Στη Θεσσαλονίκη είχε έναν τυπικό «καιρό Θεσσαλονίκης». Εκνευριστικό ψιλόβροχο, σκοτεινός ουρανός, πολλή κίνηση στους δρόμους.
Μόλις ανέβηκα και τακτοποίησα τα πράγματά μου (το φωτογραφικό τριπόδι κάτω από τα καθίσματα ― μόνο να μην το ξεχάσω εκεί), ένας άγνωστος αριθμός στο κινητό, μια άγνωστη φωνή στο τηλέφωνο, με γύρισε σχεδόν 40 χρόνια πίσω. Ένας συσστρατιώτης είχε διαβάσει το κείμενό μου «Πρωτοχρονιά στην υπερυψωμένη» και έψαξε, βρήκε τον αριθμό μου (!) και πήρε να μου πει μια καλημέρα. Το επώνυμό του δεν μου έλεγε τίποτε. Αλλά ήξερε ―και θυμόταν― ονόματα άλλων συσστρατιωτών και φίλων (όπως του «Γερμανού» Μιχάλη Βάνη ― καλή του ώρα όπου και να βρίσκεται), θυμόταν ποια πυροβολαρχία διοικούσα (!)...
Στο απέναντι κάθισμα, ένας αντιπαθητικός μεσήλικας, στα χρόνια μου πάνω-κάτω (αλλά πώς γίνεται και οι πιο πολλοί συνομήλικοι στα μάτια μου φαντάζουν ... γέροι;) είχε απλώσει επεκτατικά τα πόδια του, σαν να μου έλεγε «άλλαξε θέση, εγώ κάθισα πρώτος». Του έκανα τη χάρη και μετακόμισα σε ένα άλλο, εντελώς άδειο κουπέ. Ωραία ήταν, μέχρι που ανέβηκε (από την Κατερίνη;) μια νέα κοπέλα, κάτι είπα, άρχισε να κελαϊδάει κοινοτοπίες για την πολιτική κατάσταση στηριγμένες στις βλακείες που λένε τα κανάλια, ούτε εκεί μπορούσα να μείνω, επέστρεψα στην αρχική μου θέση.
Ταξίδεψα βασανιζόμενος από έναν επίμονο βήχα (πρέπει να κόψω επειγόντως το κάπνισμα!). Ο βήχας δεν με άφησε ούτε να κοιμηθώ, εκτός από λίγο ίσως. Κατάφερα να δω μια ωραία ταινία: The Skeleton Twins. Μόνον αυτήν, σε ένα ταξίδι πεντέμισι ωρών. Γιατί, ναι, αυτή τη φορά το τραίνο έφτασε στην Αθήνα ακριβώς στην ώρα του.
Καθώς πλησιάζαμε στην πόλη, ένας τρυφερός ήλιος στη δύση του μου θύμισε τη διαφορά κλίματος και ατμόσφαιρας μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου