Πέθανε το Μαγάλο Σάββατο, σε ηλικία 83 ετών, ο συγγραφέας, δημοσιογράφος και μεταφραστής Φρανσουά Μασπερό, που θα μείνει στην κοινή μνήμη ως ιδιοκτήτης ενός εκδοτικού οίκου και βιβλιοπωλείου που υπήρξαν σύμβολα της κουλτούρας της αμφισβήτησης στις δεκαετίες ΄60 και '70 στη Γαλλία.
Αντιγράφω από τη Ναυτεμπορική (http://www.naftemporiki.gr):
«Έζησα πολύ από τους άλλους. Χωρίς εκείνους, τους συγγραφείς, τους
φίλους, τους ακτιβιστές, τίποτε δεν θα ήταν δυνατό», έλεγε αυτή η
σπουδαία προσωπικότητα της γαλλικής διανόησης.
Με τον εκδοτικό του οίκο και το βιβλιοπωλείο του, στην καρδιά του Καρτιέ Λατέν, κέντρο της καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής της γαλλικής πρωτεύουσας, ο Φρανσουά Μασπερό ή «Μασπ», σφραγισμένος από μία «χριστιανική αριστερή κουλτούρα», διέδιδε τις ιδέες της αμφισβήτησης, κατά του πολέμου στην Αλγερία, κατά των βασανιστηρίων.
Στο βιβλιοπωλείο του, με την επωνυμία «Joie de Lire» (Χαρά της Ανάγνωσης), μπορούσε να συναντήσει κανείς «επαναστάτες» ποικίλων οριζόντων, να κρατήσει ήσυχος σημειώσεις, καμιά φορά και να κλέψει βιβλία χωρίς να καταγγελθεί γι΄ αυτό.
Εγγονός του αιγυπτιολόγου Γκαστόν Μασπερό και γιος του σινολόγου Ανρί Μασπερό, καθηγητή στο College de France, ο Φρανσουά Μασπερό γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Ιανουαρίου 1932.
Η νεότητά του σφραγίσθηκε από τον πόλεμο: ο πατέρας του πέθανε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχελβαλντ το 1944. Τον ίδιο χρόνο ο μεγάλος του αδελφός, μέλος της αντίστασης, σκοτώθηκε στη Γαλλία από τους Γερμανούς. Η μητέρα του μεταφέρθηκε στο Ράβεσμπρουκ, αλλά επέζησε και επέστρεψε.
Το 1955, αυτός ο επιζών χωρίς πτυχίο, που είχε για χρόνια ενοχές που δεν χάθηκε στο Ολοκαύτωμα, έγινε βιβλιοπώλης στο Καρτιέ Λατέν.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ίδρυσε τις εκδόσεις Maspero, εκδίδοντας κείμενα για τον πόλεμο στην Αλγερία, την αμφισβήτηση του σταλινισμού, την υπανάπτυξη και την νεοαποικιοκρατία.
Σε ορισμένες εκδόσεις του επιβάλλονται απαγορεύσεις και ο ίδιος διώκεται δικαστικά και καταδικάζεται στην καταβολή υψηλών προστίμων και σε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Ο Μάης του 68 ευνοεί τις δουλειές του βιβλιοπωλείου του. Όμως το 1974 ο Φρανσουά Μασπερό αναγκάζεται να το πουλήσει για οικονομικούς λόγους και υπό την πίεση της δικαιοσύνης. Ωστόσο, διατηρεί τον εκδοτικό του οίκο χάρη στην κινητοποίηση συγγραφέων και αναγνωστών.
Το 1982, εξαντλημένος από τους αγώνες του, παραχωρεί το μερίδιό του και εγκαταλείπει τον εκδοτικό οίκο που μετονομάζεται σε La Decouverte. Στο τέλος αυτής της έντονης και οικονομικά επώδυνης περιόδου ο Φρανσουά Μασπερό βρίσκεται χωρίς τίποτε και η ζωή του καταρρέει: τροχαίο ατύχημα, απόπειρα αυτοκτονίας. Θα του πάρει χρόνια για να συνέλθει.
«Οταν κοιτάζω τον κατάλογο των εκδόσεων», έλεγε, «λέω ότι μπορώ να είμαι ικανοποιημένος»: Φραντς Φανόν, Λουί Αλτουσέρ, Τζον Μπέργκερ, Ζαν-Πιερ Βερνάν, Ιβ Λακόστ, Γιάννης Ρίτσος, Ταχάρ Μπεν Τζελούν, Ναζίμ Χικμέτ και πολλοί άλλοι εμπιστεύθηκαν τα έργα τους στον «Μασπ» που εξέδωσε επίσης το μπεστ-σέλερ «Σάμερχιλ: το ελεύθερο σχολείο» του Αλεξάντερ Σ. Νιλ.
«Τρέφω τα εξαιρετικά απλά συναισθήματα της εξέγερσης και της αγανάκτησης. Η φιλελεύθερη παρεκτροπή είναι η τρομερότερη από τις ουτοπίες. Είναι ακόμη πιο τρομακτική από άλλες διότι δεν βλέπουμε το τέλος. Κατά συνέπεια, πιστεύω στον αγώνα, διαφορετικά δεν υπάρχει Ιστορία και ίσως ούτε πια Ανθρωπότητα», έλεγε.
Στις δεκαετίες '60 και '70 ο Φρανσουά Μασπερό εκδίδει δύο περιοδικά, «La revue des partisans», όπου ο Ζορζ Περέκ δημοσίευσε τα πρώτα του κείμενα και «L' Alternative» , όπου έδινε τον λόγο στους διαφωνούντες της ανατολικής Ευρώπης.
Το 1984 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο «Το χαμόγελο του γάτου», ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Θα ακολουθήσουν περί τα δεκαπέντε βιβλία. Παράλληλα κάνει ρεπορτάζ για το Radio France και για την εφημερίδα Le Monde και μεταφράζει συγγραφείς όπως ο Τζον Ριντ, ο Αλβαρο Μούτις, ο Κάρλος Ρουίς Θαφόν και ο Τζόζεφ Κόνραντ.
«Ο Φρανσουά Μασπερό είναι κάτι περισσότερο από εκδότης ή συγγραφέας. Ο Φρανσουά Μασπερό είναι ένα μύθος που ενσαρκώνει τις αξίες μιας βαθιάς και ανατρεπτικής δέσμευσης», δήλωσε ο πρώην υπουργός Πολιτισμού της Γαλλάις Τζακ Λανγκ.
Με τον εκδοτικό του οίκο και το βιβλιοπωλείο του, στην καρδιά του Καρτιέ Λατέν, κέντρο της καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής της γαλλικής πρωτεύουσας, ο Φρανσουά Μασπερό ή «Μασπ», σφραγισμένος από μία «χριστιανική αριστερή κουλτούρα», διέδιδε τις ιδέες της αμφισβήτησης, κατά του πολέμου στην Αλγερία, κατά των βασανιστηρίων.
Στο βιβλιοπωλείο του, με την επωνυμία «Joie de Lire» (Χαρά της Ανάγνωσης), μπορούσε να συναντήσει κανείς «επαναστάτες» ποικίλων οριζόντων, να κρατήσει ήσυχος σημειώσεις, καμιά φορά και να κλέψει βιβλία χωρίς να καταγγελθεί γι΄ αυτό.
Εγγονός του αιγυπτιολόγου Γκαστόν Μασπερό και γιος του σινολόγου Ανρί Μασπερό, καθηγητή στο College de France, ο Φρανσουά Μασπερό γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Ιανουαρίου 1932.
Η νεότητά του σφραγίσθηκε από τον πόλεμο: ο πατέρας του πέθανε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχελβαλντ το 1944. Τον ίδιο χρόνο ο μεγάλος του αδελφός, μέλος της αντίστασης, σκοτώθηκε στη Γαλλία από τους Γερμανούς. Η μητέρα του μεταφέρθηκε στο Ράβεσμπρουκ, αλλά επέζησε και επέστρεψε.
Το 1955, αυτός ο επιζών χωρίς πτυχίο, που είχε για χρόνια ενοχές που δεν χάθηκε στο Ολοκαύτωμα, έγινε βιβλιοπώλης στο Καρτιέ Λατέν.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ίδρυσε τις εκδόσεις Maspero, εκδίδοντας κείμενα για τον πόλεμο στην Αλγερία, την αμφισβήτηση του σταλινισμού, την υπανάπτυξη και την νεοαποικιοκρατία.
Σε ορισμένες εκδόσεις του επιβάλλονται απαγορεύσεις και ο ίδιος διώκεται δικαστικά και καταδικάζεται στην καταβολή υψηλών προστίμων και σε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Ο Μάης του 68 ευνοεί τις δουλειές του βιβλιοπωλείου του. Όμως το 1974 ο Φρανσουά Μασπερό αναγκάζεται να το πουλήσει για οικονομικούς λόγους και υπό την πίεση της δικαιοσύνης. Ωστόσο, διατηρεί τον εκδοτικό του οίκο χάρη στην κινητοποίηση συγγραφέων και αναγνωστών.
Το 1982, εξαντλημένος από τους αγώνες του, παραχωρεί το μερίδιό του και εγκαταλείπει τον εκδοτικό οίκο που μετονομάζεται σε La Decouverte. Στο τέλος αυτής της έντονης και οικονομικά επώδυνης περιόδου ο Φρανσουά Μασπερό βρίσκεται χωρίς τίποτε και η ζωή του καταρρέει: τροχαίο ατύχημα, απόπειρα αυτοκτονίας. Θα του πάρει χρόνια για να συνέλθει.
«Οταν κοιτάζω τον κατάλογο των εκδόσεων», έλεγε, «λέω ότι μπορώ να είμαι ικανοποιημένος»: Φραντς Φανόν, Λουί Αλτουσέρ, Τζον Μπέργκερ, Ζαν-Πιερ Βερνάν, Ιβ Λακόστ, Γιάννης Ρίτσος, Ταχάρ Μπεν Τζελούν, Ναζίμ Χικμέτ και πολλοί άλλοι εμπιστεύθηκαν τα έργα τους στον «Μασπ» που εξέδωσε επίσης το μπεστ-σέλερ «Σάμερχιλ: το ελεύθερο σχολείο» του Αλεξάντερ Σ. Νιλ.
«Τρέφω τα εξαιρετικά απλά συναισθήματα της εξέγερσης και της αγανάκτησης. Η φιλελεύθερη παρεκτροπή είναι η τρομερότερη από τις ουτοπίες. Είναι ακόμη πιο τρομακτική από άλλες διότι δεν βλέπουμε το τέλος. Κατά συνέπεια, πιστεύω στον αγώνα, διαφορετικά δεν υπάρχει Ιστορία και ίσως ούτε πια Ανθρωπότητα», έλεγε.
Στις δεκαετίες '60 και '70 ο Φρανσουά Μασπερό εκδίδει δύο περιοδικά, «La revue des partisans», όπου ο Ζορζ Περέκ δημοσίευσε τα πρώτα του κείμενα και «L' Alternative» , όπου έδινε τον λόγο στους διαφωνούντες της ανατολικής Ευρώπης.
Το 1984 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο «Το χαμόγελο του γάτου», ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Θα ακολουθήσουν περί τα δεκαπέντε βιβλία. Παράλληλα κάνει ρεπορτάζ για το Radio France και για την εφημερίδα Le Monde και μεταφράζει συγγραφείς όπως ο Τζον Ριντ, ο Αλβαρο Μούτις, ο Κάρλος Ρουίς Θαφόν και ο Τζόζεφ Κόνραντ.
«Ο Φρανσουά Μασπερό είναι κάτι περισσότερο από εκδότης ή συγγραφέας. Ο Φρανσουά Μασπερό είναι ένα μύθος που ενσαρκώνει τις αξίες μιας βαθιάς και ανατρεπτικής δέσμευσης», δήλωσε ο πρώην υπουργός Πολιτισμού της Γαλλάις Τζακ Λανγκ.
Γράφει ο Daniel Rondeau στην L’ Express:
Ο Φρανσουά Μασπερό είναι ο άνθρωπος-βιβλίο της εποχής μας. Ολοι θυμούνται τις αρχές της σταδιοδρομίας του στο βιβλιοπωλείο της οδού Σεν Σεβερέν, καθώς και την εντύπωση του ουράνιου τόξου που σχημάτιζαν τα «Cahiers Libres» (Ελεύθερα Τετράδια) πάνω στα ράφια.
Ηταν μικρά, εύχρηστα εγχειρίδια όλων των χρωμάτων και είχαν όλα την ακόλουθη προμετωπίδα του Σαρλ Πεγκί: «Τα Τετράδια θα έχουν εναντίον τους όλους τους ψεύτες και όλους τους απατεώνες, άρα την πλειοψηφία όλων των κομμάτων». H προμετωπίδα αυτή ήταν εκείνη ακριβώς που τον ενέπνευσε στον ρόλο του φύλακα των ηθικών αξιών κατά τον πόλεμο της Αλγερίας.
Αυτή η σχέση που ο Μασπερό διεκδικούσε, πέρα από τη σχέση του με ονόματα όπως του Αλτουσέρ και του Γκεβάρα, αποδεικνύει μια δίψα για το απόλυτο, που ξεπερνούσε τον ορίζοντα της εποχής.
Βιβλιοπώλης, εκδότης, μεταφραστής 50 περίπου βιβλίων, αλλά και συγγραφέας, ο Μασπερό θυμάται στο «Οι μέλισσες και η σφήκα» όλα τα πρόσωπα που αυτός ο ίδιος υπήρξε, από τότε που ένας Γερμανός στρατιώτης τον λυπήθηκε και του χάρισε τη ζωή στα 13 του χρόνια. Από την αφήγησή του αναδύονται πρόσωπα σαν να σχίζεται ένα πέπλο: οι γονείς του, πρόσωπα που τον έκαναν να ελπίζει και πρόσωπα που κατέστρεψαν τις ψευδαισθήσεις του, αλλά και πρόσωπα που συνάντησε πρόσφατα στη Βοσνία και στην Αλγερία.
Αντίθετα στο ρεύμα του χρόνου
Ο Μασπερό αναφέρεται στον Τούρκο ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, έγκλειστο στις φυλακές της Προύσας, όπου έγραψε την ποιητική του συλλογή «Τοπία Ανθρώπων» (πάνω σ' αυτό ο Αραγκόν είπε κάποτε ότι «οι φυλακές υπήρξαν πάντα σχολές ποίησης»). Και ακριβώς τα τοπία μιας ζωής παρελαύνουν μπροστά από τον αναγνώστη. Στην πορεία αυτή που πάει αντίθετα στο ρεύμα του χρόνου, ο Μασπερό δεν παραλείπει να αναφερθεί σ' αυτούς στους οποίους οφείλει την πορεία του: τον Βιντάλ-Νακέ, πιστό σύντροφο στις περιπέτειές του, αλλά και σε όλους εκείνους που στάθηκαν κοντά του όταν αναγκάστηκε να υποστείλει τη σημαία του. Ηταν τότε που κάποιοι διέδωσαν την άνανδρη φήμη ότι οι εκδόσεις Μασπερό είχαν πέσει «κάτω από το μηδέν».
Μερικά πρόσωπα της οικογενειακής μυθιστορίας του συγγραφέα περνούν μέσα από το βιβλίο του. Πρόσωπα που μέσα από εκείνον, τον μόνο που έχει επιβιώσει, παίρνουν πάλι τη θέση τους, κάνοντάς τον να μοιάζει «με κάποιον που ντουμπλάρει άλλους», άρα κάποιον που εξαπατά. O πατέρας του, σινολόγος, καθηγητής στο Κολέζ ντε Φρανς, πέθανε στο Μπούχενβαλντ. Η μητέρα του μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Ράβενζμπρικ. O μεγαλύτερος αδελφός του, στον οποίο είχε ιδιαίτερη αδυναμία, ήταν κομμουνιστής, κομψός και αγγλόφιλος. Κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό και σκοτώθηκε στις όχθες του ποταμού Μοζέλα, τέλος καλοκαιριού του 1944, όταν δεν πειθάρχησε στον λοχία του και δεν καλύφθηκε.
Ανακαλώντας τη μνήμη του ο Μασπερό παραπέμπει στον Τορκουάτο Τάσο (στην Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ): «Δεν κειτόταν με το πρόσωπο στη γη. Οπως η σκέψη του, το πρόσωπό του ήταν στραμμένο στ' άστρα, λες και αυτό που ποθούσε να βρισκόταν στον ουρανό». Χιόνι πάνω στις μνήμες... Η πίστη στη μνήμη των νεκρών του (στην ίδια τη ζωή άρα), δεν τον εμποδίζει να είναι πνευματικά διαυγής. O Μασπερό μάς λέει ότι ο νεκρός αδελφός του διεγράφη από τους καταλόγους νεκρών των κομμουνιστών, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Αυτό δεν μας εκπλήσσει. Εκείνο που μας διαφωτίζει, ταράσσοντας ταυτόχρονα τον εφησυχασμό μας, είναι όσα μας λέει «για τη μοναξιά των παιδιών όσων όδευσαν προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης», τη δυσκολία που αντιμετώπισε να κατανοήσει την πορεία του πατέρα του προς το Μπούχενβαλντ. Και λέει το εξής παράδοξο: «Εμαθα πολύ νωρίς να δυσπιστώ προς τους επιζήσαντες και τις μαρτυρίες τους». Λέξεις που μοιάζουν η ηχώ των λόγων του Χόρχε Σεμπρούν, όταν μιλάει για «το χιόνι που έπεσε πάνω στις μνήμες» και μάς κάνει να εισδύουμε λίγο ακόμη στο άδυτο του καταραμένου μας ρόλου, στο μυστήριο που κρύβει ο κόσμος πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες.
(πρώτη δημοσίευση: Καθημερινή, 19.1.2003, με αφορμή την έκδοση του αυτοβιογραφικού του βιβλίου «Οι μέλισσες και η σφήκα»)
[Ευχαριστώ τον Τέλλο Φίλη, που μου υπέδειξε το προ 12ετίας δημοσίευμα της Καθημερινής.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου