6.4.15

Ο αστικός ιστός και ο ρόλος του στα έργα του Patrick Modiano


   

   γράφει η Μαρία Λιλιμπάκη-Σπυροπούλου
δρ αρχιτέκτων – αρχαιολόγος

Ποιούς μηχανισμούς διεγείρει το βίωμα του χώρου; Ποιές πνευματικές συμπυκνώσεις, συλλογικές μνήμες και αναφορές καταγράφονται από τη λογοτεχνία; Οι λογοτέχνες ως ευαίσθητοι δημιουργοί εντοπίζουν θέσεις, επισημαίνουν φαινόμενα και ερμηνεύουν πράγματα με την περιγραφή και προβολή της αστικής περιήγησης, της αρχιτεκτονικής και της μικροκλίμακας. Η χαρτογράφηση αποτελεί το μέσο για  να αποδώσουν στο κοινό και να διαφυλάξουν τις δικές τους κατ' αρχήν εμπειρίες με την ανάδειξη των τόπων και των χώρων: Χώρων της σιωπής, των δράσεων ή των θρήνων.

Ο Modiano αξιοποιεί την αστική xαρτογράφηση ως κάλεσμα για συμμετοχή σε μια νοητική περιήγηση. H xαρτογράφηση είναι γι' αυτόν το μέσο με το οποίο μας κοινοποιεί το δράμα και το καθιστά πέρα από κάθε αμφιβολία ρεαλιστικό  και ανθρώπινο. Μαρτυρά πόσο δεμένες με τον τόπο είναι οι μνήμες, αυτές που συντελούν στην επαναφορά μοιραίων στιγμών του παρελθόντος, στόχο άλλωστε του λογοτεχνικού του έργου. Δεν γράφει ιστορία παρά μόνο υπαινικτικά. Καταγράφει τις μνήμες, για τις οποίες και βραβεύτηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 2014).

Tα έργα[1] συνιστούν μια χαρτογράφηση του Παρισιού σε εποχές που, κατά τις περιγραφές και τα υπαινικτικά γεγονότα, προσδιορίζονται στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου και στα μετέπειτα χρόνια, στις δεκαετίες του '50 και του '60. Επιλέγει θέσεις γνωστές και χαρακτηριστικές,που αποτυπώνονται στη μνήμη μαζί με τα συμβάντα που τις σημάδεψαν.[2] Καλλιεργεί την ανταπόκριση και τον διάλογο ανάμεσα στις θέσεις και τα πρόσωπα.
Στα χαρακτηριστικά των δρόμων αντιπαραβάλλει τις πανομοιότυπες προσόψεις που συμβολίζουν την απώλεια ταυτότητας, δεσμών και σχέσεων.
Ο χώρος συμπρωταγωνιστεί γιατί είναι αυτός η αφορμή για να ανακαλούνται βιώματα πολλές φορές τραγικά και να προβάλλονται εμπειρίες που πλήγωσαν και έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στον νου.

Ο ίδιος ο συγγραφέας[3] δηλώνει ότι «γράφει σελίδες για να αιχμαλωτίσει ασυνείδητα μια αόριστη αντανάκλαση της πραγματικότητας». Στη διαδικασία αυτή υποστηρίζει ότι ο χώρος διατηρεί ένα κάποιο αποτύπωμα των προσώπων που έμειναν εκεί, ένα σημάδι επίπεδο για την απουσία και ανάγλυφο για την παρουσία. Έτσι, τον διερευνά με κατόπτευση χωρίς απότομες κινήσεις, αφημένος να εμποτισθεί από το πνεύμα του.
Ο Modiano παρατηρεί, καταγράφει, στιγματίζει και ταυτίζει τον τόπο με το γεγονός, το συναίσθημα με τη μνήμη. Εκφράζει τη θλίψη για τα δύσκολα περασμένα σε βαθμό κατασταλαγμένου τρόμου που σωματοποιείται μέσω του χώρου, στα ξενοδοχεία, στα νοικιασμένα διαμερίσματα, στις στάσεις του μετρό. Λεπτές ισορροπίες κλονίζονται σε επάλληλα επίπεδα χρόνου, σε στιγμές που συμβαίνουν στα κτίρια, στον δρόμο, στη στάση λεωφορείου, στην πόρτα της εισόδου.[4]
Προβάλει τα στοιχεία αυτά με λυρισμό (το αγιόκλημα, το θρόισμα του ανέμου), με παρομοιώσεις (σα φτερό στον άνεμο), με μυστικισμό (το βάδισμα μιας υπνοβάτισσας τη νύχτα), με παραστατικότητα (οι ανταύγειες από τις φωτεινές επιγραφές σε μια έρημη πλατεία).
Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις που συχνά χρησιμοποιεί για να τονίσει τη σχέση του χώρου με τη μνήμη. Οι απρόσωπες ανακατασκευές χώρων είναι αυτές που προκαλούν δυσάρεστες και αποκαλυπτικές για κάποιους μνήμες, με το μπετόν να έχει, λέει, το χρώμα της αμνησίας! Η χρήση παραβολής συντελεί στην ποιητική αποκάλυψη μυστικών, όταν ο άδικος χαμός ατόμων παραβάλλεται με τους αριθμούς των κτιρίων και τα ονόματα των δρόμων που δεν αντιστοιχούν πια σε τίποτα.



Στη χαρτογράφησή του ο Modiano επικεντρώνει, περιγράφει, κατηγοριοποιεί και ερμηνεύει την ίδια τη ζωή των ανθρώπων που πέρασαν από τις θέσεις,[5] ζωή άγνωστη και κρυφή. Με λιτό τρόπο επιχειρεί την καταγραφή των χώρων, την ένταξή τους στον περίγυρο, την έμφαση στη γειτνίαση με παρόμοιας χρήσης συγκροτήματα, σαν τοπογραφική αποτύπωση σε παλιό χάρτη. Έτσι αντιμάχεται «την ανωνυμία της μεγαλούπολης». Θεωρεί ότι ο προσδιορισμός του τόπων φέρνει ανακούφιση, ενώ η επανεξέταση καθιστά ακίνδυνους αυτούς που έχουν προκαλέσει πόνο. Η φωτεινότητα του δημόσιου χώρου, η ομοιομορφία του, τα χρώματα του τοπίου, προσλαμβάνονται ανάλογα με τις συνθήκες με τις οποίες μεγαλώνουμε και κατευθύνουν τις περαιτέρω επιθυμίες. Ο συγγραφέας αναδεικνύει τις ονομασίες των θέσεων όχι για την αληθοφάνεια των καταστάσεων αλλά για να αποδώσει ρυθμό και ζωντάνια στη νοερή περιήγηση. Τις θέσεις όπου επικεντρώνεται στην ύπαιθρο απ΄ όπου αιωρούνταν μνήμες τις χρησιμοποιεί σε αντιστοίχιση επιλεγμένων αστικών περιοχών.

Οι εξελίξεις της πόλης, οι αλλαγές που φέρνουν κτιριακές και όχι μόνον παρεμβάσεις μεταμορφώνοντας το τοπίο, τονίζονται και συχνά[6] ερμηνεύονται: Ισοπεδώνουν κατοικίες, αλλάζουν το τοπίο για να το καταστήσουν όσο το δυνατόν πιο ουδέτερο και γκρίζο, για να απαλείψουν μνήμες και ενοχές.Το παιχνίδι του διαλόγου ανάμεσα στην πόλη και τους ανθρώπους αναδεικνύεται από τις ξεκάθαρες διαδρομές: Πρώτα από όλα πρέπει να προσδιορίζεις με τη μεγαλύτερη ακρίβεια τις διαδρομές που ακολουθούν οι άνθρωποι, για να τους καταλάβεις καλύτερα.[7] Οι διαδρομές και το μετρό επανέρχονται σε πολλαπλά επίπεδα, δίνοντας σχήμα στα επεισόδια, αξιοποιώντας τις παύσεις, τις πυκνώσεις, τα αποσπάσματα ζωής. Η χρησιμοποίηση των μέσων μεταφοράς, η επανάληψη της χρήσης του μετρό ερμηνεύεται ως ένδειξη μετάβασης σε διαφορετικές καταστάσεις.

Στα έργα του Modiano διακρίνονται θέσεις και τόποι με ειδικές και συγκεκριμένες λειτουργίες, που πάντα κάτι σηματοδοτούν:
Το Παρίσι καταγράφεται κυρίαρχο, δίνει ωστόσο αρκετές φορές την εντύπωση του μη- τόπου, του ανώνυμου και φαντασιακού, όταν δεν αναφέρονται οδοί και πλατείες, όπως είναι η συνήθης πρακτική του συγγραφέα. Στον αντίποδα της μητρόπολης, ο εκτός των τειχών τόπος αναφέρεται εκεί όπου ο συγγραφέας μεγάλωσε. Κλιμακώνοντας, απαντάται η συνοικία: Μια εργατοσυνοικία που δημιουργήθηκε γύρω από ένα εργοστάσιο φρένων, και σημαδεύει μια παιδική ανάμνηση. Το ίδιο ισχύει και για το χωριό (Οτέιγ), για το οποίο παρατηρεί ότι αποσπάται σιγά σιγά από το Παρίσι. Ενα προάστιο μπορεί μεταξύ κυριολεξίας και  μεταφοράς να πάρει συμβολικές διαστάσεις, να γίνει το προάστιο της ζωής. Μια πόλη με στρατώνα, έναν φρουρούμενο χώρο συγκέντρωσης, λογοτεχνικά εκφράζει την καταπίεση, και την αίσθηση της ερημιάς. Αλλού δίνει συγκλονιστική περιγραφή της φυλακής, με μέσα λιτά και τρόπο συνοπτικό, γι' αυτό και ιδιαίτερα ανατριχιαστικό. Η αναφορά στη στρατοπεδική λογοτεχνία μέσω αυτών των θέσεων εγκλεισμού είναι σαφής. Συχνή είναι η χρήση του ξενοδοχείου ως τόπου διαμονής αλλά και ως καταφυγίου, ένδειξης της προσωρινότητας, της έλλειψης στέγης, της απομόνωσης και της εσωστρέφειας. Πολυκατοικίες που περιλαμβάνουν «επιπλωμένα διαμερίσματα», χώρους μεταβατικούς όπου κανείς δεν ζητά ταυτότητα, προσφέρουν καταφύγιο σε όσους βρίσκονται σε κίνδυνο. Συναντάται η κατοικία, συνήθως κενή, φορτισμένη με τις έννοιες που τη χαρακτηρίζουν «το σπίτι μου». Συχνή παρουσία τα καφέ που συμβάλλουν στη ροή συναντήσεων και γεγονότων.

Mε τα έργα του ο Modiano εισάγει δύο έννοιες - ορόσημα, καθώς και την αναζήτησή τους: Το «σταθερό σημείο» και τις «ουδέτερες ζώνες».
 «Μέσα στη δίνη των μεγάλων πόλεων πρέπει να βρίσκουμε σταθερά σημεία» γράφει. Πραγματικά, σε κάθε δράμα που κοινοποιεί, το πρόβλημα είναι να βρεθούν σταθερά σημεία, σημεία αναφοράς. Σταθερά σημεία, π.χ., θεωρεί ότι είναι οι διευθύνσεις των ανθρώπων, απ’ όπου καταλαβαίνει κάποιος τις συνήθεις διαδρομές τους.[8] Ψάχνοντας στις λεωφόρους, αναζητεί σημεία αναφοράς: συμβολικά σημεία αναγνώρισης, μνήμης, εξοικείωσης, όπως η φωτεινή επιγραφή ενός φαρμακείου, η αιώνια σφαλισμένη καγκελόπορτα απαξιωμένου αρχοντικού, οι πριονωτές στέγες των εργοστασίων. Όπως διαφαίνεται, διάφορα μέρη ασκούν για κάποιον ανεπαίσθητο λόγο― μια απροσδιόριστη έλξη, είναι άϋλοι μαγνήτες: η σκιά που ρίχνει μια πετρόχτιστη περίφραξη, ένας ανήφορος, οι διασταυρώσεις των διαδρομών, ένα πεζοδρόμιο στον ήλιο, τα ίχνη μιας νεροποντής!
Σαφέστερα και πιο ευέλικτα μπορεί να ορισθεί ό,τι ονομάζει «ουδέτερες ζώνες», που συχνά ταυτίζονται με το «περιθώριο».[9] «Οι ουδέτερες ζώνες! Στο Παρίσι υπήρχαν μεταβατικές ζώνες, no man΄s lands, όπου ήσουν στο περιθώριο των πάντων, σε εκκρεμότητα, περαστικός. Εκεί απολάμβανες κάποια ασυλία. Θα μπορούσα να τις ονομάσω ελεύθερες ―ή μαύρες τρύπες αλλά ουδέτερες ήταν πιο σωστό» γράφει.
Οι ζώνες των πόλεων που φέρουν μοναδικά μορφολογικά, λειτουργικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, καθώς και ιδιαίτερη φυσιογνωμία, προβληματίζουν τον συγγραφέα. Απαριθμεί χαρακτηριστικά σημεία του Παρισιού, όπως τις σιωπηλές συνοικίες που γειτνιάζουν με τις σιδηροδρομικές γραμμές, τις συνοικίες των αναχωρήσεων. Ουδέτερη ζώνη χαρακτηρίζει ακριβώς τις περιοχές γύρω από τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, που είναι γι’ αυτόν τόποι γεμάτοι σημεία φυγής,[10] όπου «κανένας δεν πρέπει να ρίζωνε για καιρό. Ένα σταυροδρόμι απ΄όπου ο καθένας έφευγε για δικό του λόγο προς τα 4 σημεία του ορίζοντα». Ηδη όταν εστιάζει σε μια μαυρισμένη πρόσοψη την παρομοιάζει με εγκαταλειμμένο σιδηροδρομικό σταθμό επαρχιακής πόλης: Εκεί, μετά τη διακίνηση, ακολουθεί η εγκατάλειψη, το άφωνο διαδέχεται το φευγαλέο. «Οι ουδέτερες ζώνες έχουν τουλάχιστον αυτό το πλεονέκτημα: δεν είναι παρά αφετηρίες που αργά ή γρήγορα τις αφήνεις πίσω σου».[11]
Έτσι, δρόμοι ήσυχοι και μουντοί που δεν φέρνουν στον νου ούτε χωριό ούτε προάστιο, αποτελούν γι' αυτόν αυτές τις μυστηριώδεις ζώνες που ονομάζονται «ενδοχώρα».[12] Ενώ για κάποια οδό σημειώνει ότι δεν ταίριαζε στο Διαμέρισμα όπου ανήκε, ήταν αποκομμένη απ’ όλα, καθώς οι δυο της άκρες οδηγούσαν στο κενό, εντάσσοντάς την στους δρόμους που είναι όχι μόνο ουδέτερες ζώνες αλλά και μαύρες τρύπες. Ανάλογοι και όλοι αυτοί οι δρόμοι που οδηγούν στις πεζογέφυρες του εναέριου μετρό. Αντίστοιχες στα παραπάνω και οι διάφορες ζώνες στις συνοικίες, με όρια άυλα, όσα θέτουν οι ιδεολογίες, τα ήθη, οι ταξικοί διαχωρισμοί. Ένα ή περισσότερα οικοδομικά τετράγωνα με ιδιαίτερα κοινωνικά και  γεωγραφικά ή φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά μπορεί να χαρακτηρίζονται ουδέτερη ζώνη, ένας παλιός στρατώνας, ένα ανενεργό εργοστάσιο επικινδύνων κτλ. Είναι εκεί που δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί κάποιος και οι ελάχιστοι άνθρωποι που συναντώνται θα πρέπει να ήταν ληξιαρχικώς νεκροί ή να είχαν κηρυχθεί απόντες, διευκρινίζει ο Modiano.  Για τον ίδιο, τελικά κάποιες εγκαταστάσεις λειτουργούν ως ρωγμή στον αστικό ιστό, δημιουργώντας περιθώριο, ζώνες διαχωριστικές. Αναφέρεται, όπως διακρίνεται από τα παραπάνω, στους θύλακες στο σώμα της πόλης, τους τόπους που αμήχανα αντιμετωπίζει η πολιτεία, που σκόπιμα απομονώνει η οικονομική τάξη και οι οποίοι συχνά αποτελούν αντικείμενο βλέψεων για εκκαθαρίσεις και αναπλάσεις που ανατρέπουν τις αξίες τους. Για τον Modiano ωστόσο αυτοί είναι τόποι δυσεξήγητοι και φορτισμένοι με συμπυκνωμένα νοήματα από παρελθόντες χρόνους.

Η επόμενη παρατήρηση εστιάζει στο μορφολογικό μέρος και στο πρωτότυπο εύρημα της επαναφοράς και επανάληψης υπόθεσης, προσώπων, καταστάσεων και κινήσεων (dejà vu). Τα ίδια τα έργα λειτουργούν ως επαναφορά του ίδιου θέματος, της ακηδεμόνευτης ύπαρξης, του ανεξάρτητου, αδέσμευτου και επαναστατημένου παιδιού, κάτι που όπως δηλώνει υπήρξε και ο ίδιος ο συγγραφέας. Το dejà vu χρησιμοποιείται για να (επανα)φέρει όχι μόνο την προσωπικότητα του νέου ατόμου αλλά και τη συμβολική προβολή της αντίδρασης και ανυπακοής ως αντίστασης.
Συχνά, η ίδια η πορεία των ηρώων αποτελεί τη γραφική απεικόνιση του déjà vu: η κυκλωτική κίνηση, με επαναφορά στη θέση εκκίνησης (ολόκληρος κύκλος για να ξαναβρεθεί στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε) είναι η σχηματοποίηση της ζωής τους. Η ιστορία της ζωής ενός κοριτσιού επαναλαμβάνεται σε ένα πελώριο κτίριο απογυμνωμένο, αχανές και φοβικό, σε δρόμους έρημους που επιλέγει να παραμένει, flash bacκ που εξελίσσεται λεπτό προς λεπτό, με ακριβείς περιγραφές του άδειου χώρου.
Στα επίπεδα δράσης προστίθεται και το επίπεδο της φωτογραφίας, άχρονο μεν αλλά με τα αντικείμενα και τις λεπτομέρειες που πύρινα συνόδεψαν κάποιες χρονικές στιγμές, το επίπεδο των εντυπώσεων που αφήνει το παρόν και γλιστρά σε μια ζώνη όπου ο χρόνος έχει σταματήσει.

Ο χώρος αποτελεί οργανικό στοιχείο στα έργα του Modiano. Εχει τη θέση πραγματικού ήρωα, που ο συγγραφέας τον χειρίζεται με ακρίβεια και ρυθμό. Είναι φορτισμένος με μνήμες που ανακαλούνται και επιβιώνουν δραματοποιημένες. Τα έργα του περιλαμβάνουν λανθάνοντα νοήματα, συμβολισμούς και βιώματα κρυμένα κάτω από την επιφάνεια αλλοτινής ηθογραφίας. Τα θέματα χώρου που χρησιμοποιεί, δάνεια από την πολεοδομία, εκφράζουν το μέγεθος της οξυδέρκειας, της ψυχολογικής εμβάθυνσης και των από μέρους του διακριτικών χειρισμών. Το πέρασμα του χρόνου και οι τρομακτικές αλλαγές που επιφέρει αποδίδονται συμβολικά με την ποιοτική αλλαγή στους χώρους. Έτσι, ο χρόνος και η πόλη αποκτούν άμεση συνάφεια.[13] Χωρίς δραματικές σκηνές, χωρίς εξτρεμιστικά επεισόδια, αναδεικνύει ιστορίες με εξαιρετική αληθοφάνεια αλλά και αντανάκλαση σε κάθε εποχή. Με δομή δοκιμίου, με απέριττες περιγραφές και λόγο γειωμένο, αποδίδει το δράμα του εγκλεισμού και της εξόντωσης ανθρώπων αλλά και το σκοτεινό και τρομοκρατικό κλίμα των χρόνων της ναζιστικής κατοχής. Οι μνήμες και οι φορείς τους, όπως με μαεστρία περιγράφονται, προκαλούν άλλοτε τη μελαγχολία και άλλοτε την τραγικότητα. Νιώθεις ότι σπάνια περιγράφεται το δράμα του εγκλεισμού στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με τόση τραγικότητα όσο εδώ,[14] και συγχρόνως χωρίς μελοδραματισμούς και ανατριχιαστικές περιγραφές, παρά μόνο με αναχωρήσεις και σιωπές.

Ο Modiano σε προκαλεί να περιηγηθείς για να νιώσεις το δράμα, να μοιραστείς το συναίσθημα και προπαντός να συλλογιστείς και να δώσεις τα δικά σου συμπεράσματα πάνω στην εμπειρία της απομόνωσης, της καταπίεσης, του πολέμου. 




[1]   Η διερεύνηση προσέγγισε κυρίως τα έργα: (A). Στο καφέ της χαμένης νιότης, μετ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, Αθήνα, Πόλις 2008 – (B). Η μικρή μπιζού, μετ.-επίμετρο: Αχιλλέας Κυριακίδης, Αθήνα, Πόλις 2002 – (Γ). Ντόρα Μπρούντερ, μετ.: Καλή Τζώρτζη, Πατάκης 1998 
[2]   (Α) σ. 53: Οσο περπατούσαμε κατά μήκος αυτής της λεωφόρου, μου φαινόταν ότι τον είχα ξαναπάρει κάποτε αυτόν τον δρόμο.
[3]    (Γ) σ. 43.
[4]   (Α) σ. 7:... η πόρτα του ίσκιου.
[5]   (Γ) σ. 22: Πρόκειται για άτομα που αφήνουν λίγα ίχνη πίσω  τους. Σχεδόν ανώνυμα. Αναπόσπαστα από κάποιους δρόμους του Παρισιού, από κάποιες περιοχές των περιχώρων όπου ανακάλυψα ότι είχαν κατοικήσει. Αυτό που γνωρίζουμε γι' αυτούς συνοψίζεται συχνά σε μια απλή διεύθυνση. Και αυτή η τοπογραφική ακρίβεια έρχεται σε αντίθεση με ό,τι θα αγνοούμε πάντα για τη ζωή τους ― αυτό το κενό, αυτός ο τοίχος του άγνωστου και της σιωπής.
[6]   (Α) σ.13: Πολλά χρόνια αργότερα, όταν οι δρόμοι της γειτονιάς δεν είχαν παρά μόνο μπουτίκ πολυτελείας, κι ένα κατάστημα δερματίνων είδών είχε πάρει τη θέση του Conte, συνάντησα την κυρία Σαντλί στην άλλη όχθη του Σηκουάνα, στην ανηφόρα της οδού Μπλάνς.
[7]    (Α) σ. 36.
[8]    Α) σ. 125: «…θα έπρεπε να τον ρωτήσει για την ακριβή διεύθυνση, πριν χαθεί κι αυτός. Αλλιώς, καταλήγεις να μην έχεις στη ζωή κανένα σημείο αναφοράς.»
[9]    (Α) σ. 26. Ο δρόμος της ήταν μετά το νεκροταφείο του Μονπαρνάς. «Α, ώστε μένετε στο περιθώριο».
[10]  (Γ) σ. 24, 56, 58
[11   (Α) σ. 110
[12]  (Α) σ. 34
[13]  Κυριακή η πόλη έρημη, σε άμπωτη.
[14]  Ντόρα Μπρούντερ.

Εικονογράφηση: Φωτογραφίες κατασκευών ιδεατού αστικού ιστού, της αρχιτέκτονα Χριστίνας Σπυροπούλου. 

Μαρία Λιλιμπάκη- Σπυροπούλου ( Χανιά, 1954). Σπούδασε αρχιτεκτονική και αρχαιολογία (ΑΠΘ)Το διδακτορικό της αφορά Το οικιστικό δίκτυο Χαλκιδικής 1912- 1960. Ασχολήθηκε με αναπλάσεις αστικών περιοχών. Διδάσκει Περιβαλλοντικό σχεδιασμό πόλεων (ΕΑΠ). Οι δημοσιεύσεις της αφορούν τη σχέση του χώρου με την ιστορία, την τέχνη, το περιβάλλον και πρόσφατα με τη λογοτεχνία.

Για τον Πατρίκ Μοντιανό μπορείτε να διαβάσετε και εδώ, εδώ, εδώ,


Δεν υπάρχουν σχόλια: