20.4.13

Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας [2]

Φωτογραφία: AI ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ/ 2
Αρχές δεκαετίας του 90 φάνηκαν στην Αγροσυκιά οι πρώτοι Αλβανοι. Τους βλεπαμε έως τότε σε γραμμές κατ άνδρα να ροβολάνε σε ραχουλες απο το Βόιον όρος έως το Βέρμιο και το Σινιάτσικο ή να κρύβονται στο βάλτο σε λόχμες απο θάμνους δίπλα στην λιμνοψαροταβέρνα του Ριμπά, με τα τσιμεντένια γλυπτά γριβάδια, εκεί που αγρότερα έγινε κεντρο κωπηλασίας. Είχε γέφυρα και βόλευε να πάς όπου ήθελες απο Αιγίνιο και Επισκοπή έως Κοπανό και Γαλατάδες. Ηταν καλοκαιράκι και φάνηκαν δύο νέοι, δείχνοντας ένα παλιόχαρτο δήθεν επίσημο που μύριζε απο μακριά ιδιοκατασκευή. Του ενός το χαρτί είχε και την φωτογραφία του, που την είχαν τραβήξει μάλλον όταν ζουσε ο Μάο-ήταν ίσαμε παιδιού δέκα χρονών.Στο χωριό δεν είχε δουλειές και τα τελευταία μαζέματα τα έκαμναν γύφτοι της Γουμένισσας, που πάστρευαν οικογενειακώς ολόκληρα μποστάνια η μπαμπάτσα και έπαιρναν ένα ποσοστό της παραγωγής. Οι Αλβανοι δεν είχαν δεί τέτοιες καλλιέργειες, μήτε τόσα κοτέτσια. Ηταν ζαρωμένοι και ντροπαλοί. Ολα τα σπίτια όμως είχαν ανάγκη μικροδουλειές. Οι άνδρες όταν δεν έπαιζαν βιδωτή τριανταμία με τον σαλιγκαρά, ήταν ήδη πτώματα στην κόλαση, αφου είτε είχαν μεγάλα ζώα και έδιναν το γάλα στην ΜΕΒΓΑΛ είτε ερχόντουσαν καλυμένοι κουνούπια απο τα βραδυνά ποτίσματα γιά ένα σουβλάκι στον Στέφο με τέσσερις μπίρες. Ο ένας επισκεπτης ήταν καλός στα χτισίματα και ο άλλος στα επιχρίσματα και βαψίματα.Δεν είχαν ξαναδεί πινέλο, πλαστικό χρώμα ρεπουλίνη ή λαδομπογιά.Εκοβαν το χόρτο απο μιά παλιά σκουπα και είχαν πινέλο Εφτιαχναν το χρώμα απο χώμα καθαρό, λιγο γύψο και σκονες, ώχρες, λουλάκια και έτσι,κατι φλωρεντινά και πομπηιανά τρομερά. Εμείς τους δώκαμε ένα κοτέτσι, να το σκεπάσουν και ένα μονοπατάκι απο την αμυγδαλιά έως τις παράγκες που ήταν τα βιβλία.Με κροκάλες απο το ποτάμι και δυό σακκιά τσιμέντο, άμμο και χώμα έκαναν ένα αριστουργημα. Θυμάμαι που τους φέραμε παγωτό και όταν το δοκίμασαν, το άφησαν παραξενεμένοι στον ήλιο και έλυωσε. Ήταν τύπος και υπογραμμός.Αν βέβαια ήξεραν και τι είναι τύπος και υπογραμμός, θα ήταν καλυτερα. Τρώγαμε μαζί, και θέλησε ο χτίστης να βαφτιστεί. Εγινε κι αυτό. Μετά χάθηκε μια μπλούζα απο μιά μπουγάδα, που την εφόρειε ένας γείτονας είκοσι χρόνια όταν άρμεγε και έγινε της πουτάνας. Κάναμε δικαστήριο και ήθελαν να τους ανασκολοπίσουν. Κατάλαβα πως είχαν διαφορετική αίσθηση της ιδιοκτησίας: καθώς άν είχαν μπαχτσεδάκι στην Αλβανία έτρωγαν φυλακή, όπως και άν έβαζε κραγιόν μιά κοπέλα, πάλε φυλακη, ασκηθηκαν να αποκτουν ό,τι ήταν αφύλαχτο.Τους το εξηγήσαμε και δεν συνέβη τίποτε ποτέ απο κλεψιές.Ηρθαν με τον καιρό πολλοί, έκαναν εργολαβίες αναλαμβάνοντας τελειώματα σπιτιών απο το καραγιαπί δέκα φορές φτηνότερα απο τους εργολαβους. Το χωριό άλλαξε όψη απο τα μερεμέτια. Μιά μέρα ήρθε η αστυνομία και μάζεψε όσους βρήκε επειδή το αφεντικο που έκανε το μεγαλυτερο σπίτι και τους χρωστουσε 360 χιλιάρικα (με τα υλικά) δεν τους τα έδωσε. Εγιναν θηρία ανήμερα και ανίσχυρα. Ο βαφτισμένος ήθελε να γίνει εργολαβος. ΤΟ όνειρό του ήταν μιά μπετονιέρα. Εκανε λογαριασμους και απείχε απο τον πλούτο ίσαμε πέντε χρόνια. Τον πήρα μαζί μου Σαλονίκη με το αμάξι να δει τη θάλασσα. Νόμιζα πως θα εφρίκαρε, αλλα πρίν, στη αερογέφυρα της Μοναστηρίου σκώθκε το σασί κα είδε αναρίθμητες κίτρινες και πορτοκαλιές κυλινδρίτσες με τις δυό ρόδες τους και το χειριστήριο. Δάκρυσε. "Νουνό, μπετονιέρε!!!" ψέλλισε μέσα στους λυγμους του. Είχε δει το Ελδοράδο, το Θαβώρειο φώς της ζωής του.Επιστρέφοντας,ήρθαν στο χωριό Βούλγαροι που έμεναν στο ρέμμα. Εφαγαν όλες τις χελώνες ψήνοντάς τες στο καβουκι τους με τα άντερα. Τους έδωσα να ρίξουν έναν τοίχο, να μεγαλώσει το δωμάτιο. Ο ένας ήταν δικαστής και οι άλλοι άπαντες επιστήμονες και της ιντελλιγκέντσιας. Φεύγοντας, απο το σπίτι έλειπε ένα σπιραλ αντικουνουπικης κοπρίας. Δεν τρωγόταν εύκολα  ρημάδα η χελώνα κάτω απο την σκόνη των πλατανιών. Αργότερα ο Αλβανός μου έφερνε να φυλάω τα λεφτά του "επειδή χάλασε νουνο η πιάτσα και έχει όλο Αλβανοι και Μπίλγκαροι".Ηταν οι συμμορίες που πλακωσαν μετά τις Πυραμίδες.Και οι Ελληνες  που στρατολογουσαν σκληρά αντράκια.

του Πάνου Θεοδωρίδη

(από τη σελίδα του στο Facebook)

Αρχές δεκαετίας του '90 φάνηκαν στην Αγροσυκιά οι πρώτοι Αλβανοι. Τους βλεπαμε έως τότε σε γραμμές κατ' άνδρα να ροβολάνε σε ραχούλες απο το Βόιον όρος έως το Βέρμιο και το Σινιάτσικο ή να κρύβονται στον βάλτο σε λόχμες απο θάμνους δίπλα στην λιμνοψαροταβέρνα του Ριμπά, με τα τσιμεντένια γλυπτά γριβάδια, εκεί που αγρότερα έγινε κεντρο κωπηλασίας. Είχε γέφυρα και βόλευε να πας όπου ήθελες από Αιγίνιο και Επισκοπή έως Κοπανό και Γαλατάδες. Ηταν καλοκαιράκι και φάνηκαν δύο νέοι, δείχνοντας ένα παλιόχαρτο δήθεν επίσημο, που μύριζε απο μακριά ιδιοκατασκευή. Του ενός το χαρτί είχε και την φωτογραφία του, που την είχαν τραβήξει μάλλον όταν ζουσε ο Μάο ― ήταν ίσαμε παιδιού δέκα χρονών. Στο χωριό δεν είχε δουλειές και τα τελευταία μαζέματα τα έκαμναν γύφτοι της Γουμένισσας, που πάστρευαν οικογενειακώς ολόκληρα μποστάνια η μπαμπάτσα και έπαιρναν ένα ποσοστό της παραγωγής. Οι Αλβανοι δεν είχαν δεί τέτοιες καλλιέργειες, μήτε τόσα κοτέτσια. Ηταν ζαρωμένοι και ντροπαλοί. Ολα τα σπίτια όμως είχαν ανάγκη μικροδουλειές. Οι άνδρες, όταν δεν έπαιζαν βιδωτή τριανταμία με τον σαλιγκαρά, ήταν ήδη πτώματα στην κόλαση, αφού είτε είχαν μεγάλα ζώα και έδιναν το γάλα στην ΜΕΒΓΑΛ είτε ερχόντουσαν καλυμένοι κουνούπια από τα βραδυνά ποτίσματα γιά ένα σουβλάκι στον Στέφο με τέσσερις μπίρες. Ο ένας επισκέπτης ήταν καλός στα χτισίματα και ο άλλος στα επιχρίσματα και τα βαψίματα. Δεν είχαν ξαναδεί πινέλο, πλαστικό χρώμα ρεπουλίνη ή λαδομπογιά. Εκοβαν το χόρτο απο μιά παλιά σκούπα και είχαν πινέλο. Εφτιαχναν το χρώμα απο χώμα καθαρό, λιγο γύψο και σκόνες, ώχρες, λουλάκια και έτσι, κατι φλωρεντινά και πομπηιανά τρομερά. Εμείς τους δώκαμε ένα κοτέτσι, να το σκεπάσουν και ένα μονοπατάκι απο την αμυγδαλιά έως τις παράγκες που ήταν τα βιβλία. Με κροκάλες απο το ποτάμι και δυό σακκιά τσιμέντο, άμμο και χώμα έκαναν ένα αριστουργημα. Θυμάμαι που τους φέραμε παγωτό και, όταν το δοκίμασαν, το άφησαν παραξενεμένοι στον ήλιο και έλιωσε. Ήταν τύπος και υπογραμμός. Αν βέβαια ήξεραν και τι είναι τύπος και υπογραμμός, θα ήταν καλυτερα. Τρώγαμε μαζί, και θέλησε ο χτίστης να βαφτιστεί. Εγινε κι αυτό. Μετά χάθηκε μια μπλούζα απο μιά μπουγάδα, που την εφόρειε ένας γείτονας είκοσι χρόνια όταν άρμεγε και έγινε της πουτάνας. Κάναμε δικαστήριο και ήθελαν να τους ανασκολοπίσουν. Κατάλαβα πως είχαν διαφορετική αίσθηση της ιδιοκτησίας: καθώς αν είχαν μπαχτσεδάκι στην Αλβανία έτρωγαν φυλακή, όπως και άν έβαζε κραγιόν μιά κοπέλα, πάλε φυλακή, ασκήθηκαν να αποκτούν ό,τι ήταν αφύλαχτο. Τους το εξηγήσαμε και δεν συνέβη τίποτε ποτέ απο κλεψιές. Ηρθαν με τον καιρό πολλοί, έκαναν εργολαβίες αναλαμβάνοντας τελειώματα σπιτιών απο το καραγιαπί δέκα φορές φτηνότερα απο τους εργολαβους. Το χωριό άλλαξε όψη απο τα μερεμέτια. Μια μέρα ήρθε η αστυνομία και μάζεψε όσους βρήκε, επειδή το αφεντικο που έκανε το μεγαλυτερο σπίτι και τους χρωστουσε 360 χιλιάρικα (με τα υλικά) δεν τους τα έδωσε. Εγιναν θηρία ανήμερα και ανίσχυρα. Ο βαφτισμένος ήθελε να γίνει εργολαβος. Το όνειρό του ήταν μιά μπετονιέρα. Εκανε λογαριασμους και απείχε απο τον πλούτο ίσαμε πέντε χρόνια. Τον πήρα μαζί μου Σαλονίκη με το αμάξι, να δει τη θάλασσα. Νόμιζα πως θα εφρίκαρε, αλλα πριν, στην αερογέφυρα της Μοναστηρίου, σκώθκε το σασί κα είδε αναρίθμητες κίτρινες και πορτοκαλιές κυλινδρίτσες με τις δυό ρόδες τους και το χειριστήριο. Δάκρυσε. «Νουνό, μπετονιέρε!!!» ψέλλισε μέσα στους λυγμους του. Είχε δει το Ελδοράδο, το Θαβώρειο φώς της ζωής του.Επιστρέφοντας, ήρθαν στο χωριό Βούλγαροι που έμεναν στο ρέμα. Εφαγαν όλες τις χελώνες ψήνοντάς τες στο καβούκι τους με τα άντερα. Τους έδωσα να ρίξουν έναν τοίχο, να μεγαλώσει το δωμάτιο. Ο ένας ήταν δικαστής και οι άλλοι άπαντες επιστήμονες και της ιντελλιγκέντσιας. Φεύγοντας, από το σπίτι έλειπε ένα σπιραλ αντικουνουπικης κοπρίας. Δεν τρωγόταν εύκολα η ρημάδα η χελώνα κάτω απο την σκόνη των πλατανιών. Αργότερα, ο Αλβανός μού έφερνε να φυλάω τα λεφτά του «επειδή χάλασε νουνο η πιάτσα και έχει όλο Αλβανοί και Μπίλγκαροι». Ηταν οι συμμορίες που πλάκωσαν μετά τις Πυραμίδες. Και οι Ελληνες που στρατολογούσαν σκληρά αντράκια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: