22.10.14

«Δεν κάνει τζέρτζελο ο πολιτισμός, δεν πουλάει»


To "Μάρτυς μου ο Θεός" τού πήρε περίπου δέκα χρόνια να το γράψει. Ένα χρονικό διάστημα αρκετά μεγάλο, που έρχεται σε αντίθεση με μια εποχή που ευνοεί τους γρήγορους ρυθμούς... Εικονογράφηση: Ατελιέ/ LiFO Πηγή: www.lifo.gr
To "Μάρτυς μου ο Θεός" τού πήρε περίπου δέκα χρόνια να το γράψει. Ένα χρονικό διάστημα αρκετά μεγάλο, που έρχεται σε αντίθεση με μια εποχή που ευνοεί τους γρήγορους ρυθμούς... Εικονογράφηση: Ατελιέ/ LiFO Πηγή: www.lifo.gr
Το Μάρτυς μου ο Θεός τού πήρε περίπου δέκα χρόνια να το γράψει. 
Χρονικό διάστημα αρκετά μεγάλο, που έρχεται σε αντίθεση με μια εποχή 
που ευνοεί τους γρήγορους ρυθμούς.
Εικονογράφηση: Ατελιέ/LIFO

του Βασίλη Καψάσκη

πηγή: www.lifo.gr


Το μυθιστόρημα του κ. Τσίτα έπεσε τυχαία στα χέρια μου πριν από λίγες εβδομάδες. Η άμεση γλώσσα, η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η ισορροπία και η εναλλαγή (έντονων) κωμικών και δραματικών στοιχείων σε βυθίζουν στην ανάγνωσή του. Η εξέλιξη της ιστορίας και τα χαρακτηριστικά του κεντρικού ήρωα με παρακίνησαν να ζητήσω μια συνέντευξη από τον συγγραφέα του. Δέχτηκε με χαρά. Δυο μέρες μετά την επικοινωνία μας ο κ. Τσίτας βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με το φετινό Βραβείο Λογοτεχνίας. «Να γράψεις ότι μου ζήτησες να κάνουμε τη συνέντευξη πριν από τη βράβευση» μου είπε, ορμώμενος ίσως και από τη δημοσιογραφική του ιδιότητα. Μια ιδιότητα προορισμένη εκ φύσεως να αναζητά εκείνο το ενδιαφέρον στοιχείο που κρύβεται πίσω από τις ιστορίες. Για τις ανάγκες της συνέντευξης, συναντηθήκαμε στα γραφεία του diastixo.gr, στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας στο Παγκράτι. Με υποδέχτηκε εγκάρδια και αρχίσαμε αμέσως να μιλάμε για το βιβλίο. «Ο Χρυσοβαλάντης είναι ένας άνεργος πενηντάρης που ζει στην Αθήνα την εποχή λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Είναι ένας άνθρωπος πονεμένος, ταλαιπωρημένος από τους πρώην εργοδότες του, τις γυναίκες και την οικογένειά του. Είναι ένα μεγάλο παιδί. Έχει, βέβαια, τις εμμονές του. Θυμίζει λίγο τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας» λέει ο κ. Τσίτας περιγράφοντάς τον και στο μυαλό μου έρχονται εικόνες από το βιβλίο. Ο Χρυσοβαλάντης είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τυπικής κατηγορία νεοέλληνα. Θρήσκος, θεοσεβούμενος ή, πιο σωστά, θεοφοβούμενος και αρκετά συντηρητικός. Πιστός στο δόγμα «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια», τακτικός θαμώνας της εκκλησίας αλλά και των οίκων ανοχής. Τα βάζει με τους μετανάστες «που έρχονται και παίρνουν τις δουλειές μας», αλλά θεωρεί τις μετανάστριες ευλογία, αφού, όπως λέει στο βιβλίο, «ευτυχώς που ήρθαν οι ξένες και αισθανθήκαμε άνδρες».


Ζούμε σ' ένα κράτος όπου οι κυβερνώντες μισούν τον πολιτισμό. Δεν διαβάζουν, δεν πηγαίνουν στο θέατρο, δεν βλέπουν κινηματογράφο. Δεν έχουν καμιά σχέση με τον πολιτισμό. Δεν κάνει τζέρτζελο ο πολιτισμός, δεν πουλάει. Μην ξεχνάμε ότι είχαμε για πολλά χρόνια πρωθυπουργό που διασκέδαζε μόνο όταν τα έσπαγε στη Ρίτα Σακελλαρίου, που ένα από τα μεγάλα της σουξέ ήταν εκείνη την εποχή το Είναι γάτα, είναι γάτα/ ο κοντός με τη γραβάτα.

Ακούγοντας τον Μάκη Τσίτα να σκιαγραφεί το προφίλ του ήρωά του, δεν μπορώ παρά να τον ρωτήσω αν θα μπορούσε σήμερα ο Χρυσοβαλάντης να είναι ένας από τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής. «Ενδεχομένως να ψήφιζε Χρυσή Αυγή, αλλά δεν θα μπορούσε να είναι στέλεχός της. Είναι ένας άνθρωπος καλοκάγαθος, δεν ξέρει τι σημαίνει βία. Το λέει, άλλωστε, και ο ίδιος πως "πάντοτε υπήρξα ο σάκος του μποξ και ποτέ το γάντι του μποξέρ". Όλοι ξεσπάνε πάνω του. Αν ζούσε σήμερα, θα μπορούσε ίσως να έχει παραπλανηθεί. Όπως, δυστυχώς, έχουν παραπλανηθεί χιλιάδες Έλληνες». 

Το μυθιστόρημα του κ. Τσίτα έπεσε τυχαία στα χέρια μου πριν από λίγες εβδομάδες. Η άμεση γλώσσα, η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η ισορροπία και η εναλλαγή (έντονων) κωμικών και δραματικών στοιχείων σε βυθίζουν στην ανάγνωσή του. Η εξέλιξη της ιστορίας και τα χαρακτηριστικά του κεντρικού ήρωα με παρακίνησαν να ζητήσω μια συνέντευξη από τον συγγραφέα του. Δέχτηκε με χαρά. Δυο μέρες μετά την επικοινωνία μας ο κ. Τσίτας βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με το φετινό Βραβείο Λογοτεχνίας. «Να γράψεις ότι μου ζήτησες να κάνουμε τη συνέντευξη πριν από τη βράβευση» μου είπε, ορμώμενος ίσως και από τη δημοσιογραφική του ιδιότητα. Μια ιδιότητα προορισμένη εκ φύσεως να αναζητά εκείνο το ενδιαφέρον στοιχείο που κρύβεται πίσω από τις ιστορίες. Πηγή: www.lifo.gr
Το μυθιστόρημα του κ. Τσίτα έπεσε τυχαία στα χέρια μου πριν από λίγες εβδομάδες. Η άμεση γλώσσα, η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η ισορροπία και η εναλλαγή (έντονων) κωμικών και δραματικών στοιχείων σε βυθίζουν στην ανάγνωσή του. Η εξέλιξη της ιστορίας και τα χαρακτηριστικά του κεντρικού ήρωα με παρακίνησαν να ζητήσω μια συνέντευξη από τον συγγραφέα του. Δέχτηκε με χαρά. Δυο μέρες μετά την επικοινωνία μας ο κ. Τσίτας βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με το φετινό Βραβείο Λογοτεχνίας. «Να γράψεις ότι μου ζήτησες να κάνουμε τη συνέντευξη πριν από τη βράβευση» μου είπε, ορμώμενος ίσως και από τη δημοσιογραφική του ιδιότητα. Μια ιδιότητα προορισμένη εκ φύσεως να αναζητά εκείνο το ενδιαφέρον στοιχείο που κρύβεται πίσω από τις ιστορίες. Πηγή: www.lifo.gr
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου είναι ότι, παρόλο που γράφτηκε πριν από την εποχή της κρίσης, μοιάζει να προβλέπει την κατάρρευση όλης αυτής της επίπλαστης ευημερίας που ακολούθησε και μας παρέσυρε όλους. Τυχαίο συμπέρασμα ή εύστοχη εκτίμηση; «Λέει ο Χρυσοβαλάντης κάποια στιγμή στο βιβλίο, που έχει καλέσει μια παλιά γνωστή του η οποία δουλεύει στον "Αθήνα 2004" κι εκείνη του μιλάει απότομα και του το κλείνει, "εγώ που την είχα βοηθήσει κάποτε, τώρα απέκτησε θέση, λεφτά και τουπέ. Αλλά θα τελειώσει κάποτε το πανηγύρι". Αυτό το πίστευα πάντα, όπως πολλοί άλλοι. Ήταν μια επίπλαστη εικόνα όλη αυτή η ευμάρεια. Αισθανόμουν ότι μετά τους Ολυμπιακούς θα έσκαγε όλη αυτή η φούσκα και θα γινόταν χαμός. Δεν θα ήθελα, βέβαια, να έχω επιβεβαιωθεί. Μάλιστα, κάποια στιγμή προς το τέλος του βιβλίου έχω βάλει τον Χρυσοβαλάντη να περπατάει σε άσχημη κατάσταση στο Σύνταγμα, προς την Ερμού. Για να περιγράψω την κατάστασή του, την πλήρη δυστυχία, τον έβαλα να λέει "Κατέβηκαν ρολά, ξενοικιάστηκαν χώροι". Νόμιζα ότι είχα γράψει κάτι πρωτότυπο. Και ήρθε η πραγματικότητα και μου το ακύρωσε. Αυτή η φράση δε λέει τίποτα ιδιαίτερο πια ― περιγράφει απλώς την κατάσταση που βιώνει όλη η χώρα» λέει με αυτή την επιβλητική βαριά φωνή που ταιριάζει στο παρουσιαστικό του. Το βιβλίο, αν και γραμμένο με πολύ χιούμορ, έχει έναν μελαγχολικό, απαισιόδοξο τόνο, και τον ρωτάω αν είναι έτσι και στη ζωή του. «Είμαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος. Δεν πιστεύω ότι όλες οι ιστορίες στη ζωή έχουν πικρό τέλος. Και, ξέρετε, άποψή μου είναι ότι οι άνθρωποι που γνωρίζουμε πέντε γράμματα πρέπει να προσπαθούμε να βελτιώσουμε τη ζωή μας, ν' ασχοληθούμε με το μέσα μας, ν' αγαπήσουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Η ευτυχία είναι βαριά κουβέντα, αλλά το ν' αγαπάμε και να μας αγαπάνε δεν είναι δύσκολο πράγμα. Απλώς θέλει δουλειά, πολλή δουλειά» λέει με νόημα. «Αλλά και η ευτυχία δεν είναι μια στιγμή, μια περίοδος, αν θέλετε, που τη συνειδητοποιεί κανείς αφού τελειώσει;» σημειώνω. «Ναι, είναι αλήθεια, ώς ένα σημείο. Όμως εγώ πιστεύω ότι αν κάποιος έχει δουλέψει με τον εαυτό του, μπορεί ν' απολαύσει τα πράγματα τη στιγμή που συμβαίνουν. Δυστυχώς, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το κάνουν».Τον ρωτάω πώς ξεκινάει να γράφει τα πεζά του. «Ξεκινάω πάντα από τον κεντρικό ήρωα, όχι από το θέμα. Δε γράφω, ας πούμε, για τη μοναξιά αλλά για τη μοναξιά του Νίκου και μιλάω γι' αυτήν μέσα από την ιστορία του. Αφήνω τον ήρωα να με καθοδηγήσει, να με πάρει από το χέρι. Και να με πάει εκεί που θέλει». 

«Για τους Έλληνες πολιτικούς πολιτισμός είναι μόνο η Ακρόπολη και οι Δελφοί. Τώρα τελευταία και η Αμφίπολη. Αμφιβάλλω αν πολλοί από αυτούς ξέρουν τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Γι' αυτό και έκλεισαν με τέτοια ευκολία το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Ήταν ολέθριο αυτό που έγινε. Παρά τις όποιες ενστάσεις που μπορεί να υπήρχαν, έκανε καλή δουλειά.»


Μία από τις φράσεις που μου εντυπώθηκε καθώς διάβαζα το βιβλίο είναι όταν ο Χρυσοβαλάντης λέει «η ζωή γεννιέται μέσα από τον έρωτα» και αναπόφευκτα η επόμενη ερώτηση αφορά το αν είναι ρομαντικός ως άνθρωποι. «Είμαι ρομαντικός. Και ο Χρυσοβαλάντης είναι ρομαντικός κι ας τον κάνει η πραγματικότητα να ξεστρατίζει. Ο έρωτας παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωή του. Αγαπάει πολύ τις γυναίκες, μιλάει από το πρωί μέχρι το βράδυ γι' αυτές. Και στη δική μου ζωή ο έρωτας παίζει μεγάλο ρόλο. Εντάξει, καλά τα γραψίματα, καλές οι επιτυχίες στη δουλειά, αλλά αν δεν είσαι καλά στην προσωπική σου ζωή, άστα να πάνε». 

Από το βιβλίο η συζήτηση μεταφέρεται στον τομέα των εκδόσεων και, φυσικά, στη σχέση κράτους και βιβλίου. Τον ρωτάω αν στην Ελλάδα υπάρχει υπερβολική παραγωγή βιβλίων. «Βγαίνουν πολλά βιβλία, πάρα πολλά. Οι εκδότες λειτουργούν με το νόμο των πιθανοτήτων: αν βγάλουν είκοσι βιβλία μπορεί το ένα να γίνει ευπώλητο, αν βγάλουν εκατό μπορεί να γίνουν ευπώλητα τα δέκα. Κι επίσης οι Έλληνες εκδότες λειτουργούν με το συναίσθημα, είναι άνθρωποι που αγαπούν το βιβλίο και κάνουν επιλογές που πολλές φορές λειτουργούν εις βάρος της τσέπης τους. Είτε βγάζοντας βιβλία αντιεμπορικά, είτε προσέχοντας τόσο πολύ την ποιότητα, το χαρτί, την εκτύπωση, τη βιβλιοδεσία, που το βιβλίο καταλήγει να τους κοστίζει πάρα πολύ. (Γι' αυτό και τα ελληνικά βιβλία είναι τυποτεχνικά από τα καλύτερα που κυκλοφορούν παγκοσμίως). Οι Έλληνες εκδότες δεν λειτουργούν πάντα με κριτήρια εμπορικά (όπως γίνεται με τους συναδέρφους τους στο εξωτερικό) και πολλές φορές μπαίνουν σε αυτήν τη διαδικασία με αισιοδοξία, κι εκδίδουν πολλά βιβλία χωρίς να σκεφτούν το κόστος και την ανταπόκριση που θα έχουν αυτά. Λειτουργεί κατά βάση ο ρομαντισμός τους. Το έχω πει κι άλλη φορά: τους θεωρώ ήρωες». Όσο για το αν το κράτος στηρίζει το βιβλίο και τον πολιτισμό γενικότερα, είναι κατηγορηματικός. «Ζούμε σ' ένα κράτος όπου οι κυβερνώντες μισούν τον πολιτισμό. Δεν είναι απλώς αδιάφοροι. Τον μισούν. Δεν διαβάζουν, δεν πηγαίνουν στο θέατρο, δεν βλέπουν κινηματογράφο. Δεν έχουν καμία σχέση με τον πολιτισμό. Δεν κάνει τζέρτζελο ο πολιτισμός, δεν πουλάει. Μην ξεχνάμε ότι είχαμε για πολλά χρόνια πρωθυπουργό που διασκέδαζε μόνο όταν τα έσπαγε στη Ρίτα Σακελαρίου που ένα από τα μεγάλα της σουξέ ήταν εκείνη την εποχή το "Είναι γάτα, είναι γάτα/ ο κοντός με τη γραβάτα". Κι επίσης είχαμε υπουργό Πολιτισμού τον άνθρωπο που είχε πει ότι οι ποιητές είναι λαπάδες... Για τους Έλληνες πολιτικούς πολιτισμός είναι μόνο η Ακρόπολη και οι Δελφοί. Τώρα τελευταία και η Αμφίπολη. Αμφιβάλλω αν πολλοί από αυτούς ξέρουν τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Γι' αυτό και έκλεισαν με τέτοια ευκολία το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Ήταν ολέθριο αυτό που έγινε. Παρά τις όποιες ενστάσεις που μπορεί να υπήρχαν, έκανε καλή δουλειά». 

To Μάρτυς μου ο Θεός τού πήρε περίπου δέκα χρόνια να το γράψει. Ένα χρονικό διάστημα αρκετά μεγάλο, που έρχεται σε αντίθεση με μια εποχή που ευνοεί τους γρήγορους ρυθμούς. Πόσο εύκολο είναι να διατηρήσεις την επαφή με το κοινό σου γράφοντας τόσο αραιά; «Σίγουρα, η μεγάλη αποχή δεν βοηθάει στο να διατηρήσεις την επαφή με το αναγνωστικό σου κοινό, αλλά αυτό είναι κάτι ―και το λέω ειλικρινά― που δεν με απασχόλησε καθόλου. Κι ας είχαν περάσει δεκαεπτά χρόνια από το πρώτο βιβλίο που έβγαλα για ενήλικες, μια συλλογή διηγημάτων. Εν τω μεταξύ, με είχαν ταυτίσει και με την παιδική λογοτεχνία κι έτσι, όταν ο εκδοτικός οίκος ανακοίνωσε πως θα βγάλει μυθιστόρημά μου, οι περισσότεροι νόμιζαν ότι είναι για παιδιά. Με είχαν ταυτίσει με την παιδική λογοτεχνία».

«Στη ζωή μου ο έρωτας παίζει μεγάλο ρόλο. Εντάξει, καλά τα γραψίματα, καλές οι επιτυχίες στη δουλειά, αλλά αν δεν είσαι καλά στην προσωπική σου ζωή, άστα να πάνε.»


Παρότι στην Ελλάδα υπάρχουν συγγραφείς που γράφουν ένα βιβλίο τον χρόνο, παρατηρώ. «Αυτό είναι αλήθεια και είναι πολύ μάταιο. Γιατί ένας συγγραφέας που έχει το άγχος να βγάζει ένα μυθιστόρημα τον χρόνο, συνήθως (γιατί υπάρχουν και εξαιρέσεις) δεν πετυχαίνει το καλύτερο αποτέλεσμα. Αλλά βιάζεται για να κάνει τι; Για να πουλήσει 3 και 4 χιλιάδες αντίτυπα; Αυτό, αν το έκανε κάποιος στην Αμερική για παράδειγμα, θα το καταλάβαινα. Δεν θα το δικαιολογούσα βέβαια αλλά θα το καταλάβαινα. Είναι μεγάλη εκεί η αγορά. Το να το κάνει κάποιος Έλληνας για να πάρει στο τέλος 4.000-5.000 ευρώ, το θεωρώ εντελώς χαζό. Αν έκανε μια άλλη δουλειά, θα έβγαζε περισσότερα χρήματα. Κι έτσι θα δούλευε περισσότερο τα γραπτά του». Δηλαδή στην Ελλάδα δεν μπορεί να ζει κάποιος ως επαγγελματίας συγγραφέας; «Δεν διαφωνώ με την έννοια του επαγγελματία συγγραφέα στο εξωτερικό. Διαφωνώ με την έννοια του επαγγελματία συγγραφέα στην Ελλάδα. Εδώ είναι πολύ δονκιχωτικό όλο αυτό. Στο εξωτερικό μπορεί κάποιος να ζήσει αξιοπρεπώς από τα γραπτά του, γιατί τυπώνονται και πωλούνται λόγω της αγοράς σε πολλά αντίτυπα, παίρνει δικαιώματα από τις βιβλιοθήκες, πληρώνεται για να κάνει διαλέξεις. Στην Ελλάδα, αν εξαιρέσουμε τα τελευταία χρόνια τις γυναίκες συγγραφείς που γράφουν μπεστ-σέλερ και είναι μετρημένες στα δάχτυλα, οι άλλοι που επιδίωξαν να ζήσουν αποκλειστικά από τη λογοτεχνία νομίζω πως ζουν σε πολύ άσχημες συνθήκες διαβίωσης. Και είναι πολύ κρίμα». 

Από τη μέρα που ανακοινώθηκε η βράβευσή του έχει δώσει διάφορες συνεντεύξεις, ενώ, όσο μιλάμε, το τηλέφωνό του δεν έχει σταματήσει να χτυπάει. Αντί για την κλισέ ερώτηση για το πώς νιώθει για το βραβείο αυτό, προτιμώ να τον ρωτήσω την άποψή του για τα ελληνικά βραβεία. Χαμογελάει. «Κάθε επιτροπή κρίνεται από τα βιβλία που βραβεύει. Κατά καιρούς έχω δει να βραβεύονται βιβλία πολύ αξιόλογα, έχω δει όμως να βραβεύονται και βιβλία που δεν άξιζαν αυτήν τη διάκριση». 

Αυτή η αισιοδοξία που τον διακρίνει δεν φαίνεται μόνο στις απόψεις που διατυπώνει για την προσωπική του ζωή αλλά και από τις επαγγελματικές του επιλογές. Δεν είναι τυχαίο πως στην καρδιά της κρίσης, πριν από δυο χρόνια, αποφάσισε ν' ανοίξει το diastixo.gr, ένα ενημερωτικό site για το βιβλίο που μέσα στους δύο πρώτους μήνες έγινε το πρώτο σε επισκεψιμότητα στην κατηγορία του: «Έβγαζα πριν με τρεις φίλους ένα περιοδικό για το βιβλίο, το Ιndex, το οποίο μετά από έξι χρόνια πετυχημένης πορείας έκλεισε. Λίγους μήνες μετά ξεκίνησα το diastixo.gr. Είναι ένα site που απευθύνεται και στους σχετικούς στον χώρο ανθρώπους, εκδότες, συγγραφείς, μεταφραστές, βιβλιοπώλες, αλλά και στους υπόλοιπους αναγνώστες. Ακόμα κι αν διαβάζουν ένα ή δύο βιβλία το χρόνο. Πάει πολύ καλά, ο κόσμος το αγάπησε». 

Για το τέλος, τον ρωτάω αν σκοπεύει να ξαναγράψει άλλο μυθιστόρημα. «Έχω ξεκινήσει να γράφω, αλλά με τους δικούς μου ρυθμούς μου θα βγει σε καμιά δεκαριά χρόνια. Ίσως τα ξαναπούμε τότε» μου λέει χαμογελώντας και σηκώνεται να με αποχαιρετήσει. «Ναι, ίσως, ποιος ξέρει;» του απαντάω και βγαίνω από την πόρτα. Μέχρι το επόμενο του βιβλίο και τη συνέντευξη που θα ακολουθήσει για να μου ανατρέψει ίσως την εντύπωση που έχω σχηματίσει στο μυαλό μου γι' αυτόν, ο Μάκης Τσίτας θα παραμένει για μένα ένας αισιόδοξος, ρομαντικός άνθρωπος που γράφει γλυκόπικρες ιστορίες για τους παρίες αυτού του κόσμου και τη μοίρα-φυλακή τους. 

Ο Μάκης Τσίτας είναι διευθυντής του ηλεκτρονικού περιοδικού για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr. To μυθιστόρημά του Μάρτυς μου ο Θεός κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.



Μία από τις φράσεις που μου εντυπώθηκε καθώς διάβαζα το βιβλίο είναι όταν ο Χρυσοβαλάντης λέει «η ζωή γεννιέται μέσα από τον έρωτα» και αναπόφευκτα η επόμενη ερώτηση αφορά το αν είναι ρομαντικός ως άνθρωποι. «Είμαι ρομαντικός. Και ο Χρυσοβαλάντης είναι ρομαντικός κι ας τον κάνει η πραγματικότητα να ξεστρατίζει. Ο έρωτας παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωή του. Αγαπάει πολύ τις γυναίκες, μιλάει από το πρωί μέχρι το βράδυ γι' αυτές. Και στη δική μου ζωή ο έρωτας παίζει μεγάλο ρόλο. Εντάξει, καλά τα γραψίματα, καλές οι επιτυχίες στη δουλειά, αλλά αν δεν είσαι καλά στην προσωπική σου ζωή, άστα να πάνε». Από το βιβλίο η συζήτηση μεταφέρεται στον τομέα των εκδόσεων και, φυσικά, στη σχέση κράτους και βιβλίου. Τον ρωτάω αν στην Ελλάδα υπάρχει υπερβολική παραγωγή βιβλίων. «Βγαίνουν πολλά βιβλία, πάρα πολλά. Οι εκδότες λειτουργούν με το νόμο των πιθανοτήτων: αν βγάλουν είκοσι βιβλία μπορεί το ένα να γίνει ευπώλητο, αν βγάλουν εκατό μπορεί να γίνουν ευπώλητα τα δέκα. Κι επίσης οι Έλληνες εκδότες λειτουργούν με το συναίσθημα, είναι άνθρωποι που αγαπούν το βιβλίο και κάνουν επιλογές που πολλές φορές λειτουργούν εις βάρος της τσέπης τους. Είτε βγάζοντας βιβλία αντιεμπορικά, είτε προσέχοντας τόσο πολύ την ποιότητα, το χαρτί, την εκτύπωση, τη βιβλιοδεσία, που το βιβλίο καταλήγει να τους κοστίζει πάρα πολύ. (Γι' αυτό και τα ελληνικά βιβλία είναι τυποτεχνικά από τα καλύτερα που κυκλοφορούν παγκοσμίως). Οι Έλληνες εκδότες δε λειτουργούν πάντα με κριτήρια εμπορικά (όπως γίνεται με τους συναδέρφους τους στο εξωτερικό) και πολλές φορές μπαίνουν σε αυτήν τη διαδικασία με αισιοδοξία, κι εκδίδουν πολλά βιβλία χωρίς να σκεφτούν το κόστος και την ανταπόκριση που θα έχουν αυτά. Λειτουργεί κατά βάση ο ρομαντισμός τους. Το έχω πει κι άλλη φορά: τους θεωρώ ήρωες». Όσο για το αν το κράτος στηρίζει το βιβλίο και τον πολιτισμό γενικότερα, είναι κατηγορηματικός. «Ζούμε σ' ένα κράτος όπου οι κυβερνώντες μισούν τον πολιτισμό. Δεν είναι απλώς αδιάφοροι. Τον μισούν. Δεν διαβάζουν, δεν πηγαίνουν στο θέατρο, δεν βλέπουν κινηματογράφο. Δεν έχουν καμία σχέση με τον πολιτισμό. Δεν κάνει τζέρτζελο ο πολιτισμός, δεν πουλάει. Μην ξεχνάμε ότι είχαμε για πολλά χρόνια πρωθυπουργό που διασκέδαζε μόνο όταν τα έσπαγε στη Ρίτα Σακελαρίου που ένα από τα μεγάλα της σουξέ ήταν εκείνη την εποχή το "Είναι γάτα, είναι γάτα/ ο κοντός με τη γραβάτα". Κι επίσης είχαμε υπουργό πολιτισμού τον άνθρωπο που είχε πει ότι οι ποιητές είναι λαπάδες... Για τους Έλληνες πολιτικούς πολιτισμός είναι μόνο η Ακρόπολη και οι Δελφοί. Τώρα τελευταία και η Αμφίπολη. Αμφιβάλλω αν πολλοί από αυτούς ξέρουν τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Γι' αυτό και έκλεισαν με τέτοια ευκολία το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Ήταν ολέθριο αυτό που έγινε. Παρά τις όποιες ενστάσεις που μπορεί να υπήρχαν, έκανε καλή δουλειά». To Μάρτυς μου ο Θεός τού πήρε περίπου δέκα χρόνια να το γράψει. Ένα χρονικό διάστημα αρκετά μεγάλο, που έρχεται σε αντίθεση με μια εποχή που ευνοεί τους γρήγορους ρυθμούς. Πόσο εύκολο είναι να διατηρήσεις την επαφή με το κοινό σου γράφοντας τόσο αραιά; «Σίγουρα, η μεγάλη αποχή δεν βοηθάει στο να διατηρήσεις την επαφή με το αναγνωστικό σου κοινό, αλλά αυτό είναι κάτι –και το λέω ειλικρινά– που δεν με απασχόλησε καθόλου. Κι ας είχαν περάσει δεκαεπτά χρόνια από το πρώτο βιβλίο που έβγαλα για ενήλικες, μια συλλογή διηγημάτων. Εν τω μεταξύ, με είχαν ταυτίσει και με την παιδική λογοτεχνία κι έτσι, όταν ο εκδοτικός οίκος ανακοίνωσε πως θα βγάλει μυθιστόρημά μου, οι περισσότεροι νόμιζαν ότι είναι για παιδιά. Με είχαν ταυτίσει με την παιδική λογοτεχνία». Πηγή: www.lifo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: