τα βιβλία να τα αναβαθμολογεί. Των 5 δρχ. γινόταν 150, των 10 200 κ.ο.κ. (δηλ.
και ούτω καθεξής).
Σε πρώτη φάση
των δύο τριών βιβλίων δεν πολυκατάλαβα τι σχεδίαζε, όμως όσο και χωρικός και να
ήμουν, που είμαι, ένιωσα τις αναδρομικές υπερτιμολογήσεις, ήγουν τη μεταφορά
των τότε τιμών βιβλιοκαταναλωτού στο σήμερα, να με ζεματίζει. Οταν
πείστηκα περί του «αχλίου» σχεδίου
του, ο λογαριασμός άγγιζε το ύψος του κόστους ... όλων των διακοπών στη νήσο
Λέσβο (τρομάρα μας), και είπα να το ... ξαναδώ ορισμένως. Εδειχνα να μετέχω της
καταμέτρησης και της επιμέτρησης νέας τιμής (ποινής μάλλον).
Κάποτε
σταμάτησε. Τα βιβλία θημωνιά, ο λογαριασμός όπως η σκάλα την οποία ανεβαίνουν
οι άφυλοι πτερωτοί στον ουρανό. Ήδη ε ίχα πάρει την απόφαση και ένδον διασκέδαζα
με την αγωνία του πε ρί της ορθότητος της πρ όσθεσης (δυό φορές την
έκανε) και της άδηλης χα ράς ότι θα ξεφορτων όταν
στο δυτικομακεδονικόν θύμα ζωντανόν μεν πράγμα, που είναι η λογοτεχνία πάντα,
αλλά που δεν σάλευε πλέον.
―Ωραία λοιπόν...
και με σοβαρότητα σοβαρού επαγγελματία αλλαξοτιμογράφου
μοι ανακοίνωσε το αποτέλεσμα της πρόσθεσης και της αδήλου προθέσεώς του. Εφριξα
σιωπηλώς.
Με την αυτή σοβαρότητα
κι εγώ, αλλά του θύματος, κι ενώ ένδον πάλευα μεταξύ
των σχετλιαστικών φωνημάτων «Α, γ...ου, άει σιχτίρ, βρε ουστ..»
― Ωραία λοιπόν!
Ξαναβάλτα τώρα στα ράφια, του είπα, ο ευγενής...
Ακαρδία εκ της
βιβλιοπεριπαίξεώς μου;
Αλλά το ούζο που
κολλάει;
― Ελα ντε...
Δικηγόρος, διετέλεσε διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης και του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης (1996-2003).
Από το 1984 εκδίδει και διευθύνει την πνευματική επιθεώρηση Παρέμβαση.
Μερικά από τα βιβλία του: Το χρώμα της νοσταλγίας (2008), Ταξιδιωτικό στα βιβλία, μαθητεία στο ταξίδι (2010),
Συγκεχυμένες αγάπες (2011), Χρονολόγιο Κοζάνης (2012),
Το σκαληνό τρίγωνο της αμαρτίας (2013).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου