της Μάρτυς Λάμπρου*
Πανσέληνος του Αυγούστου
Ήταν
μια μέρα. Ήταν μεσημέρι, πριν από τη μεγάλη γιορτή της Παναγίας. Το τρένο περνούσε
μέσα από τον κάμπο, όπου οι αλλοδαποί εργάτες μάζευαν ντομάτες. Ντομάτες που
δεν ήταν πια κόκκινες, ψιλόφλουδες και ζουμερές. Ταξίδευαν οι Μαρίες. Η μάνα
τους, σαν έμεινε έγκυος, έταξε στην Παναγία το παιδί που θα γεννιόταν. Έκανε δίδυμες.
Έτσι, ονόμασε τη μία Μαρία και την άλλη Μαίρη.
Μόλις
επιτυχούσες στις πανελλαδικές, η Μαρία στη Νομική Θεσσαλονίκης, η Μαίρη στη
Φιλοσοφική Ιωαννίνων. Σε λίγο θα έφταναν στην Αθήνα και από κει κατευθείαν στο
λιμάνι του Πειραιά. Δεν είχαν μαζί τους τα κινητά, τα τάμπλετ, τα καλώδια των
φορτιστών. Δεν είχαν βγάλει εισιτήρια στο ίντερνετ, ούτε είχαν κλείσει δωμάτιο.
Δεν ήξεραν σε ποιο από τα νησιά του Αιγαίου θα πήγαιναν. Στο λιμάνι θα κοίταζαν
τα πλοία και τότε θα αποφάσιζαν. Σίγουρα δεν θα έπαιρναν ένα από τα ταχύπλοα,
κλεισμένες στην κλιματιζόμενη σαν ψυγείο τρίτη θέση. Ήθελαν να ταξιδέψουν με
ένα καράβι όπως αυτά που ζωγράφιζαν μικρές, λευκό, με καταστρώματα, δύο μαύρα
φουγάρα, με θαλασσί ρίγα περιμετρικά. Που πλέουν αργά και γέρνουν ελαφρώς, που
όλο και κάποιος στο κατάστρωμα θα παίξει μουσική, θα συζητούν και θα γνωρίζονται,
θα πίνουν μπίρες περνώντας το κουτάκι από χέρι σε χέρι, μαζί με αρμύρα και
μαζούτ και τις μπλουζ νότες μιας φυσαρμόνικας, καθώς ο ήλιος θα δύει στα
μολυβένια νερ,ά ανάβοντάς τα. Ένα τέτοιο πλοίο βρήκαν, μόνο που ήταν μπλε. Ανέβηκαν
στο κατάστρωμα. Οι μεγάλες οθόνες των τηλεοράσεων έπαιζαν ειδήσεις: Εφορία. Τι
μας περιμένει. Δόσεις έως το 2023 για όσους έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές. Στην
άλλη οθόνη: Μύκονοοος, μπιτς πάρτι στην Ψαρού, εξκλούσιβ Αντώνης Ρέμος, Ρώσοι ανοίγουν
σαμπάνιες των 20.000 ευρώ. Και ξανά στην απέναντι οθόνη: Η Εφορία ζητά 3.400
ευρώ για χωράφι 7 στρεμμάτων με σιτηρά.
«Του
πατέρα μας του έστειλε η εφορία ένα τέτοιο ποσό για το χωράφι μας», τινάχτηκε η
Μαίρη με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά.
«Λεφτά
υπάρχουν», γέλασε η Μαρία με τα μακριά μαλλιά.
«Ναι,
ο μπαμπάς είναι στη λίστα Λαγκάρντ!»
«Η
Κιμ Καρντάσιανς, μετά τη Μύκονο, τα έσπασε με την παρέα της στα Φηρά της
Σαντορίνης», τώρα στην οθόνη, με ανεβασμένη την ένταση της φωνής.
Κάθισαν
και έβγαλαν τα σακίδια από τους ώμους τους. Αφέθηκαν η καθεμία στις σκέψεις της.
Σα να υποχρέωναν το ταξίδι να τους δώσει ένα μέρος από τον ρεμβασμό. Μέχρι τώρα,
κάθε καλοκαίρι περνούσαν ένα δεκαπενθήμερο οικογενειακώς στα Καμένα Βούρλα. Στο
ίδιο ξενοδοχείο, στα ίδια δωμάτια. Εκμέκ στο Πριγκηπικόν και το Σάββατο στην
ντίσκο Ιζαμπέλλα ώς τις έντεκα. Άριστες, είχαν κοινούς στόχους, μακριά από
έρωτες και μπλεξίματα, πήραν και τα πτυχία της αγγλικής με Α.
Αργότερα
η Μαίρη σηκώθηκε και πήγε στην κουπαστή. Τριγύρω όλων τα βλέμματα ήταν
προσηλωμένα. Στις τηλεοράσεις, στα κινητά τους, στα τάμπλετ, στους φορητούς
υπολογιστές. Έσκυψε και κοίταζε το νερό να ασημίζει, έτσι όπως το έσχιζε το
πλοίο. Μύριζε. Αποσμητικό με ιδρώτα τεστοστερόνης. Μια παλάμη ήταν γραπωμένη
από την κουπαστή. Ένα μπράτσο ηλιοκαμένο, με τατουάζ. Τόσο κοντά της. Θα
μπορούσε να… σκέφτηκε, περίμενε, και τότε φάνηκαν να τρεμοσβήνουν τα φώτα
κάποιου νησιού. Μετακίνησε εκείνη το χέρι της προς το δικό του και ένιωσε το
χνούδι του. Τότε ο άγνωστος άντρας τη χαιρέτησε. Τη ρώτησε πού πάει, πώς τη
λένε. Μαίρη Καλογήρου, του απάντησε. Της άρεσε, της άρεσε πολύ. Εκείνος τράβηξε
το χέρι του. Η καρδιά της χτύπησε. Εκείνος, καθώς απομακρυνόταν, της είπε: θα
τα πούμε στο fb, θα
σου κάνω αίτημα. Το όνομά σου με τι το γράφεις;
Γυρίζοντας, βρήκε τη Μαρία να μιλάει με έναν. Στην αγγλική. Ρότζερ τής τον σύστησε, από τη
Νέα Υόρκη. Έμοιαζε σα να είχε βγει από τις σελίδες του Φίλιπ Ροθ. Κόκκινα
μαλλιά, μακριά μαλακά δάχτυλα. Μεσοαστός, στο κολέγιο, που αναζητά εμπειρίες
ζωής. Άσκησαν την αγγλική συζητώντας με τον Νεουρκέζο που είχε διαβάσει Πλάτωνα,
Καζαντζάκη, Καβάφη. Και Ζακ Λακαριέρ, Το
ελληνικό καλοκαίρι. Μετά ο Ρότζερ πήγε για μπίρες.
«Έκανα
μαλακία που σε άκουσα και δεν πήρα μαζί έστω το κινητό μου. Πώς θα επικοινωνήσω
με τον τύπο; Κάτι ιδέες που έχεις, ρε Μαρία! Δες γύρω σου, ακόμη κι οι
γιαγιάδες έχουν αλλάξει. Ρούχα για τριαντάχρονες, τραβηγμένα πρόσωπα και χείλη
σαν ροφοί από το κολλαγόνο.»
«Κοίταξε
εκεί!» Η Μαρία τής έδειχνε μια γυναίκα στα μαύρα να κρατάει σφιχτά στο στήθος
της μια τσάντα.
«Λείψανα
μιας παράδοσης. Θα πηγαίνει στην Τήνο. Στην τσάντα της έχει εικονίσματα,
τάματα, φυλαχτό, χαρτομάντιλα και επιγονατίδες. Λες να έχει γουάι φάι εδώ; Θα
ζητήσω το κινητό του Αμερικανού να κάνω αποδοχή τον τύπο, δε θέλω να τον χάσω».
«Μα,
αυτός είναι κάπου εδώ, ζων!», ειρωνεύτηκε η Μαρία.
Ήρθε ο Ρότζερ με τις μπίρες. Τα μεγάφωνα ανακοίνωσαν
πως πλησίαζαν στο λιμάνι της Πάρου. Κι όταν φάνηκαν τα φώτα, βγήκε το ολόγιομο φεγγάρι
ή ήταν τότε που το πρόσεξαν. Τα ρούχα τους κολλούσαν πάνω τους. Η Μαίρη ρώτησε
τον Ρότζερ αν έχει κινητό. Όχι, της είπε, και της έδειξε ένα σημειωματάριο και
μετά τα μάτια του. Ήταν καταγάλανα και είχαν κάτι το διονυσιακό. Ο Ρότζερ έσυρε
μια καρέκλα και κάθισε ανάμεσά τους. Πάει στην Τήνο, τους είπε. Να δει τα
χειροποίητα χωριά, να δει τα προπλάσματα του Χαλεπά, να δει την ωραία κοιμωμένη
του. Γύρισε προς τη Μαρία με βλέμμα φωτοβόλο κι έμοιασε σα να ενώθηκαν οι
ανάσες τους. Η Μαίρη ξαφνικά άρχισε να ξεντύνεται, σαν κάμπια που αποσπάται από
το κουκούλι της ελίσσοντας το κορμί. Είχε το μαγιό από μέσα. Έβαλε ένα λευκό
βαμβακερό φουστάνι. Το βλέμμα του Ρότζερ έπεσε πάνω της και κάτι άλλο άρχισε να
συμβαίνει κι ήταν σε αναμονή.
Το
καράβι έστριψε, βγήκε από το λιμάνι. Δεν σφυρίζουν τα καράβια! Ο Ρότζερ είχε
γύρει ξανά προς τη Μαρία. Μιλούσαν για τον Καβάφη. Γιγνώσκω την ελληνική, είπε
εκείνος. Μαθαίνω, τον διόρθωσε η Μαρία γελώντας. Πρώτη φορά την άκουγε να
γελάει έτσι, παρατήρησε, η Μαίρη, αλλά τι με μέλλει, κατέληξε. Σηκώθηκε,
απομακρύνθηκε, και το σχήμα άλλαξε.
Διακρινόταν
μια μαρμάρινη πύλη αρχαίου ναού. «Οι επιβάτες για το λιμάνι της Νάξου
παρακαλούνται να ετοιμάζονται, το πλοίο θα αναχωρήσει αμέσως», ακούστηκε στην
ελληνική και την αγγλική.
«Μαίρη,
ετοιμάσου!» είπε η Μαρία.
«Είσαι
τρελή, στη Μύκονο συμφωνήσαμε να πάμε. Ποιον θα δω στην Νάξο, τον
Αρναούτογλου;»
Καθώς οι δίδυμες ήταν έτοιμες να ανέβουν στο λεωφορείο
για την Αγία Άννα, μια γνώριμη φωνή ήρθε. Ο Αμερικανός. Και ξανά το γέλιο της
Μαρίας. Κάθισαν μαζί κι η Μαίρη απέναντι. Ο οδηγός στρογγυλοπρόσωπος,
μαυριδερός, μεσόκοπος, με τζιν παντελόνι και σιέλ πουκάμισο, άκουγε στη
διαπασών «Αγαπώ μια πιτσιρίκα». Κίνηση μεγάλης πόλης, ξενοδοχεία με μικρές πισίνες,
τα μποστάνια τα φύτεψαν γκαζόν και έφτιαξαν πουλ μπαρ. Και Αριάδνη Παλλάς. Ο
δρόμος και δίπλα ο αιγιαλός πατημένος από νεοταβέρνες, μπαρ, κλαμπ. Όλα πάνω στο
κύμα, η ρόδα του θηριώδους τζιπ πλάι στην πιατέλα με την τσιπούρα, η εξάτμιση
της μοτοσυκλέτας εσάνς στην γκρικ σάλαντ και το τζατζίκι. Μουσικές ανακατωμένες
από σκυλονησιώτικα, λάτιν, ροκ και ποπ. Κι ύστερα φοβούνται μην περάσει η
τρόικα την τροπολογία για τον αιγιαλό, που οι ίδιοι τον έχουν ήδη καταπατήσει,
σκέφτηκε η Μαρία. Όμως υπήρχε ένα μέρος αμμουδιάς, υπήρχαν κέδροι λυγισμένοι
από τον άνεμο, θάλασσα ανήσυχη που σήκωνε κύματα που φωσφόριζαν. Υπήρχε ομορφιά, που κάποια μέρα θα υποχρεώσει άλλους ανθρώπους να τα πετάξουν αυτά τα
σκουπίδια, έλπισε.
Κατέβηκαν
και άρχισαν να ψάχνουν για δωμάτια, όμως η ώρα είχε περάσει. Ο Ρότζερ είχε μαζί
του υπνόσακο, θα μπορούσε να πάει στο κάμπινγκ, στην παραλία ακόμα. Όμως προχωρούσαν
και κάποια στιγμή τα φώτα λιγόστεψαν. Στα αριστερά τους ήταν ένα μεγάλο κλαμπ
σε μεξικάνικο ύφος, με πισίνα και φοίνικες.
«Βίβα
λα ρεβολουσιόν», φώναξε ο Αμερικανός.
Εκεί
τελείωνε ο δρόμος και ο δημόσιος φωτισμός. Μπροστά τους μόλις και διακρινόταν
ένας μικρός χωματόδρομος ανάμεσα σε καλαμιές, βάτα, σκίνα και κέδρους.
«Πάμε
στο κλαμπ να πιούμε, να γνωρίσουμε κόσμο, κι όταν ξημερώσει βλέπουμε» είπε η
Μαίρη. «Πού πάει αυτός;»
Ο
Ρότζερ είχε πάρει ήδη τον χωματόδρομο και η Μαρία τον ακολουθούσε. Τάχυνε η
Μαίρη το βήμα της. Καλαμιές θρόιζαν, κάποιες έσπαγαν, βάτα την αγκύλωναν,
αγκαθιές τραβούσαν το φουστάνι της. Μόνο το φεγγάρι και τα αστέρια φώτιζαν.
Άρχισε να φοβάται, προχωρούσαν ο ένας πίσω από τον άλλο, οι ήχοι και οι
μουσικές χάνονταν, μια απόκοσμη ησυχία απλωνόταν. Γιατί ακολουθούσε η Μαρία τον
ξένο, αναρωτήθηκε, επειδή της απήγγειλε Καβάφη;
«Μαρία,
γύρνα πίσω, τώρα!» φώναξε. Σχεδόν αμέσως είδε λαμπιόνια κόκκινα, κίτρινα και
πράσινα να κρέμονται από αρμυρίκια, είδε τραπέζια και καρέκλες στην αμμουδιά,
έναν ξύλινο μόλο και εκεί δεμένη μια βάρκα με δίχτυα. Ένα άσπρο κτίσμα με
πέργκολα και κληματαριά. Και ξύλινη μαρκίζα με την επιγραφή: «Η εξυπηρέτηση».
Κάθισαν
σε ένα τραπέζι, το πιο κοντινό στον φλοίσβο των κυμάτων. Ο Ρότζερ και η Μαρία έβγαλαν
τα παπούτσια τους, έτριβαν τα πέλματα στη ζεστή ακόμη άμμο. Η Μαρία γελούσε
ξανά, σήκωνε τα μαλλιά της ψηλά, τα τίναζε πίσω και μετά προς τον Ρότζερ.
Κοίταζε τα γαλανά μάτια του, το στόμα του. Η Μαίρη σηκώθηκε και τους γύρισε την
πλάτη. Μπήκε στο νερό μέχρι τα γόνατα. Πέρασε δίπλα της ένας γέρος που κρατούσε
μια σακούλα με ψάρια. Πήγε στον μόλο και άρχισε να τα καθαρίζει. Φαινόταν ο
σουγιάς του να ξύνει τα λέπια. Άκουγε παφλασμό, είναι ο γέρος που ξεπλένει τα
ψάρια. Ακουγόταν και ο παφλασμός στον μόλο αλλά και πίσω της. Κάποια στιγμή
είδε τον γέρο να πλησιάζει. Ήταν βουτηγμένη στο νερό ώς τον λαιμό της. Γύρισε.
Η Μαρία και ο Ρότζερ είχαν άμμο στα μαλλιά. Στης Μαρίας είχαν τρυπώσει και
πυγολαμπίδες. Και το ολόγιομο φεγγάρι σα να κρεμόταν από ασημένια κλωστή πάνω
από τα κεφάλια τους. Έμοιαζαν ημιδιαφανείς.
«Πεινάω» τους είπε η Μαίρη. Ο γέρος πέρασε δίπλα τους και σφύριζε έναν σκοπό. Κανείς δεν
ερχόταν. Κι όμως, ήταν ταβέρνα. Η Μαίρη αποφάσισε να πάει μέσα. Κάδρα με
ασπρόμαυρες φωτογραφίες ανθρώπων στους τοίχους, το ψυγείο της Κόκα Κόλα, ένα
τραπέζι με κοφίνια που είχαν κηπευτικά και σταφύλια. Πίσω από το μεγάλο ψυγείο
ήταν μια γιαγιά, αδύνατη, με τα λιγοστά μαλλιά της πιασμένα σε κότσο και τα
χέρια της απασχολημένα.
«Καλησπέρα,
είστε εδώ;» ρώτησε η Μαίρη.
«Για
να μι γλέπεις», της απάντησε, συνεχίζοντας με ό,τι καταπιανόταν.
«Θα
θέλαμε κάτι να φάμε, αν σας είναι εύκολο, παρακαλώ, μια σαλάτα».
«Χάσατι
του δρόμου. Πόσοι είσαστε;»
«Τρεις».
«Οικογένεια
είσαστε;»
«Όχι,
αδερφές και ένας φίλος».
«Τότε,
με το συμπάθιο, φτιάσι, ντε!».
* Γεννήθηκε στη Λιβαδειά και ζει στην Αθήνα.
Σπούδασε παιδαγωγική.
Έχει εκδώσει τη νουβέλα Το κόκκινο κουτί
(Λ. Χρηστάκης 1997), τη συλλογή
διηγημάτων
Κόπιτσες (Οσελότος 2010,
βραχεία λίστα του περιοδικού Διαβάζω,
2011)
και το μυθιστόρημα Με λυμένο
χειρόφρενο
(Κέδρος 2014).
Πεζά της έχουν δημοσιευτεί
στα λογοτεχνικά
περιοδικά Εντευκτήριο,
Πλανόδιον, (δε)κατα και στο διαδίκτυο.
1 σχόλιο:
Πολύ όμορφο!!!!! Και επίκαιρο....
Δημοσίευση σχολίου