Χρήστο Μπράβο, είσαι ’κει; πηδώ τον φράχτη, πιάνω τη ραχούλα, γυρνώ και τη σελίδα 17. Πέφτω σ’ ενέδρα, τους λέω για σένα. μου λένε Ψυχοσάββατο σήμερα, γύρνα πίσω. Πάω στο καφενείο, βλέπω γαμπρό να οπλίζει, κακό σημάδι. Γυρνώ τη σελίδα 11 και μπαίνω σε αχυρώνα. Σύρματα και σανίδια καταγής κι ένας φαντάρος με κονσέρβα ―μην είδες τον Χρήστο Μπράβο;― πιάσε, μου κάνει, τη Δεσκάτη, στην πρώτη μάντρα αριστερά, πάρ’ το όλο ευθεία ξημερώματα, μέχρι τους μαστόρους. εκεί που σφάζουνε κοκόρια, εκεί θα τον εβρείς. κι όπως μου είπε, πήγα, μα κάτι σφαίρες ξύριζαν επάνω στην πλαγιά. Σκύβω σ’ ένα φιλιατρό, γυναίκες ρίχνανε μαντήλια σε πηγάδι. Ταβάνι ένιωθα τον ουρανό, τανάλια στον λαιμό μου. Γυρνώ σελίδες μονομιάς, πέφτω στην 23. Κοιτώ μια γύρα, πραματευτάδες κατέβαιναν απ’ Αυλώνα. Τροχίζανε τα δόντια τους, τους πήρα στο κατόπι ―πού ’σαι ρε, Χρήστο Μπράβο; που μ’ άκουσε μια γύφτισσα κι έρχεται κοντά μου. Βγάζει το στήθος, ασήμωσε, μου λέει, και ’γω τον Χρήστο θα σου βρω. Δίνω ό,τι έχω, κι όπως μου είπε η στριγκιά, πιάνω σελήνη στο καταφύγιο του Λάμπη. Εκεί τον βρίσκω μες στα φυσερά, με κάρβουνα στα χέρια ―Χρήστο, του λέω, άργησες κι η μάνα σου σε ψάχνει. πιάσε μπαμπάκι, μισό κερί και βάλε τα στα χείλη, σε κλαίνε ήδη στο χωριό, το κόλλυβό σου βράζει, το φέρετρο δεν καρτερά, μη βρίζεις το στανιό σου.
(Χρήστος Μπράβος, Oρεινό καταφύγιο, Αθήνα, Τυπογραφείο «Κείμενα» 1983, δρχ. 100.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου