23.8.15

Ζαφείρης Νικήτας: Οι βάθρες (Βουνό ή θάλασσα;)


φωτογραφία: Θανάσης Σταθόπουλος


Βουνό ή θάλασσα, τη ρώτησα. Τι προτιμάς; Τα πόδια μας, προσεκτικά, επέλεγαν με ρίσκο κάθε επόμενο βήμα, καθώς ανηφορίζαμε το φαράγγι. Κάποια τμήματα του μονοπατιού, του εθνικού δρυμού, ήταν λιγότερο φροντισμένα από άλλα. Νερό από πηγές λάσπωνε τη διαδρομή, κάνοντάς την γλιστερή σαν ράχη από χέλι.

Δεν ξέρω τι προτιμώ, μου είπε. Αυτό που ξέρω είναι πως, όταν βρεθώ κοντά στη θάλασσα, δεν μπορώ να της αντισταθώ. Πρέπει να βουτήξω. Η πέτρα κάτω από το πόδι της υποχώρησε και είδα τη Νεφέλη να μετεωρίζεται για λίγο, φύλλο αναποφάσιστο πριν αφήσει τον κλαδί. Έγειρε, σε μια πιρουέτα πτώσης, το χέρι της, καθώς αιθεροβατούσε, μπροστά μου, με την πλάτη της στραμμένη σε μένα, με μένα ακολουθώντας στα νώτα της, οπισθοφυλακή, έπιασε την παλάμη μου ενστικτωδώς. Την άφησε αμέσως.

Δάσος πλούσιο φούντωνε γύρω μας. Λεπτοκαρυές κυρίως, με κορμούς ξεφλουδισμένους, κομμάτια λευκά που ξεκολλούν απ’ τον κορμό για να φανερώσουν τη μέσα σκούρα σάρκα. Πιο πάνω, στη λιγνή κατακόρυφο, κλαδιά ακατάστατα, κι ωστόσο κάθε δέντρο σχεδόν χωριστό, δέντρο περήφανο, που δεν ενώνει φυλλωσιά με την όμορή του βλάστηση, κάθε κορμός κορμάκι μοναχό και απομονωμένο.

Τα πόδια της Νεφέλης και η πλάτη της ― αυτά έμεναν γυμνά από το φόρεμά της. Ήδη ακούγονταν οι καταρράχτες. Μου αρέσει αυτό που φοράς, της είπα. Ήταν κοντό, όμως όχι στενό, μάλλον αέρινο, ένα λεπτό ύφασμα γύρω από το μελί της σώμα, το καβουρδισμένο απ’ το αλάτι, τον ήλιο, τη θάλασσα. Είναι χαρούμενο, της είπα. Ευχαριστώ, είπε. Δεν φοράω συχνά χρώματα, είπε. Έψαξα στην πλάτη της σημάδια από μαγιό, δεν βρήκα κανένα. Μπορούμε να βουτήξουμε, της είπα.

Είναι κρύο το νερό, είπε. Δροσιά, είπα. Από τα δεξιά μας, το χώμα ανηφόριζε προς την κορυφή. Από τα αριστερά, ανάμεσα στα δέντρα, τα μαλακά φύλλα, τους θάμνους, ξεχώριζαν ανακλάσεις ήλιου πάνω στο νερό. Οι καταρράχτες άδειαζαν την ορμή τους μέσα σε μικρές γούβες γεμάτες με νερό, πισίνες του βουνού, βάθρες. Είναι βαθιές και πέτρινες, μου είπε. Μπορούμε να πηδήξουμε από ψηλά, της είπα. Για σένα είναι επικίνδυνο, μου είπε. Είσαι ψηλός, μου είπε. Και το νερό σε ξεγελά, είπε. Το έχω ξανακάνει, είπα. Έτσι χτύπησες το γόνατό σου, είπε. Ναι, είπα. Σου έχω πει γι’ αυτό; Όχι, είπε. Πώς το ξέρεις τότε; είπα. Χαμογέλασε.

Μια απότομη κατηφόρα, με μεγάλα σκαλοπάτια από χώμα και ξύλινα υποστηρίγματα, έβγαζε στις βάθρες. Είναι καλά κρυμμένες μέσα στο βουνό, είπα. Ευτυχώς, είπε. Αν γίνω δασοφύλακας και μείνω εδώ; της είπα. Θα έχεις όλο το βουνό δικό σου, είπε. Κι εσύ; είπα. Πόσο συχνά έρχεσαι; Είμαι τώρα εδώ, είπε, δεν είμαι; Έβγαλε τα παπούτσια της, ένα υπόδημα σαν σανδάλι ορειβασίας, ενισχυμένο, όχι όμως και απόλυτα κατάλληλο για αναβάσεις. Άφησε το φόρεμά της να πέσει. Πήδηξε από ψηλά μέσα στο νερό.

Έβγαλα το αμάνικό μου κι έσπρωξα το σώμα μου στο κενό, αλεξιπτωτιστής χωρίς το αλεξίπτωτο. Άκουσα τον κρότο από το σπάσιμο της επιφάνειας, κι έπειτα άνοιξα τα μάτια. Λείες, καστανές πέτρες, βρύα, και γυρίνοι, μέσα στο νερό. Στο θώρακά μου τσούξιμο από την πτώση. Θόρυβος και πόδια αεικίνητα δίπλα μου, η Νεφέλη λίγα μόνο εκατοστά πιο κοντή από τον βυθό της βάθρας. Η κίνησή της θόλωνε το νερό, έφτιαχνε τοπικές δίνες, φουσκάλες και ρεύματα. Έβγαλα το κεφάλι μου, την κοίταξα, κι οι δυο μας χτενισμένοι προς τα πίσω από τη φορά των νερών, τα πρόσωπά μας κοντά, πλησιάζοντας.

Πώς είναι το γόνατό σου, είπε. Χτύπησες και το δεύτερο; Σταγόνες είχαν σταθεί πάνω από τα φρύδια της, τα βλέφαρά της. Έβλεπα το γυμνό της σώμα με διαθλάσεις μέσα στο νερό, οι θηλές της σαν κέρματα. Άπλωσε το χέρι της και έδειξε ακριβώς από πίσω μου.

Στην άκρη της βάθρας, ένα πλέγμα από υδρόβια έντομα απλώνονταν σαν ζωντανό εργόχειρο, σαν ένα κέντημα της φύσης πάνω στο διαμπερές νερό. Είναι ακίνδυνα, είπε. Αρκεί να μείνεις μακριά. Σπρώχνοντας μεγάλους υδάτινους όγκους, απομάκρυνα τα ζωύφια και στράφηκα στη Νεφέλη. Περπάτησα προς το μέρος της, δίχως τίποτα να με εμποδίζει.



Ο Ζαφείρης Νικήτας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1983. 
Σπούδασε νομική και θέατρο στο Α.Π.Θ. 
Έκανε μεταπτυχιακό στην ιστορία, τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία του δικαίου. 
Το 2010 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, Πισώπλατος ουρανός
Τον Οκτώβριο του 2015 θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα, στη θέση της λογοτεχνίας, στην 17η Biennale Νέων Λογοτεχνών, με το ποιητικό του έργο Τα νερά του μετανάστη
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και φιλοξενηθεί στο site του πανεπιστημίου Harvard.

Δεν υπάρχουν σχόλια: