πηγή: περιοδικό Εντευκτηριο, τεύχος 87 (Αφιέρωμα: Γύρω από το τραπέζι), 2009
Όταν αποδέχτηκαν την πρόσκληση της για φαγητό, η Έλλη και ο Κ., άρχισε ένα τρεχαλητό για να ’ναι όλα όπως πρέπει. Το όπως πρέπει, στη ζωή της ήταν αρχή. Όχι μονάχα τώρα που, ελαφρώς σιτεμένη, στα 52 της δεν είχε και πολλά πολλά πάρε δώσε, αλλά και παλιά, που λέγανε πως σφύριζε, στα νιάτα της. Ακόμα και τότε όλα γινόταν όπως πρέπει. Ίσως είναι και ένας από τους λόγους που τελικά έμεινε μόνη της και τώρα παρακμάζει ατυχώς. Στο σπίτι τους είχε φάει τρεις τέσσερεις φορές και ένα τραπέζι τούς το χρωστούσε έτσι και αλλιώς. Η αποδοχή τη συγκεκριμένη στιγμή τη βρήκε απροετοίμαστη. Η Έλλη με τον Κ. ήταν ζευγάρι καμιά πενταετία και οι κοινωνικές τους σχέσεις ήταν εξαρχής μετρημένες. Με την Έλλη σπούδαζαν κάποτε μαζί και αυτό είναι όλο. Κράτησαν επαφές και συναντιόταν από καιρού εις καιρόν, καμιά φορά έτρωγαν και παρέα. Γαλέο θα φτιάξω, της είχε πει, που τον πετυχαίνω πάντα. Και κάτι συνοδευτικό. Στην αρχή το είχε δει να βγει από την υποχρέωση μετά το πήρε πατριωτικά. Να καταπλήξει. Άλλωστε ποιος μπαινόβγαινε πια σε αυτό το σπίτι; Από τότε που πέθανε και η μάνα της και ξέκοψαν και οι θείες της, ερημιά. Πήρε μια μέρα άδεια από τη δουλειά, άλλωστε και τόσες μέρες που είχε απόθεμα τι θα τις έκανε; Πρωί πρωί στον ψαρά που είχε παραγγείλει τον γαλέο, παγωτό από το ζαχαροπλαστείο, μερικές ελλείψεις από το σούπερ μάρκετ και φρέζιες από τον ανθοπώλη. Σπάνια έπαιρνε λουλούδια, τι να τα κάνει κιόλας, αλλά σήμερα το απαιτούσε η περίσταση. Καθάρισε προσεκτικά όλο το σπίτι, έστρωσε ένα παλιό τραπεζομάντηλο της μάνας με το κοφτό το σχέδιο στην τραπεζαρία, μαχαιροπίρουνα, σερβίτσια όλα. Συγύρισε, πέταξε. Μερικά πράματα της φάνηκαν, ξαφνικά, περιττά. Κατέβασε στον κάδο κάτι αναμνηστικά, κάτι πιάτα από τη Ρόδο με τα ελάφια, κάτι διακοσμητικά που αγαπούσε η μάνα της, φρικτά μπιμπελό, κάτι μισοτελειωμένα λικέρ σε μπουκάλια που είχαν να ανοιχτούν χρόνια. Σαν να ανάσανε το σαλόνι. Στόλισε τα λουλούδια, εννιά παρά δέκα άναψε και δυο κεριά. Στις εννιά είχαν πει. Ο γαλέος ήταν στον θερμοθάλαμο ζεστός, είχε φτιάξει μια ωραία σαλάτα που την είχε μάθει από την τηλεόραση, ένα πουρέ λαχανικών. Το τραπέζι το στόλισε με φύλλα δάφνης, έβαλε και στο cd player κάτι γαλλικά τραγούδια που είχε πάρει από τις εφημερίδες. Να ανοίξω το κρασί, σκέφτηκε, ή μήπως είναι αγένεια και καλύτερα να τους περιμένω; Ο Κ. δεν είναι πολύ των τύπων, δεν πιστεύω να παρεξηγηθεί, ας βάλω ένα ποτηράκι να μου διώξει το άγχος. Το ρολόι έδειχνε πια εννιάμισι όταν αποφάσισε να τηλεφωνήσει γιατί αργούσαν. Το κινητό βρίσκεται εκτός δικτύου, είπε η φωνή. Στο σπίτι δεν το σήκωνε κανείς. Θα έρχονται, είπε από μέσα της και άλλαξε το cd με τα γαλλικά. Ο γαλέος άρχισε να ξεραίνεται και κείνη να εκνευρίζεται με την όλη κατάσταση. Στις δέκα βγήκε στο μπαλκόνι. Η Παπαναστασίου κάτω έρημος, πού και που περνούσε κανένα αυτοκίνητο. Τίποτε. Ξαναδοκίμασε στα τηλέφωνα. Τα ίδια. Μα τι αγένεια σκέφτηκε, ότι και αν τους έτυχε έπρεπε να ενημερώσουν. Έβαλε λίγο κρύο νερό στις φρέζιες να μη μαραθούν, ένα δεύτερο ποτήρι κρασί που έγινε τρίτο και τέταρτο, άναψε και ένα τσιγάρο από κείνα τα κρυμμένα, που τα είχε για ώρα ανάγκης. Όχι ότι κάπνιζε αλλά να… Στις έντεκα αποφάσισε να καθίσει να φάει. Έσβησε και μερικά φώτα στο σαλόνι, δεν είχε νόημα. Έτρωγε ανόρεκτα τον γαλέο που είχε πια ξεραθεί εντελώς, η σαλάτα παρέμενε δροσερή και αυτό την παρηγορούσε. Το άδειο τραπέζι απόψε τη στεναχωρούσε. Από την Έλλη δεν περίμενε τέτοια γαϊδουριά. Ακόμα και να είχες μαλώσει με τον Κ. στείλε ένα μήνυμα. Πες κάτι μας έτυχε, κάτι σοβαρό. Το παγωτό το έφαγε στη βεράντα, με μια ζακέτα στην πλάτη. Είχε βάλει κρύο, φθινοπώριαζε. Σκέφτηκε να μην της ξαναμιλήσει ποτέ. Ακόμα και αν την έπαιρνε το πρωί να απολογηθεί. Σήκωσε και πήρε στο κινητό. Να της αφήσει και ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή, να ξέρει ότι πληγώθηκε με τη στάση τους. Εκτός δικτύου. Έπεσε για ύπνο βουρκωμένη. Ούτε το τραπέζι δεν μάζεψε. Το πρωί ξύπνησε από τα αξημέρωτα. Με ένα αίσθημα αηδίας για όλους τους ανθρώπους. Δεν θα ξανακαλούσε κανέναν ποτέ σε αυτό το σπίτι. Το ’χε πάρει απόφαση. Το τραπέζι της και η πρόσκληση τής φαινόταν πια μια πολύ κακή ιδέα. Σχεδόν το είχε μετανιώσει. Κατέβηκε να πάρει το λεωφορείο για τη δουλειά. Βρήκε θέση στο αστικό, ήταν νωρίς, κάθισε. Κάποιος είχε ξεχάσει την εφημερίδα του. Το μάτι της έπεσε στην πρώτη σελίδα. Μια φωτογραφία και ένας μικρός τίτλος. Νυχτερινή τραγωδία, ζευγάρι έχασε τη ζωή του στον περιφερειακό μετά από σφοδρή σύγκρουση. Η Έλλη και ο Κ. Ξαφνικά η γεύση του γαλέου πλημμύρισε το στόμα της, και ας είχαν περάσει τόσες ώρες. Κατέβηκε στην επόμενη στάση. Γύρισε πίσω. Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, πέταξε τις φρέζιες στα σκουπίδια και έβγαλε το τραπέζι στη βεράντα, στολισμένο όπως ήταν. Δεν ξανάφαγε ποτέ σε τραπέζι. Μονάχα όρθια στην κουζίνα ή σε έναν δίσκο μπροστά στην τηλεόραση.
Edward Hopper, Automat. Oil on canvas, 1927
Όταν αποδέχτηκαν την πρόσκληση της για φαγητό, η Έλλη και ο Κ., άρχισε ένα τρεχαλητό για να ’ναι όλα όπως πρέπει. Το όπως πρέπει, στη ζωή της ήταν αρχή. Όχι μονάχα τώρα που, ελαφρώς σιτεμένη, στα 52 της δεν είχε και πολλά πολλά πάρε δώσε, αλλά και παλιά, που λέγανε πως σφύριζε, στα νιάτα της. Ακόμα και τότε όλα γινόταν όπως πρέπει. Ίσως είναι και ένας από τους λόγους που τελικά έμεινε μόνη της και τώρα παρακμάζει ατυχώς. Στο σπίτι τους είχε φάει τρεις τέσσερεις φορές και ένα τραπέζι τούς το χρωστούσε έτσι και αλλιώς. Η αποδοχή τη συγκεκριμένη στιγμή τη βρήκε απροετοίμαστη. Η Έλλη με τον Κ. ήταν ζευγάρι καμιά πενταετία και οι κοινωνικές τους σχέσεις ήταν εξαρχής μετρημένες. Με την Έλλη σπούδαζαν κάποτε μαζί και αυτό είναι όλο. Κράτησαν επαφές και συναντιόταν από καιρού εις καιρόν, καμιά φορά έτρωγαν και παρέα. Γαλέο θα φτιάξω, της είχε πει, που τον πετυχαίνω πάντα. Και κάτι συνοδευτικό. Στην αρχή το είχε δει να βγει από την υποχρέωση μετά το πήρε πατριωτικά. Να καταπλήξει. Άλλωστε ποιος μπαινόβγαινε πια σε αυτό το σπίτι; Από τότε που πέθανε και η μάνα της και ξέκοψαν και οι θείες της, ερημιά. Πήρε μια μέρα άδεια από τη δουλειά, άλλωστε και τόσες μέρες που είχε απόθεμα τι θα τις έκανε; Πρωί πρωί στον ψαρά που είχε παραγγείλει τον γαλέο, παγωτό από το ζαχαροπλαστείο, μερικές ελλείψεις από το σούπερ μάρκετ και φρέζιες από τον ανθοπώλη. Σπάνια έπαιρνε λουλούδια, τι να τα κάνει κιόλας, αλλά σήμερα το απαιτούσε η περίσταση. Καθάρισε προσεκτικά όλο το σπίτι, έστρωσε ένα παλιό τραπεζομάντηλο της μάνας με το κοφτό το σχέδιο στην τραπεζαρία, μαχαιροπίρουνα, σερβίτσια όλα. Συγύρισε, πέταξε. Μερικά πράματα της φάνηκαν, ξαφνικά, περιττά. Κατέβασε στον κάδο κάτι αναμνηστικά, κάτι πιάτα από τη Ρόδο με τα ελάφια, κάτι διακοσμητικά που αγαπούσε η μάνα της, φρικτά μπιμπελό, κάτι μισοτελειωμένα λικέρ σε μπουκάλια που είχαν να ανοιχτούν χρόνια. Σαν να ανάσανε το σαλόνι. Στόλισε τα λουλούδια, εννιά παρά δέκα άναψε και δυο κεριά. Στις εννιά είχαν πει. Ο γαλέος ήταν στον θερμοθάλαμο ζεστός, είχε φτιάξει μια ωραία σαλάτα που την είχε μάθει από την τηλεόραση, ένα πουρέ λαχανικών. Το τραπέζι το στόλισε με φύλλα δάφνης, έβαλε και στο cd player κάτι γαλλικά τραγούδια που είχε πάρει από τις εφημερίδες. Να ανοίξω το κρασί, σκέφτηκε, ή μήπως είναι αγένεια και καλύτερα να τους περιμένω; Ο Κ. δεν είναι πολύ των τύπων, δεν πιστεύω να παρεξηγηθεί, ας βάλω ένα ποτηράκι να μου διώξει το άγχος. Το ρολόι έδειχνε πια εννιάμισι όταν αποφάσισε να τηλεφωνήσει γιατί αργούσαν. Το κινητό βρίσκεται εκτός δικτύου, είπε η φωνή. Στο σπίτι δεν το σήκωνε κανείς. Θα έρχονται, είπε από μέσα της και άλλαξε το cd με τα γαλλικά. Ο γαλέος άρχισε να ξεραίνεται και κείνη να εκνευρίζεται με την όλη κατάσταση. Στις δέκα βγήκε στο μπαλκόνι. Η Παπαναστασίου κάτω έρημος, πού και που περνούσε κανένα αυτοκίνητο. Τίποτε. Ξαναδοκίμασε στα τηλέφωνα. Τα ίδια. Μα τι αγένεια σκέφτηκε, ότι και αν τους έτυχε έπρεπε να ενημερώσουν. Έβαλε λίγο κρύο νερό στις φρέζιες να μη μαραθούν, ένα δεύτερο ποτήρι κρασί που έγινε τρίτο και τέταρτο, άναψε και ένα τσιγάρο από κείνα τα κρυμμένα, που τα είχε για ώρα ανάγκης. Όχι ότι κάπνιζε αλλά να… Στις έντεκα αποφάσισε να καθίσει να φάει. Έσβησε και μερικά φώτα στο σαλόνι, δεν είχε νόημα. Έτρωγε ανόρεκτα τον γαλέο που είχε πια ξεραθεί εντελώς, η σαλάτα παρέμενε δροσερή και αυτό την παρηγορούσε. Το άδειο τραπέζι απόψε τη στεναχωρούσε. Από την Έλλη δεν περίμενε τέτοια γαϊδουριά. Ακόμα και να είχες μαλώσει με τον Κ. στείλε ένα μήνυμα. Πες κάτι μας έτυχε, κάτι σοβαρό. Το παγωτό το έφαγε στη βεράντα, με μια ζακέτα στην πλάτη. Είχε βάλει κρύο, φθινοπώριαζε. Σκέφτηκε να μην της ξαναμιλήσει ποτέ. Ακόμα και αν την έπαιρνε το πρωί να απολογηθεί. Σήκωσε και πήρε στο κινητό. Να της αφήσει και ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή, να ξέρει ότι πληγώθηκε με τη στάση τους. Εκτός δικτύου. Έπεσε για ύπνο βουρκωμένη. Ούτε το τραπέζι δεν μάζεψε. Το πρωί ξύπνησε από τα αξημέρωτα. Με ένα αίσθημα αηδίας για όλους τους ανθρώπους. Δεν θα ξανακαλούσε κανέναν ποτέ σε αυτό το σπίτι. Το ’χε πάρει απόφαση. Το τραπέζι της και η πρόσκληση τής φαινόταν πια μια πολύ κακή ιδέα. Σχεδόν το είχε μετανιώσει. Κατέβηκε να πάρει το λεωφορείο για τη δουλειά. Βρήκε θέση στο αστικό, ήταν νωρίς, κάθισε. Κάποιος είχε ξεχάσει την εφημερίδα του. Το μάτι της έπεσε στην πρώτη σελίδα. Μια φωτογραφία και ένας μικρός τίτλος. Νυχτερινή τραγωδία, ζευγάρι έχασε τη ζωή του στον περιφερειακό μετά από σφοδρή σύγκρουση. Η Έλλη και ο Κ. Ξαφνικά η γεύση του γαλέου πλημμύρισε το στόμα της, και ας είχαν περάσει τόσες ώρες. Κατέβηκε στην επόμενη στάση. Γύρισε πίσω. Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, πέταξε τις φρέζιες στα σκουπίδια και έβγαλε το τραπέζι στη βεράντα, στολισμένο όπως ήταν. Δεν ξανάφαγε ποτέ σε τραπέζι. Μονάχα όρθια στην κουζίνα ή σε έναν δίσκο μπροστά στην τηλεόραση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου