στον
Γιώργο & τον Άρη (φυσικά)
Αγαπητέ (και ‒αίφνης
μαθαίνω‒ πατριωτάκι) Γιώργο,
Μηρυκάζοντας το κείμενό
σου για τις παιδικές και πρώιμες εφηβικές (μη) διακοπές σου, ξεχείλισαν «απ' τον
Καιρό» υγρές οι μνήμες και στεγνώνοντας σε λέξεις απλωθήκαν στο χειρόγραφο κι
έπειτα αναπαράχθηκαν εντύπως σε χαρτί και ηλεκτρονικά σε οθόνες ―
Ο πατέρας μου, Στυλιανός
ή Στέλιος ή και κατ’ άλλους Στέργιος Χ#Κυριάκος (θανών το ’91), γεννήθηκε στήν Ξάνθη το ’28. Γύρω στά μέσα της
δεκαετίας του ’30, ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν αυτός, η αδελφή του, ο πατέρας του
κι η μάνα του ―κοντή, αποδείχτηκε η ζωή αυτηνής έκτοτε― στη Σαλονίκη, στην
Παύλου Μελά, πίσω από το ιερό της Αγια-Σοφιάς, σε γειτονιά πολύ εβραίικια ακόμη ―κάθε
πρωί σωροί τα φλούδια των πεπίτος που
μασούλαγαν τα βράδια οι Ισραηλίτες στα
κατώφλια―, η οποία τότε εξελλη(νοαμερικα)νι-ζόταν, αφήνοντας το σπίτι τους στη
συνοικία του Ακάθιστου Ύμνου στην Ξάνθη, όπου σ' ένα οικόπεδο ακόμη, ανάμεσα σε
χαμοκέλες, όπου κυρίως κατοικούν αλλόθρησκοι κι αλλόγλωσσοι πατριώτες μας, κάτω
από μπάζα δύσοσμα και άγρια χορτάρια, φυτοζωούν ακόμη της οικογένειάς μου κάτι λίγες ρίζες, για τις οποίες μόνον η Εφορία και το Κτηματολόγιο νιάζονται ―και
με ενοχλούν και με «ψειρίζουνε»― ακόμη.
Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος
(από το βιβλίο των Γιώργου Αναστασιάδη και Ευάγγελου Χεκίμογλου,
Η διαδρομή της μνήμης: Τσιμισκή, Αγίας Σοφίας, Διαγώνιος)
Πρώτη φορά που
επισκέφθηκα την Ξάνθη με την άσπρη Φορντ Κορτίνα του πατέρα μου στα μέσα της δεκαετίας του ’60 θα ’τανε καλοκαιράκι. Στο μικροσκοπικό τενεκετζίδικό του,
λίγο πριν κλείσουνε τα μαγαζιά, την ώρα που ξεκίναγε η βροχή, κι οι
μουσουλμάνες με τις μαντήλες τρέχανε να προφυλαχτούν, ο συγγενής του πατέρα μου
ήθελε σώνει και καλά να εξηγήσει κάτι στη μητέρα μου, καταλαβαίνετε μανταμίτσα, καταλαβαίνετε, επαναλάμβανε, μα εκείνη
δεν τον πρόσεχε, κοίταζε σχεδόν με δέος τον εντυπωσιακό ελαιώνα που είχε
αναπτυχθεί πάνω στο πρόσωπο του νονού, και συγγενή εξ αίματος, του πατέρα μου, που τότε διέθετε ακόμη μόνον λιγοστές, απομονωμένες, πολλά υποσχόμενες ωστόσο, κρεατοελιές. Το βράδι, στο τουρκόσπιτο του αξάδελφου που μας φιλοξενούσε, με
νανούρισε ο ήχος της βροχής σε ένα λαμαρινένιο υπόστεγο. Την άλλη μέρα,
Κομοτηνή (δεν άντεχε ο πατέρας μου να μην προσθέσει Γκιουμουρτζίνα ταραφοντάν) και Αλεξανδρούπολη (ο ίδιος πρόσθετε Δεδέαγατς),
θυμάμαι αμυδρά ένα νυχτερινό παραθαλάσσιο «κέντρο» με ορχήστρα, οι μουσικοί
ήταν ντυμένοι στα λευκά, τα ζευγάρια χόρευαν βαλς και ταγκό στην πίστα, σαράντα
χρόνια θά ’κανα να ’μαι ξανά τόσο κοντά στον «μαρανιστή» Μισέλ, συμπτωματικά σε
τσιπουράδικο στον Βόλο όπου, πολέμου ένεκα, γεννήθηκε η αδελφή του πατέρα μου,
το ’19.
Ξάνθη, σιδηροδρομικός σταθμός
Τέλη του ’60, καλοκαίρι
πάλι, με τη θειά μου στην Ξάνθη, μένουμε στης αδελφικής της φίλης, που είναι
παντρεμένη με καλλιτέχνη ελαιοχρωματιστή, αγιογράφο, μελισσοκόμο, μουσικό
(τσίτερ και πιάνο στο σαλόνι), η μόλις απόφοιτη εξαταξίου Γυμνασίου κόρη τους
μόλις και με πτυχίο (άριστα) στο πιάνο. Ζέστη, κουνούπια, το πρωί Τοξότες, Παναγίες,
Ταξιάρχης, Ξανθίππη, κάποιο Πομακοχώρι στην πεδιάδα, κέντημα και μου’αμπέτ’, Άβδηρα, Πόρτο Λάγος, Φανάρι,
ψευτοβουτιές στη ρηχή θάλασσα, στην απογευματινή σιέστα ενίοτε μαλακία στην
ανάμνηση (τυχαία μπανισμένης) γυμνωμένης γυναικείας σάρκας, το απόγευμα, βόλτα ώς την πισίνα για δροσιά και καφεδάκι,
ποδηλατάδα άλλοτε ώς τον Σταθμό, αν μπει στ’ αυτί
σου το χνούδι (απ’ τα καβάκια που ’τανε ολόγυρα) θα κουφαθείς, τουλούμπες έπειτα στη «Νέα Ελλάδα», αργότερα αναψυκτικό
στο ζαχαροπλαστείο με φίλο της θειας μου από τα χρόνια πριν τη Σαλονίκη, αυτός
ουζάκι με μεζέ, η θειά μου να μοιράζεται μια μπύρα με τη γυναίκα του, για
δείπνο στην Κληματαριά, χανούμ μπουτού,
τα μπούτια της χανούμισας, πονηρά μισόγελα, το βράδι πάλι το κάτω να αναζητά το χέρι μου, το πάνω να λογαριάζει το τρίξιμο και την
ανάσα που προδίδει, στο δωμάτιο όπου δεν κοιμάμαι μόνος...
Κληματαριά
Τουλούμπες στη Νέα Ελλάδα
Σαν πέθανε, στα μέσα της
δεκαετίας του ’70, ο τελευταίος θειος τους, μπεκρής του ούζου, που για χάρη
του ξεπούλησε ό,τι του ανήκε ―σε μια περίπτωση σχεδόν και κάτι που δεν του ανήκε (και «σώθηκε» με απόφαση
δικαστηρίου λίγα χρόνια αργότερα)―, το σπίτι που ’μενε, κι όπου γεννήθηκε και
μεγάλωσε ο πατέρας μου, το πουλήσαμε. Στο σπίτι αυτό τον είχαμε επισκεφτεί, τον
και αποκαλούμενο κιουλάμπεη, σε
γιορτινή εκδρομή, και μας ξενάγησε,
βρώμα παντού μα ένα εντυπωσιακό, μεγάλο, εικονοστάσι, στο υπνοδωμάτιο, ακοίμητο
το καντήλι, το θυμιατήρι δίπλα ακόμη μοσχοβόλαγε από το πρωινό το θύμιασμα, καθόταν
έξω στο σοκάκι, στο πεζούλι, όταν τον πρωτοσυναντήσαμε ―έκανε; στ’ αλήθεια δεν
τον γνώρισε στην αρχή τον πατέρα μου;―, αλλά μετά, μην είσαι η Στέλιους; τάχα μου αβέβαια. Να ’βλέπαν ήδη οι
αγοραστές, που δεν θυμάμαι πια ποιοι ήταν, τη μόδα της αναπαλαίωσης που ερχόταν,
πάντως η θεια μου κι ο πατέρας μου τι να
την κάνουμε την παλιατζούρα; Άλλωστε, τα λεφτά πάντα χρειαζούμενα, να μη χρωστάω κανένα κιαρατά ο ένας, μπουζάτα τα σεντόνια η άλλη, στα
ξενοδοχεία που έμενε με τις ομαδικές εκδρομές στις οποίες συμμετείχε με
φανατισμό σχεδόν.
Ξάνθη, Παλιά Πόλη
Το 1990 βρέθηκα ακόμη
μια φορά στη Ξάνθη (κι έκτοτε μία ή δύο περαστικός), μου ’δωσε άδεια ο
διοικητής, να ξεδιαλύνω το ζήτημα με τη Στρατολογία, το όνομά μου στο
απολυτήριο που ετοίμασαν Κωνσταντίνος
Χατζή Κυριακού, σχεδόν δεν μ’αναγνώρισα, αυτοί στό επιβλητικό διατηρητέο
πια, έτσι σε έχουμε, πάνε αν θες να
βγάλεις άκρη στα δηματολόγια, τι άκρη, τα ίδια μ' είχανε κι εκεί (στα χρόνια που γεννήθηκα, υποχρεωτικά γραφόσουν στα μητρώα του τόπου που ’χε γεννηθεί ο
πατέρας σου) και τα βιβλία από μια χρονιά και πίσω ανύπαρκτα, τα κάψαν οι Βουλγάροι
μου ’πανε, τι ψάχνεις, ήξερα πως ο πατέρας του πατέρα μου ήτανε γεννημένος το 1864,
είχαμε σπίτι το βαφτιστικό του, Χατζή― ... κι αυτός ακόμη, (με την κατάληξη του επωνύμου, δεν πρόκειται να μπλέξω,
μεταφραστής του Προφορικότητα και
Εγγραμματοσύνη είμαι στο κάτω κάτω), ο πατέρας του είχε αλλάξει το Σχοινάς, όταν πήγε για χατζηλίκι στα Ιεροσόλυμα.
Το κτίριο που στέγαζε το Στρατολογικό Γραφείο Ξάνθης
Λοιπόν, το 1909, στις 13 Ιουλίου ο Γκιγιόμ Απολινέρ γιόρτασε
τον γάμο του φίλου του Αντρέα διαβάζοντας το «Poème lu au mariage d’André Salmon»· το καλοκαίρι του ’75 ή να ’ταν του ’76 ―είμαι
βέβαιος (;!) ότι άκουσα στο ραδιόφωνο τον ίδιο να το λέει―, ο Μάνος Χατζιδάκις
γιόρτασε τον διορισμό του ως διευθυντή του Τρίτου Προγράμματος (της κλασικής
μουσικής) με τον δίσκο Αθανασία, απ’
όπου δεν λείπει το λαϊκό μπουζούκι· αρχές
Αυγούστου του 2015, όχι με στίχους, όπως το ’χω συνήθειο, αλλά με τούτο το
πεζό, το έμμετρο βεβαίως, ας γιορτάσω κι εγώ τον διορισμό του μάλα φίλου Στυλιανού
και του φίλου Κορδομενίδη στο Δ.Σ. του Κ.Θ.Β.Ε.
διάπυρος (λόγω ζέστης)
καίτοι
σε οικία παραθίν' αλός αλλά
ομοίως μην έχοντας χωριό
παιδί της πόλης, της
αιθάλης, του μπετόν
(που
τραγούδησε κι ο αδελφός μου, Παντελής Χ#Κυριάκος)
Κώστας
(Χ#Κυριάκου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου