14.4.15

Η Μάγδα Κοτζιά δεν μένει πια εδώ...

Πέθανε η εκδότρια του «Εξάντα» Μάγδα Κοτζιά

Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση όταν την πρωτοσυνάντησα στο  «βιβλιοπωλείο Κοτζια» ήταν η ομορφιά της. Το δεύτερο, η προσωπικότητά της, όπως καθρεφτιζόταν στον τρόπο που φερότανε: «αριστοκρατική και αθυρόστομη, ευαίσθητη και γωνιώδης, καλομαθημένη και ανυπόμονη, εστέτ και παιδική», όπως τόσο εύστοχα την περιγράφει η Κατερίινα Αγγελιδάκη, στην παρουσίαση που της έκανε πριν από χρόνια στην Ελευθεροτυπία, και που παρατίθεται στη συνέχεια. Τον βίο και το (εκδοτικό) έργο της τα έμαθα σιγά σιγά, αργότερα.
Για τελευταία φορά έμαθα νέα της, για την κατάσταση της υγείας της εννοώ, από τον αδελφό της, Αργύρη Παπαγεωργίου, σε μια τυχαία συνάντησή μας, νύχτα, απέναντι από τον σταθμό Ευαγγελισμού του μετρό. Και σήμερα το πρωί έμαθα τον θάνατό της, εξ επαφής με τον θάνατο του Εντουάρντο Γκαλεάνο, τον οποίο και εκείνη θαύμαζε.

Γιώργος Κορδομενίδης


Η αναγγελία του θανάτου της από το site της εφημερίδας Το Βήμα:

Πέθανε η εκδότρια του «Εξάντα» Μάγδα Κοτζιά

 Η Μάγδα Κοτζιά, η γυναίκα που ίδρυσε τον «Εξάντα» και διεύρυνε τους ορίζοντες των ελλήνων αναγνωστών, μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες του εκδοτικού χώρου στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, έφυγε από τη ζωή ξημερώματα Τρίτης ύστερα από προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια. Ήταν 75 ετών.

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1940 και σπούδασε Οικονομικές και Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Το 1968, διέφυγε στο Παρίσι ως μέλος της Δημοκρατικής Άμυνας, όπου και γνώρισε τη Χρύσα Ρωμανού, τον σημαντικό τεχνοκριτικό Pierre Restany που συγκέντρωνε γύρω του όλες τις πρωτοποριακές τάσεις του Παρισιού και της Ευρώπης και τον Νίκο Κεσσανλή, με τον οποίο δημιούργησε την ομάδα του Mec Art, συγκεντρώνοντας καλλιτέχνες με κοινό σημείο την εργασία με μηχανικά μέσα και όχι με τα χέρια.

Αγόρασαν ένα τεράστιο επαγγελματικό μηχάνημα παραγωγής μεταξοτυπιών, ενώ η δικτατορία στην Ελλάδα ώθησε μια σειρά από καλλιτέχνες να έρθουν σε επαφή μαζί τους για πολιτικούς λόγους. Το μηχάνημα και το ατελιέ λειτούργησε από το 1968 και μετά, στο «100, rue de l' Ouest», όπου δημιουργήθηκαν έργα, μέσα από την συνεύρεση μεγάλου μέρους Ελλήνων και ξένων αντιστασιακών διανοούμενων.

Το 1973, η Μάγδα Κοτζιά επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, ιδρύοντας το βιβλιοπωλείο Κοτζιά, ενώ, το 1974, ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Εξάντας, ο οποίος αριθμεί περισσότερους από 1.000 τίτλους, περιλαμβάνοντας βιβλία ψυχολογίας, ελληνικής και ξένης πεζογραφίας, παιδικής λογοτεχνίας, λευκώματα και άλλα, εκπροσωπώντας συγγραφείς, όπως οι Βασίλης Αλεξάκης, Κώστας Ταχτσής, Ερνέστο Σάμπατο, Φερνάντο Πεσσόα, Χόρχε Σεμπρούν.

«Η επιλογή και η έκδοση κάθε βιβλίου είναι πράξη πολιτική», αυτή υπήρξε η φιλοσοφία του «Εξάντα» της Μάγδας Κοτζιά.

Και η συνέντευξή της στην Κατερίνα Αγγελιδάκη, δημοσιευμένη στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, στις 23.10.2009:


Μάγδα Κοτζιά

Είμαι το παιδί του μαγαζιού

Η κυρία Κοτζιά είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση. Ενας συνδυασμός χάριτος και μποέμ ανατροπής, ανάμεσα σε σύννεφα καπνού και παλιά αγαπημένα πράγματα. Σε μετράει ταχύτατα με τα μάτια, η ευγένειά της έχει την ταλαντευόμενη σφοδρότητα ενός ανθρώπου έτοιμου να σου παραδοθεί. Είναι αριστοκρατική και αθυρόστομη, ευαίσθητη και γωνιώδης, καλομαθημένη και ανυπόμονη, εστέτ και παιδική.
Με την άνεση του ανθρώπου που δεν επιθυμεί καθόλου να φανεί καθωσπρέπει, χωμένη μες στο δαιδαλώδες γραφειάκι της, κοιτάζει τον κόσμο αναστενάζοντας. Αλλη μια μέρα στις εκδόσεις Εξάντας. Η μαγγανεία της μικρής καθημερινότητας ανάμεσα σε τυπογραφικά, διορθώσεις και εξώφυλλα θολώνει τη μνήμη των πραγμάτων. Το περίφημο μικρό σημειωματάριο με όλα τα ονόματα της παγκόσμιας διανόησης, διαλυμένο από τη χρήση και τον χρόνο, οργανώνει την ασύντακτη μνήμη. Εχουν περάσει κιόλας 36 χρόνια από την πρώτη μέρα. Σαν νερό.

Ο εξάντας είναι ναυτικό όργανο προσανατολισμού. Πώς θα περιγράφατε την πορεία των εκδόσεων Εξάντας με όρους θάλασσας;
Μια γαλήνια τρικυμία.

Γιατί διαλέξατε αυτό το όνομα;
Διότι είναι συμβολικό και σημαδιακό. Το όνομα υπήρχε σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό που έβγαινε επί δικτατορίας στη Θεσσαλονίκη. Ο Εξάντας δημιουργήθηκε το 1974, αμέσως μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, με φαντασία, ρίσκο και πολλές καινοτομίες. Η βαθύτερη ανάγκη μου ήταν να μεταδώσω στον κόσμο αυτά που είχα μάθει ταξιδεύοντας και διαβάζοντας. Με ενδιέφερε η μείξη των πολιτισμών, η περιέργεια για το τι γίνεται στον κόσμο. Θέλησα να μεταδώσω το πολυπολιτισμικό στοιχείο στους Ελληνες, το άνοιγμα των οριζόντων, το κέφι για τη ζωή, τη δοκιμασία, την περιπέτεια.

Ποια ανάγκη σάς έκανε να ασχοληθείτε με τις εκδόσεις;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου αγαπούσα τα βιβλία. Χανόμουν διαβάζοντας. Η ανάγκη μου να ασχοληθώ με τις εκδόσεις ξεκίνησε από το διάβασμα και ήταν η φυσική συνέχεια αυτής της κλίσης μου. Ολα τα άλλα ήρθαν μόνα τους. Επί χούντας βρέθηκα εξόριστη στο Παρίσι για έξι χρόνια. Θυμάμαι ότι πήγαινα στους Γάλλους εκδότες με πολλή άνεση και τους έλεγα ότι όταν γυρίσω στην Ελλάδα θα κάνω εκδοτικό οίκο, χωρίς να ξέρω ούτε πότε ούτε αν θα μπορούσα να επιστρέψω. Με εμπιστεύτηκαν. Εκλεινα τίτλους και πλήρωνα μεταφράσεις με τα χρήματα που μου έστελνε ο πατέρας μου.

Τι γεύση σάς έχει αφήσει αυτή η εποχή;
Μερικοί δυστύχησαν πολύ στην εξορία. Εγώ, όχι. Αρχισα να φτιάχνω τη ζωή μου για να μη νιώθω ξεκρέμαστη. Και συνειδητοποίησα ότι ήμουν πολύ Ελληνίδα, που για μένα σημαίνει πολίτις του κόσμου. Εκανα ό,τι μπορούσα για να βοηθήσω τη χώρα μου, αλλά προχωρούσα και ως άνθρωπος, μέσα από σπουδές, γνωριμίες με σημαντικές προσωπικότητες και ταξίδια. Ευρώπη, Λατινική Αμερική, Αφρική και αλλού. Ξέρω απ' έξω τον μισό κόσμο, όχι ως τουρίστρια, αλλά εις βάθος.

Ποιους ξεχωριστούς ανθρώπους γνωρίσατε στο Παρίσι;
Δεν έκανα πολλή παρέα με Ελληνες. Φυσικά, γνώρισα και τον Καστοριάδη και τον Αξελό, ο οποίος όταν συναντηθήκαμε μιλούσε μόνο γαλλικά (από ανάγκη αυτοπροστασίας, όπως κατάλαβα αργότερα), τον Πουλαντζά και πολλούς ακόμα. Ξεχωρίζω τον Φωκίωνα Φραντζεσκάκη, που τον θεωρώ υπόδειγμα Ελληνα. Θυμάμαι επίσης όλη την τότε εξόριστη κυβέρνηση της Ισπανίας.

Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που εκδώσατε όταν επιστρέψατε;
Ετυχε να είναι το «Μεγάλο ταξίδι» του Χόρχε Σεμπρούν, τον οποίο επίσης έτυχε να ερωτευτώ. Είχα πάει στο σπίτι του στο Παρίσι για να πάρω την υπογραφή του για ένα αντιστασιακό χαρτί. Οταν έφυγα, τα γόνατά μου είχαν λυθεί. Ηταν καλλονός, ταλαντούχος συγγραφέας, Ισπανός και αριστερός. Είχε όλα όσα χρειαζόταν για να τον ερωτευτείς αμέσως...


Καθισμένη στο γόνατο του Μάκη Τρικούκη (εκδότη του περιοδικού Εξάντας, από το οποίο εμπνεύστηκε την επωνυμία του εκδοτικού της οίκου), εκλογές 1990 (αριστερά στη φωτογραφία η Ξανθίππη Χόιπελ)


Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει για σας ότι είστε μια γυναίκα την οποία θα μπορούσε να παντρευτεί.
Μου το είχε πει αυτό όταν είχα πάει μια μέρα στο σπίτι του στη Φωκιανού, με αφορμή τα «Σχόλια του Τρίτου» που εκδίδαμε τότε. Τον λάτρευα αυτόν τον άνθρωπο. Γνωριστήκαμε το 1966 στη γενέτειρά μου, τη Θεσσαλονίκη, σε μια συγκέντρωση στο σπίτι μου. Ηρθε με τη Χριστίνα Τσίγκου. Τους θυμάμαι να κάθονται στο μπαλκόνι μου. Ο Χατζιδάκις γεννήθηκε σοφός, τον θεωρώ γνήσιο συνεχιστή των αρχαίων Ελλήνων. Δεν φοβόταν ποτέ και τίποτα, ακόμα και η στάση του σε όλους αυτούς που τον κατηγόρησαν τόσο σφοδρά ήταν παραδειγματική. Μου λείπει πολύ, όσο περνούν τα χρόνια ακόμα περισσότερο. Και πάντα, όταν καταφέρνω τελικά να σηκωθώ από την κάτω σκάλα, αυτό γίνεται με τη σκέψη ανθρώπων όπως ο Χατζιδάκις.

Τι σας θλίβει σήμερα, κυρία Κοτζιά;
Δεν μου αρέσει η κατάσταση σήμερα. Αισθάνομαι Ελληνίδα με πάθος και τρέλα, αλλά με θλίβει το ελληνικό τοπίο. Μου κάνει κακό να σκέφτομαι ότι δεν αρκούν μερικοί εμπνευσμένοι άνθρωποι για να υπάρξει ελπίδα. Επίσης, μου κάνει κακό να σκέφτομαι τη δύσκολη θέση των συγγραφέων, των ποιητών, των εκδοτών. Οχι τη δική μου θέση. Εγώ είμαι 69 ετών και ξέρω πώς να επιβιώσω. Τους άλλους σκέφτομαι. Οι πολιτικοί δεν μπορούν να βοηθήσουν κανέναν, διότι είναι αγράμματοι και ανεύθυνοι. Οι περισπούδαστοι οικονομολόγοι, επίσης, αφού εκείνοι ευθύνονται για την κρίση. Οσον αφορά εμένα, δεν με ενδιαφέρει καθόλου να πολεμήσω πια. Κάποτε έτρεφα λίγες αυταπάτες, σήμερα καμία.

Ποια είναι η γνώμη σας για το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου; Εχει κατορθώσει να δημιουργήσει μια στρατηγική για το βιβλίο στη χώρα μας;
Για το βιβλίο δεν έχει γίνει ποτέ τίποτα στην Ελλάδα, ούτε και θα γίνει. Ούτε το ΕΚΕΒΙ έχει κάνει απολύτως τίποτα. Εκτιμώ βαθύτατα τον Πέτρο Μάρκαρη, αλλά για την κυρία Κατρίν Βελισσάρη έχω να πω ότι ντρέπομαι που είναι σε αυτή τη θέση. Δεν ξέρει ούτε ελληνικά.

Σκέφτεστε μήπως οι νέοι κατορθώσουν με τον δικό τους τρόπο αυτά που εμείς δεν μπορέσαμε να πετύχουμε;
Βρίσκομαι σε μια κατάσταση απορίας σε σχέση με τους νέους. Δεν έχω καταλήξει ακόμα σε συμπεράσματα, αλλά γνωρίζω λαμπρές περιπτώσεις, περισσότερες από παλιά. Ελπίζω μόνο να μη μείνουν μειονότητα.

Ποια είναι η πολιτική των εκδόσεών σας; Μόνη σας επιλέγετε ποιον συγγραφέα θα εκδώσετε;
Ναι. Είμαι το παιδί του μαγαζιού. Βγάζω ένα βιβλίο επειδή εγώ πρώτα μαθαίνω κάτι από αυτό και θα ήθελα αυτό που έμαθα να κινήσει την περιέργεια και άλλων. Το αντίθετο του εγωιστικού κινήτρου. Δεν κάνω μαζική παραγωγή, χωρίς αυτό να εμπεριέχει αιχμή προς άλλους εκδότες και χωρίς να θεωρώ τον εαυτό μου πρότυπο καλού εκδότη. Η πολιτική τού Εξάντα είναι να εκδίδει συγγραφείς που έχουν κάτι να πουν, η προσεγμένη έκδοση και η ποιοτική μετάφραση.

Η πρώτη εκδοτική επιτυχία σας ποια ήταν;
Ηταν «Οι Καπετάνιοι» του Ντομινίκ Εντ, και υπήρξε το πρώτο μπεστ σέλερ στην Ελλάδα. Οι εκδόσεις μας ήταν πάντα πρωτοποριακές, ακόμα και στα εξώφυλλα, στα χρώματα. Τολμούσαμε. Πιστεύω ότι ακόμη είμαστε μπροστά σε μεγάλο βαθμό.

Εχετε γνωρίσει πολλά ιερά τέρατα της λογοτεχνίας διεθνώς. Ποιους ξεχωρίζετε;
Πολλοί από αυτούς ήταν φίλοι μου, τους έχω εδώ στο μπλοκάκι μου. Ξεχωρίζω σίγουρα τον Ερνέστο Σάμπατο. Αξέχαστη ζωντάνια, βαθιά μόρφωση, αδηφάγο μάτι. Είχε την ιδιαιτερότητα να μη θέλει να μείνει τίποτε γραπτό, ήθελε να καταστρέψει τα χειρόγραφά του, τα οποία ευτυχώς διέσωσε η γυναίκα του από τη φωτιά. Ηταν και εξαίρετος ζωγράφος, με αγάπη στα πύρινα χρώματα. Θυμάμαι και τη Μαργκερίτ Ντιράς. Πολύ δύσκολος άνθρωπος, δυναμική, ερωτική, πέρασε πολλά στη ζωή της. Την πρωτοείδα σε ένα γαλλικό εστιατόριο με μια μπουκάλα κρασί μπροστά της. Μου έκανε εντύπωση το απίστευτο τρακ που είχε στην πρεμιέρα ενός έργου της, τρία χρόνια πριν πεθάνει. Ξεχωρίζω επίσης τον Αλεξάκη και τον Ταχτσή από τους Ελληνες, που υπήρξαν φίλοι μου, τον Μάριο Βάργκας Λιόσα, τον Εδουάρδο Γκαλεάνο, τον Χόρχε Εδουαρτς, τον Μισέλ Τουρνιέ, τη Σιλβί Ζερμέν. Και τον Μπέκετ. Τον συνάντησα μία φορά στο Παρίσι. Ηταν ψηλόλιγνος, κομψός, μ' αυτό το υπέροχα σκαμμένο πρόσωπο. Ηταν ο πιο ευγενικός άνθρωπος που έχω δει ποτέ.

Εχετε σκεφτεί να γράψετε κάποτε για όλα αυτά;
Ποτέ δεν θέλησα να γράψω. Ούτε είμαι άνθρωπος που κρατά ημερολόγια, άλμπουμ, σημειώσεις. Δεν με ενδιαφέρει η υστεροφημία. Και σε αυτούς που προθυμοποιούνται να γράψουν για μένα απαντώ ότι είναι κάτι που δεν με απασχολεί προς το παρόν.     

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: