28.8.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Μεγάλοι Θηρευτές». Γράφει ο Θοδωρής Ρακόπουλος



του Θοδωρή Ρακόπουλου*




Μεγάλοι Θηρευτές

Μας απασχολούσε άλλωστε, για καιρό, η έννοια «μεγάλοι θηρευτές»: τα αγρίμια στο βουνό, τα αδάμαστα νύχια. Έστριψες στον χωματόδρομο και πήρες αργά, κόβοντας ανάμεσα στα κυπαρίσσια. Το δάσος αλαφιασμένο, ανατριχίλα της στεριάς, από ψηλά θα φαινόταν ―στην αεροφωτογραφία― σαν τη ράχη σου: βαθυπράσινη, από τις μελανιές. Τράβηξες το χειρόφρενο σαν μοχλό, κι άκουσα να κλειδώνει το κάνιστρο της γης από κάτω, να ισορροπεί η ροή με το έδαφος· χωρίς να γυρίσεις στο μέρος μου, κοιτώντας το χωματόδρομο μπροστά, μίλησες:



«Να σκέφτεσαι λίγο και τους έρωτες που σε σκέφτονται, κι όσο κοντεύουνε οι μέρες, να κεντράρεις με το μικροσκόπιο στον πιο πολύχρωμο, αποκλείοντας τους άλλους που πεταρίζουν γύρω. Ανοίγοντάς τον σε προοπτική, σπάει ρόδι με αυτόν ένας κόσμος ολόκληρος, και παίρνει το σχήμα του ματιού σου, το βαθύ μαύρο που αγορίστικα σαν γελάς. Θέλει κι η αγάπη πότισμα, άγριο φυτό στις διακλαδώσεις του που χάνονται πουλιά, για εποχές ολόκληρες, δεν φτάνουν στα απέναντι φυλλώματα βουβοί κελαηδισμοί, θρόμβοι σφιχτοί στα σύρματα. Αποδημούν μονάχα, απορημένα. Ξανανταμώνουν με τα πρώτα σκάγια».

Άνοιξα την πόρτα, πάτησα στο έδαφος και σε άκουσα να μαρσάρεις πίσω μου. Άφησα το μονοπάτι όταν πρόσεξα το πρώτο κουνάβι. Ήμερο. Τράβηξα μέσα από το ρουμάνι, όπως είχες πει, και πέταξα τον ματωμένο λοστό και τα γάντια στο ρυάκι. Έχω πλύνει τα χέρια μου και περιμένω. Θα συναντηθούμε σύντομα, αφού ξεφορτωθείς το σακκί με το σώμα. Μέχρι τότε, σε φιλώ κοντά στο μάτι, κοντά στην πληγή. Θα βρεθούμε στην όχθη, διάλεξε πού: διάλεξε, από μια αρμαθιά εντυπώσεις, που ανοίγουν όλα τα ξέφωτα του δάσους.


* Γεννήθηκε το 1981. 
Σπούδασε νομικά και κοινωνική ανθρωπολογία. 
Έγραψε τρία βιβλία: Φαγιούμ (Μανδραγόρας 2010), Ορυκτό Δάσος (Νεφέλη 2013) και Η Συνωμοσία της Πυρίτιδας (Νεφέλη 2014). 
Λογοτεχνικά και κριτικά κείμενά του δημοσιεύονται σε εφημερίδες, λογοτεχνικά περιοδικά και στο μπλογκ thodorisrakopoulos.blogspot.com


27.8.14

Η TΡΑΙΝΟΣΕ της ταλαιπωρίας!




του Γιώργου Κορδομενίδη

Πριν από τέσσερα χρόνια, το ταξίδι Θεσσαλονίκη-Αθήνα και Αθήνα-Θεσσαλονίκη με το intercity διαρκούσε 5 ώρες και 15 λεπτά, ενώ με το intercity express διαρκούσε 4 ώρες και 30 λεπτά.


Λίγο αργότερα, το intercity ως... έννοια έπαψε να υπάρχει. Όλα τα τραίνα στη γραμμή Θεσσαλονίκη-Αθήνα-Θεσσαλονίκη κάνουν στάση σε καμιά δεκαπενταριά σταθμούς και το ταξίδι ―που προβλέπεται να διαρκεί 5 ώρες και 20 λεπτά― συνήθως έχει, στην καλύτερη περίπτωση, καθυστέρηση 30 λεπτών.

Η κατάσταση αυτή έχει παγιωθεί εδώ και δύο χρόνια τουλάχιστον, έτσι ώστε εύλογα να αναρωτιέται κανείς γιατί η ΤΡΑΙΝΟΣΕ ανακοινώνει ως διάρκεια ταξιδιού 5 ώρες και 20 λεπτά, τη στιγμή που ΚΑΝΕΝΑ τραίνο δεν φτάνει στον προορισμό του στην ώρα του. (Τον τελευταίο καιρό μάλιστα σημειώνεται και ολιγόλεπτη καθυστέρηση στην αναχώρηση του τραίνου.)




Όσο ξέρω, η ΤΡΑΙΝΟΣΕ δεν έχει δώσει δημοσίως οποιαδήποτε εξήγηση για την επιμήκυνση του χρόνου του ταξιδιού. Καθώς ταξιδεύω πολύ συχνά στον άξονα αυτόν, έχω ακούσει δύο "ερμηνείες" του φαινομένου: Η πρώτη, συκοφαντική για τους εργαζομένους στην εταιρεία, λέει πως οι μηχανοδηγοί δεν έχουν κίνητρο να φτάσει το τραίνο στην ώρα του, επειδή τους έκοψαν το επίδομα έγκαιρης άφιξης που έπαιρναν στην αρχή. Η δεύτερη ―που εύκολα κάνει τους επιβάτες να ταξιδεύουν έμφοβοι για την ασφάλειά τους― λέει ότι η ΤΡΑΙΝΟΣΕ (ή ο ΟΣΕ, δεν ξέρω ποιος έχει την αρμοδιότητα) δεν συντηρεί τις γραμμές και περιμένει να ολοκληρωθούν τα έργα στις σήραγγες και τις νέες χαράξεις γραμμών, οπότε και θα μειωθεί (λέει) εντυπωσιακά η διάρκεια του ταξιδιού.


Στάση στον Δομοκό για αλλαγή μηχανής. Στο τμήμα της γραμμής Θεσσαλονίκη-Δομοκός (και αντιστρόφως) το τραίνο είναι ηλεκτροκίνητο, από τον Δομοκό μέχρι την Αθήνα είναι πετρελαιοκίνητο.

Το γεγονός είναι πως όταν ανεβαίνεις στο τραίνο, δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις τι ώρα θα φτάσεις στον προορισμό σου. Και μόνο μετά από τρεισήμισι ή τέσσερις ώρες ταξιδιού το προσωπικό της αμαξοστοιχίας είναι σε θέση να... εικάσει την ώρα άφιξης!

Σχεδόν ποτέ δεν ακούγεται, μαζί με την αναγγελία άφιξης του τραίνου στη Θεσσαλονίκη ή την Αθήνα, μια «συγγνώμη για την καθυστέρηση» ― αντίθετα, ακούγεται το γελοίο, υποκριτικό και εκνευριστικό εντέλει «ευχαριστούμε που προτιμήσατε το τραίνο για τη μετακίνησή σας».


Εγκαταλειμμένες σιδηροτροχιές, σκουριασμένα βαγόνια που σαπίζουν, 
ακόμη και στην περιοχή του ΣΚΑ (Σιδηροδρομικού Κέντρου Αθηνών). 
Κι όμως, οι άχρηστες γραμμές θα μπορούσαν να πουληθούν για παλιοσίδερα,
τα παλιά βαγόνια θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με πολλούς τρόπους.

Αλλά η υποβάθμιση της ποιότητας του ταξιδιού με το τραίνο δεν περιορίζεται στις καθυστερήσεις. Τα βαγόνια συντηρούνται πλημμελώς, πολλά καθίσματα είναι λερωμένα από την πολύχρονη χρήση, οι τουαλέτες μετά από δυο-τρεις ώρες ταξιδιού δεν είναι να τις πλησιάζεις, δεν διαθέτουν πια χαρτί υγείας, σαπούνι και χειροπετσέτες (συχνά χειροπετσέτες δεν υπάρχουν ούτε όταν ξεκινάει το τραίνο), σε πολλούς συρμούς ο κλιματισμός άλλοτε υπολειτουργεί και άλλοτε υπερλειτουργεί (παγώνεις το καλοκαίρι, σκας τον χειμώνα).

Πριν από χρόνια, όταν ανέλαβε την ΤΡΑΙΝΟΣΕ κάποιος Ζηλιασκόπουλος, δημοσιεύματα σοβαρών ―λέμε τώρα― εφημερίδων δημοσίευσαν την... αγιογραφία του, προβάλλοντάς τον ως πρότυπο μάναντζερ, που σε ελάχιστο χρόνο εξυγίανε (υποτίθεται) την εταιρεία.

Εννοείται πως οι δύο πολυδιαφημισμένες, προ τριετίας περίπου, "παροχές" σήματος κινητής τηλεφωνίας και πρόσβασης στο διαδίκτυο σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ΔΕΝ υλοποιήθηκαν ποτέ.


Το τοπίο έξω από το παράθυρο εξακολουθεί να παραμένει γοητευτικό,
ίσως ο μόνος λόγος που αξίζει να εξακολουθεί κανείς 
να μετακινείται στην Ελλάδα με τραίνο.


Δείτε εδώ το 10λεπτο ντοκιμανταίρ του Κωνσταντίνου Ιορδάνου «Cheap Tickets» για τη νυχτερινή "ταχεία" Θεσσαλονίκη-Αθήνα (αμαξοστοιχία 601 τώρα, που αναχωρεί από τη Θεσσαλονίκη στις 11 το βράδυ και φτάνει ―θεωρητικά― στην Αθήνα στις 6 το πρωί.

Βουνό ή θάλασα; ― «Ο καινούργιος δρόμος». Γράφει η Μαρία Κουγιουμτζή




της Μαρίας Κουγιουμτζή*


Ο καινούργιος δρόμος

             Πάνω σε μια ιδέα του αδερφού μου, που πράγματι έπεισε έναν φίλο του για τον ανύπαρκτο δρόμο. Ήταν μια όαση μέσα στον καύσωνα, θεραπευτική για την ψυχή μας. Είχε πολλά τέτοια μονοπάτια ο χαρακτήρας του. Λίγοι τα βλέπαν, άκουγαν μόνο τη θλιμμένη φωνή του κι όχι το πουλί της ελπίδας που φτεροκοπούσε στις διαμαρτυρίες του.
                                           
Οδηγούσαμε τέσσερις ώρες μέσα στην κάψα, ο ήλιος βαρούσε σαν τύμπανο στο κεφάλι  και, σα να μην έφτανε αυτό, το μποτιλιάρισμα δεν ξεκολλούσε με τίποτα. Σημειωτόν πηγαίναμε, παραλογισμένα στρατιωτάκια.
Ας όψεται η κρίση, δεν υπήρχε σάλιο για να ξεφύγουμε σε κανένα ξενοδοχείο, κι έτσι τρέχαμε αλαφιασμένοι για το ημιυπόγειο εξοχικό της πεθεράς μου, δύο δωμάτια 4 επί 3, εμείς και τα δυο παιδιά μας, η πεθερά μου  με τον πεθερό μου ήτανε ήδη εκεί, και υπήρχε πιθανότητα να έρθουν και τα κουνιάδια μου με τον γιο τους, ένα φασιστάκι με τα όλα του, που σε μετέτρεπε σε ρατσιστή στο πιτς φυτίλι, ώστε να θέλεις να εξαφανιστεί από προσώπου γης το παιδικό γένος.
Τελικά, φτάσαμε καταϊδρωμένοι, εκνευρισμένοι, ευτυχώς τα μικρά είχαν αποκοιμηθεί, και ξεφορτώσαμε τα μπαγάζια μας στην αυλή. Η πεθερά μου είχε ήδη τηγανίσει τις μελιτζάνες και τις πιπεριές και, αφού ρίξαμε λίγο νερό στα μούτρα μας, καθίσαμε να φάμε. Το πλωμάρι μοσχοβολούσε.
Μπαϊλντισμένοι απ’ τη ζέστη, το φαγητό και το ούζο, ξαπλώσαμε στα ράντζα μας να χαλαρώσουμε. Πάνω που έκλεισε το μάτι μας, ακούσαμε την κόρνα του κουνιάδου μου.
Σηκωθήκαμε άρον άρον, οι διπλανοί μάς έβρισαν για την κόρνα και ο μικρός διάολος κατούρησε τα κάγκελά τους, διαμαρτυρόμενος· και σα να μη του ’φτανε αυτό, πέταξε και τη σαγιονάρα του στο παντζούρι τους. Βγήκε αγριεμένος ο γείτονας με το σώβρακο, ο κουνιάδος μου ζήτησε συγγνώμη, παιδί είναι, μη το συνερίζεστε, ενώ εκείνο τού έβγαλε τη γλώσσα  και του πέταξε και την άλλη σαγιονάρα στο τζάμι. Κατάλαβε ο άνθρωπος πως είχε να κάνει με τον ίδιο τον διάβολο, και μπήκε μέσα χωρίς άλλη κουβέντα. Η πεθερά μου κι η γυναίκα μου βγάλανε πολυθρόνες και καθίσαμε στην αυλή, γιατί μέσα το καμίνι ήταν στο φουλ. Ξανάστρωσαν τραπέζι.
Ο γιος τους κατάβρεξε τα παιδιά μου, ξυπνώντας τα, και τώρα κυνηγιόντανε γύρω μας.
Ο κουνιάδος μου παραπονέθηκε κι αυτός για το μποτιλιάρισμα και για τον καύσωνα, και τότε, μέσα στη μαύρη μιζέρια μας, μού ήρθε μια ιδέα, έκλεισα το μάτι στη γυναίκα μου και είπα στον κουνιάδο μου.
― Καλά, δεν ήρθατε από τον καινούριο δρόμο; Εμείς ήρθαμε σε μισή ώρα.
― Ποιον δρόμο; είπε εκείνος ξαφνιασμένος.
― Άιντε άιντε… Καλά, εσύ δεν πήρες  ντιπ χαμπάρι; Τον παραλιακό, ποιον άλλον;
― Ποιον παραλιακό, θα με τρελάνεις;
― Μα έχει μια βδομάδα που δόθηκε σε κυκλοφορία. Περνάς Καλλικράτεια, Νέα Πλάγια, Φλογητά, και φτάνεις Μουδανιά, πάντα πλάι στο κύμα. Και τα δέντρα να σε σκιάζουν κι απ’ τις δυο μεριές. Δροσιά να δεις εσύ, ούτε που άναψα το αιρ-κοντίσιον, το αεράκι της θάλασσας έμπαινε απ’ τα ανοιχτά παράθυρα. Λίγο ακόμα θα ’μπαιναν και τα ψάρια. Παράδεισος, σου λέω, αυτό ήταν ταξίδι μια φορά.
Κοίταξε δύσπιστος τη γυναίκα μου κι εκείνη συμπλήρωσε πόσο θαυμάσια ήταν η θέα, το χρώμα της θάλασσας, τα πεύκα, τον τρελάναμε. Ζήτησε ξανά λεπτομέρειες, του είπαμε από πού στρίψαμε, ο δρόμος φρεσκοασφαλτοστρωμένος,  γλιστρούσε  λάδι.
Μετά ρίξαμε την κουβέντα αλλού, αλλά εκείνος ήταν αφηρημένος και κάθε λίγο και λιγάκι επαναλάμβανε, ώστε δίπλα στη θάλασσα ο καινούριος δρόμος, και γεμάτος δέντρα ε;
Το σαββατοκύριακο πέρασε εφιαλτικά, ο διάολος ο γιος τους  κόντεψε να πνίξει τη μικρή μας στη θάλασσα, άνοιξε το κεφάλι του γιου μας μ’ έναν παλιογκασμά που βρήκε στην αυλή, τρέχαμε στο Κέντρο Υγείας στην Κορφηνή, τρία ράμματα μόνο ευτυχώς, και τη Δευτέρα, ευλογημένη Δευτέρα, πρωί πρωί, ξεκίνησε με τη γυναίκα του και τον σατανά τους για τη Θεσσαλονίκη, δούλευαν κι οι δυο, ήταν από τους τυχερούς που είχαν ακόμα δουλειά, τρακόσια ευρώ τον μήνα αλλά μπρος στο τίποτα… Η πεθερά μου με μισό στόμα είπε «αφήστε το παιδί να κάνει κανένα μπάνιο», εμείς μούγκα, και τελικά έφυγαν όλοι τους. Θα πάμε απ’ τον καινούριο δρόμο, είπαν μ’ ένα στόμα άντρας και γυναίκα. Εμείς κάναμε το κορόιδο.
Μετά από τρεις ώρες με πήρε στο τηλέφωνο. Μόλις είδα το νούμερο, ωχ!, έκανα, ποιος τον ακούει τώρα, όμως η φωνή του ακούστηκε ξεκούραστη και γελαστή.
Είσαι μεγάλος μπαγάσας, μού είπε γελώντας, το έφαγα ολόκληρο το παραμύθι σου, και ξέρεις, ενώ στην αρχή σε έβριζα, ύστερα σκέφτηκα πως έδωσες λίγη, ας το πούμε, ευτυχία στην ψυχή μου χτες και προχτές, αισθάνθηκα άνθρωπος σωστός, και σήμερα, μετά το βρισίδι, άρχισα να παίζω το παιχνίδι σου κι έλεγα στη γυναίκα μου, κοίτα τι χρώμα η θάλασσα, τι δροσιά τα δέντρα, ακούς το αεράκι μέσα στα φύλλα τους, ακόμα κι ο μικρός μας πήρε μέρος στο παιχνίδι, δείτε ένα δελφινάκι, μας είπε, κάνει μακροβούτια και μετά πηδά έξω από το νερό, κι ύστερα ―μη χάσει και το στραβό του χούι― δείτε, είπε, τον καρχαρία που ετοιμάζεται να το χάψει, αλλά η γυναίκα μου του έδωσε μια δυνατή στο κεφάλι με το κινητό της και λούφαξε, φτάσαμε στην πόλη μια χαρά, φίλε μου, δροσεροί και ξεκούραστοι. Χαλάλι η φαντασία σου. Υπέροχος ο φανταστικός σου δρόμος.
Κοίταξε την άλλη φορά που θα ’ρθούμε να μας χτίσεις κι ένα ανθρωπινό σπίτι, γιατί και τις δυο νύχτες δεν έκλεισα μάτι. Να έχει και μπαλκόνια και μεγάλα παράθυρα, να μπαίνει το αεράκι, να δροσίζεται η ιδρωμένη ψυχή μας.

Όταν ξανάρθεις, θα σου ’χω έτοιμη δουλειά, του είπα, τρία χιλιάρικα τον μήνα, γραφείο με κλιματισμό, ωράριο πέντε ωρών και πέντε ημερών την εβδομάδα, δυο μήνες άδεια τον χρόνο σε ξενοδοχείο πολυτελείας (και μετά σκέφτηκα, χωρίς να του το πω, κι ένα χρυσό λουρί για τον λαιμό του γιού σου. Στην Ολλανδία θα σε στείλω, φίλε μου, μόνο πρόσεχε τον κανακάρη σου, σαν μεγαλώσει να μη σκοτώσει καμιά χιλιάδα Ολλανδούς   και γίνει σταρ  θανάτου).   

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη (1945). όπου και ζει. 
Έγραψε  δύο συλλογές  με  διηγήματα, Άγριο βελούδο και Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου, καθώς και το μυθιστόρημα Κι αν δεν ξημερώσει.

26.8.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Το ποδήλατο». Γράφει η Γεωργία Συλλαίου



της Γεωργίας Συλλαίου*


Το ποδήλατο

Ένας από τους λόγους που η Αντιγόνη περίμενε με αδημονία το καλοκαίρι ήταν το ποδήλατο. Οι γονείς της τής το πήραν ως δώρο για τα γενέθλιά της, αλλά υπό έναν όρο: επ’ ουδενί δεν θα κυκλοφορούσε στην πόλη μ’ αυτό παρά μόνο στην Νέα Σκιώνη, όπου πήγαιναν κάθε καλοκαίρι για διακοπές. Το ποδήλατο λοιπόν φορτωνόταν κάθε Ιούλιο στο λεωφορείο που τους μετέφερε στον τόπο των ονείρων της. Δύο ολόκληροι μήνες ευτυχίας.
Αυτή η φορά θα ήταν το τελευταίο της καλοκαίρι εκεί. Δεν το ήξερε, δεν της είχαν πει ότι θα άλλαζαν τόπο παραθερισμού. Ο πατέρας της είχε πάρει την απόφαση, αγνόησε τις διαμαρτυρίες της συζύγου του, αλλά πάντα φοβόταν τις αντιδράσεις της ελαφρώς απρόβλεπτης μικρής του κόρης, της Αντιγόνης.
 Εκείνη τη χρονιά, έκανε διακοπές στο χωριό μια νεαρή Αμερικανίδα. Η Άλις, έτσι την έλεγαν, είχε ένα ελαφρό ποδήλατο, χρώματος μενεξελί και κάθε δειλινό έκανε μια μεγάλη βόλτα στον παραθαλάσσιο δρόμο. Η Άλις, χωρίς να το γνωρίζει, είχε γίνει το αντικείμενο του πόθου των  αγοριών και των ανδρών της Νέας Σκιώνης. Έκανε πετάλι με άνεση, χωρίς να δείχνει τον παραμικρό κόπο. Το μοναδικό πράγμα που φανέρωνε κάποια προσπάθεια από μέρους της ήταν ένα λεπτό στεφάνι ιδρώτα στις ρίζες των μαλλιών της που ανέμιζαν στο βραδινό αεράκι. Ήταν πάντα ξυπόλητη και τα χρυσαφένια πόδια της έκαναν την κυκλική κίνηση σαν να μην ανήκαν στο υπόλοιπο σώμα της.
Η Αντιγόνη άκουσε μια μέρα την αδερφή της να τραγουδάει σιγανά «τον δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα/που έκανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα» και τα λόγια αυτά στριφογύριζαν επίμονα στο μυαλό της κάθε φορά που έπαιρνε το δικό της ποδήλατο για να πάει μέχρι το εκκλησάκι του χωριού, μια φορά έφτασε μέχρι το Παλιούρι, άργησε και την κατσάδιασαν.

Μια Κυριακή πήρε κι αυτή τον παραθαλάσσιο δρόμο. Ποδηλατούσε με σύνεση, αισθανόταν ότι έκανε κάτι επίσημο, κάτι που υπερέβαινε την καθημερινότητα. Πατούσε τον δρόμο της όμορφης Αμερικανίδας, έναν δρόμο που ανήκε σε έναν κόσμο διαφορετικό, τον κόσμο της κοπέλας για την οποία μιλούσε όλο το χωριό. Το δειλινό έπεφτε κι αυτό με επισημότητα, τα μικρά φώτα άναβαν σταδιακά, η ώρα περνούσε, αλλά η Αντιγόνη καθυστερούσε αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Τελικά, οι προσδοκίες της δικαιώθηκαν. Ένα μικρό φανάρι άναβε μπροστά της, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι προερχόταν από το ποδήλατο της ΄Αλις. Επιτάχυνε και, όταν πλησίασε το προπορευόμενο ποδήλατο, διαπίστωσε με έναν μικρό πανικό ότι δεν είχε κουδούνι. Ο δρόμος ήταν στενός και φοβήθηκε  ότι με τη φόρα που είχε πάρει θα χτυπούσε την κοπέλα. Θα μπορούσε φυσικά να φωνάξει, αλλά ντρεπόταν. Προτίμησε λοιπόν να κάνει απότομη στροφή και έχασε τον έλεγχο, το ποδηλατάκι της βρέθηκε ξαπλωμένο στα ρείκια κι αυτή έτριβε με περίσκεψη τον γδαρμένο της αγκώνα. Η ΄Αλις σταμάτησε αμέσως και έτρεξε κοντά της. Όταν είδε ότι δεν είχε συμβεί τίποτε σοβαρό, γέλασε δυνατά και η Αντιγόνη είδε τα δόντια της να λάμπουν σαν άστρα. Σηκώθηκε ντροπαλά και της χαμογέλασε. «Είσαι καλά;» ρώτησε η Άλις με χαρακτηριστική προφορά. Η Αντιγόνη έγνεψε καταφατικά, και η Άλις της χάιδεψε το μάγουλο. «Δεν έχεις κουδουνάκι; Χρειάζεσαι ένα κουδουνάκι!» Και πάλι γέλασε δυνατά, πήγε στο ποδήλατό της, έβγαλε το δικό της κουδούνι και το έδωσε στην Αντιγόνη. Ίσιωσε τους λεπτούς της ώμους και μάζεψε τα μαλλιά της αλογοουρά.  Καληνύχτισε και ανέβηκε σβέλτα στο ποδήλατό της. Σε λίγο είχε χαθεί μέσα στη νύχτα.

 Η Αντιγόνη καθόταν εκείνο το απόγευμα του Αυγούστου στην οικογενειακή ταβέρνα «Η Ελιά» και περίμενε με ανυπομονησία να αρχίσει η καθημερινή μικρή ιεροτελεστία της οικογένειας που την είχε. Ο πατέρας, ο κύριος Χριστόδουλος Παπαμιχαήλ, η σύζυγός του κυρία Μαγδαληνή και οι δύο κόρες τους, η Μαρία και η Ευανθία.
Η οικογένεια χάζευε όλη τη μέρα, ο κύριος Χριστόδουλος τρόχιζε με εξοργιστική βραδύτητα τα μαχαίρια, η κυρία Μαγδαληνή μάζευε με ύφος οσιομάρτυρα πιπεριές, ντομάτες και μελιτζάνες από τον μπαξέ και οι δύο κόρες ξεφύλλιζαν περιοδικά. Δυστυχώς, κάποια στιγμή ερχόταν η αποφράς στιγμή που έπρεπε να πάρει μπρος η ταβέρνα.
Η συζήτηση μεταξύ τους ήταν πανομοιότυπη αυτήν την ώρα κάθε μέρα.
Συνήθως άρχιζε ο κύριος Χριστόδουλος: «Μιγδαλή, πάε να παρ’ς πσουμί», η σύζυγος μετά από μικρή σιωπή: «Μαρία, πάε να παρ’ς πσουμί», η Μαρία συνέχιζε «Ευανθούλα, πάε να παρ’ς πσουμί» η Ευανθία ολοκλήρωνε τον φαύλο κύκλο: «πατέρα, πάε να πάρ’ς πσουμί». Η καθιερωμένη αυτή ιεροτελεστία μπορεί και να συνεχιζόταν εις το διηνεκές, αν η Αντιγόνη, η οποία καραδοκούσε μία ευκαιρία να αρπάξει το ποδήλατό της και να κάνει ακόμη μία βόλτα, δεν αποφάσιζε να διαταράξει τη ραθυμία και την έλλειψη αποφασιστικότητος που χαρακτήριζε την οικογένεια Παπαμιχαήλ. Σηκωνόταν και, τρέμοντας από ανυπομονησία, ρωτούσε «να πάω εγώ;», για να εισπράξει ένα γενναιόδωρο «ναι» το οποίο ηχούσε ταυτοχρόνως και από τα τέσσερα στόματα. 
Εκείνο λοιπόν το απόγευμα του Αυγούστου, η Αντιγόνη περίμενε να ολοκληρωθεί ο δεύτερος κύκλος για να επέμβει. Το καλοκαίρι πλησίαζε στο τέλος του και τα ένδοξα χρώματα του πρώιμου φθινοπώρου χρωμάτιζαν τον προσωπικό της ουρανό. Η αδερφή της είχε ντυθεί με ένα μεταξωτό φόρεμα, πιο ωραία από κάθε άλλη φορά, ο πατέρας της έπαιζε τάβλι με κάποιον γείτονα και η μητέρα της κοιτούσε μελαγχολικά τον ορίζοντα, κρατώντας στα ευκίνητα δάχτυλά της τη δαντέλα και το τσιγκελάκι.
Η Αντιγόνη ανέβηκε θριαμβευτικά στο ποδήλατό της, το παλιό της γαλάζιο φόρεμα ανέμιζε στο φωτεινό αεράκι.
«τον δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα…» τραγουδούσε καθώς έκανε βόλτες στον παραθαλάσσιο δρόμο που λίγη ώρα πριν είχε περάσει η Άλις.
Έφτασε στον φούρνο και πήρε δώδεκα ψωμιά, τα τοποθέτησε προσεχτικά στο καλαθάκι του ποδηλάτου και τα έδεσε.
Πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Η μέρα είχε μικρύνει και αναρωτήθηκε αν έπρεπε να ανάψει το φανάρι της.
Στη στροφή που έπρεπε να πάρει στο ρέμα, στο ρέμα που χώριζε το χωριό στα δύο, υπήρχε πολύς κόσμος μαζεμένος. Ακούγονταν φωνές και ακατάληπτα λόγια. Ένα φορτηγό ήταν σταματημένο και ένας άνδρας καθόταν στο χώμα με τα χέρια στο πρόσωπό του.
Η Αντιγόνη έκοψε ταχύτητα, κατέβηκε από το ποδήλατο και συνέχισε με τα πόδια προσπαθώντας να διακρίνει τι γινόταν μέσα στο μισοσκόταδο. Το μενεξελί ποδήλατο της Άλις ήταν πεσμένο στις βατομουριές και της φάνηκε αφύσικα ακίνητο. Μετά, είδε τα μαλλιά της Αμερικανίδας να ακουμπούν σαν χτενισμένα σε μια λακούβα. Το πρόσωπό της δεν υπήρχε, το είχε σβήσει η σκόνη. Η κνήμη της έκανε ορθή γωνία.
Η Αντιγόνη πέρασε από τα πλάγια χωρίς να κοιτάζει.
Άναψε το φανάρι της και ξανανέβηκε στο ποδήλατο.
Λίγο πριν φτάσει στο χωριό, η μπροστινή της ρόδα χτύπησε σε μια μεγάλη πέτρα και το ποδήλατο έφυγε από τον δρόμο, η Αντιγόνη βρέθηκε μέσα στις λυγαριές αυτή τη φορά και τα ψωμιά σκόρπισαν στον δρόμο.
Σηκώθηκε, τίναξε τις σκόνες από το γαλάζιο φόρεμά της και άρχισε να μαζεύει τα σκορπισμένα ψωμιά. Τα ξανάβαλε στη σακούλα με πολλή προσοχή, τα έδεσε στο καλαθάκι και ξανανέβηκε στο ποδήλατο. Χτύπησε το κουδουνάκι της.
Είχε ήδη αργήσει.


Μουσικός-τραγουδίστρια και συγγραφέας, γεννημένη στην Θεσσαλονίκη. 
Έχουν εκδοθεί 12 προσωπικά της CD στην Ελλάδα και στην Μεγάλη Βρετανία. 
Εμφανίζεται σε συναυλίες και  μουσικά φεστιβάλ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έχοντας ιδιαίτερη καλλιτεχνική δραστηριότητα στην Ιταλία. 
Από το 1995 συνεργάζεται με τον μουσικό-συγγραφέα Σάκη Παπαδημητρίου. 
Ως συγγραφέας πρωτοεμφανίστηκε με διήγημά της στο Εντευκτήριο
Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και το 2012 εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο, Στο ακρωτήρι (Οδός Πανός).

25.8.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Γάντια λασπέξ». Γράφει ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης



του Νίκου Αδάμ Βουδούρη*


Γάντια λασπέξ

Δες αυτή τη ζωγραφιά, την έφτιαξα πριν από χρόνια, δε θυμάμαι πόσα. Απεικονίζει μια αυλή, έναν κήπο, ας πούμε.. Πίσω πίσω, στο φόντο, είναι τα φυτά. Λουλουδιασμένοι θάμνοι και κάνα δυο δέντρα. Το ένα έχει και καρπούς. Μάλλον πορτοκάλια. Πιο μπροστά διακρίνεται ένα μικρό κομμάτι αφύτευτο χώμα. Είναι φρεσκοσκαμένο, λες και κάποιος θέλει κάτι να σπείρει εκεί. Παραδίπλα διακρίνουμε το λάστιχο του ποτίσματος· η μια του άκρη είναι εκεί, στο σκούρο χώμα, η άλλη είναι προφανώς στη βρύση. Η βρύση δεν φαίνεται στη ζωγραφιά, κι άλλα δε φαίνονται, ούτε το σπίτι στο οποίο ανήκει ετούτη η αυλή διακρίνεται, όμως πέρα μακριά κάτι γειτονικά σπίτια. Μπροστά τώρα είναι το κυρίως θέμα του σκίτσου αυτού. Το πλακόστρωτο κομμάτι της αυλής. Μαύρα-άσπρα πλακάκια, σα σκακιέρα, και στο κέντρο του πλακόστρωτου το σιδερένιο τραπέζι με τις καρέκλες πλιάν γύρω γύρω. Πρέπει να ’ναι σχεδόν μεσημέρι· η καθαρή σκιά του τραπεζιού προδίδει ακτίνες σκληρές. Και βέβαια είναι καλοκαίρι, διότι δίπλα στο τραπέζι στέκεται όρθιο ένα παιδί. Ένα αγόρι. Φοράει φανελάκι αθλητικό με ρίγες κι ένα μικροσκοπικό σορτσάκι.  Άρα είναι καλοκαίρι, και το παιδί δεν έχει σχολείο. Θα ’ναι δέκα-δώδεκα χρόνων. Το φανελάκι του είναι ξεχειλωμένο, και το παντελονάκι στο δεξί του πόδι είναι λιγάκι ανασηκωμένο σε σχέση με το αριστερό. Όμως το παιδί φοράει κάτι ακόμα. Μα τι γίνεται εδώ; Τι είναι αυτά; Φοράει γάντια μέχρι τον αγκώνα, και κάλτσες χοντρές (μοιάζουν πολύ χοντροπλεγμένες) και τι αλλόκοτο χρώμα που έχουν. Κάλτσες και γάντια είναι καστανοκόκκινα, όπως το σκαμμένο χώμα παραπίσω. Έχει και κάτι ακόμα η ζωγραφιά. Μπροστά στα πόδια του παιδιού απλώνονται τέσσερις σκιές. Δε βλέπουμε τα σώματα. Μόνο τις σκιές τους. Ήσυχες αδιάφορες.

Λοιπόν, τι συμβαίνει εδώ;

Δεν είχαμε εξοχικό, τι να το κάνουμε, στην εξοχή μέναμε έτσι κι αλλιώς. Τα καλοκαίρια η ζωή μας ήταν σε τούτη την αυλή, και το παιδί με τα γάντια και τις κάλτσες είναι ένα μοναχικό παιδί, όλη μέρα παίζει εδώ ολομόναχο μακριά από τα άλλα τα παιδιά, μακριά απ’ τις παρέες που αλωνίζανε στους δρόμους.
Χτες είδε τη μάνα του να μπαίνει απ’ την αυλόπορτα φορτωμένη με τα ψώνια. Στο δεξί της χέρι, στην παλάμη, έχει ένα τσιρότο κάτι σαν επίδεσμο, και έτσι κρατάει τα ψώνια με τα αριστερό. Ρωτάει να μάθει τι έχει η μανούλα. «Βοήθησε με», του είπε, «πονάει λίγο το χέρι μου, μα δεν είναι και τίποτα σημαντικό· ένα μικρό εξάνθημα, είπε ο γιατρός, μα θέλει προσοχ,ή να μην εκτίθεται στις χλωρίνες και στα απορρυπαντικά». Η μάνα και το παιδί πάνε στην κουζίνα να τακτοποιήσουν τα ψώνια. Μαζί με όλα τα άλλα έχει αγοράσει και γάντια για τις δουλειές του σπιτιού, για να προστατεύσει το πληγωμένο χέρι. Κατακόκκινα ωραία γάντια, που τα έλεγε γάντια από λατέξ. Το παιδί δεν είχε ξαναδεί γάντια. Εκεί κάτω που ζει είναι σχεδόν πάντα καλοκαίρι· κανείς δε φοράει γάντια. 
Όση ώρα η μάνα του τακτοποιεί τα ψώνια στα ντουλάπια, το παιδί περιεργάζεται τα κόκκινα γάντια τα φοράει, τού ’ναι μεγάλα, τα βγάζει τα μυρίζει. Παράξενη μυρωδιά που έχει το λατέξ! Τα φουσκώνει σα μπαλόνια, κοιτάζει τα δυο φουσκωτά κόκκινα χέρια, πλάκα έχουν, σαν πρησμένα είναι, τα χτυπάει μεταξύ τους σα να χτυπάνε παλαμάκια, αστείος ήχος ακούγεται. «Άστα», του λέει η μάνα του, «θα τα χαλάσεις, και τα χρειάζομαι». Τα αφήνει και φεύγει

Αυτά γίνανε χτες. Σήμερα το παιδί πήγε στην αυλή. Έπαιξε με τις λάσπες και τα χώματα. Χαρούμενο πολύ, τρελά ενθουσιασμένο, πασάλειψε τα χέρια του μέχρι τους αγκώνες με παχιά καστανοκόκκινη λάσπη, πασάλειψε και τα πόδια του μέχρι τα γόνατα. Είναι σα να φοράει κάλτσες και γάντια. Σκέφτεται να τα πει γάντια λασπέξ. Σε ποιους θα το πει; Σ αυτούς και βέβαια σ’ αυτόν, τον Αθηναίο. Είναι μεσημέρι, θα μαζευτούν απ’ τους δρόμους· είναι ώρα φαγητού. Θα τον δουν και θα τον ρωτήσουν «πώς είσαι έτσι, ρε». Σίγουρο αυτό. «Πώς είσαι έτσι, ρε», και το παιδί θα πει: φοράω γάντια λασπέξ. Θα το κοροϊδέψουν, θα το κυνηγήσουν να το ρίξουν ολόκληρο μέσα στις λάσπες, μα θα παρέμβει η μαμά κι όλα θα τελειώσουν.
Το βράδυ όμως, όταν όλοι κοιμηθούν, το παιδί θα ξανάπαει στις λάσπες. Έχει πανσέληνο, είναι Αύγουστος και βλέπει μια  χαρά, όλα τα βλέπει. Θέλει να πασαλειφτεί ξανά, να ’χει και πάλι γάντια λασπέξ, και τότε θα έρθει ένας απ’ αυτούς, θα το αναγκάσει να ξαπλώσει στο βρεμένο χώμα, θα το πασαλείβει με χειρονομίες άτσαλες, λάσπη και βρομόνερα παντού. Το παιδί θα κλείσει σφιχτά τα μάτια, κι όση ώρα τα χέρια του άλλου θα κάνουν τη δουλειά, δεν θα μιλάει. Όλα λοιπόν ξεκίνησαν απ' ένα ζευγάρι γάντια λατέξ.
Μα έγιναν όλα αυτά; Το μόνο τεκμήριο της ανάμνησης είναι αυτό το σκίτσο, μα το σκίτσο μπορεί να είναι και προϊόν φαντασίας. Δεν είναι φωτογραφία. Η φωτογραφία θα ήταν αδιάσειστο ντοκουμέντο. Έγιναν όλα αυτά; Και το παιδί πεσμένο στις λάσπες το βράδυ της πανσελήνου  αξιώθηκε άραγε και την άκουσε την άγρια τη σκληρή προστακτική; Δηλαδή άκουσε να του λένε: «Σκούξε τώρα, γουρουνάκι!»;

 * Γεννήθηκε στο Γλυκορρίζι της Μεσσηνίας. 
Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά "Οδός Πανός", "Εντευκτήριο" και "Μπιλιέτο", καθώς και σε ανθολογίες νεοελληνικού διηγήματος. 
Παρακολούθησε σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. 
Το 2008 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων "Ο βυθός είναι δίπλα".

24.8.14

«Βουνό ή θάλασσα;» ― «Γυμνός πάνω στην πέτρα». Γράφει η Μάρα Τσικάρα



της Μάρας Τσικάρα*



Γυμνός πάνω στην πέτρα


Ο Κωστής, τέλη της δεκαετίας του 90, ένιωθε και ήταν πλούσιος. Είχε παρατήσει το πανεπιστήμιο, είχε σταματήσει το χαρτζιλίκι από τους γονείς στο χωριό και απολάμβανε με καμάρι τη νυχτερινή ζωή της πόλης δουλεύοντας σε μπαρ. Καταξιωμένος, σοβαρός και αλητήριος, κέρδιζε την εμπιστοσύνη αφεντικών και θαμώνων. Κάθε βράδυ έβλεπε την μπάρα να γεμίζει δικούς του πελάτες. Χθεσινούς αγνώστους, που γούσταραν να τον βλέπουν να χειρίζεται σαν μάγος τα μπουκάλια, να τους προλαβαίνει σερβίροντας το αγαπημένο τους ποτό, να αστειεύεται, να ακούει, να σωπαίνει,  να φλερτάρει, να κόβει, να ράβει με τον αέρα επαγγελματία που χαίρεται αυτό που κάνει και δεν έχει ανάγκη κανέναν.

Εκείνο το καλοκαίρι, αφού απέρριψε πολλές προτάσεις, επαγγελματικές και μη, κίνησε να δουλέψει με τους δικούς του όρους στο νησί. Είχε το αμαξάκι του, τον λευκό του σκαραβαίο, τη μισή μέρα ελεύθερη και το βράδυ τύπος και υπογραμμός, στις επάλξεις του καλύτερου μπαρ του νησιού. Και γέμιζε η μπάρα με κορίτσια, με αγόρια, με μεσήλικες, με ηλιοκαμένες φατσούλες που γλεντούσαν σαν να ήταν οι τελευταίες τους διακοπές. Και να τα σφηνάκια, οι προπόσεις, τα σέικερ, οι εξομολογήσεις, τα κοκτέιλ, οι ιστορίες, τα σκέτα μαλτ, τα ρούμια πορτοκάλι μέχρι το πρωί. Πέρασαν πολλές ζωές, μεζούρες, και δραχμές από τα χέρια του. Κι αφού έφευγε κι ο τελευταίος παραπατώντας στο καλντερίμι, ο Κωστής, πλήρωνε το προσωπικό κι έκλεινε ταμείο. Τύλιγε το μασούρι των εισπράξεων, το ‘χωνε στην τσέπη για να το παραδώσει ακέραιο την άλλη μέρα στο αφεντικό. Έκλεινε τα φώτα, έβαζε Keith Jarrett στο πιάνο, Lagavulin στο ποτήρι και χάζευε τα χρώματα να αλλάζουν στον ουρανό.

Τρεις μήνες και κάθε μέρα κέρδιζε όλο και πιο πολλά χρήματα, πόντους και αγάπη από το νησί. Το τελευταίο του βράδυ, οργανώθηκε ερήμην του και προς τιμήν του γλέντι τρικούβερτο. Οι μισοί έκλαιγαν, οι άλλοι μισοί μέθυσαν τόσο που ξέχασαν γιατί πίνανε. Κι αυτός εκεί, σέρβιρε γελούσε δίπλωνε προσεχτικά χαρτάκια με τηλέφωνα και διευθύνσεις για πιθανές χειμερινές επικοινωνίες, κι ανυπομονούσε να μπει στο καράβι την άλλη μέρα το απόγευμα και να εξαφανιστεί από όλο αυτό το γλυκό δέσιμο, όσο το άντεχε… γιατί λίγο ακόμη και θα έμενε για πάντα εκεί. Γι’ αυτό άλλωστε άφησε από νωρίς το σπίτι, χαιρέτησε τους γείτονες, φόρτωσε το αμάξι και με το εισιτήριο στο ντουλαπάκι σιγούρεψε το φευγιό του. Αποχωρούν κι οι τελευταίοι τρεκλίζοντας στα καλντερίμια, πληρώνει, κλείνει ταμείο. Ο ίδιος είχε πληρωθεί αδρά από το ικανοποιημένο αφεντικό, που όπως κάθε βράδυ αποσύρθηκε νωρίς ― ραντεβού την άλλη μέρα στο λιμάνι, να του δώσει το υπέρογκο μασούρι με τις εισπράξεις. Ο Keith Jarrett στο πιάνο, Lagavulin στο ποτήρι, τα χρώματα να αλλάζουν στον ουρανό, κλειδώνει κι αρχίζει να περπατά το νησί. Βήμα και αποχαιρετισμός. Χώνεται στο αμάξι και πάει και πιο πέρα, στα νεκροταφεία, στην Κάτω Μεριά, στην Πέρα Μεριά, στο Μοναστήρι, στην αγαπημένη του παραλία. Βγάζει τον υπνόσακο από το πορτ μπαγκάζ, ασφαλίζει τις εισπράξεις κάτω από τη θέση του συνοδηγού, κρατάει στην τσέπη την αμοιβή του, σαν πολύτιμο θησαυρό, σαν απόδειξη χειροπιαστή ότι είναι επαγγελματίας που αγαπάει αυτό που κάνει και δεν έχει ανάγκη κανέναν. Την πέφτει κάτω από μια σκιά, βγάζει και τα ρούχα του και αποκοιμιέται γλυκά μεθυσμένα και δίκαια.



Μετά από λίγες ώρες, ο ήλιος άρχισε να του γαργαλά τα βλέφαρα. Κι ένα αδέσποτο κουτάβι να του γλείφει τη μύτη. Πού ‘σαι ρε μούργο; Τον χάιδεψε γλυκά, τεντώθηκε κι όρμησε γυμνός για μια τελευταία αποχαιρετιστήρια βουτιά. Χαιρέτησε ψάρια βράχια φύκια μέδουσες κι αχινούς. Τίναξε τις σταγόνες και κατευθύνθηκε προς τα πράματα του. Τον υπνόσακο, τη θήκη, τα παπούτσια, το μπλουζάκι που παρόλη τη νύστα είχε διπλωθεί άψογα και το πα… το πα… πού…  κά..που εδώ… εκεί… πού μπορεί να είναι το παντελόνι του;

Η παραλία ερημική, αποκλείεται κάποιος να κατέβηκε ξημερώματα και να του βούτηξε το παντελόνι, είναι μακρύ, είναι τζιν, έχει δερμάτινη ζώνη και μια τσέπη με τα κλειδιά του αμαξιού που στο ντουλαπάκι έχει το εισιτήριο και κάτω από τη θέση υπάρχουν οι εισπράξεις. Και η αμοιβή του, στο παντελόνι κι αυτή, λίγο πιο κει, στη μικρή που βάζεις τα ψιλά, είχε στριμώξει τα χοντρά, που τόσο περήφανα και ιδροκοπώντας και ξενυχτώντας και ακούγοντας τον κάθε μαλάκα μπεκρή να λέει τις κωλοϊστορίες του, έβγαλε μετά από τρεις μήνες.

Ψύχραιμα, Κωστή, κάπου εδώ θα είναι, σκέφτηκε και κοίταξε γύρω του προσεχτικά. Κι όμως, ο σκαραβαίος ήταν λίγο πιο πίσω του, λευκός και ακέραιος, παρκαρισμένος εκεί ακριβώς όπως τον άφησε λίγες ώρες νωρίτερα. Αν είχε κλέψει κάποιος το παντελόνι, θα ‘βρισκε τα κλειδιά, θα έκλεβε και τ’ αμάξι, έτσι δεν είναι; αναρωτιόταν και καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που αρνιόταν να πάρει κινητό τηλέφωνο. Κι αν είχε, ποιον θα έπαιρνε, κι άντε να εξηγήσει στο αφεντικό του τι έγιναν τα λεφτά, κι άντε να εξηγήσει στην πόλη γιατί γύρισε ρέστος και ταπί μετά από τόση δουλειά.

Μόνος συμπαραστάτης ο μαύρος τρελαμένος κούταβος που τριβόταν στα πόδια του ζητώντας χάδια και παιχνίδια.

Έλα, ρε Μούργο, λέγε… είδες κανέναν να κατεβαίνει στην παραλία, είδες μήπως το παντελόνι μου… έλα, γλυκό μου σκυλάκι, βοήθησε με, σε ικετεύω. Ο σκυλάκος τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, έγειρε αριστερά το κεφάλι, σήκωσε τα αυτιά και κίνησε προς τα πέρα. Κοντοστάθηκε και κοίταξε πάλι τον Κωστή σαν να του φώναζε… ακολούθησέ με. Μια και δυο, σηκώνεται και τον ακολουθεί. Μπροστά πάει ο σκύλος, πίσω ο Κωστής, γυμνός. Η ουρά του πρώτου σαν έμπειρος ανιχνευτής χαμένων παντελονιών και κρυμμένων θησαυρών, η ουρά του δεύτερου να σέρνεται στην άμμο. Διέσχισαν αμμόλοφους, θάμνους, βάτους… παντελόνι πουθενά. Ο Κωστής, ιδρωμένος και γρατζουνισμένος, με καμένες πατούσες και θολωμένο μυαλό, μια κοιτούσε μπροστά τον σκύλο, μια κοιτούσε αν ο σκαραβαίος είναι ακόμη στη θέση του και δεν έγινε κι αυτός και οι εισπράξεις καπνός. Έλα, καλό μου σκυλάκι, δεν με δουλεύεις… δεν σπας πλάκα… ψυχούλα μου, έτσι δεν είναι, γαμώ το κερατό σου, βρωμόσκυλο… Απτόητος ο μικρός, αφού τον πήγε μια μεγάλη βόλτα, αφού κατούρησε ό,τι θάμνο και σκουπίδι έβλεπε μπροστά του… τον γύρισε ακριβώς εκεί από όπου ξεκίνησε, στον τόπο του εγκλήματος. Στο μηδέν. Στο χωρίς παντελόνι. Χωρίς λεφτά, κλειδιά και φιλότιμο.

Η ώρα περνούσε μάλλον, το ραντεβού του με το αφεντικό θα πλησίαζε ή θα ‘χε κιόλας περάσει ―το κωλόπαιδο το’ χα σαν παιδί μου― τον άκουσε να λέει, το καράβι φαινόταν ήδη στο λιμάνι και η αυτοπεποίθηση κι η σιγουριά του αγαπημένου αγοριού του νησιού βυθίζονταν αμαχητί μέσα στην άμμο. Κι εκεί που αναθαρρούσε, ερχόταν ένα κύμα και την γκρέμιζε οριστικά. Καθισμένος γυμνός πάνω σε μια πέτρα, με έναν σκύλο παραδίπλα να κυλιέται στα φύκια, ανακαλούσε όλη του τη ζωή. Το πανεπιστήμιο, τους δικούς του στο χωριό, το μάταιο της ύπαρξης. Κι όμως, ήταν άδικο. Δεν είχε πειράξει κανέναν. Δεν είχε κλέψει, ούτε κοροϊδέψει, ούτε μαλώσει, ούτε πληγώσει κανέναν. Δεν είχε δώσει δικαίωμα ποτέ. Γιατί σ’ αυτόν, γιατί τώρα, γιατί έτσι;

Από μακριά, το καράβι γεμίζει σφυρίζοντας, ανθρώπους ίδια μυρμήγκια. Τέτοια είμαστε. Μαλακισμένα έντομα που κουβαλάνε ψίχουλα, κάτω από τη σόλα ενός μεγάλου παπουτσιού. Ακόμη και ο σκύλος απελπίστηκε με αυτές τις σκέψεις, σηκώθηκε, τινάχτηκε και κίνησε προς μια δική του, άγνωστη κατεύθυνση. Σαν να ξύπνησε ο Κωστής, τον πήρε πάλι από πίσω.

Σκαρφάλωνε βράχια ο μικρός ανέμελα, σκαρφάλωνε κι ο μεγάλος. Και να σου μπροστά του, ένα χαρτάκι καλά διπλωμένο με ένα γυναικείο όνομα κι ένα τηλέφωνο. Και πιο κει ένα άλλο με μια διεύθυνση ενός τύπου στο Βερολίνο. Κι ένα άλλο να το παίρνει ο αέρας. Και ιδού, πάνω σε μια πέτρα, καυτή από τον ήλιο και τη σοφία, κείτονταν το περιβόητο τζιν μακρύ παντελόνι. Σαν λάφυρο πολέμου. Σαν κάτι να σπάει τη μοναξιά του κουταβιού, στην ερημική παραλία. Με τη ζώνη χαλαρή και την τσέπη γεμάτη με κλειδιά και πολλά λεφτά ― εκείνες τις δόλιες τις δραχμές, τάλιρα και δεκάρικα τσίλικα καλά μασουριασμένα. Ο Κωστής άρχισε να χοροπηδάει τσιρίζοντας, κλαίγοντας σχεδόν, να αγκαλιάζει τον σκύλο, να τον φιλάει και να τον γλείφει στη μουσούδα. Ο σκυλάκος τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, έγειρε αριστερά το κεφάλι, σήκωσε τα αυτιά και κίνησε προς τα πέρα.

Όλα τα υπόλοιπα έγιναν όπως έπρεπε. Δόθηκαν τα χρήματα στο αφεντικό, το αμάξι μπήκε στο καράβι κι ο Κωστής γύρισε νικητής στην πόλη ― έστω προσωρινά. Κι η ζωή συνεχίστηκε.

Είχε σχεδόν ξεχάσει αυτήν την ιστορία. Τη θυμήθηκε μετά από τόσα χρόνια όταν ξαναβρέθηκε γυμνός σε μια πέτρα πάλι να αναρωτιέται… Γιατί σ’ αυτόν, γιατί τώρα, γιατί έτσι; Κι ούτε ένας χαρούμενος σκυλάκος να κυλιέται στα φύκια δίπλα του ― έστω να σπάει πλάκα μαζί του. Ούτε Lagavulin στο ποτήρι, ούτε καν o απόηχος της μουσικής του keith Jarrett στ’ αυτιά του. Κι η ζωή να πρέπει να συνεχίζεται.

Η Μάρα Τσικάρα συνήθιζε να υπογράφει με κόκκινη κλωστή Μεθυσμένα Παραμύθια στο ραδιόφωνο και στο χαρτί. 
Ζει στη Θεσσαλονίκη. 
Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Δ.Π.Θ. και της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ. 
Είναι ηθοποιός και κατά καιρούς αρθρογράφος, Dj, ραδιοφωνική παραγωγός, ναυαγοσώστρια, Μάγισσα Μουρτζούφλω.

23.8.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Ανεπάντεχα με πήραν τα κύματα». Γράφει ο Βάσος Γεώργας



του Βάσου Γεώργα*

Ανεπάντεχα με πήραν τα κύματα


Χαμένη παιδική ηλικία, κρυμμένη σε μια τρύπα στο πάτωμα, σκεπασμένη με χρυσόσκονη από χαμένα λόγια και χαμένα χρόνια. Και πολλά καλοκαίρια, το ένα μετά το άλλο, και η ξαφνική διαύγεια με την οποία θυμάσαι πράγματα παλιά και άχρηστα, που απλώς επιβεβαιώνουν πόσο σημαντικές είναι οι αναμνήσεις σου, σαν μεγαλώνεις.

Γυρίζω πίσω και μετράω κοχύλια και βότσαλα, στη παραλία στην Αιδηψό. Είμαι πέντε ή έξι χρονών, φιλοξενούμενος της γιαγιάς μου Κορίνας, που για ένα δεκαήμερο παραθερίζει στα ιαματικά λουτρά παρέα με τις φίλες της.

Πριν ακόμα πάω σχολείο, ήξερα πως τα καλοκαίρια με συμφέρουν. Για έναν περίεργο λόγο, τα μαλλιά μου από καστανά άλλαζαν χρώμα και γινόντουσαν ανοικτά ξανθά, σαν σημαδούρα στη θάλασσα.

Όλη μέρα στην παραλία ευτυχισμένος ανάμεσα σε παγωτά, ροδάκινα, καρπούζι και γκαζόζες με ένα τσούρμο πιτσιρίκια να τσιρίζουν σε παιχνίδια μύησης στον κόσμο των μεγάλων. Γυμνός, να με καίει ο ήλιος, και με μια διάθεση αλητείας να ξεφύγω από κάθε έλεγχο και επιτήρηση. Καλοκαίρι σημαίνει ελεύθερος, απαλλαγμένος από φόβους και κανόνες.

Μόνο όταν έπεφτε ο ήλιος μαζευόμουν στα ημιτελή ενοικιαζόμενα δωμάτια που μας φιλοξενούσαν, κατάκοπος να ξαπλώσω σε ένα σιδερένιο ράντζο, πλακωμένος από επτά στρώματα κούρασης, με τη γιαγιά να μου διαβάζει λίγες σελίδες από τον Γύρο του κόσμου σε 80 μέρες, ένα βιβλίο γεμάτο πολύχρωμες ζωγραφιές. Η γιαγιά μου βέβαια μου διάβαζε το όνομα του συγγραφέα, αλλά δεν μπορούσα να το συγκρατήσω.  Θυμόμουν μόνο ότι είχε κάτι από καλοκαίρι το όνομα του. Αύγουστος, Ιούλιος, Ιούνιος…
 

Η γλυκιά μου Κορίνα, με πολύ κουράγιο κι βλέμμα απλανές, προσπαθούσε να αντέξει τη ζέστη και τις αταξίες μου. Βυθιζόμουν στα ρηχά και μεγάλωνα, γινόμουν ξαφνικά κι εγώ μια κουκκίδα στο απέραντο σύμπαν των μεγάλων. Οι φίλες της συχνά με μάλωναν: «αν δεν είσαι καλό παιδί και κουράζεις τη καλή σου τη γιαγιά, θα βγει απ΄τη θάλασσα ο σατανάς αυτοπροσώπως και θα σε πάρει φαντάρο». Κουραστική απειλή αλλά ανάμεσα στον ήχο των τζιτζικιών ακουγόταν με μια δόση τρυφερότητας.

Ώσπου ένα απόγευμα με τσακώνουν ανυποψίαστο σαν τον τρελό λαγό απ΄τα αυτιά και μέσα στη τρελή ζέστη με ντύνουν με άσπρα καλτσάκια, άσπρο κοντό παντελονάκι με τιράντες, άσπρο πουκαμισάκι με μπλε παπιονάκι κι άσπρο σακάκι με χρυσά κουμπάκια. Τελευταία πινελιά; χωρίστρα από δεξιά με ψιλή τσατσάρα.

Να πώς βρέθηκα με το ζόρι να με τραβολογάνε προς το λιμανάκι, εκεί που έδεναν τα φερυμπώτ από Αρκίτσα, ενώ οι παρέες μου έπαιζαν ακόμα και πλατσούριζαν στην αμμουδιά.

Ακατανόητος ο κόσμος, σκέφτηκα· με τέτοια ζέστη, αντί να κυκλοφορούν όλοι γυμνοί, φόρεσαν τα καλά τους και βγήκαν στον ήλιο με χάρτινα σημαιάκια.
Παρέλαση προσκόπων, παραθεριστές και επίσημοι να σπρώχνονται πέρα-δώθε υπό την αυστηρή καθοδήγηση χωροφυλάκων και η φιλαρμονική του Δήμου με επίσημο ένδυμα να παίζει ταρατατζούμ μπουμ μπουμ.

Χωρίς να το καταλάβω, βρίσκομαι μπροστά από τη στολισμένη προβλήτα κι ένας γκριζομάλλης κύριος χαμογελάει στη γιαγιά μου και μου δίνει να κρατήσω μια ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα, τυλιγμένη με γυαλιστερό χαρτί, που τσιμπάει τις παλάμες μου. Θυμώνω με τη γιαγιά, θυμώνω με μένα, θυμώνω με τον κόσμο τον άδικο, ιδρώνω στα ρούχα μου, τρομάζω από τη οχλοβοή κι από μια φωνή ενθουσιασμένη που ακούγεται στα μεγάφωνα:
«Καλωσορίζουμε στη πόλη μας τον γενναίο ήρωα αξιωματικό του ελληνικού στρατού και Αντιβασιλέα των Ελλήνων»

Η φιλαρμονική δυναμώνει σαν σπασμένο γραμμόφωνο, κι ο  γκριζομάλλης κυριούλης με σηκώνει στα χέρια του, ενώ ένας μουτρωμένος κι απόκοσμος κύριος με άσπρη στολή, σαν ξωτικό που ντύθηκε παγωτατζής, γεμάτος στολίδια και παράσημα, με μαύρα τεράστια γυαλιά ηλίου και χρυσό ξίφος ανά χείρας, πλησιάζει προς το μέρος μας, με την ίδια τραγικότητα που σε προφταίνει μια καταστροφή. Απλώνει τα χέρια του να με πιάσει και η αντανάκλαση του ήλιου στα σκούρα γυαλιά του παίρνει απειλητικές διαστάσεις στο μυαλό μου. σαν σε σκηνή τρόμου. και με απελπίζει. Κρύος ιδρώτας με περιλούζει. Μετανιώνω που δεν άκουγα τις συμβουλές από τις φίλες της γιαγιάς μου και δεν είχα συμπεριφορά «καλού παιδιού».
Αρχίζω να ουρλιάζω κλαίγοντας:
«Ο Σατανάς!! Πάρτε μακριά μου τον σατανά, πάρτε τον!!»

Δεν θυμάμαι πώς κατέληξε το περιστατικό…
Θυμάμαι μόνο ότ,ι αντίθετα με όλους τους άλλους, ο «σατανάς» δεν  πτοήθηκε καθόλου, αλλά ανέκφραστος στάθηκε, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι του και προσπέρασε. Δεν τρόμαξε, δεν ενοχλήθηκε, δεν χαμογέλασε. 

Η ανθοδέσμη έπεσε απ΄τα χέρια μου και την ποδοπάτησε το ενθουσιασμένο πλήθος που ακολούθησε τον «σατανά» σε χορούς με δημοτικά τραγούδια και επαρχιώτικες δεξιώσεις. Ωστόσο, τι έφταιξα εγώ; Τι μπορούσε να νιώσει ένα παιδί από πανηγύρια εθνικής λεβεντιάς και περηφάνιας;

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, η αλήθεια είναι ότι από τότε δεν με απείλησαν ποτέ ξανά, αλλά κι εγώ πρόσεχα λιγουλάκι τη συμπεριφορά μου, μη βρεθώ στα καλά καθούμενα από παραθεριστής φαντάρος.

Αργότερα ―πολύ αργότερα―, θυμάμαι την απαλή φωνή της γιαγιάς μου να μου λέει χαμογελώντας: «Θα άφηνα ποτέ εγώ κανέναν να μου πάρει το μικρό μου σπουργιτάκι;»

Καμιά φορά, άμα κοιτάω στον ουρανό, μου φαίνεται πως αυτό το χαμόγελο το διακρίνω κρυμμένο πίσω απ΄τα σύννεφα.

‘Εμαθα με τα χρόνια πως καλοκαίρι σημαίνει ένα φύσημα δροσερού αέρα στο στήθος που ποτέ δεν φεύγει από εκεί και κανείς άλλος δεν μπορεί να ακούσει το θρόισμά του, εκτός από σένα. Γιατί τα καλοκαίρια που ήσουν παιδί δεν είναι όπως τα όνειρα μας και τα ποιήματα, προσωρινά και περαστικά.



 * Ο Βάσος Γεώργας διευθύνει το ιστολόγιο Bibliotheque και τις ομώνυμες εκδόσεις, καθώς και το διαδικτυακό ραδιόφωνο clipartradio.