6.3.15

Αγαπημένο μου ημερολόγιο [Οι σημειώσεις του κυρίου Ίμο]


Περισυλλογή και αναστοχασμός! Αυτή είναι η φάση τώρα. Έγιναν τόσα πράγματα σήμερα (δηλαδή χτες)! Ξύπνησα άκεφος. Είχα ακούσει στο χτεσινό τηλεφώνημα του κυρίου Γιώργου σε μια κυρία Αλίκη τις δυσοίωνες λέξεις "εμβόλιο" και "τσιπάκι", και όλη τη νύχτα λαγοκοιμόμουνα σε αναμένα κάρβουνα. Στα πόδια του κρεβατιού του κυρίου Γιώργου λαγοκοιμόμουνα δηλαδή, αλλά τρόπος του ανθρώπινου λέγειν...
Όταν ήρθε η αναθεματισμένη ώρα, ο κύριος Γιώργος μού φόρεσε το περιλαίμιο (από το άγχος του μου το φόρεσε στραβά, κι έτσι μπορούσα και το μασούσα, τώρα είναι έτοιμο να κοπεί, από μερικές κλωστές κρέμεται, το τακτοποίησα κι αυτό το θέμα) και κατεβήκαμε στον δρόμο. Ύστερα από λίγο μπήκαμε σε ένα ταξί. Ο οδηγός, ένας γκριζομάλλης κύριος με κοτσίδα, άκουγε την όπερα «Ιγκόρ» από το Τρίτο Πρόγραμμα. Του Στραβίνσκυ είναι; ρώτησε ο κύριος Γιώργος. Τι άσχετος! Όχι, του Μποροντίν, τον διόρθωσε ο ταρίφας. Μετά κάτι λέγανε για το τζιπιές. Ο ταρίφας δηλαδή έλεγε πώς τους έσωσε αυτό το μαραφέτι αλλά όταν εκείνο του είπε να μην πάρει τη Σούτσου, γιατί ήταν μποτιλιαρισμένη, αυτός το αγνόησε, μπήκε στη Σούτσου και κολλήσαμε! Να μην τα πολυλογώ ―γιατί έχω κι άλλες δουλειές να κάνω, ας πούμε να μασουλήσω τη σαγιονάρα, να βολτάρω στη βεράντα, να αλλάξω πεντέξι φορές θέση στο πατάκι μου, καταλαβαίνετε...―, πήγαμε στο ιατρείο μικρών ζώων της κυρίας Αλίκης και εκεί έγινε ό,τι έπρεπε να γίνει. Ο κύριος Γιώργος με χάιδευε για να είμαι ήσυχος ― γίνεται να είμαι ήσυχος όταν με τρυπάνε με βελόνες και με ψαχουλεύουν και με ψεκάζουν; Πήδηξα κι εγώ κάποια στιγμή από το ιατρικό τραπέζι και παραλίγο να σακατευτώ. Α, ναι. Είχε και διάφορες απορίες ο κύριος Γιώργος: τι πρέπει να τρώω, πόσο θα μεγαλώσω ακόμα, αν θα προσαρμοστώ εύκολα τώρα που θα με αφήσει στον Σαριφάκο, τι να κάνει που συνεχίζω να κατουράω μέσα στο σπίτι... Νομίζω, μεταφυσικές απορίες τα λέει η ανθρώπινη επιστήμη αυτά.



Μετά από την κυρία Αλίκη πήγαμε σε ένα πετ-σοπ και ο κύριος Γιώργος μού πήρε καινούργιο λουράκι για τον λαιμό (ε, ναι, το άλλο είπαμε το μασούλησα, το κατέστρεψα) και μια βούρτσα διπλής όψεως για να με χτενίζει, και η κυρία του μαγαζιού του χάρισε (για μένα δηλαδή τα χάρισε) κάτι μικρά κούκις για να με καλοπιάνει όταν τα βρίσκει δύσκολα.
Ύστερα πήραμε ένα άλλο ταξί και γυρίσαμε στο σπίτι. Η κυρία που οδηγούσε γκρίνιαξε λίγο, ότι ο κανονισμός λέει πως τα ζώα πρέπει να μπαίνουν στα ταξί μέσα σε κλουβιά, ο κύριος Γιώργος είπε πως δεν το ήξερε... Άσε μας, κουκλίτσα μου (και μακάρι να ήταν κουκλίτσα ― που δεν ήταν!). Ε, κάποτε φτάσαμε στο Παγκράτι (επίσημα βέβαια είναι Καισαριανή, αλλά του κυρίου Γιώργου του αρέσει πιο πολύ να λέει ότι μένουμε στο Παγκράτι), μπήκαμε στο σπίτι όμως (ναι, "όμως", γιατί προηγουμένως είπα "αλλά", και δεν κάνει να βάζω στην ίδια πρόταση την ίδια λέξη δύο φορές! άκου κανόνες!), ο κύριος Γιώργος δεν με χάιδευε, ένεκα το σπρέι, κι αυτό δεν μου άρεσε καθόλου.
Αργά το απόγευμα ξάπλωσε να κοιμηθεί, ανέβηκα κι εγώ στο κρεβάτι, είπε μερικές φορές «κάτω, Ίμο!» αλλά έκανα ότι δεν άκουσα, βαρέθηκε κι εκείνος και έσβησε το φως. Αλλά χτύπησε 4 φορές το τηλέφωνο (μα τηλεφωνουν στον κύριο Γιώργο στις 7 ή τις 7.30 το απόγευμα; τι άνθρωποι είναι αυτοί;), οπότε είπε «μπα, Ίμο, δεν προβλέπεται σιέστα σήμερα, ας κάνομε καμιά δουλειά», πήγε κι έφτιαξε ένα εσπρεσάκι και κάθισε στο γραφείο του. Αμάν με αυτό το γραφείο. Έλεος κάπου δηλαδή!... (Α, αφότου εγκατέλειψε το κρεβάτι, το τηλέφωνο δεν ξαναχτύπησε. Περίεργοι που είστε εσείς οι άνθρωποι...)
Τώρα κάθομαι στον καναπέ και αναστοχάζομαι όσα έγιναν σήμερα. Αργότερα θα κουντουρντίσω.







Δεν υπάρχουν σχόλια: