της Μαρίας Κατσουνάκη
πηγή: http://www.kathimerini.gr/
Η φθινοπωρινή ελληνική επαρχία είναι
αποκαλυπτική. Δεν είναι μόνο τα χρώματα που γεννώνται από τον μετεωρισμό
του καιρού ανάμεσα στο καλοκαίρι και στον χειμώνα, η αμφιθυμία της
φύσης. Αυτό το διαπιστώνει και ο πιο αδιάφορος επισκέπτης.
Η πραγματική «κλιματική» αλλαγή, όμως, έρχεται από τις τοπικές κοινωνίες. Από νέους ανθρώπους που αποφασίζουν να αλλάξουν ρότα ζωής, συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας διαφορετικής αντίληψης για την εργασία, από επιστήμονες, αγρότες, νέους –όχι κατ’ ανάγκην ηλικιακά– επιχειρηματίες.
Eχουν γραφτεί πολλά για πρωτοβουλίες που αναδεικνύουν προϊόντα, υπηρεσίες, ιδέες, τοποθετώντας την εκτός Αθηνών Ελλάδα στον διεθνή χάρτη.
Τους δύο τελευταίους μήνες χρειάστηκε να ταξιδέψω στη Μυτιλήνη και στη Σαντορίνη. Οι αφορμές ήταν διαφορετικές, αλλά ο αιφνιδιασμός εξίσου ευπρόσδεκτος.
Aνθρωποι το βασικό υλικό. Είτε μαζεύονταν για να παρακολουθήσουν ένα ντοκιμαντέρ (στο φεστιβάλ «AegeanDoc») είτε για να γιορτάσουν τη φρεσκοαποσταγμένη ρακή («ρακοκάζανο»). Είτε στήνουν ένα ντελικατέσεν ζαχαροπλαστείο προβάλλοντας τοπικά προϊόντα και υλικά είτε ένα μικρό μπακάλικο που σερβίρει κρασί γύρω από ένα μεγάλο μοναστηριακό τραπέζι, ή ένα εστιατόριο με φροντίδα και άποψη, ή ένα μποέμ βιβλιοπωλείο, ή μια αίθουσα τέχνης.
Φέτος το καλοκαίρι δεν θα πρέπει να υπήρξε ούτε ένα νησί το οποίο να μην οργάνωσε ένα πολιτιστικό γεγονός για λίγες ημέρες. Μουσικό, εικαστικό, θεατρικό, κινηματογραφικό, ανάμεικτο, ορισμένα και με συμμετοχή Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό. Δεν έχουν σχέση οι εκδηλώσεις αυτές με τις εξορμήσεις θιάσων της μεταπολίτευσης. Ο στόχος δεν είναι οικονομικές απολαβές (εξάλλου, χρήματα δεν «εκταμιεύονται» πια από το κράτος) αλλά η επιθυμία δημιουργικής απασχόλησης, η αγάπη για το αντικείμενο. Οι «αρπαχτές» περιπλανώμενων θιάσων ή μουσικών συγκροτημάτων ανήκουν (αν όχι απόλυτα, σε μεγάλο βαθμό) στο παρελθόν. Υπάρχει μια εκτός Αθηνών Ελλάδα που απογαλακτίζεται από τοπάρχες, πολιτικούς παράγοντες και συμφέροντα. Λίγοι, φωτισμένοι, δήμαρχοι το αντιλαμβάνονται και προσπαθούν να διευκολύνουν τις δημιουργικές δυνάμεις.
Τα παραδείγματα δεν είναι λίγα· η επιθυμία φυγής ή διαφυγής στην ελληνική επαρχία συνοδεύεται από αλλαγή μοντέλου ζωής. Δεν αναπαράγεται η Ελλάδα της χρεοκοπίας. Οσο κι αν τα εκατομμύρια τουριστών πολλαπλασιάζουν το «μαύρο» χρήμα και τα φαινόμενα ευκαιριακού πλουτισμού, παράλληλα δίνουν ώθηση και στις προσπάθειες ανθρώπων που γνωρίζουν καλά ότι το μακροχρόνιο όφελος χρειάζεται κόπο, απεχθάνεται τις απάτες, χτίζεται πάνω σε στέρεες σχέσεις εμπιστοσύνης.
Ο Πάρης και ο Γιώργος σπούδασαν Οικονομικά στο Λονδίνο, επέστρεψαν για να αναλάβουν και να αναμορφώσουν το οικογενειακό ζαχαροπλαστείο στη Μυτιλήνη. Πρόσθεσαν γεύσεις, ιδέες, πρώτες ύλες από το νησί, οργάνωσαν έναν υποδειγματικό χώρο, που δεν σταματάει να έχει κόσμο, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.
Η Παναγιώτα, σήμερα 34 χρόνων, παραιτήθηκε πριν από επτά χρόνια από μια γερμανική πολυεθνική, στην οποία είχε υπεύθυνη θέση και πολύ καλό μισθό. Πήγε στη Σαντορίνη, άρχισε να δουλεύει σε ονομαστό οινοποιείο του νησιού. Δεν ήξερε στην αρχή τίποτα από κρασί, σπούδασε, διάβασε σκληρά, πήγε σε σχολή, έγινε σομελιέ. Τώρα είναι υπεύθυνη της αίθουσας γευσιγνωσίας του οινοποιείου.
Ανθρωποι προσηνείς, φωτεινοί, που αγαπούν τη δουλειά και τον τόπο τους. Η διάθεσή τους εγγράφεται στα προϊόντα τους. Αυτή η Ελλάδα δυσκολεύεται αλλά ριζώνει.
[η φωτογραφία είναι από το Μουσείο Ούζου Βαρβαγιάννη]
Η πραγματική «κλιματική» αλλαγή, όμως, έρχεται από τις τοπικές κοινωνίες. Από νέους ανθρώπους που αποφασίζουν να αλλάξουν ρότα ζωής, συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας διαφορετικής αντίληψης για την εργασία, από επιστήμονες, αγρότες, νέους –όχι κατ’ ανάγκην ηλικιακά– επιχειρηματίες.
Eχουν γραφτεί πολλά για πρωτοβουλίες που αναδεικνύουν προϊόντα, υπηρεσίες, ιδέες, τοποθετώντας την εκτός Αθηνών Ελλάδα στον διεθνή χάρτη.
Τους δύο τελευταίους μήνες χρειάστηκε να ταξιδέψω στη Μυτιλήνη και στη Σαντορίνη. Οι αφορμές ήταν διαφορετικές, αλλά ο αιφνιδιασμός εξίσου ευπρόσδεκτος.
Aνθρωποι το βασικό υλικό. Είτε μαζεύονταν για να παρακολουθήσουν ένα ντοκιμαντέρ (στο φεστιβάλ «AegeanDoc») είτε για να γιορτάσουν τη φρεσκοαποσταγμένη ρακή («ρακοκάζανο»). Είτε στήνουν ένα ντελικατέσεν ζαχαροπλαστείο προβάλλοντας τοπικά προϊόντα και υλικά είτε ένα μικρό μπακάλικο που σερβίρει κρασί γύρω από ένα μεγάλο μοναστηριακό τραπέζι, ή ένα εστιατόριο με φροντίδα και άποψη, ή ένα μποέμ βιβλιοπωλείο, ή μια αίθουσα τέχνης.
Φέτος το καλοκαίρι δεν θα πρέπει να υπήρξε ούτε ένα νησί το οποίο να μην οργάνωσε ένα πολιτιστικό γεγονός για λίγες ημέρες. Μουσικό, εικαστικό, θεατρικό, κινηματογραφικό, ανάμεικτο, ορισμένα και με συμμετοχή Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό. Δεν έχουν σχέση οι εκδηλώσεις αυτές με τις εξορμήσεις θιάσων της μεταπολίτευσης. Ο στόχος δεν είναι οικονομικές απολαβές (εξάλλου, χρήματα δεν «εκταμιεύονται» πια από το κράτος) αλλά η επιθυμία δημιουργικής απασχόλησης, η αγάπη για το αντικείμενο. Οι «αρπαχτές» περιπλανώμενων θιάσων ή μουσικών συγκροτημάτων ανήκουν (αν όχι απόλυτα, σε μεγάλο βαθμό) στο παρελθόν. Υπάρχει μια εκτός Αθηνών Ελλάδα που απογαλακτίζεται από τοπάρχες, πολιτικούς παράγοντες και συμφέροντα. Λίγοι, φωτισμένοι, δήμαρχοι το αντιλαμβάνονται και προσπαθούν να διευκολύνουν τις δημιουργικές δυνάμεις.
Τα παραδείγματα δεν είναι λίγα· η επιθυμία φυγής ή διαφυγής στην ελληνική επαρχία συνοδεύεται από αλλαγή μοντέλου ζωής. Δεν αναπαράγεται η Ελλάδα της χρεοκοπίας. Οσο κι αν τα εκατομμύρια τουριστών πολλαπλασιάζουν το «μαύρο» χρήμα και τα φαινόμενα ευκαιριακού πλουτισμού, παράλληλα δίνουν ώθηση και στις προσπάθειες ανθρώπων που γνωρίζουν καλά ότι το μακροχρόνιο όφελος χρειάζεται κόπο, απεχθάνεται τις απάτες, χτίζεται πάνω σε στέρεες σχέσεις εμπιστοσύνης.
Ο Πάρης και ο Γιώργος σπούδασαν Οικονομικά στο Λονδίνο, επέστρεψαν για να αναλάβουν και να αναμορφώσουν το οικογενειακό ζαχαροπλαστείο στη Μυτιλήνη. Πρόσθεσαν γεύσεις, ιδέες, πρώτες ύλες από το νησί, οργάνωσαν έναν υποδειγματικό χώρο, που δεν σταματάει να έχει κόσμο, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.
Η Παναγιώτα, σήμερα 34 χρόνων, παραιτήθηκε πριν από επτά χρόνια από μια γερμανική πολυεθνική, στην οποία είχε υπεύθυνη θέση και πολύ καλό μισθό. Πήγε στη Σαντορίνη, άρχισε να δουλεύει σε ονομαστό οινοποιείο του νησιού. Δεν ήξερε στην αρχή τίποτα από κρασί, σπούδασε, διάβασε σκληρά, πήγε σε σχολή, έγινε σομελιέ. Τώρα είναι υπεύθυνη της αίθουσας γευσιγνωσίας του οινοποιείου.
Ανθρωποι προσηνείς, φωτεινοί, που αγαπούν τη δουλειά και τον τόπο τους. Η διάθεσή τους εγγράφεται στα προϊόντα τους. Αυτή η Ελλάδα δυσκολεύεται αλλά ριζώνει.
[η φωτογραφία είναι από το Μουσείο Ούζου Βαρβαγιάννη]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου