26.8.15

Ελένη Χοντολίδου: Μάνες και κόρες


Η φωτογραφία αυτή είναι, κατά την άποψή μου, η πολυτιμότερη φωτογραφία της οικογένειάς μου, και μάλιστα της μητρογονικής της γραμμής. Οι πέντε γυναίκες που απαθανατίζονται βρέθηκαν σε δεδομένη στιγμή στη Θεσσαλονίκη όλες μαζί, και η φωτογράφιση ήταν ιδέα του θείου Βασίλη Ζαχαριάδη, συζύγου της μόνης μη μαυροφορεμένης γυναίκας, της θείας μου Ανθούλας Βασιλειάδου, αδελφής της μητέρας μου, και πατέρα της νεογέννητης μικρής, εξαδέλφης μου Ελισάβετ Ζαχαριάδου (γέννηση του πρώτου παιδιού όλων των αδελφών & εξαδέλφων και της πρώτης εγγονής όλων των αδελφών της μητέρας μου). ΄Ετος φωτογράφισης: 1944. Τι κρίμα να μην είμαι εγώ στη φωτογραφία...
Δεξιά είναι η γιαγιά Ευδοξία Σουρμελή, γυναίκα του καπετάν Παναγή Σουρμελή, που ήρθε από την Κερασούντα χωρίς τον άντρα της. Η μισή της οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και η άλλη μισή στη Θεσσαλονίκη. Η επονομαζόμενη «γιαγιάκα» ήταν πολύ αγαπητή από τα πέντε παιδιά της, τα έξι εγγόνια και τα δεκατέσσερα δισέγγονά της (μόνο από τη μία κόρη της στη Θεσσαλονίκη). Η γιαγιάκα έπαιρνε «χαρτζιλίκι» από τον εγγονό της Παναγή Παπαδόπουλο, μηχανικό, σπουδαγμένο στη Λειψία, και όλο το χαρτζιλίκι της το έδινε στα εγγόνια της, με τη σύσταση να πάρουν βιβλία... Τη μαρτυρία αυτή μας έδωσε σε οικογενειακή συνάντηση το 1999 ο θείος Αλέκος, αδελφός της μητέρας μου Θεανώς και της εικονιζόμενης θείας Ανθούλας, συνάντηση η οποία μετετράπη σε έπαινο των γυναικών της οικογένειας. ΄Οταν πέθανε η γιαγιάκα, άρχισαν να ζητούν ένα ένα τα δισέγγονά της άδεια από τον γυμνασιάρχη τους να παραστούν στην κηδεία. ΄Οταν έφτασε ο τελευταίος να ζητήσει άδεια, ο γυμνασιάρχης εξανέστη και είπε: μα ολονών η γιαγιά πέθανε σήμερα; Και ο θείος Αχιλλέας, δισέγγονός της και αυτός, εξήγησε ότι όντως είναι ολονών η προ-γιαγιά...
Ο Ρολάν Μπαρτ μίλησε για το σημείο στο οποίο εστιάζεται η προσοχή μας, το επονομαζόμενο punctum. Πιστεύω ότι το punctum της φωτογραφίας είναι τα καρτερικά σταυρωμένα χέρια της γιαγιάς Ευδοξίας. Ίσως και τα μαύρα ρούχα των τριών γυναικών…
Δίπλα στη γιαγιά Ευδοξία είναι η κόρη της, Περσεφόνη Σουρμελή-Παπαδοπούλου, σύζυγος του Αχιλλέα Παπαδόπουλου και μητέρα του Παναγή, της Ελισάβετ, της Σοφίας, που είναι στη φωτογραφία, του άτεκνου Γιάγκου, του Γιώργου και του Ανέστη. Η γιαγιά Περσεφόνη ήταν απόφοιτος Παρθεναγωγείου Κερασούντας, και βρίσκουμε στο περιοδικό Ποντιακή Εστία του 1978, 95 χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή του, ρεπορτάζ για τους νέους δρόμους της πόλης.





Δίπλα της η γιαγιά μου και μητέρα της μητέρας μου Θεανώς, Σοφία Παπαδοπούλου, σύζυγος Κωνσταντίνου Βασιλειάδη και μητέρα επτά παιδιών, από τα οποία το πρώτο πέθανε πολύ μικρό. Λέγεται ότι ο παππούς Κώστας άνοιγε το πορτοφόλι του, έβλεπε τη φωτογραφία με τον μικρό Αλέξανδρο και έκλαιγε. Τα πέντε παιδιά που έφτασαν στην ενηλικίωση ήταν ο Χαρίκος, οι δίδυμες Αλέκα και Ανθούλα (της φωτογραφίας), η μητέρα μου Θεανώ, η Λένα και ο Αλέκος.   Η γιαγιά Σοφία έζησε την προσφυγιά στο πετσί της, και είναι αξιοσημείωτο να δει κανείς φωτογραφία της λίγα χρόνια πριν και λίγα χρόνια μετά την προσφυγιά. Σαν να πέρασαν είκοσι χρόνια από πάνω της. Κάθε μέρα μετά την εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη (από δήμαρχοι κλητήρες), η γιαγιά έβαζε κατσαρόλα για δεκαπέντε άτομα που έρχονταν πρόσφυγες από τον Πόντο. Ρεμπάτευε τα ρούχα των παιδιών της και τα έπλενε στο χέρι της, βεβαίως...
Όλα τα παιδιά της πρόκοψαν και πέντε από τα έξι σπούδασαν: τα δύο αγόρια ο Χαρίκος, ο Αλέκος και η Αλέκα, γεωπόνοι· τα δύο κορίτσια, η Ανθούλα της φωτογραφίας και η Λένα, η αγαπημένη μου θεία, δασκάλες. Τον μικρό και επονομαζόμενο «σοφό» μου θείο Αλέκο (γιατί ήταν και μορφωμένος και μαθηματική διάνοια, μετατρέποντας κάθε οικογενειακή συγκέντρωση σε… μαθηματική ημερίδα!) η γιαγιά κατάφερε να τον βγάλει από το στρατόπεδο «Παύλος Μελάς», όπου ήταν κρατούμενος ως μέλος της ΕΠ.Ο.Ν. του Αριστοτελείου, Κύριος οίδε με ποιον τρόπο...
Όρθια με εμπριμέ η θεία Ανθούλα, δασκάλα με πολλά χρόνια υπηρεσίας σε χωριά, στα δύσκολα χρόνια, όπου γέννησε και τα δύο της κορίτσια, την Ελισάβετ της φωτογραφίας και τη Νίκη με το όνομα της νίκης που νικήσαμε έναντι των Γερμανών.
Περήφανες γυναίκες, οι τρεις μεγαλύτερες πρόσφυγες από τον Πόντο, αλλάζοντας τόπο, πατρίδα και τάξη, η τέταρτη μόλις που κατάλαβε προσφυγιά και μετακίνηση από τη Ρωσία στην Ελλάδα, όλες τους αξιοπρεπείς, βασανισμένες και ωραίες, προκομμένες και υπέροχες. Η προίκα μου, το παρελθόν μου, η περηφάνια μου.
Δεν έχω δίκιο να καμαρώνω;



Η Ελένη Χοντολίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το ’57 από Πόντιους πρόσφυγες γονείς.

Διδάσκει στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. από το 1981 (αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής).

Ετοιμάζει αλλά δεν τολμά να εκδώσει ένα παιδικό βιβλίο. Έχει βρει πάντως ήδη το ψευδώνυμο –αν τολμήσει να το εκδώσει ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: