Ήπειρος, 1957. Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας.
© Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη
© Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη
του Γιώργου Κεχαγιόγλου
Eκ των
ελληνορθοδόξων παραδόσεων ανάλεκτα...
ή
Μνημονεύετε
κοσμομονoτρόπους Διονύσιον κόμητα Νίκλην-Σολωμόν,
Αλέξανδρον
Αδαμαντίου Εμμανουήλ-Παπαδιαμάντην
και
Κωνσταντίνον Πέτρου Φωτιάδην-Καβάφην
Αφιερωμένον
εξαιρετικώς εις Χρηστόν Ιωανναράν: αι βλαβεραί συνέπειαι
της Μονοτονικής Μικρασιατικής
Καταστροφής
***
[…]
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι,
μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε·
μέσα στες
εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φώς
της χαράς συμμαζωχτείτε·
ανοίξετε
αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά
στους αγίους και φιληθείτε·
φιληθείτε
γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι.
Δάφνες
εις κάθε πλάκα εχουν οι τάφοι,
και βρέφη
ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες·
γλυκόφωνα,
κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες
εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες·
λάμπει το
ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
απο το
φώς που χύνουνε οι λαμπάδες·
κάθε
πρόσωπο λάμπει απ᾽ τ᾽ αγιοκέρι
οπου
κρατούνε οι χριστιανοί στο χέρι. […]
(«Ο Λάμπρος»)
[…] Ωραίον
και πολύ ζωντανόν, και γραφικόν και παρδαλόν, ήτο το θέαμα. Οι πολυέλεοι
ολόφωτοι αναμμένοι, αι άγιαι εικόνες στίλβουσαι, οι ψάλται αναμέλποντες τα
Πασχάλια, οι παπάδες ιστάμενοι με το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν επί των
στέρνων, τελούντες τον Ασπασμόν.
Οι δούλες
με τας κορδέλας των και τας λευκάς ποδιάς των, εμοίραζαν βλέμματα δεξιά και
αριστερά, κ’ εφλυάρουν προς αλλήλας, χωρίς να προσέχουν εις την ιεράν
ακολουθίαν. Οι παραμάνες ωδήγουν από την χείρα τριετή και πενταετή παιδία και
κοράσια, τα οποία εκράτουν τας χρωματιστάς λαμπάδας των, κ’ έκαιον τα
χρυσόχαρτα με τα οποία ήσαν στολισμέναι, κ’ έπαιζαν κ’ εμάλωναν μεταξύ των, κ’
εζητούσαν να καύσουν όπισθεν τα μαλλιά τού προ αυτών ισταμένου παιδίου. Οι
λούστροι έρριπτον πυροκρόταλα εις πολλά άγνωστα μέρη εντός του ναού, και
κατετρόμαζον τες δούλες. Ο μοναδικός αστυφύλαξ τούς εκυνηγούσε, αλλ’ αυτοί
έφευγαν από την μίαν πλαγινήν θύραν, κ’ ευθύς επανήρχοντο διά της άλλης. Οι
επίτροποι εγύριζον τους δίσκους κ’ έρραινον με ανθόνερον τες παραμάνες.
Δύο ή
τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού, επτά ή οκτώ παραμάνες,
εκρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας. Τα μικρά ήνοιγον
τεθηπότα τους γλυκείς οφθαλμούς των, βλέποντα απλήστως το φώς των λαμπάδων, των
πολυελέων και μανουαλίων, τους κύκλους και τα νέφη του ανερχομένου καπνού του θυμιάματος
και το κόκκινον και πράσινον φώς το διά των υάλων του ναού εισερχόμενον, το
ανεμίζον ράσον του εκκλησιάρχου καλογήρου, τρέχοντος μέσα έξω εις διάφορα
θελήματα, τα γένεια των παπάδων σειόμενα εις πάσαν κλίσιν της κεφαλής, εις
πάσαν κίνησιν των χειλέων, διά να επαναλάβουν εις όλους το Χριστός ανέστη·
βλέποντα και θαυμάζοντα όλα όσα έβλεπον, τα στίλβοντα κομβία και τα στριμμένα
μουστάκια του αστυφύλακος, τους λευκούς κεφαλοδέσμους των γυναικών, και τους
στοίχους των άλλων παιδίων, όσα ήσαν αραδιασμένα εγγύς και πόρρω· παίζοντα με
τους βοστρύχους της κόμης των βασταζουσών, και ψελλίζοντα ανάρθρους αγγελικούς
φθόγγους.
Δύο
οκτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας δύο νεαρών μητέρων, αίτινες ίσταντο ώμον με ώμον
πλησίον μιάς κολόνας, μόλις είδαν το έν το άλλο, και πάραυτα εγνωρίσθησαν και
συνήψαν σχέσεις, και το έν, ωραίον και καλόν και εύθυμον, έτεινε την μικράν
απαλήν χείρα του προς το άλλο, και το είλκε προς εαυτό, και εψέλλιζεν
ακαταλήπτους ουρανίους φθόγγους. […]
(«Χωρίς στεφάνι»)
***
Την
εκκλησίαν αγαπώ – τα εξαπτέρυγά της,
τ᾽ ασήμια
των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα,
τες εικόνες της, τον άμβωνά της.
Εκεί σαν
μπώ, μες σ᾽ εκκλησία των Γραικών·
με των
θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
με τες
λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες
μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε
των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό –
λαμπρότατοι
μες στων αμφίων τον στολισμό –
ο νούς
μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον
ένδοξό μας Βυζαντινισμό.
(«Στην εκκλησία»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου