3.4.15

Παίδων αγωγή


του Πάνου Θεοδωρίδη
(δημοσιεύθηκε την Πρωταπριλιά, αλλά διαβάζεται κάθε μέρα του χρόνου)

πηγή: http://thegreekcloud.com/blogs


Πάντα το ξεχνούσα, πάντα την πατούσα.
 
Μια φορά το χρόνο, επί δέκα χρόνια, από τα τρία ώς τα δεκατρία, με ξυπνούσε ο πατέρας μου προσωπικά. Μήτε ξυπνητήρι μήτε μάνα στον ορίζοντα.
 
Επιπλέον, χαμογελούσε εγκάρδια.
 
Μου έλεγε «σου έχω μια έκπληξη. Σε περιμένει στην αυλή το ποδήλατό σου».
 
Πεταγόμουνα άνιφτος και  ξυπόλητος και ορμούσα στην έξοδο.
 
Στην αυλή του Τσιρέλη, έφτανα ώς τη βραγιά με τους κρίνους.
 
Στην αυλή της Σαμολαδούς, έβγαινα από την πόρτα της κουζίνας και κοίταζα τα κρεμμυδάκια.
 
Στην αυλή του Σαρμπάνη, επιθεωρούσα το ταρατσάκι, πίσω από το σπίτι του Τσαϊρίδη.
 
Πουθενά ποδήλατο.
 
Έστρεφα με αγωνία το κεφάλι προς τον πατέρα μου, που γελούσε, και τον κοίταζα με έκπληξη.
 
Κάθε χρόνο, από το 1951 ώς το 1961, η ίδια χαρούμενη ανταπόκριση.
 
«Πρωταπριλιά!» μου ανακοίνωνε.
 
Ήταν ωσάν εφιάλτης. Πάντα το ξεχνούσα, πάντα την πατούσα.
 
Ώσπου βρήκα την απάντηση. Μια φορά το μήνα, είχαμε κότα βραστή. Δεν υπήρχαν πτηνοτροφεία, αλλά υπήρχαν κοσάρες. Ενίοτε αυγωμένες. Και η σούπα ήταν φιδές. Φαγητό για ασθενείς, να δυναμώνουν.
 
Και η τελετουργία του «γιάντες».
 
Εκεί, τα ίδια.
 
Ο πατέρας μου έβγαζε το δίχαλο κοκκαλάκι, το καθάριζε και το έτεινε με πρόκληση μπροστά μου.
 
Έσπαζα το δίχαλο και ξεκινούσε το γιάντες.
 
 Έπρεπε, έως το τέλος του φαγητού και κατά την ώρα ώς την μεσημεριανή σιέστα, να του δώσω ή να μου δώσει κάτι, και να το πάρω ή να το πάρει, χωρις να πω ή να ειπεί «το ξέρω».
 
Τότε, αυτός που έδινε χωρίς απάντηση έλεγε «γιάντες» και κέρδιζε.
 
Όλα αυτά τα χρόνια, το ξεχνούσα και την πατούσα.
 
Από το 1951 έως το 1961.
Είτε μου έδινε μιά κόρα από το κάτω μέρος του χάσικου ψωμιού είτε ένα ποτήρι νερό.
 
Μετά, άκουγα το «γιάντες».
 
Ο ίδιος υποστήριζε ότι το γιάντες και το δήθεν ποδήλατο της πρωταπριλιάς τα έμαθε στη Σιβηρία και πάντα τον νικούσε ο πατέρας του.
 
Στο Ιρκούτσκι είχε ποδηλατοδρόμιο και παγοδρόμιο, είχε προσωπικό έλκηθρο, αλλά ποτέ ποδήλατο.
 
Πάντα ο πατέρας του τον ξεγελούσε.
 
Το 1962 οργανώθηκα, έβαλα σημάδια, έδεσα κλωστή στο δάχτυλο και,  όταν με ξύπνησε, δεν βγήκα στην αυλή, μόνο είπα «πρωταπριλιά» και γύρισα πλευρό.
 
Και στην πρώτη κότα του Απριλίου, είχα βάλει τη «Μακεδονία» ανάμεσα στην καρέκλα και στο μπούτι μου και, όταν σπάσαμε το κοκκαλάκι, του την πάσαρα λέγοντας «μπαμπά, εδώ γράφει για το Ιρκούτσκι, κοίτα!»
 
Άρπαξε την εφημερίδα, οπότε του φώναξα «γιάντες!».
 
Δεν ξαναπαίξαμε ποτέ ξανά, μήτε με αιφνιδίαζε.
 
Μου έμαθε πάντως τάβλι, πινάκλ, πόκερ και ντόμινο, ντάμα και σκάκι.
 
Πάλευε να μου μάθει το ρώσικο αλφάβητο και μερικές λέξεις.
 

Βλαστημάω έκτοτε που δεν τον άφησα να με κοροϊδεύει ώσπου να φύγει από τη ζωή.


Δεν υπάρχουν σχόλια: