Julien Gracq, Μπαλκόνι στο δάσος. Μετάφραση (άκρως ποιητική): Ανθή Λεούση. Αθήνα, Ίνδικτος 2007, 248 σελ.
Ο υπολοχαγός Γκρανζ τοποθετείται σε ένα οχυρό στις Αρδέννες, στα σύνορα με το Βέλγιο. Είναι ένα προκεχωρημένο φυλάκιο μέσα στο δάσος, και, σε περίπτωση επίθεσης των Γερμανών, θα αποτελέσει γραμμή αντίστασης στην προέλαση των εχθρικών τεθωρακισμένων προς τον ποταμό Μόζα. Όλο το φθινόπωρο και τον χειμώνα στο προστατευμένο οχυρό τους ― «ατμόσφαιρα αργοπορημένου ξυπνήματος», ο υπολοχαγός Γκράνζ και οι άντρες του ζουν χωρίς να τους αγγίζει ο πόλεμος, μολονότι ο μηχανισμός του πολέμου, σαν ένας κλιμακωτός φόβος, εγκαθίσταται αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα, γύρω από την τετραμελή φρουρά. «Ο πόλεμος δεν εγκατασταινόταν γρήγορα αλλά, με αγγίγματα μικρά, έπαιρνε στην κατοχή του ανεπαίσθητα τη γη, σαν γκρίζα εποχή».
Εκεί, απομονωμένος στη στέγη, ο έφεδρος Γκρανζ, «στα διαλείμματα ανάμεσα στους θορύβους των κατσαρολικών», έχει όλο τον καιρό στη διάθεσή του να εξερευνήσει το δάσος και τα γύρω χωριά, να συνδεθεί με τους άντρες που διοικεί («η σιωπή , τόσο σπάνια στη στρατιωτική ζωή, ξαναξάπλωνε στη μέση του δωματίου ρονρονίζοντας σαν ευτυχισμένη γάτα»), να κρυφτεί βαθιά μέσα στην υποχρεωτική του απομόνωση, να τρέφει αφειδώλευτα τις ονειροπολήσεις του («το σώμα κινούνταν εκεί μέσα σαν το ξερό αμύγδαλο στο φλούδι του»), να γνωρίσει τη Μόνα μια βροχερή Κυριακή («μια κόρη της βροχής... μια μικρή μάγισσα του δάσους»), να συνδεθεί μαζί της, να ζήσει τον έρωτα, φθινόπωρο και χειμώνα να υπάρξει σχεδόν ευτυχισμένος.
Εκεί, «σ' εκείνο το ψηλό οροπέδιο των δασών, το αιωρούμενο πάνω από την κοιλάδα», μ' ένα απατηλό αίσθημα ασφάλειας, ― σχεδόν ευτυχισμένος. Γιατί καμιά άνοιξη δεν λύνει εκκρεμότητες, γιατί κάποτε και η φύση προσαρμόζεται στους πολεμικούς ρυθμούς του ανθρώπου, προσαρμόζεται στο εντός του ανθρώπου-πολέμου, όπου υπογράφονται τα πάντα με έναν περισσότερο ή λιγότερο ηρωικό τρόπο.
«Μια παύλα ριγηλή, σχεδιασμένη από σβέλτο, ευκίνητο χέρι, δρασκέλισε τον άσπρο δρόμο και χάθηκε στις πρασινάδες: ένα κουνάβι.»
* Κάποτε αφήνεις το βιβλίο, εγκαταλείπεις το μπαλκόνι, τη «θολερή γη», το «σαρκερό στόμα», το «ρωγοβύζι του λόφου», την «πλαγιά που ασπρογάλιαζε», το «χουχούτισμα της κουκουβάγιας», τα «γλινερά δένδρα», εντέλει το βομβαρδισμένο οχυρό, οδεύεις για κάποιο άλλο ―περισσότερο έρημο, περισσότερο μόνο, περισσότερο υγρό―, με τα μάτια σαν lentilles d'eau, και τα κομοδίνα παραμένουν ξυλινα σαν αδέξια ποιήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου