[αναδημοσίευση από το αφιέρωμα «Γύρω από το τραπέζι», Εντευκτήριο 87, 2009]
ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Στο πετσί μας φέρουμε την πανσέληνο και το μελτέμι, τις μυρωδιές του φασκόμηλου και του θυμαριού, την κάπαρη. Στα μάτια μας έχουμε ακόμη τον βαθύ Αύγουστο, τις νύχτες που σαλεύουν μοναχικές, τις ταράτσες που θροΐζουν ολιγοπρόσωπες. Μια τέτοια νύχτα οπωσδήποτε, πυρωμένη, οι απομείναντες, αστοί και ακτήμονες καλλιεργητές, μαζεύονται στη συγκλονιστική ταράτσα. Είναι κρεμαστή, αιωρείται κάτω απ’ τον φέγγαρο, πλάι στον Βράχο, πλάι σε γερανογέφυρες, πάνω από ήσυχους δρόμους και κοιμισμένα παράθυρα.
Τώρα δεν έχει πια αυλές. Ούτε «δώμα, μ’ ανοιχτά τα παράθυρα σε κήπους βαθιούς και μ’ όλα απάνωθέ τους τ’ άστρα...» Τώρα ο αστός στην κορυφή ανεβαίνει, να δει τον άναστρο ουρανό και ορισμένως το φεγγάρι. Σ’ ένα θερμό ρουφ-γκάρντεν.
Μα το τραπέζι του αυγουστόδειπνου ίδιο είναι στρωμένο. Ιδιο... σχεδόν. Το ψάρι στη μέση θυμίζει τους απόντες και δίνει παραμυθία στους παρόντες, το κρασί φερμένο από την Magna Grecia, το iPod σκορπάει τις μουσικές του κόσμου. Ολίγοι, κουρασμένοι, φίλοι. Από κάθε νησί φερμένοι, με έγνοιες, συνεπείς ωστόσο στο ραντεβού, την τελετή.
Η τελετή. Δείπνο εν μετεωρισμώ. Μετέωροι στην κάψα, στην τούλινη νύχτα, στην πανσέληνο, στη σιγαλιά. Μετέωροι στις ομιλίες που γλιστρούν αβίαστα, στις μάταιες κουβέντες που συντροφεύουν και παρηγορούν, σπρώχνουν τη νύχτα έως τον όρθρο τον βαθύ.
«Κι αμίλητοι γευόμαστε μποροστά μας το λιτό δείπνο, τί άθελά μας όλοι την ίδια σκέψη εκλώθαμεν...»
Λευκή η σάρκα του ψαριού, σπιθίζει το κρασί μες στο ποτήρι, το μαύρο ψωμί βουλιάζει στις σκιές. Το παγωμένο απόσταγμα ψυχραίνει και ανάβει. Όλο το δείπνο είναι τούτη η προσφορά πάνω σε άσπρο μάρμαρο, το σύρσιμο των ποτηριών, το ασημόχρυσο φως άνω, η πορτοκαλιά διαύγαση κάτω, η αιώρηση στο ύψος των ονείρων.
Τώρα, οι αυλές σηκώθηκαν στο ύψος των ονείρων. Όνειρα δύσκολα, σπάνια. Κι όμως συμβαίνουν, σαρκώνονται, και τότε οι άνθρωποι σηκώνονται κι αυτοί, και μουρμουράνε ακατάληπτες ευχές πλάι στον Βράχο.
Και νιώθουν σαν τον ποιητή, ψυχές να κυκλώνουν τον δείπνο και τον κόσμο:
ανηφορούσαν σιωπηλοί στα βράχια
να πιουν στου θάρρους την πηγή· μα κι άλλες
παλιές ψυχές αρίθμητες, μα κι άλλες
παλιές ψυχές τη νύχτα οπού γεμίζουν
― τί τώρα είν’ πιότεροι οι νεκροί κι απ’ όλους
της γης τους ζωντανούς―, που από τη ζέστα
της σιωπηλής καρδιάς μας τραβηγμένες,
καθώς οι πεταλούδες απ’ τις φλόγες
τραβιώνται των κεριών, να ξεκινάνε
τις νιώθω από παντού, κι αφήστε τις
να φτάσουνε ώς εδώ, ν’ απλοχερίσουν
αόρατες σε τούτο το τραπέζι του Πλούτωνα...*
Ετσι επέρασε ο Αύγουστος. Μπήκαμε στο φθινόπωρο.
ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΚΑ,
ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Ξαναγράψε τα. Αλλιώς, πάλι, τα ίδια...
Γράφω λοιπόν ξανά: Ποτέ δεν τελειώνει η συγκίνηση ενός τραπεζιού με φίλους, αυτός είναι ο πολιτισμός μας ο κυτταρικός, ο πολιτισμός του πλατωνικού Συμπόσιου, των επιγραμμάτων, της τάβλας και της ταβέρνας, του γαμήλιου και του νεκρόδειπνου, ένα τραπέζωμα είναι η ζωή, με αλκοολικούς ατμούς και διαχύσεις αισθημάτων, με γενεές διαδόχων, με ψάρι του πένθους και πιλάφι του γάμου, με α-γκαλιές ανοιχτές τα σπίτια των κουμπάρων και των προσφιλών, με την Ακρόπολη να στέφει το Σπίτι των Δείπνων και των Πανσελήνων, τις Καρυάτιδες καλόγνωμες να παραστέκονται και να σκορπάνε ευζωΐα και αγάπη.
Γράφω λοιπόν για ώρες αττικές και ώρες κυκλαδίτικες, για ώρες μεσσηνιακές, κυπριακές, μακεδονίτικες και ηπειρώτικες, για ώρες αρχαίες μεσογειακές που σκάνε παφλάζοντας στο 2009 απαράλλαχτες, σε αστικά σπίτια φθινοπωρινά πλάι σε οθόνες plasma με μεζέδες εκλογών, ώρες των φίλων και των οικείων, των τωρινών και των ερχόμενων, και των κεκοιμημένων, Γιώργου του γιατρού και Δημήτρη του εμπόρου, καλόγνωμων συνδαιτυμόνων που τους θυμάμαι πάντα με τραπεζώματα στα ζεστά τους σπίτια των Εξαρχείων, ανθρώπους θυμόμαστε πάντα, χαμόγελα, φωνασκίες, χωρατά, πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα ανθρώπων, άνθρωποι είναι τα τραπέζια, τα δείπνα, τα τσιμπούσια, οι μυστικές αυλές και οι μεταφυσικές ταράτσες, τα ραχατλίδικα σαλόνια με πούρα κι αποστάγματα, τα καλβαντός, οι γυναίκες μας λεπτές αισθαντικές, και ο αυτοσαρκασμός εκείνο τον τρομερό Δεκέμβρη με λαμπαδιασμένο δέντρο και προσέκο, με no future χού-ντις και μελαγχολική ανάκληση Saint-Juste και Sans-Culottes, πρόσωπα, άνθρωποι, ομιλίες και συναναστροφές. Γύρω από τραπέζια.
Γύρω από κάθε τραπέζι κουβαλάμε τον παρόντα βίο και τα φορτία μνήμης, χωνεμένα, αχώνευτα, αχνά, μισοσβησμένα, έτοιμα ωστόσο πάντα να αποδώσουν τον ηλεκτρισμό τους, να φωτίσουν και το τραπέζι μας το τωρινό σαν να ’ναι τελευταίο. Σε κάθε τραπέζι έρχεται υπόκωφα το αθηναϊκό γκιουβέτσι του Παπαδιαμάντη και του παιδικού Πειραιά, τσουγκρίσματα σε βαφτίσια, κλαρίνα και βιολιά, ροκιές ρομαντικές, αστική ευωχία και λυμένες γραβάτες, ασπρόμαυρες φωτογραφίες και μεθυσμένα βίντεο, θραύσματα και αποσπάσματα μιας ζωής μονταρισμένης με λαχάνιασμα, με κρίσιμα κενά, με κενά που συμπληρώνονται μόνο εκεί, γύρω απ’ το τραπέζι, με φλας μνημονικά, με ανασυνθέσεις, με επανεγγραφές, με προς στιγμήν ολόκληρες εικόνες ζωηρές, που ύστερα ξανασβήνουν αλλιώτικες πια, ύστερα: αφού αφήσεις πια το τραπέζι.
Γράφω λοιπόν για το Μεγάλο Τραπέζι, αυτό που στήθηκε πριν από αιώνες πολλούς και το βρήκαμε εμείς στρωμένο, καθίσαμε νήπια και θα σηκωθούμε μια για πάντα. Το Μεγάλο Τραπέζι απαρτίζεται από πολλά μικρά τραπέζια, αρίφνητα, πολλά μικρά φιλμάκια η ζωή του καθενός, και τους χωράει όλους τους ανθρώπους της ζωής μας, χωράει κι όσους μακρινούς ευλόγησαν τα τραπέζια με το παράδειγμά τους. Τα έχει όλα το Τραπέζι το Μεγάλο, αισθήματα, ουλές, προίκες, δόξες, καημούς κι απωθημένα· κι όλα γλυκαίνουν, μαλακώνουν, μεταμορφώνονται ωραία και ίπτανται πάνω από ποτήρια και ευχές, πειράγματα και παλλιλογίες.
Τα ίδια και τα ίδια λέμε, κι όλο διαφορετικά, τα ίδια πάντα, και πάντα ζωογόνα. Τα ίδια και τα ίδια, παρηγορητικά. Γύρω από το τραπέζι.
ΒΑΘΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
Στοιχηθείτε.
Σε ποια τραπέζια καταλήγουμε αργά τη νύχτα, με ποιους στοιχιζόμαστε, για να κορέσουμε την πείνα, θερισμένοι από αλκοόλ ή ξέπνοοι από δουλειά; Στα μικροσκοπικά τραπέζια των μπαρ και των μπιστρό, που ξενυχτάνε και περιμένουν τις παρέες της στιγμής. Σαν νυχτοπεταλούδες φτάνουμε, από επαγγέλματα της νύχτας ή από εφηβική συνήθεια, ξενύχτηδες κατά συρροήν, αναζητώντας μακαρονάδα, σούπα, ένα κρέας, ζεστό ψωμί, ένα μπουκάλι δροσερό κρασί, έναν ακόμη γύρο μπέρμπον.
Όλα χωράνε στα μικρά τραπέζια. Ποτά, ψωμιά, σαλάτες, τσιγάρα, κινητά. Όλοι χωράνε. Μες στους ατμούς του αλκοόλ, βαθιά μέσα στη νύχτα, κανείς δεν περισσεύει. Η ευφυΐα υποχωρεί, οι λαμπερές ατάκες αργοσβήνουν, το θέατρο και η ταινία, τα επαγγελματικά, το θάψιμο, όλα υποχωρούν, και στο τραπεζάκι ανεβαίνουν λόγια ελαφρά και βαθιά, λόγια ελευθερωμένα από το οινόπνευμα, ελαφρά και ριψοκίνδυνα, λόγια που γιατρεύουν και πληγώνουν.
Σκιρτούν τα σώματα μες στο ντεκόρ, σκιρτούν ακόμη και στομωμένα απ’ τη μέθη, ραγίζουν καρδούλες στο μπαρ Ξενύχτης, τα εξατμισμένα αισθήματα σμίγουν με τους καπνούς, παλαιές γνωριμίες αναθερμαίνονται, σπιθίζουν και κρατούν όσο κρατήσει αυτό το τραπεζάκι.
Ο πιο βουλιμικός ή πιο ουισκοθερισμένος ορμάει πρώτος στο ζεστό φαΐ, αναστενάζει, και σιγαλά ευλογάει. Τούτο το φαΐ ενώνει περισσότερο απ’ όλα, είναι η κυριακάτικη εστία των εκτροχιασμένων, είναι η λοιδωρία του γκουρμέ, είναι φαγάκι υποστύλωσης και παρηγοριάς, είναι η αποθέωση του ό,τι-να-ναι, είναι το λάθος ανώτερον της τέχνης.
Στο ημίφως δεν διακρίνεις τις nuances, δεν ξεχωρίζεις μουσικές, απολαμβάνεις το μουρμουρητό της όποιας παρέας σου ’τυχε, νιώθεις τη ζεστή μπουκιά να αργοκυλά και σφίγγεις όποιο φυλαχτό είν’ εύκαιρο: κλειδί σπιτιού, κινητό, αναπτήρα, ζεστό χέρι.
Κρατιέσαι απ’ την ανάμνηση, μιας βότκας, ενός στίχου ριγμένου στον δρόμο σαν ψωμί, από του Τέλλου Αγρα μια στροφή, κι από ’να καλοκαίρι του Μολύβου.
Γυρνούν τις καρέκλες ανάποδα, χαμηλώνει η αόριστη μουσική (σαν ν’ άκουσα «Wild is the wind»), φώτα αναβοσβήνουν φευγαλέα. Να πληρώσουμε. Να βγούμε στ’ αγιάζι ― «χαράζει στήθος βαθύ περιστεριού».
Ζωγραφική: Μανώλης Ζαχαριουδάκης
* Οι στίχοι στον «Μετεωρισμό Αυγούστου» προέρχονται από τον «Ελληνικό Νεκρόδειπνο» του Άγγελου Σικελιανού.
Ο Νίκος Ξυδάκης είναι από σήμερα αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου