του Άκη Παπαντώνη
πηγή: http://www.efsyn.gr
Στα 25 και πλέον χρόνια που το περιοδικό «Εντευκτήριο» δραστηριοποιείται στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων, πάντοτε υπό την καθοδήγηση του ακούραστου Γιώργου Κορδομενίδη, έχει φροντίσει να μας συστήσει έργα νέων –αλλά και αναγνωρισμένων– λογοτεχνών όχι μόνο μέσω των σελίδων των τευχών του, αλλά και μέσω των εκδόσεών του.
Ενδεικτικά μόνο θα αναφέρω τη γνωριμία μας με το έργο των Jan Henrik Swan («Τα μηχανάκια του Μανόλη», 2013 και «Καταραμένη χαρά», 2002), Τάσου Χατζητάτση («Στη σφενδόνη», 2000), Βασίλη Αμανατίδη («Υπνωτήριο», 1999) και Δημήτρη Μίγγα («Αγκαλιάζεις τον άνθρωπο αν αγγίξεις τη θάλασσα», 1995).
Στο ίδιο μοτίβο, λοιπόν, το αναγνωστικό αισθητήριο των εκδόσεων του Εντευκτηρίου παρουσίασε το 2015 στο κοινό τρία, μικρά το δέμας, αλλά αξιοσύστατα και ιδιαιτέρως φροντισμένα βιβλία.
φωτογραφία: Σάκης Καρακασίδης
Γεννημένος στην Αλβανία, μεγαλωμένος στη Θεσαλλονίκη και κάτοικος εξωτερικού πλέον, ο Αγκόλλι χτίζει μια συλλογή με τρόπο που θυμίζει ημερολογιακές καταγραφές μιας ταλανισμένης ενηλικίωσης.
Βρίσκει όμως τρόπους –με τις γλωσσικές επιλογές του και την κοσμοπολίτικη προσέγγιση της πραγματικότητας– να μην αφήσει τα ποιήματά του να διολισθήσουν στην εσωστρέφεια.
«[...] Εκείθεν,/ ο μητροπολιτικός
άνθρακας/ άρχιζε να/ οξειδώνει τα απολλώνιά τους ιδεώδη και την
αλκοολική φιλοσοφία,/ καθώς τις κάστες του/ δουλεύουν πια το
ελεφαντόδοντο. Και χρόνια αργότερα, ειρωνικά/ διατυπώνοντας τους
σύγχρονους φθόγγους και τα δόγματα,/ Αγγλοσάξωνες/ ρωτούσαν τον Βούδα,
τον Γκάντι, τον Ταγκόρ:/ Πείτε μας, πείτε μας – εμείς πότε θα φθαρούμε
επιτέλους;» (σ. 29).
φωτογραφία: Σάκης Καρακασίδης
Η Στεφανάκη γράφει με τον ενθουσιασμό ενός ανθρώπου που μόλις ανοίγεται στη ζωή και, την ίδια στιγμή, με το βλέμμα της γυναίκας που έχει χωνέψει τη βιωμένη πραγματικότητα και την επισκέπτεται ως «κήπο (και όχι ως νεκροταφείο) αναμνήσεων».
Στο υστερόγραφο του διηγήματος «Μήπως βουνό, Ηλία;» χρησιμοποιεί τις εξής λέξεις «Υ.Γ. 1 Αυτή ήταν η μοναδική φορά. Η θάλασσα δεν ήταν ποτέ άλλοτε διαθέσιμη» (σ. 58).
φωτογραφία: Βλάσσης Χρυσόπουλος
Στα 43 μπιλιέτα ποίησης ή/και πρόζας της συλλογής ο Φίλης πραγματεύεται, κι αυτός με τη σειρά του, την απώλεια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Διανυκτέρευση» όπου γράφει:
«Κάποτε συνηθίζεις/ και δεν φοβάσαι
πια/ είναι στη φύση σου η εξοικείωση/ [...] ειδικά τα καλοκαίρια στις
υποβρύχιες βουτιές/ στα μακροβούτια χωρίς αναπνευστήρα/ εκείνο το λίγο
πριν σου κοπεί η αναπνοή/ που βγάζεις το κεφάλι από το νερό/ κι
εισπνέεις/ μεγάλο μάθημα» (σ. 65).
Η ποίηση του Φίλη είναι σύγχρονη, πολιτική, ανήσυχη – αλλά είναι σύγχρονη γιατί συνομιλεί (και) με την εμπειρία, πολιτική γιατί είναι υπαινικτική, ανήσυχη γιατί δεν εξωραΐζει.
Και οι τρεις ανά χείρας συλλογές, λοιπόν, εκκινούν από ένα αίσθημα απώλειας, όμως πολύ γρήγορα οι αφηγήσεις διασπείρονται στον χώρο και στον χρόνο.
Η φυσική, ψυχική και συναισθηματική μετανάστευση του Αγκόλλι, η λείανση (ή μη) των ρυτίδων του ερωτικού ανεκπλήρωτου της Στεφανάκη, η αναμέτρηση με την πολιτική πραγματικότητα και τον χρόνο του Φίλη μοιάζουν εν πρώτοις διαθλάσεις της έννοιας της απώλειας.
Ομως, και οι τρεις συναιρούνται εν τέλει στο εξής: και στα τρία βιβλία η αφήγηση μοιάζει να αναπτύσσεται με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν και όλες τις άλλες αισθήσεις στο (εγγύς ή μακρινότερο) μέλλον.
Κι είναι το αίσθημα της γόνιμης ανησυχίας για αυτά που έρχονται που μοιράζονται τα ποιήματα και τα πεζά των τριών συγγραφέων. Εν τέλει, με τα λόγια του «απλού υπαλλήλου βιντεοκλάμπ»:
«[...] Γιατί οι τίτλοι τέλους να μην
είναι αυτονόητοι/ γιατί να πρέπει να ζήσω σε “ζωντανή σύνδεση” ετούτο
τον επίλογο/ με τα χέρια ματωμένα απ’ το ποπ κορν;» (σ. 64).
Σημείωση του Εντευκτηρίου: όλα τα εξώφυλλα σχεδιάστηκαν από τον Άρι Γεωργίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου