31.8.14

Ο Φραντς Κάφκα στη Νέα Υόρκη


Ο Πολ Οστερ θα έρθει στη χώρα μας το φθινόπωρο. 
Η τριλογία του έχει ήδη επανεκδοθεί και είναι στη διάθεση των αναγνωστών.


του Νίκου Δαββέτα

πηγή: http://www.kathimerini.gr

«Oλα ξεκίνησαν από ένα λάθος νούμερο, με το τηλέφωνο να χτυπά τρεις φορές μέσα στην άγρια νύχτα και μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής να ζητά κάποιον που δεν ήταν εκείνος». Eτσι αρχίζει η περίφημη «Γυάλινη πόλη» (1985), το πρώτο από τα τρία μυθιστορήματα που συναπαρτίζουν την «Τριλογία της Νέας Υόρκης». Ακολούθησαν το 1986 τα «Φαντάσματα» και το «Κλειδωμένο δωμάτιο», βιβλία που καθιέρωσαν τον Πολ Oστερ ως έναν από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς της ανατολικής ακτής. Ο ερχομός του στην Ελλάδα το φθινόπωρο συμπίπτει με την επανέκδοση ολόκληρου του έργου του από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Από τον Ιούνιο, οι Ελληνες αναγνώστες έχουν στα χέρια τους, σε έναν τόμο, το πλήρες κείμενο της εμβληματικής τριλογίας, στη νέα μετάφραση της Στ. Αργυροπούλου.

Ωστόσο όσοι απροειδοποίητοι βιβλιόφιλοι νομίζουν ότι ο Οστερ γράφει για τα μυστήρια της πόλης του, τις φυλές και τη βία των ατέλειωτων δρόμων της γρήγορα θα απογοητευθούν, γιατί ο συγγραφέας δεν έχει καμιά διάθεση να φιλοτεχνήσει έναν λογοτεχνικό «τουριστικό» οδηγό. Οπως θα απογοητευθούν εξίσου και οι «φαν» του νουάρ, γιατί μπορεί να υπάρχει στην τριλογία του μια υποτυπώδης αστυνομική πλοκή, η αναζήτηση και η παρακολούθηση προσώπων από έναν ντετέκτιβ, ένας γρίφος που δεν λύνεται παρά στην τελευταία σελίδα, αλλά όλα αυτά αποτελούν την «επιφάνεια εργασίας», αν μου επιτρέπεται ο όρος, δεν είναι η ουσία του έργου, πολύ δε περισσότερο όταν βλέπουμε να υποσκάπτονται σε κάθε αράδα με μια διαβολική χρήση της παρωδίας.

Παράλογες ιστορίες

Στη «Γυάλινη πόλη» ο συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών Ντάνιλε Κουίν, από ένα λάθος τηλεφώνημα, θα αναγκαστεί να υιοθετήσει μια πλαστή ταυτότητα για να παρακολουθήσει έναν παράφρονα που σκοπεύει να δολοφονήσει το παιδί του, όμως αυτή η αλλαγή ταυτότητας θα αποβεί μοιραία για τη ζωή του. Στο τέλος, το μόνο ίχνος που θα μας αφήσει ο Κουίν είναι το σημειωματάριό του, όπου καταγράφονται οι παράλογες καθημερινές του κινήσεις στην προσπάθειά του να εντοπίσει τα χνάρια του παράφρονα δολοφόνου. Στα «Φαντάσματα» ο ντετέκτιβ Μπλου προσλαμβάνεται από τον άγνωστο Γουάιτ για να παρακολουθεί τον συγγραφέα Μπλακ, που κλεισμένος σε ένα διαμέρισμα δεν κάνει τίποτα άλλο από το να γράφει ακατάπαυστα. Εδώ, πέρα από την ίντριγκα, ας συγκρατήσουμε και τα χρωματικά επίθετα των ηρώων (Μπλε-Λευκός- Μαύρος). Τέλος, στο «Κλειδωμένο δωμάτιο» ένας άλλος συγγραφέας καλείται να επιμεληθεί την έκδοση των χειρογράφων ενός αγαπημένου του φίλου που εξαφανίσθηκε μυστηριωδώς. Ο συγγραφέας όχι μόνο διεκπεραιώνει την αποστολή του αλλά και παντρεύεται τη σύζυγο του εξαφανισμένου εδώ και χρόνια φίλου. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται όταν εμφανίζεται από το πουθενά ο αγνοούμενος διεκδικώντας μια νέα ταυτότητα. Και στα τρία βιβλία του Οστερ, η Νέα Υόρκη, η δαιδαλώδης πόλη, είναι απλώς το κατάλληλο σκηνικό, ο λαβύρινθος που θα αναγκαστούν να διατρέξουν οι ήρωές του για να αντιμετωπίσουν το παράλογο πεπρωμένο τους.

Ο Πολ Οστερ, παρότι φανατικός Νεοϋορκέζος, είναι κατά βάθος ένας Ευρωπαίος συγγραφέας. Δεν είναι μόνο οι σπουδές του στο Παρίσι και η άριστη γνώση της γαλλικής κουλτούρας που τον ωθούν να αναζητήσει τους πνευματικούς του προγόνους στο Πάνθεον της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, μα και η καταγωγή της εβραϊκής οικογένειάς του από την Κεντρική Ευρώπη. Οι λογοτεχνικές επιρροές του είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς, (Μαλαρμέ, Ναμπόκοφ, Σαρτρ, Καμί κ.ά.), ωστόσο αν αναζητούσαμε μονάχα έναν «δάσκαλο», με ευκολία πιστεύω πως θα καταλήγαμε στον Φραντς Κάφκα. Ο κλειστοφοβικός κόσμος της «τριλογίας» του είναι ένας κόσμος καφκικός, όπου τις τύχες των ανθρώπων καθορίζει ένας παράλογος απρόσωπος μηχανισμός, που ποτέ δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ξεκινάει το καταστροφικό του έργο, ποιος τον χειρίζεται και ποια είναι η τελική του επιδίωξη. Οπως και στη «Δίκη» του Κάφκα, όπου ο κύριος Κ. κατηγορείται για ένα ανύπαρκτο έγκλημα με τέτοια πειστικότητα από τους διώκτες του ώστε στο τέλος καταλήγει να αυτοενοχοποιηθεί αναζητώντας στο παρελθόν του κάποια ποινικά κολάσιμη πράξη, έτσι και οι περισσότεροι ήρωες του Οστερ αναλαμβάνουν την ευθύνη πράξεων και υποθέσεων που δεν τους αφορούν, αποδεχόμενοι και την ανάλογη τιμωρία, με την ελπίδα να αποσπάσουν μια πειστική απάντηση για την ίδια τους την ύπαρξη. Αντιμέτωποι με την παράνοια και τη μοναξιά της σύγχρονης μεγαλούπολης, οι ανέστιοι πρωταγωνιστές της «Τριλογίας» διώκονται και πεθαίνουν στη Νέα Υόρκη, όμως μας μεταδίδουν την αίσθηση πως ο γενέθλιος τόπος τους είναι το Κάστρο της Πράγας.
​​Πολ Οστερ, «Η τριλογία της Νέας Υόρκης». Μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου εκδ. «Μεταίχμιο» σελ.  428, ευρώ 18

Σκότωσαν επειδή απλώς δεν έβλεπαν κανέναν λόγο να μην σκοτώσουν


Όταν, στα δεκαεννιά σου χρόνια, φτάνεις σε ένα τέτοιο έγκλημα, δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: Ή έχεις προφτάσει να συσσωρεύσεις μέσα σου μίσος αβυσσαλέο, το οποίο ψάχνει αφορμή να ξεχειλίσει. Ή έχεις χάσει κάθε επίγνωση της πραγματικότητας.

του Χρήστου Χωμενίδη

πηγή: http://www.lifo.gr

Ο Χρήστος Χωμενίδης γράφει για τους 19χρονους 
του διπλού φονικού στη Μάνη και την άφατη φρίκη 
που πρέπει να διαφυλάξουμε


ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΣΤΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΗΓΑΔΙΩΝ   

“Nihil humani a me alienum puto: Τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο.”    

Το προχθεσινό έγκλημα στην Μάνη διαψεύδει κατά τον ανατριχιαστικότερο τρόπο τη φράση του ρωμαίου συγγραφέα Τερέντιου. Το προχθεσινό έγκλημα στην Μάνη μάς αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος μπορεί, υπό συνθήκες, να αποξενωθεί εντελώς από την ίδια του τη φύση. Δεν αναφέρομαι σε καλοσύνη, σε αλληλεγγύη, οίκτο, ροπή προς το ωραίο και το ευγενές και σε άλλα τέτοια διαχρονικά ζητούμενα. Μιλάω για το πλέον στοιχειώδες, για το πιο αρχέγονο κύτταρο και όρο της ύπαρξης μας.    

Οι αυτουργοί του εγκλήματος στη Μάνη δεν σκότωσαν από έσχατη ανάγκη ή από ερωτικό πάθος ή από ιδεολογία ή για λόγους τιμής, οι οποίοι τους επιβάλλονταν από κάποιο ηθικό κώδικα. Δεν σκότωσαν εν  βρασμώ ψυχής, εφόσον όλα δείχνουν πως οι πράξεις τους είχαν προσχεδιαστεί. (Εάν ήλπιζαν απλώς να λύσουν αναίμακτα τις όποιες διαφορές τους, δεν θα έδιναν ραντεβού στα θηριώδη θύματά τους σε ερημική τοποθεσία…) Ούτε καν σκότωσαν για να λάβουν πίσω τα χρωστούμενα, τα αναβολικά ή το ποσό των οχτακοσίων εβδομηνταπέντε ευρώ που ισχυρίζονταν ότι τους είχαν υπεξαιρέσει και το οποίο δεν επέστρεψε ποτέ στις τσέπες τους.    

Σκότωσαν επειδή απλώς δεν έβλεπαν κανέναν λόγο να μην σκοτώσουν.    

Η εν συνεχεία συμπεριφορά τους το κάνει προφανές.   

Τι ψυχοσύνθεση πρέπει να διαθέτεις, ώστε να σύρεις στα κατσάβραχα δυό ανθρώπους που μέχρι πριν από ελάχιστα λεπτά ζούσαν, να τους πετάξεις στην καρότσα ενός αγροτικού, να τους δέσεις με σκοινιά για να μην πέσουν στη διαδρομή και -ύστερα από κάμποσα χιλιόμετρα- να τους αδειάσεις σε ένα φαράγγι όπου ρίχνουν οι ντόπιοι τα ψοφίμια, προκειμένου να κατασπαραχθούν από ποντίκια και όρνια;    

Να επιστρέψεις ακολούθως στο σπίτι και στην κανονική σου ζωή ώσπου να σφίξει γύρω σου η μέγγενη της αστυνομίας. Και αφού συλληφθείς, αντί να είσαι ολότελα συντετριμένος, να προσπαθείς να ρίξεις την ευθύνη στον συναυτουργό σου. Να σπεύδεις δε να προσλάβεις –η οικογένεια σου, έστω, για χατίρι σου- κι έναν διάσημο ποινικολόγο. Να σού έχει μείνει δηλαδή μυαλό ύστερα από μια τέτοια πράξη για το πώς θα πέσεις, στο δικαστήριο, στα μαλακά!   Ανάθεμα αν θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή στην Ελλάδα πιο στυγερό έγκλημα.    

Ο Κοεμτζής έσφαξε -διατελώντας σε μέθη και σε πλήρη σύγχυση- εκείνους που απειλούσαν με το τουπέ της αστυνομικής τους εξουσίας ό,τι είχε απομείνει απ’τον ζωτικό του χώρο. Ο Φραντζής κατακρεούργησε το αντικείμενο του απόλυτου έρωτά του. Οι «εκτελεστές» της 17 Νοέμβρη φαντασιώνονταν πως αποδίδουν επαναστατικό δίκαιο. Ακόμα και οι σατανιστές είχαν την πεποίθηση πως υπακούουν στις βουλές του Εωσφόρου. Διαταραγμένοι όλοι οι παραπάνω, ιδεοληπτικοί, ψυχές-συμφορές. Μπορείς ωστόσο να ιχνηλατήσεις τις διαδρομές τους μέχρι να ανταμώσουν και να ταυτιστούν με το κακό.    

Όπως σκιαγράφησε ο Παπαδιαμάντης την πορεία της Φραγκογιαννούς και την ελέησε στο τέλος με έναν θάνατο σαν εξαφάνιση, «εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ θείας και ανθρωπίνης δικαιοσύνης»…   

Οι διαδρομές των δύο δολοφόνων της Μάνης φαντάζουν ανεξήγητες.   

Όταν, στα δεκαεννιά σου χρόνια, φτάνεις σε ένα τέτοιο έγκλημα –ως έγκλημα θεωρώ, επαναλαμβάνω, την όλη συμπεριφορά τους από το βράδυ της Τρίτης μέχρι τώρα- δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: Ή έχεις προφτάσει να συσσωρεύσεις μέσα σου μίσος αβυσσαλέο, το οποίο ψάχνει αφορμή να ξεχειλίσει. Ή έχεις χάσει κάθε επίγνωση της πραγματικότητας.    Η πρώτη εκδοχή θα διερευνηθεί από τους ψυχιάτρους που θα κληθούν να εξετάσουν τους δολοφόνους.    

Για τη δεύτερη, πολλοί και διάφοροι θα τοποθετηθούν δημόσια είτε με εύκολους αφορισμούς είτε αποπειρώμενοι φιλότιμα να εμβαθύνουν. Θα (ξανά-)διαβάσουμε για την ολέθρια επίδραση που ασκεί στις νεαρές ψυχές το παράλληλο εικονικό σύμπαν της τηλεόρασης και των βιντεοπαιχνιδιών. Για τους χιλιάδες φόνους που έχει παρακολουθήσει στην οθόνη ή έχει διαπράξει, πατώντας το τζόυστικ του, ο μέσος κάτοικος του ανεπτυγμένου κόσμου μέχρι να ενηλικιωθεί. Για τα μηνύματα ωμής επιβολής, φανατισμού και μισαλλοδοξίας που εκπέμπονται από συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, καρυκευμένα μάλιστα με μια μυθολογία αντρίλας, εθνικισμού, «τοις κείνων ρήμασι». Για τα αβγά που επωάζονταν εδώ και δεκαετίες στις θύρες των χούλιγκαν, στα μποντυμπιλνεράδικα, στα κατά τόπους γραφεία της Χρυσής Αυγής και σκάνε πλέον με αυξανόμενη ταχύτητα και προβάλλουν από μέσα τους ολοένα και πιο δηλητηριώδη φιδάκια…   

Ό,τι όμως κι αν διαβάσουμε, όσο ενδιαφέρον και τεκμηριωμένο κι αν είναι, ας μην του επιτρέψουμε να μας εξοικιώσει –έστω κι ελάχιστα, έστω και ανεπαίσθητα- με ένα τέτοιο έγκλημα.    

Ας διαφυλάξουμε ακέραια εντός μας την αρχική αποστροφή, την άφατη φρίκη.    

Ας αρνηθούμε –για μια φορά- να κατανοήσουμε. «Ας μην δώσουμε τίποτες» όπως μας εξορκίζει και ο Νίκος Εγγονόπουλος «στα μαύρα στόματα των πηγαδιών».

Ντόροθι Πάρκερ (1893-1967): το χιούμορ στα πικρότερά του



της Μαργαρίτας Ζαχαριαδου


Είμαι στον υπολογιστή, έτοιμη για να γράψω για την Ντόροθι Πάρκερ, έχω όλο μου το υλικό εντός βεληνεκούς, συνεντεύξεις, άρθρα, βιογραφικά, παραθέματα, μεταφράσεις, αλλά έχω μείνει με τα χέρια μετέωρα πάνω από το πληκτρολόγιο σαν loser αρπακτικό, γιατί σκέφτομαι πώς θα έγραφε, άραγε, η ίδια ένα τέτοιο κείμενο για τον εαυτό της, αυτή η τρομακτικά ευφυής τύπισσα που πέρασε όλο της τον λογοτεχνικό βίο σαρκάζοντας και αυτοσαρκαζόμενη όσο κανείς, παράγοντας χιούμορ και φλερτάροντας στο χαρτί ισοβίως με το θάνατο.

Έχω μείνει, λοιπόν, ακίνητη γιατί θα ήθελα το κείμενό μου γι’ αυτήν να ήταν πνευματώδες και αστείο, μόνο που διαβάζοντας για τη ζωή της μου έχει μείνει μια ανυπόφορα πικρή γεύση (ματαίωσης; μοναξιάς;) που με βραχυκυκλώνει. Γιατί η Ντόροθι Πάρκερ έλαμψε εκτυφλωτικά για μια δεκαετία (τη δεκαετία του ’20, τα «roaring twenties»), αλλά μετά έσβησε, και όχι επειδή πέθανε νέα, όπως θα ήθελε, ενδεχομένως, ένα καλοφτιαγμένο ρομαντικό σενάριο καταραμένου καλλιτέχνη αλά Ρεμπώ, αλλά απλώς κάηκε και το πνεύμα της εξαντλήθηκε και γέρασε και ξεχάστηκε, εντελώς μόνη, αυτή, που ήταν μια από τις πιο λαμπερές μορφές της μεγάλης –λογοτεχνικά και κοινωνικά– Νέας Υόρκης της εποχής, μια σταλιά άνθρωπος με μια πελώρια φήμη. [«Οι άνθρωποι οφείλουν να είναι ένα από τα δύο: είτε νέοι είτε γέροι. Όχι· γιατί να κοροϊδευόμαστε; Οι άνθρωποι οφείλουν να είναι ένα από τα δύο: είτε νέοι είτε νεκροί».]

Κι όμως, στην ιστορία της λογοτεχνίας, η Ντόροθι Πάρκερ αποτελεί μια κατηγορία από μόνη της. Ακόμα και σήμερα, που τα γνωστά είδη της πεζογραφίας και της ποίησης έχουν διευρυνθεί τόσο, πάλι δύσκολο θα ήταν να τοποθετήσεις κάπου συγκεκριμένα μια γυναίκα που έγραφε σχεδόν τα πάντα, αλλά στην ουσία χρησιμοποιούσε τις υπάρχουσες φόρμες ως όχημα για το σκληρό, ετοιμόλογο, ανυπόφορα εύστοχο χιούμορ της. Το αμετάφραστο «wit». Ναι, έγραφε υπέροχα, ποιήματα και διηγήματα· αλλά η τέχνη του λόγου της Πάρκερ ήταν σίγουρα περισσότερο προφορική παρά γραπτή: «Το πρώτο πράγμα που κάνω κάθε πρωί είναι να πλύνω τα δόντια μου και να ακονίσω τη γλώσσα μου» έλεγε.

Γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1893 στο Νιου Τζέρζι, με το όνομα Ντόροθι Ρότσιλντ – από οικογένεια μεσοαστική, παρά το όνομα. Μακαρίως αγνοούσαν η Vogue και το Vanity Fair, όπου για μερικά χρόνια έγραφε χαριτωμένα (και απόλυτα καθωσπρέπει) τιτλάκια σε φωτογραφίες γυναικείων προϊόντων και ενδυμάτων, τι πένα είχαν στα χέρια τους, αλλά και να το ήξεραν, δεν θα ήξεραν τι να την κάνουν. Αντιθέτως, ήξερε εκείνο το εντελώς καινούργιο περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται στην πόλη το 1925: ο New Yorker. Η Πάρκερ ήταν από εκείνους που έχτισαν τη φυσιογνωμία του, αλλά έχτισε και η ίδια το δικό της λογοτεχνικό προφίλ γράφοντας με το ψευδώνυμο «Η Επίμονη Αναγνώστρια» («The Constant Reader») βιβλιοκριτικές, συνήθως απολαυστικότερες από τα ίδια τα βιβλία που παρουσίαζε, και δημοσιεύοντας τακτικά διηγήματα, του ύφους και της έκτασης που ακόμα και σήμερα αναγνωρίζουμε ως χαρακτηριστικό genre του New Yorker. Κι ωστόσο το πρώτο της βιβλίο ήταν ποίηση: τίτλος, Enough Rope, σύντομα, έμμετρα ποιήματα, άψογα δομημένα, που μέσα σε 4 ή 6 ή 20 στίχους προσφέρουν ένα τέλειο σκοτσέζικο ντους, από τη λυρική γλυκύτητα, στη θέα ενός ακονισμένου τσεκουριού που έχει μόλις προσγειωθεί – στην ποιήτρια.

Γλυκιά βιολέτα
Εφήμερο, εύθραυστο και σκοτεινό
μικρή μου αδελφούλα, έτσι είμαι κι εγώ.
Από της πλάσης τα έργα, το τελειότερό της
γλυκό μου αδέρφι, εκεί λήγει πάσα ομοιότης.

[μετ.: Μ.Ζ.]
Η «χρυσή εποχή», λοιπόν, της Πάρκερ, η δεκαετία του είκοσι, χαρακτηρίστηκε από μια –όχι και πολύ μεγάλη– παρέα που συναντιόταν σχεδόν κάθε μεσημέρι για γεύμα στο ξενοδοχείο «Αλγκόνκιν» της Νέας Υόρκης, στο ίδιο πάντα στρογγυλό τραπέζι: οι μόνιμοι ήταν οι συγγραφείς Ρόμπερτ Μπέντσλεϊ και Ρόμπερτ Σέργουντ, ο ιδρυτής του New Yorker Χάρολντ Ρος, ο Χάρπο Μαρξ, και φυσικά, η Ντόροθι Πάρκερ. Ήταν ο «Φαύλος Κύκλος», που, με τη συνοδεία σεβαστών ποσοτήτων αλκοόλ, τα μέλη του σκοπό είχαν να ανταλλάσσουν πνευματώδη σχόλια σε αστρονομικές ταχύτητες. Η παρέα αυτή υπήρξε για καιρό μια πραγματική ατραξιόν της πόλης: οι άνθρωποι έστηναν αυτί, σημείωναν (όσο προλάβαιναν) ό,τι άκουγαν, και συχνά μέρος των διαλόγων ή των σχολίων εμφανίζονταν την επομένη στις εφημερίδες. Αξέχαστη, για παράδειγμα, είχε μείνει η ατάκα της Πάρκερ, όταν κάποιος ανέφερε ότι ο παροιμιωδώς χαμηλών τόνων και λιγομίλητος Αμερικανός πρόεδρος Κάλβιν Κούλιτζ είχε μόλις πεθάνει: «Και πώς το κατάλαβαν;»
Η δεκαετία του ’20 της επιφύλαξε επίσης ένα βραβείο Ο’Χένρι για το διήγημά της «Big Blonde» το 1929, μεγάλη εμπορική επιτυχία στις ποιητικές της συλλογές, δύο γάμους, ένα διαζύγιο, κάμποσες σύντομες σχέσεις, μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη («Καλά να πάθω, αφού έβαλα όλα μου τα αυγά στο ίδιο καθήκι»), μια έκτρωση, μια κρίση βαριάς κατάθλιψης και την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Το δαιμονιώδες χιούμορ της είχε κι αυτό ένα κρυφό τίμημα.
Προς τα τέλη της δεκαετίας, άρχισε να ενδιαφέρεται πιο πολύ για την πολιτική. Επίσης, μετακόμισε στην Καλιφόρνια και εργάστηκε για λίγο στο Χόλιγουντ ως σεναριογράφος, με αρκετή επιτυχία: το 1937 προτάθηκε για Όσκαρ σεναρίου για το Ένα αστέρι γεννιέται. (Αδυνατώ να καταπνίξω τη σκέψη τού πόσο ιδανική θα ήταν η Πάρκερ ως σεναριογράφος σύγχρονων σειρών.) Το 1950, το όνομά της συμπεριλήφθηκε στη Μαύρη Λίστα των «κομουνιστών» του Χόλιγουντ, οπότε και αυτή η καριέρα της, για την οποία επίσης έτρεφε, αντιφατικά αισθήματα, έληξε. Επέστρεψε στη Νέα Υόρκη – και σχεδόν εξαφανίστηκε, με εξαίρεση κάποιες βιβλιοκριτικές στο Esquire και σποραδικές συμμετοχές σε ραδιοφωνικές εκπομπές.
Η Ντόροθι Πάρκερ πέθανε στη Νέα Υόρκη, μόνη, στις 7 Ιουνίου του 1967. Κληροδότησε όλη της την περιουσία στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Οι στάχτες της μετακόμιζαν σε διάφορα ντουλάπια επί 17 χρόνια, ώσπου επιτέλους να ενταφιαστούν στη γενέτειρά της, με το δικό της σχόλιο στην επιτύμβια πλάκα: «Συγγνώμη για τη σκόνη».
Αντί επιλόγου, θέλω (και θα το κάνω!) να κλείσω με το αγαπημένο μου ποίημα της Πάρκερ (που ελάχιστα, δυστυχώς, έχει μεταφραστεί):
Καταφύγιο
Η χώρα μου άδεια από ψιθύρους χαρωπούς
Τα σύννεφα όλες τις κορφές τις έχουν θάψει.
Κι είν’ ο αέρας της γλυκός απ’ τους καπνούς
Της κάθε γέφυράς μου που ’χω κάψει.

(μτφ. Μ.Ζ.)


Βουνό ή θάλασσα; ― «Βουνό και θάλασσα». Γράφει η Δωροθέα Κοντελετζίδου



της Δωροθέας Κοντελετζίδου*



Βουνό και θάλασσα

Στα Βόσγια μονοπάτια έμαθα να αναγνωρίζω αυτούς τους άλλους ήχους, τους ήχους του θροΐσματος, και αίφνης το απέραντο γαλάζιο που όφειλα να λατρεύω ελαχιστοποιήθηκε στη μνήμη μου. Οι λίμνες αντικατέστησαν αργότερα τη θάλασσα.  Οι πόλεις, τα βουνά, το τοπίο, ‘απέκτησαν’ την εικαστική αυτή ταυτότητα που συνόδευσε τόσους και τόσους καλλιτέχνες, μιας και η γεωγραφική καταγωγή διαπίστωνα ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εμπότιζε το έργο τους.

Μια μαγική όμως παιδική πρόταση όπως τα «τραγούδια των κυμάτων» άρκεσε για να υφάνω αλλά και να δρομολογήσω μια ολόκληρη ιστορία: «Τα τραγούδια του βουνού»! Τα τραγούδια που προήλθαν από τις ισχνές παιδικές αναμνήσεις των οικογενειακών εκδρομών, και τα οποία, με τη συνοδεία του ακορντεόν, πλαισίωναν τα τραγούδια της παρέας αλλά και της αηδονομαμάς.

Παρ’ όλα αυτά, το απέραντο γαλάζιο, οι αχινοί, και τα τσιμπήματα μελισσών, κρυμμένα καλά κάπου στα βάθη της απόρριψης ενός ολόκληρου συστήματος και μιας νοοτροπίας, ξεπήδησαν και πάλι μετά την αποποίησή τους. Άλλη ματιά, άλλο βλέμμα. Τοπία μέσα από τους ήχους, το θρόισμα των φυλλωμάτων, η αλμύρα που φέρνει το αγέρι εκείνη τη μαγική στιγμή του δειλινού, όπου χωμένη κάπου μέσα στη δροσιά μιας ψηλής ραχούλας, σ’ ένα βενζινάδικο στη μέση του πουθενά, πίνω σιωπηλά το ένα τσίπουρο μετά το άλλο, αγναντεύοντας την άλλη νήσο, ή ακούγοντας το πάφλασμα του κύματος που φέρνει ο αγέρας. Ησυχία, απόλυτη ησυχία, και το περιβόητο «ζακετάκι στους ώμους», που κάποτε μ’ έκανε να δακρύσω, μου θύμισε ότι η καλύτερη συντροφιά είναι αυτή που δεν γνώρισα ποτέ· μου θύμισε ότι το ανελέητο μαστίγωμα του κύματος στην άμμο  δεν αφήνει παρά ένα στιγμιαίο ίχνος, ένα εφήμερο ίχνος της ψυχότροπης Φύσης.

Βουνό ή Θάλασσα. Υγρό και στερεό. Στοιχεία αλληλένδετα. Στέκω αναποφάσιστη. Χαμένη στα βάθη και των δύο, αναζητώ εκείνη τη μοναδική στιγμή του εαυτού μου με τον εαυτό μου. Και όταν δεν συμβαίνει, τότε τραγουδάω τα τραγούδια των κυμάτων ή του βουνού και αφήνομαι στην παιδική αυτή φωνούλα που μοιάζει να χαίρεται κάθε στιγμή, κάθε τοπίο. Τα παραμύθια και οι αλήθειες ατελείωτα, όπως και οι ήχοι. Αυτοί οι ήχοι, οι νότες, τα σημεία στίξης, είναι η τοπιογραφία μου.

Ξένη μ’ εμένα την ίδια, κοιτάζω τα βουνά της Χαϊδεμβέργης και ‘βλέπω’ τον Gaspar Friedrich,  τον Matisse και τον Van Gogh στη Νίκαια και στην Αρλ, τον Giotto στη Τοσκάνη, τον Veronese στη Βενετία, τον Courbet στην οργωμένη ύπαιθρο, τον Ιακωβίδη, τον Τσαρούχη και τον Μόραλη στις Κυκλάδες, στο Αιγαίο, ‘βλέπω’ στον Όλυμπο τη ‘ματιά’ των ιμπρεσιονιστών.

Θάλασσα ή βουνό; Θάλασσα και βουνό, γιατί η τοπιογραφία είναι ατελείωτη, όπως ατελείωτη είναι η μέθη του άγνωστου αλλά και του οικείου.  

 * Iστορικός της τέχνης και διδάκτορας της θεωρίας. 
Συγγραφέας και επιμελήτρια εκθέσεων.
Φέτος κυκλοφόρησε το βιβλίο της 
Η ιδέα ως υλικό, το υλικό ως ιδέα. 
Πρόλογος: Εμμανουήλ Μαυρομμάτης (Επίκεντρο).






30.8.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Εμπρός βουνό και πίσω θάλασσα: Απ’ τη μεριά της κυρίας Φογκ». Γράφει η Άννα Κουστινούδη



της Άννας Κουστινούδη*


Εμπρός βουνό και πίσω θάλασσα: 
Απ’ τη μεριά της κυρίας Φογκ


«Γιατί δεν κολυμπάς;» ρωτάει.
«Δεν είμαι ψάρι», απαντώ.
«Μα κοίτα, η θάλασσα σε προσκαλεί.»
«Μία ήταν η Φραγκογιαννού κι άλλη μία η Βιρτζίνια. Θέλω πολύ ακόμα για να φτάσω σε τέτοια ύψη αυτογνωσίας και φτάνει πια με το ‘θάλασσα’, αφού καλά γνωρίζεις ότι ανέκαθεν προτιμούσα το «λάλασσα» για την υγρή υλικότητά του, έτσι όπως το ’λεγα και στα μικράτα μου.

«Tα καλοκαίρια μας μικρά/ κι άτελειωτοι οι χειμώνες» άδραξε τη στιγμή…

Αυτό κάνω, αλλά κολυμπώντας σ’ άλλα νερά, αυτά της μνήμης. Ίσως και της νοσταλγίας και πώς γίνεται να νοσταλγείς το τραύμα σου; Μα έτσι όπως είμαι τέντα απλωμένη στην ξαπλώστρα με το καπέλο ριγμένο στο πρόσωπο, ένα ολόκληρο ροζ-σομόν σύμπαν ―(Το σύμπαν μου όλάκερο/ εδώ και τώρα ρέει)― «αστράφτει, συννεφιάζει, αναδιπλώνεται» στο ενδιάμεσο, μεταξύ κλειστών βλεφάρων και οροφής καπέλου. Όταν πιέζω τα βλέφαρα λίγο πιο δυνατά το σύμπαν σκουραίνει, γίνεται μαύρο και κάπως ανυπόφορο, προτιμώ την ενδιάμεση απόχρωση, γι’ αυτό και χαλαρώνω το σφίξιμο. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, γλυκά ναρκωμένη από τη ζέστη, γλείφω τον ιδρώτα στο απανωχείλι, αλμυρός σαν θαλασσόνερο, και κάνω κάτι γκριμάτσες ανακούφισης γιατί το δέρμα του προσώπου ‘τραβάει’ και φαγουρίζει απ’ την παχνισμένη με άλας αύρα, και να θυμηθώ να βάλω after-sun soothing balm. Είμαι αντίκρυ στη θάλασσα τη λάλασσα, την ακούω, τη μυρίζω. Μήπως να γυρίσω την ξαπλώστρα από την άλλη τη μεριά να αγνατεύω το βουνό; Εμπρός βουνό και πίσω θάλασσα θα είναι τότε. Κι αν όλες οι ξαπλώστρες τη θάλασσα τη λάλασσα την πικροκυματούσα θέλουν να αγναντεύουν, εγώ θα πάω ανάποδα. Είναι φανερό ότι έχω γίνει ένα με την ξαπλώστρα μου, ο χρόνος μου ασύμμετρος, ασυντόνιστος, ένα διαρκές παρόν, οι ήχοι των λουομένων υποχωρούν και το μικρό το σύμπαν μου το μέγα, που μόνο εγώ το βλέπω (ή έτσι νομίζω), κάνει αναληπτική βουτιά πίσω, πολύ συχνό το φαινόμενο, άλλωστε. Αμφότερα, βουτιά και παρελθόν, τέρπουν και στοιχειώνουν ταυτόχρονα… «love thy symptom» μας προτείνατε, κύριε Zizek, κι αφού δεν έχουμε άλλη επιλογή, κάνουμε απλώς τα πικρά γλυκά, ή μάλλον γλυκόπικρα, για την ακρίβεια του πράγματος.
Ιδού λοιπόν τα παιδικά καλοκαίρια της Σαλονίκης, της θάλασσας και του βουνού. «Έλα για Περαία, Μπαξέ, Αγία Τριάδα,», ακούω τον κράχτη πιο μικρού σκαριού της παραλίας, της «Ιουλίας», να τελαλεί μπροστά απ’ τον Λευκό Πύργο, μα το βουνό ο Χορτιάτης όλα τα σκέπει, τα παρατηρεί, τα επιβλέπει και έχει κάτι περιποιημένα, αυγουστιάτικα φεγγάρια-ράμματα για τη γούνα μου κι εκείνος.
«Για πού μαμά, μπαμπά;»
«Για τα μπάνια. Κυριακή σήμερα.»
Κάθε Κυριακή η ίδια παλιοϊστορία. Ξύπνημα σχεδόν απ’ τα χαράματα, ετοιμασία, μπουρνουζοπετσέτες «χαβλού» που τις παίρνουμε μαζί μας και τα Σάββατα στο χαμάμ «Ο Παράδεισος» της Αριστοτέλους, όταν τα γυναικόπαιδα της οδού Νοταρά των 40 Εκκλησιών, ασκέρι κανονικό (το ίδιο που ξεκίναγε για την «Αίγλη» δίς εβδομαδιαίως να εντρυφήσει στις ταινίες της Χούλιας και στα ινδικά μελοδράματα), ξεκινάνε να πάνε να τριφτούνε, να λουτροκοπανιστούνε και να ξύσουνε τα εσώψυχά τους πάνω στα αχνιστά μάρμαρα, ξύνοντας ταυτόχρονα και τη συσσωρευμένη γλίτσα της βδομάδας («κοίτα μακαρόνι που βγάζω» έλεγε η μάνα ενόσω της έτριβα την πλάτη), αφού η οικιακή σκάφη δεν προσφέρεται για τόσο σχολαστική πάστρα, ούτε και για μεγάλης κλίμακας κουτσομπολιό.
«Φόρεσε μαγιώ και καπέλο. Μη ξεχάσεις το σωσίβιο… και το στρώμα για τη θάλασσα και την τσάντα με τα φαγητά, τον νου σας μην αφήσουμε τίποτε πίσω.»
«Δεν πάω πουθενά χωρίς τη ρόζ-σομόν κουβερτούλα μου. Αυτήν θα πάρω μαζί μου. Δε θέλω μαγιώ. Με σφίγγει, με καίει. Με το βρακί, που είναι μαλακό και δεν σφίγγει, και με το καπέλο μόνο θα μπω, αν μπω. Δε θέλω σωσίβιο, βρωμάει το πλαστικό και μου σφίγγει τη μέση. Και επιτέλους, μια φορά να πάρουμε και καβούρια από κείνα τα βρασμένα τα κόκκινα που πουλάνε μέσα στις βάρκες, τον λουκουμά τον μπούχτισα!»
«Μη λές χαζομάρες, τι να την κάνεις την κουβέρτα με τέτοια ζέστη, πόσα θα κουβαλήσουμε πια μέσα στο βαπόρι; Και τα καβούρια σκέτο ξεγέλασμα είναι, μόνο καύκαλο, τζάμπα τα λεφτά, ο λουκουμάς σε πιάνει.»
Όμως, την παίρνω μαζί μου την κουβερτούλα μου (πολύ αργότερα γνώρισα τον Τσάρλι Μπράουν, που είχε το ίδιο κουσούρι) ως χάδι παρηγοριάς (ακόμη την έχω), παρά τις αντιρρήσεις και τους καυγάδες. Πέφτω κάτω, κλαίω και χτυπιέμαι σαν το ψάρι (που δεν είμαι) κι εκείνοι υποχωρούν. Κι η μέρα στη θάλασσα-λάλασσα περνάει με τη ροζ-σομόν κουβερτούλα στρωμένη στην άμμο και μένα να κάθομαι πεισματικά επάνω της, δεν υπάρχουν ξαπλώστρες, τι θα πει ξαπλώστρες; ―«κουρέλι την έκανες» λέει η μάνα, «πάλι πλύσιμο θέλει»― και να μην μπαίνω στο νερό γιατί δεν αντέχω την ανατριχίλα που μου προκαλεί η κρυάδα του, ούτε και τα φύκια ανέχομαι, και είμαι μάλιστα χωρίς το καπέλο που αγαπώ, γιατί μου το άρπαξε σε μια στιγμή ο αέρας πάνω στο βαπόρι και μου το κατάπιε η θάλασσα-λάλασσα η αχόρταγη.
Μέσα Αυγούστου οδεύουμε για το χωριό, για το βουνό, για τον Χορτιάτη· να μείνουμε με τη γιαγιά, να σεργιανίσουμε στο δάσος, να πάμε να δούμε τις καστανιές και τις καρυδιές δίπλα στο μαντρί του παππού που φύτεψε μικρός ο πατέρας. Μα η πρώτη επίσκεψη είναι πάντα εκεί που γράφει τ’ όνομά μου στο χωρικό μνημείο θυμάτων του ολοκαυτώματος. «Κουστινούδη Άννα του Αντωνίου, ετών 45.» Βλέπω με δέος την ανατριχιαστική εικόνα πάνω απ’ τη μακριά λίστα με τα ονόματα των θυμάτων. Πλήθος γυναικόπαιδα που καταπίνονται από μια κόλαση, από τις φλόγες ενός ολοκαυτώματος. Το λένε επίσημα «Holocaust trauma» και γράφονται, γράφουμε, σεντόνια γραφής γι’ αυτό, αλλά πώς θα είναι άραγε να έχεις υπάρξει θύμα του; Θέλω να ακούω την ίδια αφήγηση κάθε φορά.
«Μπαμπά, πέθανα;»
«Η γιαγιά σου η Άννα, μαζί με τομ μικρότερο αδερφό μου. Τους κάψανε οι Ναζί.»
«Εσύ κι η θεία Χρυσάνθη πώς γλιτώσατε;»
«Εγώ ήμουν στα πρόβατα, στο βουνό, μαζί με τον παππού σου. Τη θεία σου τη φυγάδεψε απ’ τον θάλαμο αερίων ένας τους την ύστατη στιγμή…»
«Το βουνό σ’ έσωσε και σ’ έχω….»
«Με έσωσε, μου πήρε και μου έδωσε, μα εγώ τη ‘λάλασσα’ αγαπώ, Αννιώ.»
Στον μπαξέ της μέσα η άλλη η γιαγιά, που ήταν σκαρί ξύπνιο και το μυρίστηκε το μακελειό και πήρε τα κορίτσια της και κρύφτηκαν στο ρέμα και γλίτωσαν, βγάζει πατάτα. Μ’ αρέσει να βλέπω τις πατάτες σε διάφορα σχήματα και μεγέθη με νωπή, σχεδόν ανύπαρκτη, τη φλούδα τους να ξεπηδούν μέσα απ’ το χώμα, μου κάνει καλό το θέαμα: «βγάλτες όλες, γιαγιά, όλες να μη μείνει ούτε μία στη ρίζα, μόνο τότε θα ησυχάσω”, κι εκείνη μου κάνει το χατίρι. Μετά, μου τις φτιάχνει τηγανητές στην γκαζιέρα της αυλής μέσα σ’ ένα μεγάλο κατάμαυρο τηγάνι και η γεύση τους, όπως κι εκείνο το φιλί σου, αργότερα, στο βουνό της πόλης, ακόμα στο στόμα μου κατοικεί. Πιο μετά, ξυρίζει τον παππού και παρακολουθώ με ευλάβεια την τελετουργία. Από τις κινήσεις και το βλέμμα που μου ρίχνει, καταλαβαίνω ότι θέλει πολύ να πιέσει λίγο παραπάνω τη λεπίδα του ξυραφιού, εκεί στον λαιμό, αλλά αντί γι’ αυτό του βάζει σπίρτο και κολώνια, και μετά μου δίνει καμβά και μουλινέδες να κεντήσω, να μάθω προκοπή και νοικοκυριό, μα εγώ κυνηγάω τις πεταλούδες, ζηλεύω την ελευθερία τους, και κόβω με λύσσα τα σκυλάκια της και τα λιώνω ανάμεσα στα δάχτυλά μου για να την εκδικηθώ. Μισώ το κέντημα, τη συμμετρία του, τα τερτίπια του, καθώς και τη νοικοκυροσύνη που θέλουν να μου μάθουν, και μόνο με τα ρεταλάκια, τα κουρελάκια που μου χαρίζει η Στέλλα η μοδίστρα απ’ τα περισσεύματά της θέλω να παίζω, να φτιάχνω ασύμμετρα σχέδια, να ράβω, να ξηλώνω, να ενώνω ή να τέμνω τα μέσα μου...
«Αφού δεν έχεις σκοπό να πέσεις, να φύγουμε. Μπήκα, βγήκα, στέγνωσα, ζεστάθηκα, βαρέθηκα» μου σφυρίζει.
«Φύγε, αν θες, εγώ θα μείνω κι άλλο, να καώ, να τσουρουφλιστώ, να γίνω παρανάλωμα (ή κι ολοκαύτωμα) να ρουφηχτώ, νοερά πάντα, από τη δίνη της λάλασσας, τη φλόγα του ήλιου, και απ’ του βουνού την άβυσσο.
«Και γύρισ(α) απ΄την άλλη την πλευρά» την ξαπλώστρα μου, κύριε Βαρβέρη, το παράδειγμα του κυρίου Φογκ σας ακολουθώντας.


* Γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου. Είναι διδάκτωρ Λογοτεχνίας του τμήματος Αγγλικής γλώσσας & Φιλολογίας του Α.Π.Θ., στο οποίο έχει διδάξει μαθήματα λογοτεχνίας και Δεξιοτήτων Έρευνας ως λέκτορας επί συμβάσει. Οι δημοσιεύσεις της και τα ακαδημαϊκά - ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν κυρίως, αλλά όχι μόνο, στο βικτοριανό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και στη θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας, με έμφαση στην αφηγηματολογία, τον μεταδομισμό, τον φεμινισμό και την ψυχανάλυση. Ακαδημαϊκά άρθρα της  και βιβλιοκρισίες της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα αγγλόφωνα περιοδικά και ανθολογίες. Άρθρα της, πεζά, μεταφράσεις και βιβλιοκρισίες της έχουν επίσης δημοσιευτεί σε ελληνικά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως Παρέμβαση, Το Δέντρο, Εντευκτήριο, Εμβόλιμον, Φρέαρ, The Books Journal Vakxikon, Bibliotheque κ.ά. Η μονογραφία της με τίτλο: The Split Subject of Narration in Elizabeth Gaskell’s First-Person Fiction (To Διχασμένο Αφηγηματικό Υποκείμενο στα Πρωτοπρόσωπα Έργα της Ελίζαμπεθ Γκάσκελλ) εκδόθηκε το 2011 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Lexington Books. 


[Αύριο γράφει η Δωροθέα Κοντελετζίδου]


.























Η Εκκλησία βρίσκει τη φωνή της



του Νίκου Ξυδάκη

πηγή: http://www.kathimerini.gr


H απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος σχετικά με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο έφερε ανακούφιση στους χριστιανούς και σε όσους Ελληνες πολίτες αρνούνται να παραδοθούν στο μίσος και τον ρατσισμό. Και είναι πολλοί αυτοί, είναι η πλειονότητα· σιωπηρή ίσως, εν σχέσει με τους υλακτούντες ακροδεξιούς και τους αφρίζοντες ιεράρχες που βάλθηκαν να κανονίσουν τον βίο των συνανθρώπων τους δι’ αποκλεισμών και κολασμών. Η συνοδική ολότης της Εκκλησίας υπερίσχυσε των μεμονωμένων φωνών που θορυβούν στα κανάλια και έδωσε αυτή τον τελικό λόγο. Ως εξής: «Η Εκκλησία της Ελλάδος επί χρόνια τώρα βοηθεί και περιθάλπει χιλιάδες νομίμων και παρανόμων μεταναστών, ανεξαρτήτως θρησκευτικής πίστεως και φυλετικής καταγωγής, ακόμη και σήμερα εν μέσω της οικονομικής κρίσεως. Επιπλέον, διδάσκει όχι απλώς την ανοχή απέναντι στον “άλλον”, όπως επιδιώκεται με το νομοσχέδιο, αλλά –πολύ περισσότερο– την έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον». Θεολογημένα, ήρεμα, ολοκληρωμένα. Και πολιτισμένα.

Η απόφαση της ΔΙΣ, καρπός ασφαλώς λεπτών χειρισμών της εκκλησιαστικής ηγεσίας, αναβαθμίζει την Εκκλησία στα μάτια των καλόπιστων, αλλά επιπλέον προσφέρει πολύτιμη βοήθεια ψυχικής συνοχής σ’ ένα λαό που τη χρειάζεται κατεπειγόντως· προσφέρει μάθημα πολιτικής ωριμότητας σε μια δημόσια σφαίρα κερματισμένη, πλήρη αντινομιών και συγχύσεως. Με την απόφασή της η Διαρκής Ιερά Σύνοδος υπενθυμίζει ότι τα πεδία δράσης κράτους και Εκκλησίας είναι διακριτά: η Εκκλησία δεν νομοθετεί, δεν κανονίζει, δεν αποκλείει. Απεναντίας, ρόλος της είναι η παρηγοριά, η ανακούφιση, η συμπερίληψη, η φιλαλληλία, για όλους, απροϋπόθετα.

Οπως προσφυέστατα το έθεσε ο θεολόγος Χαράλαμπος Βέντης σε σχετικό άρθρο του: «Ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι ο βιβλικός Θεός (σε αντίθεση με τα απειράριθμα είδωλα-κακέκτυπά Του), όπως πολύ ωραία επεσήμανε κάποτε ο Αλβανίας Αναστάσιος, είναι Θεός εκπλήξεων, Θεός ανατροπών - ένας Θεός, ο οποίος μας γνωρίζει όπως ακριβώς μας μνημονεύει η Εκκλησία, δηλαδή με τα κύρια βαφτιστικά μας ονόματα, αδιάφορα από τα φυσικά μας χαρακτηριστικά: εθνικότητα, φυλή, φύλο, χρώμα, ακόμη και σεξουαλικό προσανατολισμό». Και όπως σχολίασε η δραστήρια και μαχητική Πρωτοβουλία Χριστιανών κατά του Εθνοφυλετισμού, Νεοναζισμού, Νεοφασισμού: «Η σημερινή απόφαση της ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι ιστορικής σημασίας. Διαψεύδει τις Κασσάνδρες που έσπευσαν να θεωρήσουν ότι η στάση μιας ελάχιστης ομάδας ιεραρχών θα επικαθορίσει το όλο, ή ότι η Εκκλησία θα παραλλάξει τη φύση της δίνοντας χώρο σε ακραία και μισαλλόδοξα κηρύγματα [...] Είναι μια επιχειρηματολογία γιατί η Εκκλησία είναι θεμελιωδώς αντιρατσιστική, ακολουθώντας τον σταυρωθέντα και αναστηθέντα Λόγο».

Απρόσμενα, λοιπόν, η πιο ζυγισμένη και πολιτική συμβολή στην καυτή συζήτηση για τον ρατσισμό και την ανεκτικότητα, ήρθε από την Εκκλησία, τη συνοδική Εκκλησία εννοείται, και όχι από τους τηλεκήρυκες του μίσους. Σαν πολύτιμο οξυγόνο ηρεμίας προς τη δημοκρατική κοινωνία, σε ώρες που τόσο πολύ το χρειάζεται. Και σαν τροχιοδεικτικό: ιδού μια οδός, από πολλές, για να βγούμε από την πολύμορφη κρίση που μας ταλανίζει: η αγάπη, όχι το μίσος, η φιλαλληλία και όχι η κατάκριση, η ανεκτικότητα και όχι ο αποκλεισμός, η κατορθωμένη και ξανακερδισμένη δημοκρατία, όχι ο ολοκληρωτισμός. Παλαιότατο μάθημα, λησμονημένο. Είναι τα λόγια του προφήτη Ωσηέ, «έλεος θέλω και ου θυσίαν και επίγνωσιν Θεού ή ολοκαυτώματα», ξανακουσμένα στον λόγο του Ιησού, «πορευθέντες δε μάθετε τι εστιν έλεον θέλω και ου θυσίαν, ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. Θ΄ 13). Ελεος, όχι ολοκαυτώματα.

29.8.14

Η γελοιογραφία της ημέρας [29.8.2014]

από τον ΚΥΡ



Βουνό ή θάλασσα; ― «Ένα γαλάζιο τρίγωνο». Γράφει ο Γιώργος Ξεινός


Πύργος, 1963


του Γιώργου Ξεινού*


Ένα γαλάζιο τρίγωνο

Το Σχοινούδι, το χωριό που γεννήθηκα και μεγάλωσα, είναι περίκλειστο από βουνά. Η θάλασσα είναι μακριά και, για να δεις ένα τρίγωνο του Αιγαίου πλαισιωμένο από τις κλιτύς των βουνών, έπρεπε να κάνεις ένα χιλιόμετρο δρόμο από το σπίτι.
            Τις ηλιόλουστες μέρες, παίρναμε τον αυτοκινητόδρομο και, αφού περνούσαμε τους τουρκόταφους, συνεχίζαμε ώς τη στροφή πάνω από το καταπράσινο πευκοδάσος του Αγίου Ανδρέα, σταματούσαμε και κοιτάζαμε προς τον νότο το τρίγωνο του Αιγαίου. Μια ενατένιση που δεν έλεγε να τελειώσει, καθώς το παιδικό μας μυαλό ανέπλαθε τις εικόνες των καλοκαιρινών διακοπών, όταν, μετά το κλείσιμο των σχολείων και τη λήξη των υποχρεώσεων των γωνιών μας, ο πατέρας φόρτωνε τα στρώματα και την οικοσκευή στο μουλάρι του μπάρμπα μας κι η μάνα καβάλα στο γαϊδούρι, ανάμεσα στα δισάκια, κατεβαίναμε στον Πύργο, το επίνειο του χωριού.
            Τα πρώτα χρόνια δεν είχαμε δικό μας σπίτι, βρίσκαμε κατάλυμα στο σπίτι του προπάππου. Μας παραχωρούσαν οι θείοι της μάνας μας το βορινό δωμάτιο, όπως το ονόμαζαν, όπου ένα τεράστιο κουπί στερεωμένο πάνω στα στηρίγματα της στέγης μαρτυρούσε το καΐκι του προπάππου που, φορτωμένο κασέρια, δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στο λιμάνι, ενώ το αποτύπωμα ενός τζακιού στον ανατολικό τοίχο βεβαίωνε ότι το σπίτι στα παλιά χρόνια, όταν το κατώγι του λειτουργούσε ως σχολειό για τα προσφυγόπουλα της Μικρασίας, φιλοξενούσε κόσμο και τον χειμώνα.
            Για να μπεις στο σπίτι έπρεπε ν’ ανεβείς μια μεγάλη σκάλα που οδηγούσε σ’ ένα ψηλό αφύλακτο πλατύσκαλο, από το οποίο, για να προφυλάξει ο πατέρας τον μικρότερο αδερφό που πια δεν υπάρχει, είχε τοποθετήσει μια μικρή καγκελόπορτα.
            Άλλα καλοκαίρια, όταν περίσσευε κανένα γρόσι, νοικιάζαμε κάποιο «μαγαζί». Έτσι ονόμαζαν τα, μονόχωρα συνήθως, καταλύματα του Πύργου, γιατί τα περισσότερα ήταν καφενεία και ταβέρνες για τους ναυτικούς και αποθήκες εμπόρων, στα χρόνια που ολόκληρη η διακίνηση εμπορευμάτων και επιβατών του μεγάλου χωριού γινόταν από κει.
            Πρώτη μας δουλειά, μόλις ξεφορτώνονταν τα ζώα, ήταν να πάμε με στάμνες και κουβάδες να κουβαλήσουμε νερό από το πηγάδι του Σλήμαν, για να γίνει η καθαριότητα κι ύστερα να στρωθεί το νοικοκυριό.
            Κάμποσα χρόνια κράτησε αυτή η τακτική, μέχρι που ο πατέρας, του οποίου τα οικονομικά στο μεταξύ είχαν βελτιωθεί με την πρόσθεση του μελισσοκομικού εισοδήματος σε κείνο της δασκαλικής, αποφάσισε να πραγματοποιήσει το όνειρό του ,χτίζοντας το δικό του σπίτι σ’ ένα οικόπεδο που παραχώρησε μια θεια μας κάτω από τον μεσαιωνικό Πύργο πάνω στο ακρωτήρι.
            Βάλαμε κι εμείς τ’ αδέλφια, που πια είχαμε μεγαλώσει, τα δυνατά μας κουβαλώντας πέτρες, νερό και άμμο, και φτιάχνοντας λάσπη χτίστηκε το όνειρο του πατέρα με δυο δωμάτια, κουζίνα και καμπινέ.


Πύργος, σύγχρονη λήψη

Το σπίτι είχε δύο εισόδους. Μια νοτιοδυτικά, που έβγαζε σ’ ένα μικρό μπαλκονάκι, απ’ όπου το βλέμα μπορούσε ν’ απλωθεί ώς τη Λήμνο και όπου μαζεύονταν, απρόσκλητες, όλες οι κουτσομπόλες της γειτονιάς για να πιουν στη σκιά του «πρωϊού» τον καφέ τους. Η άλλη είσοδος, η βόρεια, μετά το πλατύσκαλό της οδηγούσε σ’ ένα μεγάλο μπαλκόνι, που κατόπτευε το μικρό ψαράδικο λιμάνι και τις νύχτες σού πρόσφερε την ευκαιρία να απολαμβάνεις στον ορίζοντα του έναστρου ουρανού, τις λάμψεις του μεγάλου φάρου του Σεντούλμπαχιρ, στην άκρη του Ελλήσποντου.
Τις γαλήνιες νύχτες, όταν τα παιδιά κουρασμένα από τα παιχνίδια στην αμμουδιά επέστρεφαν στα σπίτια τους και στ’ ακρογιάλι σταματούσαν τα τραγούδια και το μονόχορδο βιολί του Δημητρού, έμεναν μόνο οι κρωγμοί από τις κουκουβάγιες που φώλιαζαν στον ερειπωμένο πύργο για να ταράζουν τον ύπνο και την ηρεμία των προληπτικών.
Το ξημέρωμα, όταν χλόμιαζε η φεγγαρόστρατα κι η επιφάνεια της θάλασσας άρχιζε να ροδίζει από την ανατολή, γέμιζε η ατμόσφαιρα από τα «μπα-τα-μπατ» των μηχανών, καθώς οι ψαρόβαρκες έπαιρναν τον δρόμο για το μάζεμα των διχτυών και των παραγαδιών, ξυπνώντας τους παραθεριστές. Οι άντρες την άραζαν στο πεζούλι του μοναδικού καφενείου πάνω στο κύμα, για να πιουν τον καφέ τους, ενώ οι γυναίκες, η μια μετά την άλλη, μαζεύονταν στο μικρό λιμανάκι, παρέα με τις γάτες, για να διαλέξουν ό,τι καλύτερο θα έφερναν οι ψαράδες. Ένας αφάνταστος ανταγωνισμός ανάμεσα στις νοικοκυρές για το ποια θα πάρει το καλύτερο κι ανάμεσα στις γάτες πιοα θα αρπάξει το σκάρτο που πετιόταν στην ακροθαλασσιά.
            «Να μπω μπάρμπα μες τη βάρκα;» η επαναλαμβανόμενη ερώτηση των παιδιών που, περπατώντας στα νερά, πλησίαζαν μαγεμένα από την πολυχρωμία και τη στιλπνότητα των αραδιασμένων στις κουπαστές ψαριών. Κι όταν η απάντηση του βαρκάρη ήταν θετική, το χαμόγελο έφτανε ώς τ’ αυτιά· αν πάλι ήταν αρνητική, ερχόταν η παράκληση με τη διαβεβαίωση ότι θα ήμασταν φρόνιμοι αν μας έβαζαν μέσα.
            Κι όταν πια τέλειωναν τα ξεψαρίσματα κι άλλοι από τους ψαράδες άπλωναν τα δίχτυα τους στην αμμουδιά κι άλλοι συνέχιζαν το πλύσιμό τους, οι γυναίκες, καθισμένες στις πέτρες γύρω στο λιμάνι, καθάριζαν τα ψάρια που θα τσιτσίριζαν το μεσημέρι στο τηγάνι ευωδιάζοντας ολόκληρο τον οικισμό, κι οι μανάβηδες, με φορτωμένα τα βελονισμένα κιλό-κιλό στα βούρλα ψάρια στις κόφες, ξεκινούσαν για τις αγροικίες όπου βρίσκονταν όλος ο κόσμος για τις γεωργικές δουλειές του καλοκαιριού.
Εικόνες που έσβησαν απότομα, όπως σβήνουν οι σκηνές στην οθόνη, όταν ξαφνικά κοπεί το φιλμ ή βραχυκυκλώσει ο προβολέας, όταν ολόκληρος ο Πύργος δημεύτηκε και εκκενώθηκε στις 5 Μαρτίου του 1966.
           Σ’ ένα σημείο του τετρασέλιδου γράμματος που μου έστειλε την άλλη μέρα της εκκένωσης του Πύργου ο πατέρας μου στη Θεσσαλονίκη, και του οποίου η ανάγνωσή, ακόμη και σήμερα, γεμίζει με δάκρυα τα μάτια, μου έγραφε: Το όμορφο σπίτι, που θυμάσαι με πόσο μόχθο και όνειρα χτίσαμε, δεν είναι πια δικό μας. Χθες, τελευταία φορά, φάγαμε με τον Ορέστη (ο αδερφός μου) μια μπουκιά ψωμί φαρμάκι, εκείνος όρθιος κι εγώ καθισμένος σε μια κάσα ήπια τον τελευταίο καφέ, καφέ δηλητήριο… Ο Ορέστης δεν ξέχασε ώς τον θάνατό του εκείνον τον καφέ και, κάθε φορά που μας επέτρεπαν να μπούμε στον χώρο, ήθελε να καθίσει στο ίδιο εκείνο σημείο να πιει τον καφέ του.
            Πληγές που επουλώθηκαν, αφήνοντας υπερευαίσθητες ουλές που καραδοκούν να σε πονέσουν στο πρώτο άγγιγμα. Μνήμες που μεταστοιχειώθηκαν σε εικονοστάσι χαμένου παραδείσου. Μνήμες, πηγές αστείρευτου νόστου κι αγιάτρευτης καρτερίας. Μνήμες μετουσιωμένες από την απελπισία σ’ ονειρικές καταστάσεις ψευδαισθητώσεων.
            Ο τόπος άλλαξε, ήρθαν άλλοι άνθρωποι, μ’ άλλες συνήθειες, διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές, διαφορετικές αφορμίσεις, διαφορετικές προσδοκίες, διαφορετικά όνειρα. Ένας καινούργιος κόσμος αντικατέστησε τον Πύργο των παιδικών μας χρόνων. Τίποτα πια δεν θυμίζει το παλιό οικιστικό κι ανθρώπινο τοπίο, που εντός μας παραμένει απείραχτο κι ανέγγιχτο. Αναλλοίωτη από τη ροή του χρόνου, φυλαγμένη στα τρίσβαθα, ζωγραφιά που τρυπώνει στον ύπνο και στα όνειρα μας ξανακάνει παιδιά.
            Κάθε φορά που διαβαίνω τη φρουρούμενη πύλη και μου επιτρέπεται η περιαγωγή στον χώρο, σκιές ανύπαρκτες οι παραθεριστές του σήμερα, που δίπλα μου περπατούν απολαμβάνοντας τη μαγεία του τόπου, και μόνο οι μορφές τού τότε, ξεπηδώντας από το παραμορφωμένο τοπίο, τυραννικά με περιστοιχίζουν. Πρόσωπα που χάθηκαν από χρόνια ή σκορπίστηκαν στα πέρατα της οικουμένης επιστρέφουν και φωνές σβησμένες μισόν αιώνα και, φτάνουν στ’ αυτιά με την ιδιότυπη προφορά τους: ο γερο-Αναστάσης ο Καλιμπέτης, ο Μανώλος, ο Αρεστάρας ο Μοσχονησιώτης, ο καπετάν Στρατής ο Ανταλής, που είχε την τύχη να τον προφτάσει ο θάνατος εκεί και να θαφτεί στον αυλόγυρο της Αγία Άννας, αγνάντι στο πέλαγος.
            Κυνηγημένος από τον βορειοανατολικό άνεμο, που σφυρίζοντας σηκώνει την άμμο και μαστιγώνει τα γυμνά μέλη, τρέχω να κρυφτώ. Μα σπίτι δεν έχω κι άλλη πόρτα γνωστή δεν είναι ανοιχτή. Το πέλαγο αφρίζει, αγριεμένα κύματα στεφανώνουν το ακρωτήρι της Αγίας Άννας και τους σκοπέλους γύρω του, ενώ τα σύννεφα της άμμου σκορπίζονται σαν βροχή στην επιφάνεια του δυτικού μυχού. Ο καιρός αυτός πάντα μας έκλεινε στο σπίτι κι ανάγκαζε τους ψαράδες να τρέξουν μες στη θύελλα να σιγουράρουν τα σκοινιά από τις βάρκες τους, μήπως και κοπεί κανένα κι η βάρκα τους πέσει πάνω σ’ άλλη ή στον μόλο και τσακιστεί.
            Αποφεύγω, όσο γίνεται, αυτή την εξουθενωτική αυτοψία του τόπου της αλλοτινής ευδαιμονίας. Όμως, κάθε τόσο, όταν κοντεύω να φτάσω στο περίκλειστο Σχοινούδι, λίγο πριν τη στροφή απ’ όπου μπορείς ν’ αγναντέψεις τη θάλασσα, κόβω ταχύτητα για να δω φευγαλέα εκείνο το, πλαισιωμένο από τον ορίζοντα και τις πλαγιές των βουνών, γαλάζιο τρίγωνο. Να φανταστώ για μια στιγμή ότι το όνειρο εξακολουθεί να ζει.
            Έτσι, για να επιβεβαιωθεί η ψευδαίσθηση…

Βασιλικά, 8 Αυγ. 2014



* Γεννήθηκε στην ΄Ιμβρο το 1944. Μετά τις λυκειακές του σπουδές στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1971. Υπηρέτησε τη θητεία υπαίθρου στη Λήμνο και κατόπιν άσκησε την ιατρική στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει ως σήμερα.
Με τον λογοτεχνικό κόσμο της πόλης γνωρίστηκε όντας επικεφαλής του Καλλιτεχνικού Ομίλου της ΧΑΝΘ, ο οποίος επί σειρά ετών οργάνωσε διαγωνισμούς πεζογραφίας και ποίησης και εξέδωσε το βραχύβιο περιοδικό «Ερέτες».
Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε επίσημα από το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Πορεία» το 1968, παραμένοντας ώς το τέλος της έκδοσής του τακτικός συνεργάτης, ενώ συνεργάστηκε και με άλλα λογοτεχνικά περιοδικά, όπως την «Ευθύνη», τα «Ελιμειακά», την «Κινστέρνα», την «Πάροδο» κ.ά.
Πρωτίστως διηγηματογράφος ο Γιώργος Ξεινός, έχει θητεύσει σ’ όλα τα είδη του έντεχνου λόγου, με μόνη εξαίρεση το θέατρο. Εκτός από την αφηγηματική πεζογραφία που αποτελεί τον κύριο κορμό του έργου του, μεγάλο σε έκταση είναι το δοκιμιακό του έργο, το οποίο κυρίως αναφέρεται στη θεωρία και την ιστορία της λογοτεχνίας.
Έχουν εκδοθεί τα βιβλία του:
- "Τρία τοπία της λογοτεχνίας" (δοκίμια), Εκδόσεις Νέας Πορείας, Θεσσαλονίκη 1974
- "Επιστρέφοντας αλλοιώς" (διηγήματα), Εκδόσεις Νέας Πορείας, Θεσσαλονίκη 1982
- "Αυτός ο άνθρωπος πριν..." (διήγημα), Θεσσαλονίκη 1986
-Τώρα επιστρέφοντας (διηγήματα), Εκδόσεις Εταιρίας Μελέτης ΄Ιμβρου και Τενέδου, Θεσσαλονίκη 2000
- "Εις την Πόλιν" (κείμενα ομώνυμου φωτογραφικού άλμπουμ του Μάξιμου Πλάτωνα), Αθήνα 2001.
- "Ίμβρος και Τένεδος - Ιστορία παράλληλη", Εκδόσεις της Καθ' Ημάς Ανατολής, σειρά: Η Ρωμιοσύνη 1, Αθήνα 2005