Αυτή τη φορά ο ταχυδρόμος δεν θα βρει τον Βασίλη Καραβίτη, ποιητή και μεταφραστή, για να του επιδώσει τον φάκελο με το νέο τεύχος του Εντευκτηρίου. Ο σεμνός αυτός δημιουργός αναχώρησε ήδη εις γην μακάρων, ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός.
Ο Βασίλης Καραβίτης γεννήθηκε to 1934 στην παραμεθόρια Νέα Ορεστιάδα, μεγάλωσε στον Πειραιά και ανδρώθηκε στην Αθήνα της δεκαετίας του'50, όπου σπούδασε νομικά και δικηγορούσε για αρκετά χρόνια. Eξέδωσε εννέα ποιητικές συλλογές, δύο πεζογραφήματα και μετέφρασε ξένη μεταπολεμική ποίηση και ιδιαιτέρως ορισμένους καινοτόμους και άγνωστους τότε στην Ελλάδα Πολωνούς ποιητές (Χέρμπετ, Μιλότς, Ρουζέβιτς, Σιμπόρσκα κ.ά.). Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων και για πολλά χρόνια από τους τακτικούς συνεργάτες του περιοδικού Διαγώνιος στη Θεσσαλονίκη.
Ο σώζων εαυτόν ποτέ δεν σώθηκε αρκετά
Οι μεν πηγές υπόγειες πάντα κι ακαθόριστες
σε λίγες άγνωστες καρδιές ―φοβάμαι― άφαντες
εξ ου κι όλοι βολεύονται με το αρχαίο νεράκι του Θεού
ελάχιστο, ως γνωστόν, και για τη δίψα του μωρού
ό,τι ονομάζουνε δηλαδή ξανά όσοι ορέγονται ακμή
Ελπίδα ή Άλκηστη της Ανθρωπότητας
(κι εσύ μείνε να κόπτεσαι για άλλες υπερβάσεις).
Τέτοια καμώματα μου φέρνουν ένα είδος σπαραγμού
αφού στο πείσμα το ρηχό κι ακαταπόνητο
μιας άστοχης κι από ανέκαθεν τυφλής αναπαραγωγής
δεν βλέπω πια ούτε για δείγμα να επιπλέουνε
ιδιότητες αγνές κι ορμές πασίχαρες της έκπαλαι ζωής
όσες στηρίζαν δηλαδή εκ παραδόσεως το μέσα μας
όταν σαν όλο κλυδωνίζεται απότομα και καταρρέει.
Παράδειγμα, η φιλία που μας έδενε ως ιστός
κι ως άνθος άπειρο κι αρχέτυπο φροντίζαμε παιδιά:
Με κηπουρούς ανάξιους όπως οι σωρηδόν επίγονοι
καλείται τώρα να υπάρξει αυτοφυές
και μόνο του να επιζήσει.
Γι' αυτό κι εγώ, συμμέτοχος εξ ορισμού
της τόσης δυστυχίας μας, δεν στέργω πλέον
να συντρέχω τους ανάξιους συντρόφους μου.
Ένα βασίλειο σκιάς στήνω αφιλόξενο και κρύβομαι καλά
όταν τρυπώνει ο ήλιος κι αποσύρεται αμήχανος
χωρίς να βρίσκει τίποτα να ξεσκεπάσει.
Εκεί, με μίσος γόνιμο κι ακούραστη οργή,
μόνος πληθαίνω και διασώζομαι
ίσως σε μια δική μου τρέλα λογική
που σαν μανόμετρο ανθρώπινης υφής
αυτό το «ποίημα» προσπαθεί
αδέξια να καταγράψει.
[ από τη συλλογή Λυπομανία (1989) ]
Wislawa Szymborska | Βισουάβα Σιμπόρσκα
Όνειρα
Απόδοση: Βασίλης Καραβίτης*
[ δημοσιεύτηκε στο τεύχος 104 του Εντευκτηρίου ]
Σε πείσμα της γνώσης και της τέχνης
των γεωλόγων,
τους παραπλανητικούς μαγνήτες, τα γραφήματα και τους χάρτες ―
σε κλάσμα δευτερολέπτου το όνειρο
στοιβάζει μπρος μας πετρώδη βουνά,
όπως στην πραγματική ζωή.
Και μετά τα βουνά, κοιλάδες και πεδιάδες
με τέλεια υποδομή.
Χωρίς μηχανικούς, εργολάβους ή εργάτες,
εκσκαφείς, σκαπανείς ή εφόδια ―
βρυχώμενους αυτοκινητόδρομους, στημένες
αυτομάτως γέφυρες,
πυκνοκατοικημένες σφύζουσες πολιτείες.
Χωρίς σκηνοθέτες, μεγάφωνα, εικονολήπτες ―
στίφη ανθρώπων που ξέρουν πότε να μας
τρομάξουν
και πότε να εξαφανιστούν.
Χωρίς επιδέξιους αρχιτέκτονες,
χωρίς ξυλουργούς, πλινθοκτίστες, μπετατζήδες ―
ένα σπίτι προβάλλει απροσδόκητα στο
μονοπάτι, όμοιο ακριβώς με παιχνίδι,
με απέραντες αίθουσες που αντηχούν απ’ τα
βήματά μας
και τοίχους καμωμένους από συμπαγή αέρα.
Όχι μόνο η κλίμακα, αλλ’ επίσης και η ευκρίνεια ―
ένα ιδιαίτερου τύπου ρολόι, μια ατόφια μύγα,
ένα σκέπασμα στο τραπέζι με λουλούδια από
σταυροβελονιές,
ένα δαγκωμένο μήλο με σημάδια από δόντια.
Κι εμείς ―σε αντίθεση προς τους ακροβάτες
του τσίρκου,
τους ταχυδακτυλουργούς, τους μάγους και
τους υπνωτιστές―
μπορούμε να πετάμε χωρίς φτερά τώρα
να φωταγωγούμε υπόγειες στοές με τα
μάτια μας,
να μιλάμε με ευφράδεια σε άγνωστες
γλώσσες,
να συζητάμε, όχι μόνο με τον καθένα,
αλλ’ ακόμα και με αυτούς τους νεκρούς.
Και σαν πρόσθετη αμοιβή, παρά την ελευθερία μας,
τις επιλογές της καρδιάς μας, τις προτιμήσεις μας,
φλεγόμαστε
από λαχτάρες ερωτικές ―
και το ξυπνητήρι χτυπάει.
Τι μπορούν να μας πουν, λοιπόν, οι διάφοροι
ονειροκρίτες
οι μελετητές των ονειρικών ενδείξεων και
των οιωνών,
οι γιατροί με τα ντιβάνια της ψυχανάλυσης ―
Εάν κάτι βγαίνει αληθινό
είναι συμπτωματικό,
για έναν και μόνο λόγο :
ότι μέσα από αυτά τα όνειρα,
τις φωτοσκιάσεις και τις αναλαμπές τους,
τις αναπαραγωγές και τις ασυναρτησίες τους,
τις τυχαιότητες και το σκόρπισμά τους,
είναι δυνατόν, παρά ταύτα,
ένα ολοκάθαρο νόημα, κάπου κάπου,
να ξεγλιστρήσει.
Ο Βασίλης Καραβίτης γεννήθηκε to 1934 στην παραμεθόρια Νέα Ορεστιάδα, μεγάλωσε στον Πειραιά και ανδρώθηκε στην Αθήνα της δεκαετίας του'50, όπου σπούδασε νομικά και δικηγορούσε για αρκετά χρόνια. Eξέδωσε εννέα ποιητικές συλλογές, δύο πεζογραφήματα και μετέφρασε ξένη μεταπολεμική ποίηση και ιδιαιτέρως ορισμένους καινοτόμους και άγνωστους τότε στην Ελλάδα Πολωνούς ποιητές (Χέρμπετ, Μιλότς, Ρουζέβιτς, Σιμπόρσκα κ.ά.). Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων και για πολλά χρόνια από τους τακτικούς συνεργάτες του περιοδικού Διαγώνιος στη Θεσσαλονίκη.
Ο σώζων εαυτόν ποτέ δεν σώθηκε αρκετά
Οι μεν πηγές υπόγειες πάντα κι ακαθόριστες
σε λίγες άγνωστες καρδιές ―φοβάμαι― άφαντες
εξ ου κι όλοι βολεύονται με το αρχαίο νεράκι του Θεού
ελάχιστο, ως γνωστόν, και για τη δίψα του μωρού
ό,τι ονομάζουνε δηλαδή ξανά όσοι ορέγονται ακμή
Ελπίδα ή Άλκηστη της Ανθρωπότητας
(κι εσύ μείνε να κόπτεσαι για άλλες υπερβάσεις).
Τέτοια καμώματα μου φέρνουν ένα είδος σπαραγμού
αφού στο πείσμα το ρηχό κι ακαταπόνητο
μιας άστοχης κι από ανέκαθεν τυφλής αναπαραγωγής
δεν βλέπω πια ούτε για δείγμα να επιπλέουνε
ιδιότητες αγνές κι ορμές πασίχαρες της έκπαλαι ζωής
όσες στηρίζαν δηλαδή εκ παραδόσεως το μέσα μας
όταν σαν όλο κλυδωνίζεται απότομα και καταρρέει.
Παράδειγμα, η φιλία που μας έδενε ως ιστός
κι ως άνθος άπειρο κι αρχέτυπο φροντίζαμε παιδιά:
Με κηπουρούς ανάξιους όπως οι σωρηδόν επίγονοι
καλείται τώρα να υπάρξει αυτοφυές
και μόνο του να επιζήσει.
Γι' αυτό κι εγώ, συμμέτοχος εξ ορισμού
της τόσης δυστυχίας μας, δεν στέργω πλέον
να συντρέχω τους ανάξιους συντρόφους μου.
Ένα βασίλειο σκιάς στήνω αφιλόξενο και κρύβομαι καλά
όταν τρυπώνει ο ήλιος κι αποσύρεται αμήχανος
χωρίς να βρίσκει τίποτα να ξεσκεπάσει.
Εκεί, με μίσος γόνιμο κι ακούραστη οργή,
μόνος πληθαίνω και διασώζομαι
ίσως σε μια δική μου τρέλα λογική
που σαν μανόμετρο ανθρώπινης υφής
αυτό το «ποίημα» προσπαθεί
αδέξια να καταγράψει.
[ από τη συλλογή Λυπομανία (1989) ]
Wislawa Szymborska | Βισουάβα Σιμπόρσκα
Όνειρα
Απόδοση: Βασίλης Καραβίτης*
[ δημοσιεύτηκε στο τεύχος 104 του Εντευκτηρίου ]
Σε πείσμα της γνώσης και της τέχνης
των γεωλόγων,
τους παραπλανητικούς μαγνήτες, τα γραφήματα και τους χάρτες ―
σε κλάσμα δευτερολέπτου το όνειρο
στοιβάζει μπρος μας πετρώδη βουνά,
όπως στην πραγματική ζωή.
Και μετά τα βουνά, κοιλάδες και πεδιάδες
με τέλεια υποδομή.
Χωρίς μηχανικούς, εργολάβους ή εργάτες,
εκσκαφείς, σκαπανείς ή εφόδια ―
βρυχώμενους αυτοκινητόδρομους, στημένες
αυτομάτως γέφυρες,
πυκνοκατοικημένες σφύζουσες πολιτείες.
Χωρίς σκηνοθέτες, μεγάφωνα, εικονολήπτες ―
στίφη ανθρώπων που ξέρουν πότε να μας
τρομάξουν
και πότε να εξαφανιστούν.
Χωρίς επιδέξιους αρχιτέκτονες,
χωρίς ξυλουργούς, πλινθοκτίστες, μπετατζήδες ―
ένα σπίτι προβάλλει απροσδόκητα στο
μονοπάτι, όμοιο ακριβώς με παιχνίδι,
με απέραντες αίθουσες που αντηχούν απ’ τα
βήματά μας
και τοίχους καμωμένους από συμπαγή αέρα.
Όχι μόνο η κλίμακα, αλλ’ επίσης και η ευκρίνεια ―
ένα ιδιαίτερου τύπου ρολόι, μια ατόφια μύγα,
ένα σκέπασμα στο τραπέζι με λουλούδια από
σταυροβελονιές,
ένα δαγκωμένο μήλο με σημάδια από δόντια.
Κι εμείς ―σε αντίθεση προς τους ακροβάτες
του τσίρκου,
τους ταχυδακτυλουργούς, τους μάγους και
τους υπνωτιστές―
μπορούμε να πετάμε χωρίς φτερά τώρα
να φωταγωγούμε υπόγειες στοές με τα
μάτια μας,
να μιλάμε με ευφράδεια σε άγνωστες
γλώσσες,
να συζητάμε, όχι μόνο με τον καθένα,
αλλ’ ακόμα και με αυτούς τους νεκρούς.
Και σαν πρόσθετη αμοιβή, παρά την ελευθερία μας,
τις επιλογές της καρδιάς μας, τις προτιμήσεις μας,
φλεγόμαστε
από λαχτάρες ερωτικές ―
και το ξυπνητήρι χτυπάει.
Τι μπορούν να μας πουν, λοιπόν, οι διάφοροι
ονειροκρίτες
οι μελετητές των ονειρικών ενδείξεων και
των οιωνών,
οι γιατροί με τα ντιβάνια της ψυχανάλυσης ―
Εάν κάτι βγαίνει αληθινό
είναι συμπτωματικό,
για έναν και μόνο λόγο :
ότι μέσα από αυτά τα όνειρα,
τις φωτοσκιάσεις και τις αναλαμπές τους,
τις αναπαραγωγές και τις ασυναρτησίες τους,
τις τυχαιότητες και το σκόρπισμά τους,
είναι δυνατόν, παρά ταύτα,
ένα ολοκάθαρο νόημα, κάπου κάπου,
να ξεγλιστρήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου