γράφει η Άννα Δαμιανίδη
πηγή: http://www.efsyn.gr
Είναι κάτι βλαμμένα που φοβερίζουν. Επειδή φοβούνται κυρίως, επειδή
τρέμουν ότι δεν θα τα βγάλουν πέρα σε διάφορες σημαντικές αναμετρήσεις.
Μπορεί μάλιστα να φοβούνται άδικα· πάντως φοβούνται. Φοβούνται ότι δεν
θα τα καταφέρουν με τα μαθήματα, ότι δεν είναι αρκετά ωραίοι, δεν θα
ρίξουν το κορίτσι που επιθυμούν - ή το αγόρι. Δεν θα βρουν τη δουλειά
που θα τους έβγαζε ασπροπρόσωπους στα μάτια των γονιών τους. Δεν θα
κερδίσουν τα λεφτά που χρειάζονται. Κάτι τους διαφεύγει από τη
λειτουργία του κόσμου, κάτι που δεν μπορούν να καταλάβουν, να φτάσουν·
τους το κρύβουν, θα το χάσουν. Μαζεύονται πολλά και τη βρίσκουν
γιουχάροντας τους ωραίους, τους μοναχικούς, τους ξεχωριστούς,
εκδικούνται προκαταβολικά για τη σύγκριση που θα υποστούν ίσως κάποτε,
που την υφίστανται ήδη στο βάθος του μυαλού με τα ανομολόγητα.
Είναι ντιπ χαζά και φοβητσιάρικα, ένα «μπου» να τους κάνεις το βουλώνουν. Εγώ δεν το ήξερα· είχα περάσει, σε λάιτ εκδοχή, κάτι καταστάσεις σχετικές, δεν παραπονέθηκα, ρούφηξα τις επιθέσεις εκείνες και μια ζωή προσπαθώ να αποτοξινωθώ από το δηλητήριο. Δεν έχω παράπονο, αλλά αν υπήρχε κάτι τότε να με βοηθήσει, να μου εξηγήσει το δίκιο μου, το άδικο των άλλων, δεν θα εσωτερίκευα την εξωτερική βία και θα ήμουν πιο υγιής ψυχικά, ίσως και σωματικά. Πολύ αργότερα, όταν έκανα παιδιά και ήρθε το φάσμα της κατάστασης εκείνης μπροστά μου με κάτι ασήμαντα περιστατικά, έμενα βουβή κι απελπισμένη. Τότε επιτέλους επενέβησαν οι άλλοι, πιο σώφρονες, πιο γνώστες, και τότε είδα πόσο απλό ήταν. Βάλανε μια φωνή στα βλαμμένα, τους έκαναν μια ωραία, σταθερή, καθόλου υστερική εξήγηση περί του τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, και τι θα πάθαιναν αν συνέχιζαν.
Δεν ξέρω αν όλα έγιναν τη σωστή στιγμή. Δεν ξέρω αν δεν έμειναν γρατσουνιές στις καρδούλες των παιδιών. Κάτι πάντα μένει, δεν περνάνε εύκολα αυτά όλα από τις παιδικές ζωές. Ομως τότε κατάλαβα ότι το πράγμα ήταν απλό. Φτάνει να μην αφήσεις να εδραιωθεί το καψώνι και οι διάφορες επιθέσεις και προκλήσεις σαν κανονικότητα, σαν κάτι που δεν προκαλεί αντιδράσεις. Να μην αφήσεις μόνο του αυτόν που δέχεται την επίθεση. Να δείξεις σαν γονιός, σαν δάσκαλος, σαν μεγαλύτερος που ξέρει τον νόμο, ξέρει το σωστό, ότι μπορείς να επέμβεις για να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους. Ηταν τόσο απλό, λοιπόν, από τη μεριά των άλλων.
Δεν είναι ποτέ απλό από τη μεριά του θύματος. Το κάθε παιδί στις περιπτώσεις αυτές εισπράττει τον πόνο του σαν αδυναμία. Σκέφτεται πως έπρεπε να μην μπορούν να το πειράξουν. Επρεπε να τους κρατήσει σε απόσταση. Επρεπε να τα βγάλει πέρα μαζί τους, κ.λπ. κ.λπ. Δεν ξέρω αν μπορεί να διδαχτεί κανείς τα δικαιώματά του εξ απαλών ονύχων, αλλά η προσπάθεια επιβάλλεται. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις μαζί βέβαια, ότι έχουν υποχρέωση να καταγγέλλουν κάθε επίθεση σε άλλον όπως και να προστατεύουν τον εαυτό τους, χωρίς τον φόβο να τους πουν ρουφιάνους, να τους θεωρήσουν αδύναμους και άλλα τέτοια καταστροφικά. Η εκ των άνω παρέμβαση σώζει και του θύματος την αυτοεκτίμηση, ακόμα και στους θύτες δίνει μια ελπίδα: να γλιτώσουν από την κατρακύλα του χουλιγκανισμού, να βρουν κάτι μέσα τους που μπορεί να αναπτυχθεί, να πασχίσουν για κάτι καλύτερο κι αυτοί στη ζωή τους.
Κι όλ’ αυτά τώρα είναι φλυαρίες βέβαια. Ο άδικος θάνατος δεν έχει παρηγοριά.
Είναι ντιπ χαζά και φοβητσιάρικα, ένα «μπου» να τους κάνεις το βουλώνουν. Εγώ δεν το ήξερα· είχα περάσει, σε λάιτ εκδοχή, κάτι καταστάσεις σχετικές, δεν παραπονέθηκα, ρούφηξα τις επιθέσεις εκείνες και μια ζωή προσπαθώ να αποτοξινωθώ από το δηλητήριο. Δεν έχω παράπονο, αλλά αν υπήρχε κάτι τότε να με βοηθήσει, να μου εξηγήσει το δίκιο μου, το άδικο των άλλων, δεν θα εσωτερίκευα την εξωτερική βία και θα ήμουν πιο υγιής ψυχικά, ίσως και σωματικά. Πολύ αργότερα, όταν έκανα παιδιά και ήρθε το φάσμα της κατάστασης εκείνης μπροστά μου με κάτι ασήμαντα περιστατικά, έμενα βουβή κι απελπισμένη. Τότε επιτέλους επενέβησαν οι άλλοι, πιο σώφρονες, πιο γνώστες, και τότε είδα πόσο απλό ήταν. Βάλανε μια φωνή στα βλαμμένα, τους έκαναν μια ωραία, σταθερή, καθόλου υστερική εξήγηση περί του τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, και τι θα πάθαιναν αν συνέχιζαν.
Δεν ξέρω αν όλα έγιναν τη σωστή στιγμή. Δεν ξέρω αν δεν έμειναν γρατσουνιές στις καρδούλες των παιδιών. Κάτι πάντα μένει, δεν περνάνε εύκολα αυτά όλα από τις παιδικές ζωές. Ομως τότε κατάλαβα ότι το πράγμα ήταν απλό. Φτάνει να μην αφήσεις να εδραιωθεί το καψώνι και οι διάφορες επιθέσεις και προκλήσεις σαν κανονικότητα, σαν κάτι που δεν προκαλεί αντιδράσεις. Να μην αφήσεις μόνο του αυτόν που δέχεται την επίθεση. Να δείξεις σαν γονιός, σαν δάσκαλος, σαν μεγαλύτερος που ξέρει τον νόμο, ξέρει το σωστό, ότι μπορείς να επέμβεις για να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους. Ηταν τόσο απλό, λοιπόν, από τη μεριά των άλλων.
Δεν είναι ποτέ απλό από τη μεριά του θύματος. Το κάθε παιδί στις περιπτώσεις αυτές εισπράττει τον πόνο του σαν αδυναμία. Σκέφτεται πως έπρεπε να μην μπορούν να το πειράξουν. Επρεπε να τους κρατήσει σε απόσταση. Επρεπε να τα βγάλει πέρα μαζί τους, κ.λπ. κ.λπ. Δεν ξέρω αν μπορεί να διδαχτεί κανείς τα δικαιώματά του εξ απαλών ονύχων, αλλά η προσπάθεια επιβάλλεται. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις μαζί βέβαια, ότι έχουν υποχρέωση να καταγγέλλουν κάθε επίθεση σε άλλον όπως και να προστατεύουν τον εαυτό τους, χωρίς τον φόβο να τους πουν ρουφιάνους, να τους θεωρήσουν αδύναμους και άλλα τέτοια καταστροφικά. Η εκ των άνω παρέμβαση σώζει και του θύματος την αυτοεκτίμηση, ακόμα και στους θύτες δίνει μια ελπίδα: να γλιτώσουν από την κατρακύλα του χουλιγκανισμού, να βρουν κάτι μέσα τους που μπορεί να αναπτυχθεί, να πασχίσουν για κάτι καλύτερο κι αυτοί στη ζωή τους.
Κι όλ’ αυτά τώρα είναι φλυαρίες βέβαια. Ο άδικος θάνατος δεν έχει παρηγοριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου