11 + 1 θέσεις για το θέατρο στη Θεσσαλονίκη
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου, την Τρίτη 27 Μαρτίου 2007, στις 9 το βράδυ, στο «Underground Εντευκτήριο» (Δεσπεραί 9, περιοχή Διεθνούς Εκθέσεως), οι Γιώργος Αλισάνογλου, Βασίλης Αμανατίδης, Θωμάς Βελισσάρης, Δημήτρης Δημητριάδης, Άκης Δήμου, Πέτρος Ζηβανός, Χρύσα Καψούλη, Σοφία Καρακάντζα, Σάββας Πατσαλίδης, Έλση Σακελλαρίδου, Γιώργος Τούλας και Κυριακή Τσολάκη, με την ηλεκτρονική συμμετοχή της Ρούλας Πατεράκη και του Μιχαήλ Μαρμαρινού, επιχειρούν, ο καθένας με τον τρόπο του, μια ακτινογραφία της θεατρικής ζωής της πόλης, ανεβοκατεβαίνοντας από την σκηνή στην πλατεία και ανιχνεύοντας τον σφυγμό των θεατρικών συμβάντων στην Θεσσαλονίκη του 2007.
Υπόψη των ομιλητών της εκδήλωσης τέθηκε το εξής κείμενο:
Το θέατρο, ως πράξη και ως χώρος, ποια θέση κατέχει μέσα σε μία πόλη σήμερα; Το γεγονός ότι μία πόλη διαθέτει αίθουσες, μικρές και μεγάλες, λίγες ή πολλές, όπου η θεατρική τέχνη αναπτύσσει τους εκφραστικούς της τρόπους με κείμενα, παλαιά και νέα, και με ομάδες καλλιτεχνών που ερμηνεύουν αυτά τα κείμενα, το γεγονός αυτό σημαίνει κάτι για μία πόλη σήμερα; ΄Η δεν σημαίνει τίποτε; Μήπως, για τους κατοίκους της πόλης αυτής, είτε υπάρχει το θέατρο είτε όχι, είναι ένα και το αυτό; Και μήπως, μία υποθετική αλλά ολοκληρωτική απουσία του θεάτρου απ’ την πόλη δεν θα σήμαινε τίποτε απολύτως για τους κατοίκους της; Δεν θα έλειπε καθόλου απ’ την ζωή τους; Δεν θα αισθάνονταν την έλλειψή του, και δεν θα αναζητούσαν, αν δεν θα διεκδικούσαν, ακόμη και δεν θα απαιτούσαν, την παρουσία του ως κάτι αναγκαίο γι’ αυτούς; Είναι σήμερα το θέατρο για τους κατοίκους μιάς πόλης ένα γεγονός ζωτικής ανάγκης; ΄Η μήπως όχι; Κι αυτό το «όχι», τι θα μπορούσε να σημαίνει;
Δ.Δ.
23.2.2007
η είσοδος στην εκδήλωση είναι ελεύθερη
χορηγός οίνου: Κτήμα ΑΛΦΑ
ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ
περιοδικό / εκδόσεις / εκδηλώσεις
Δεσπεραί 9, Θεσσαλονίκη (περιοχή Διεθνούς Εκθέσεως)
Χορηγός-ευεργέτης του «Εντευκτηρίου»/2007: ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
26.3.07
15.3.07
Η ΠΟΙΗΣΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΕΙ - ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Δεκαπέντε ξένοι ποιητές, οικονομικοί ή πνευματικοί μετανάστες ή και πρόσφυγες από διάφορες χώρες θα παρουσιαστούν και θα διαβάσουν ποιήματά τους στα ελληνικά (και, ενδεικτικά, στην πρωτότυπη γλώσσα) στην εκδήλωση που οργανώνουν το περιοδικό «Εντευκτήριο», το Κέντρο Πολιτισμού της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου καθώς και το Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης, στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης (21 Μαρτίου 2007, ώρα 9 μ.μ., στο «Underground Εντευκτήριο», Δεσπεραί 9, Θεσσαλονίκη).
Πρόκειται για ποιητές από την Αλβανία, την Αμερική, τη Γερμανία, τη Γεωργία, τη Ρουμανία και τη Ρωσία, που ζουν στη Θεσσαλονίκη και πολλοί από αυτούς εμφανίζονται δημόσια για πρώτη φορά, καθώς είτε οι βιοποριστικές ανάγκες είτε η ιδιότητα του “ξένου” τους κρατούν μακριά από την πνευματική κίνηση.
Η εκδήλωση, πέρα από την καθεαυτή σημασία της, μπορεί να αποτελέσει και αφορμή για προβληματισμό για μια σειρά από ζητήματα: για το αν η δύσκολη και σκληρή ζωή του μετανάστη αφήνει χρόνο και διάθεση για καλλιτεχνική δημιουργία· για τη σχέση της μητρικής γλώσσας με τη ελληνική γλώσσα, καθώς αρκετοί ήδη δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους να μεταφράσουν τα ποιήματά τους ή και να γράψουν απευθείας στα ελληνικά.
Στη βραδιά συμμετέχει το, πολυεθνικής σύνθεσης, ερασιτεχνικό μουσικό σχήμα «Φωνές των λαών», που υφίσταται στο πλαίσιο της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Κοινωνική Αλληλεγγύη».
Η είσοδος είναι ελεύθερη.
27.2.07
Η ΠΟΙΗΣΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΕΙ [;]
Η φετινή εκδήλωση του περιοδικού «Εντευκτήριο» για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης (21 Μαρτίου) θα περιλαμβάνει μόνον αλλοδαπούς ποιητές, ασχέτως εθνικότητας, που ζουν στη Θεσσαλονίκη.
Όσοι επιθυμούν να πάρουν μέρος, ας στείλουν μέχρι τις 5 Μαρτίου μια επιλογή από ποιήματά τους μεταφρασμένα στα ελληνικά, καθώς και μικρό βιογραφικό τους, στο Εντευκτήριο, Ταχ. θυρίδα 50.011, ΤΚ 540 13 ή στην ηλεκτρονική διεύθυνση entefktirio@translatio.gr, για αξιολόγηση από τη συντακτική ομάδα του Εντευκτηρίου.
Όσοι επιθυμούν να πάρουν μέρος, ας στείλουν μέχρι τις 5 Μαρτίου μια επιλογή από ποιήματά τους μεταφρασμένα στα ελληνικά, καθώς και μικρό βιογραφικό τους, στο Εντευκτήριο, Ταχ. θυρίδα 50.011, ΤΚ 540 13 ή στην ηλεκτρονική διεύθυνση entefktirio@translatio.gr, για αξιολόγηση από τη συντακτική ομάδα του Εντευκτηρίου.
18.2.07
Η ΕΝΕΔΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ - ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΞΑΝΘΙΩΤΗ
Τα χρόνια
θα έρθουν και θα καθήσουν
σαν πάγος
πάνω στις αρθρώσεις μας
Θα κυρτώσουν την πλάτη μας.
Θα διπλωθούμε στα δυο
κάτω από το βάρος
μιας ζωής που την καθόρισαν
απαγορεύσεις και στερήσεις.
Και οι μικρές, τρυφερές χειρονομίες,
για την ώρα εξαγνισμένες από τη νεότητά μας,
τότε θ' αναζητούν
μισοφωτισμένα στενά
ή το πρόσχημα ενός αποχαιρετισμού
για να φανούν στα μάτια των περαστικών
συνηθισμένες εκδηλώσεις μεσηλίκων
(αναδημοσίευση από το περιοδικό Εντευκτήριο, 1, Οκτώβριος 1987)
θα έρθουν και θα καθήσουν
σαν πάγος
πάνω στις αρθρώσεις μας
Θα κυρτώσουν την πλάτη μας.
Θα διπλωθούμε στα δυο
κάτω από το βάρος
μιας ζωής που την καθόρισαν
απαγορεύσεις και στερήσεις.
Και οι μικρές, τρυφερές χειρονομίες,
για την ώρα εξαγνισμένες από τη νεότητά μας,
τότε θ' αναζητούν
μισοφωτισμένα στενά
ή το πρόσχημα ενός αποχαιρετισμού
για να φανούν στα μάτια των περαστικών
συνηθισμένες εκδηλώσεις μεσηλίκων
(αναδημοσίευση από το περιοδικό Εντευκτήριο, 1, Οκτώβριος 1987)
14.2.07
H ΕΡΣΗ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ UNDERGROUND ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, 26 Φεβρουαρίου 2007, 8.30 μ.μ.
Γνωστή για τη μαστοριά της γραφής της, το πνευματώδες χιούμορ της, τον χαρισματικό της λόγο, η ανατρεπτική, βραβευμένη και πολυμεταφρασμένη συγγραφέας Έρση Σωτηροπούλου θα διαβάσει αποσπάσματα από τα βιβλία της και θα συζητήσει με το κοινό και τη συγγραφέα Σοφία Νικολαϊδου στη βραδιά που οργανώνει προς τιμήν της το περιοδικό «Εντευκτήριο» στον χώρο εκδηλώσεών του («Underground Εντευκτήριο», Δεσπεραί 9, Θεσσαλονίκη – περιοχή Διεθνούς Εκθέσεως, τηλ.: 2310 283.223), τη Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου, ώρα 8.30 μ.μ., με ελεύθερη είσοδο. Η εκδήλωση οργανώνεται σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Κέδρος
Η Έρση Σωτηροπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα το 1953. Σπούδασε Φιλοσοφία και Πολιτιστική Ανθρωπολογία στη Φλωρεντία. Από το 1980, που πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με το «Διακοπές χωρίς πτώμα» μέχρι τώρα έχει εκδώσει έντεκα βιβλία. Έργα της έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν σε πολλές γλώσσες. Έχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο και έχει ασχοληθεί με την Οπτική και Συγκεκριμένη Ποίηση συμμετέχοντας σε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το μυθιστόρημά της «Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές» τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2000 και με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω».
Σε μία από τις σχετικά πρόσφατες κριτικές για τη Σωτηροπούλου, με αφορμή τη συλλογή της «Αχτίδα στο σκοτάδι» (2005), η Τιτίκα Δημητρούλια παρατηρούσε στο «Εντευκτήριο»: «Οι ιστορίες της Σωτηροπούλου είναι σκληρές και τρυφερές μαζί όπως πάντα... Καμιά από τις ιστορίες δεν έχει, πραγματικά, αρχή ούτε και τέλος. Είναι σπιθίσματα και αναλαμπές στην αμετάκλητη χρονική ροή της ύπαρξης του υποκειμένου, αλλά και του κόσμου... Με το αφηγηματικό τάλαντο και τη λοξή ματιά της στον κόσμο αφήνει πάλι όλα τα ερωτήματα αναπάντητα, εκτός από ένα: αυτό τού τι σημαίνει πραγματικά καλή λογοτεχνία.»
Έγραφε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου το 1999 στην «Ελευθεροτυπία» για το μυθιστόρημα «Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές»: «Βιβλίο κρυσταλλικής σύνθεσης (όλα τα στοιχεία του έχουν καταλάβει τη σωστή τους θέση), το “Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές” είναι όχι μόνο μια αξιοσύστατη ατομική προσπάθεια, αλλά και ένα από τα ωραιότερα κείμενα της ελληνικής πεζογραφίας κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.»
Για την επανέκδοση του «Εορταστικού τριήμερου στα Γιάννενα» το 2001 ο Ηλίας Μαγκλίνης παρατηρεί στην «Καθημερινή»: «Το “Εορταστικό τριήμερο”, που ειδολογικά ισορροπεί ανάμεσα στο γκροτέσκο και στη λογοτεχνία του φαντασιακού, έχει μια διαχρονικότητα. Σχεδόν τίποτα απ’ όλα όσα συμβαίνουν δεν μαρτυρούν ότι γράφτηκε πριν από μια εικοσαετία και τα “μέτωπα”, στα οποία μας ταξιδεύει η συγγραφέας, παραμένουν σε “εμπόλεμη κατάσταση” σε όλες τις εποχές.»
Για τις κοινωνικές και υπαρξιακές προεκτάσεις στο μυθιστόρημα «Δαμάζοντας το κτήνος» η Μικέλα Χαρτουλάρη επισημαίνει στα «Νέα»: «Αλλοτριωμένοι ιδεολόγοι “κολλημένοι” με το σεξ, προκλητικοί νεολαίοι, γυναίκες ανορεξικές, παράσιτα της εξουσίας και μίζεροι πνευματικοί άνθρωποι. Πίσω από τούτη την αλήθεια κρύβονται άλλες. Αυτές αναζητά η Έρση Σ. επιχειρώντας να φωτίσει την υπαρξιακή κρίση που ταλανίζει τη σημερινή Αθήνα… το μυθιστόρημά της, που ξεκινά σαν ηθογραφία της νέας αθηναϊκής ελίτ, μετατρέπεται σε υπαρξιακό θρίλερ που διαβάζεται μονορούφι.»
Γράφουν οι κριτικοί, μεταξύ άλλων, στη Γαλλία για την Έρση Σωτηροπούλου:
«… Μία φωνή μελωδική και βραχνή, που μας προκαλεί και μας αφυπνίζει, η φωνή της Έρσης Σωτηροπούλου.» (Florence Noiville, «Le Monde», 14/3/2003).
«Συγγενής με το σύμπαν του Ιονέσκο, αυτός ο μικρόκοσμος του παραλόγου αποτελεί, επίσης, το βασίλειο του φανταστικού… Η Έρση Σωτηροπούλου παίζει με τους ήρωές της μέχρι τελικής πτώσης και τους χειραγωγεί, υφαίνοντας με άνεση τα νήματα της αφήγησης για να θριαμβεύσει η μυθοπλασία.» (Claude Combet, «Livres Hebdo», 7/3/2003).
Στη Γερμανία: «Ο συνδυασμός μαύρου χιούμορ, παράλογης καθημερινότητας, τολμηρών επινοήσεων και αποκαλυπτικών περιγραφών αποτελεί ένα υψηλού επιπέδου λογοτεχνικό επίτευγμα.» (Harald Loch, «Frankfurter Neue Presse», Oct. 13, 2001).
«Για δεύτερη φορά, μετά τον Καβάφη, έρχεται μια νέα λογοτεχνική φωνή που τολμά να σπάσει την παραδοσιακή, συχνά τελματωμένη ελληνική λογοτεχνία.» (Hanns-Josef Ortheil, «Die Welt», Oct. 13, 2001).
«Η Έρση Σωτηροπούλου είναι μια συγγραφέας από την Ελλάδα που προβάλλει με τον καλύτερο τρόπο τη σύγχρονη λογοτεχνία και εκτός συνόρων.» (Viola Bolduan, «Wiesbadener Kurier», Oct. 6, 2001).
«… Ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας σκιαγραφεί με αδρές πινελιές τους ήρωές της και περιγράφει τις ζιγκ ζαγκ κινήσεις τους, έτσι ώστε σταδιακά η τραγωδία μεταμορφώνεται σε μία σχεδόν γελοία κωμωδία, αναδεικνύει αριστοτεχνικά τη συγγραφική της τέχνη.» («Freitag», Oct. 12, 2001).
Στις Η.Π.Α, με αφορμή την πρόσφατη αγγλική έκδοση του «Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές» σημειώνει κριτικός στο διεθνώς έγκυρο περιοδικό «Publishers Weekly»: «Η Σωτηροπούλου περιγράφει την ντροπή και την αλλοτρίωση τόσο πειστικά που η αφήγηση μοιάζει να παίζει τον ρόλο του ηδονοβλεψία – με την καλή έννοια».
UNDERGROUND ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ
ΧΟΡΗΓΟΣ-ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ 2007: ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
14.1.07
Χριστιανόπουλος και Μαρωνίτης, Αχμάτοβα και Τρακλ στο νέο ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ
ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ
Λογοτεχντικό και καλλιτεχνικό περιοδικό
ISSN 1105-4190
Τόμος 18ος
Τεύχος 75
ΧΟΡΗΓΟΣ-ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ «UNDERGROUND ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ»
ΓΙΑ ΤΟ 2006
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ Ε Λ Λ Α Δ Ο Σ
Στον 20ό χρόνο της έκδοσής του μπαίνει το περιοδικό «Εντευκτήριο» με το νέο τεύχος του, αριθ. 75 (Δεκέμβριος 2006), που μόλις κυκλοφόρησε. Το τεύχος “ανοίγει” με ένα νεανικό διήγημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, πρωτοδημοσιευμένο το 1952 στο περιοδικό «Κρίκος»· το πεζό συνοδεύεται από τωρινό σχόλιο του Χριστιανόπουλου που καταλήγει: «αυτό το δείγμα των νεανικών μου αναζητήσεων, παρά τις αδυναμίες του, διαβάζεται ευχάριστα και δείχνει ότι από τότε οι καιραίες μου ήταν τόσο τεντωμένες, που μπορούσα να ταράζομαι όχι μόνο με τα ατομικά μου πάθη αλλά και με τη δυστυχία του διπλανού μου».
Ποίηση και πεζογραφία
Στο ίδιο τεύχος δημοσιεύονται νέα ποιήματα της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου και του Λευτέρη Ξανθόπουλου, καθώς και ποιήματα της Άννας Αχμάτοβα (μετάφραση Απόστολου Καρούλια, απόδοση Κάρολου Τσίζεκ) και του Γκέοργκ Τρακλ (μετ. Ιωάννας Αβραμίδου).
σκίτσο της Αννας Αχμάτοβα
Το νέο «Εντευκτήριο» περιλαμβάνει ακόμη πεζά του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, του Ντέιβιντ Σεντάρις (μετ. Γιώργου Κορδομενίδη) και του Ρέιμοντ Κάρβερ (μετ. Μαρίας Βιστωνίτη), μαζί με μικρό του δοκίμιο (μετ. Γιάννη Θεοδοσίου) όπου ο Κάρβερ εξηγεί γιατί προτιμά τη μικρή αφηγηματική φόρμα (διήγημα) από το μυθιστόρημα.
ο Ρέιμοντ Κάρβερ
Στην ενότητα του δοκιμίου, που σταθερά βρίσκει θέση στις σελίδες του «Εντευκτηρίου», ο Δ. Ν. Μαρωνίτης σχολιάζει τον «Φιλοκτήτη» του Γιάννη Ρίτσου σε σχέση με το ομότιτλο δράμα του Σοφοκλή, ενώ ένας διακεκριμένος Γάλλος σύγχρονος στοχαστής (ο Ζαν Λωξερουά, μετ. Κατερίνας Δασκαλάκη) κι ένας νεότατος Έλληνας, ο Γιάννης Νταλίδης, αναφέρονται στο έργο του Κώστα Αξελού και ιδιαίτερα στο τελευταίο του βιβλίο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά, «Αινιγματικές απαντήσεις: Ρωγμές – Διάνοιξη».
Σελίδες για τον Γιώργο Βέλτσο
ο Γιώργος Βέλτσος
Οι ενστάσεις που διατυπώθηκαν επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια, τόσο ιδιωτικά όσο και δημόσια, από συσπειρώσεις λογοτεχνών, κριτικών και δημοσιογράφων, για την επίμονη παρουσία του Γιώργου Βέλτσου και ως ποιητή επιεβαιώνουν την άποψη ότι για τη “μέση” ελληνική συνείδηση οι ποιητές οφείλουν να είναι χαμηλόφωνοι και να έχουν μικρή ―αν όχι μηδαμινή― παρουσία στον δημόσιο βίο και λόγο.
Από την οπτική αυτή, όντως ο Βέλτσος δεν νομιμοποιείται ως ποιητής, παρότι από το 1993 μέχρι τώρα έχει εκδώσει 14 ποιητικές συλλογές, που πρόσφατα συσσωματώθηκαν σε έναν τόμο από τις Εκδόσεις Ίνδικτος. Ο πυκνός ρυθμός με τον οποίο ο Βέλτσος εκδίδει τα ποιητικά του βιβλία θα μπορούσε να προβληματίσει, αν οι ίδιες οι συλλογές και οι συνθέσεις του δεν έπειθαν για την ποιότητα αλλά και για την εξέλιξη της γραφής του.
Στο μικρό αφιέρωμα του «Εντευκτηρίου» για την ποίηση του Γιώργου Βέλτσου γράφουν οι: Μισέλ Ντεγκύ, Διονύσης Καββαθάς, Τιτίκα Δημητρούλια, Ζωή Σαμαρά, Χρήστος Μποκόρος, Χάρης Ε. Ράπτης, Ντέιβιντ Κόνολι, Δ. Ν. Μαρωνίτης· επιπροσθέτως, δημοσιεύονται αποσπάσματα από ομιλίες, επιστολές κτλ. Των Γιώργου Χειμωνά, Μάριου Μαρκίδη, Τζίνας Πολίτη και Εκτορα Κακναβάτου. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που γράφει σε κείμενο ομιλίας του ο Γιώργος Χειμωνάς: «Ο Γιώργος Βέλτσος είναι μια εξαιρετική περίπτωση δημιουργού στον ελληνικό χώρο. Δεν θα μπορούσε να τον φέρω στο νού μου (κι αυτόν κι ένα συγκεκριμένο του έργο) τελείως αποκομμένο από μιαν ιδιαίτερα αισθητή ακτινοβολία που περιβάλλει τόσο τον ίδιο σαν προσωπικότητα, όσο και τα έργα του. Ο Βέλτσος είναι το πρόσωπο και μαζί ό,τι κάνει κι ό,τι γράφει κι ό,τι θέλει να γράψει αξεχώριστα: τα λογοτεχνικα του βιβλία, τα πανεπιστημιακά του δοκίμια, τα άρθρα του, τα μαθήματά του και οι συνομιλίες του. Είναι από τους δημιουργούς που η κάθε μια από τις διάφορες (και πολλές) δραστηριότητές τους, υπερβαίνει τα θεμιτά της όρια και διαχέεται, συγχέεται, συγκολλάται με μιαν άλλη, παρακείμενη δρσστηριότητα, διαπερνά ακόμα και την ιδιωτική τους κατάσταση, σκορπίζεται και αντηχεί σ’ ένα πεδίο που διαρκώς αλλάζει τόπο και διαστάσεις».
Βιβλιοκρισίες και παρουσιάσεις
Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα με τις βιβλιοκρισίες και τις παρουσιάσεις. Γράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (για τον Δημήτρη Κόκορη), Μισέλ Φάις (για τους Αντώνη Ψάλτη και Δημήτρη Ανανιάδη), Τιτίκα Δημητρούλια (για τον Σάκη Σερέφα), Δημήτρης Κόκορης (για τον Κωστή Παλαμά), Γιώργος Κορδομενίδης (για τον Τάσο Χατζητάτση), Λίνα Πανταλέων (για τον Βασίλη Πεσμαζόγλου), Κατερίνα Ζαρόκωστα (για τη Λίλυ Εξαρχοπούλου), Ηλίας Κεφάλας (για τον Δημήτρη Μίγγα), Γεώργιος Ν. Περαντωνάκης (για τον Τεύκρο Μιχαηλίδη), Λευτέρης Παπαλεοντίου (για τον Λεύκιο Ζαφειρίου)
Συμπληρωματικά στις βιβλιοκρισίες αυτές, η Τζίνα Πολίτη, η Αλεξάνδρα Πλαστήρα και ο Άρης Στυλιανού αναφέρονται στη μετάφραση της «Οδύσσειας» από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, ενώ ο Αντώνης Κωτίδης, ο Βασίλης Τομανάς, ο Γιάννης Κοτσιφός και ο Γιώργος Κορδομενίδης σχολιάζουν “με συνοπτικές διαδικασίες” βιβλία που διάβασαν πρόσφατα.
Εικονογράφηση - Φωτογραφικό ένθετο
Την ενότητα της λογοτεχνίας κοσμούν σχέδια της Καλλιόπης Ασαργιωτάκη, για τα οποία ο Νίκος Γ. Ξυδάκης γράφει μεταξύ άλλων: «Στο σύνολο των σχεδίων της που παρουσιάζονται, έχουμε [...] τον εξπρεσιονισμό των αισθήσεων και των αγκαλιασμάτων, μια πυκνή ερωτογραφία· και την αυστηρή, τεταμένη εικόνιση της μεμονωμένης ανθρώπινης μορφής. Παντού ξεχωρίζει η λεπτή και επίμονη γραμμή της ζωγράφου: το μελάνι οργανώνεται σε αφήγημα με μια επίπονη στιγμογραφία, κουκκίδα-κουκκίδα, γραμμή-γραμμή, με αφανή μόχθο, με μαστορική λεπτομέρεια που υποχωρεί κσι σβήνει, για να αναδειχθεί η εντύπωση και η απόκοσμη αύρα του ανθρώπινου προσώπου. Είναι καθαρή ζωγραφική, αφηγηματική και μεταφυσική μαζί, ένα μοναδικό μείγμα που δύσκολα περιγράφεται με λόγια».
Στην Camera Obscura, το ειδικό ένθετο του «Εντευκτηρίου» για την καλλιτεχνική φωτογραφία, που επιμελείται ο Αρις Γεωργίου και που εκδίδεται με χορηγία της Vivartia, δημοσιεύεται το πορτφόλιο του Στέργιου Τσιούμα «Σκιές», με φωτογραφίες που αποτελούν έναν διάλογο ανάμεσα στο αντικείμενο και στη σκιά του, ανάμεσα στο σχήμα και στο ίχνος, ανάμεσα στο βαθύ σκότος και στο εκτυφλωτικό φως ― μαζί και όλες τις ενδιάμεσες τιμές τόνων, υφών και συναισθημάτων.
σχέδιο της Καλλιόπης Ασσαργιωτάκη
Λογοτεχντικό και καλλιτεχνικό περιοδικό
ISSN 1105-4190
Τόμος 18ος
Τεύχος 75
ΧΟΡΗΓΟΣ-ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ «UNDERGROUND ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ»
ΓΙΑ ΤΟ 2006
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ Ε Λ Λ Α Δ Ο Σ
Στον 20ό χρόνο της έκδοσής του μπαίνει το περιοδικό «Εντευκτήριο» με το νέο τεύχος του, αριθ. 75 (Δεκέμβριος 2006), που μόλις κυκλοφόρησε. Το τεύχος “ανοίγει” με ένα νεανικό διήγημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, πρωτοδημοσιευμένο το 1952 στο περιοδικό «Κρίκος»· το πεζό συνοδεύεται από τωρινό σχόλιο του Χριστιανόπουλου που καταλήγει: «αυτό το δείγμα των νεανικών μου αναζητήσεων, παρά τις αδυναμίες του, διαβάζεται ευχάριστα και δείχνει ότι από τότε οι καιραίες μου ήταν τόσο τεντωμένες, που μπορούσα να ταράζομαι όχι μόνο με τα ατομικά μου πάθη αλλά και με τη δυστυχία του διπλανού μου».
Ποίηση και πεζογραφία
Στο ίδιο τεύχος δημοσιεύονται νέα ποιήματα της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου και του Λευτέρη Ξανθόπουλου, καθώς και ποιήματα της Άννας Αχμάτοβα (μετάφραση Απόστολου Καρούλια, απόδοση Κάρολου Τσίζεκ) και του Γκέοργκ Τρακλ (μετ. Ιωάννας Αβραμίδου).
σκίτσο της Αννας Αχμάτοβα
Το νέο «Εντευκτήριο» περιλαμβάνει ακόμη πεζά του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, του Ντέιβιντ Σεντάρις (μετ. Γιώργου Κορδομενίδη) και του Ρέιμοντ Κάρβερ (μετ. Μαρίας Βιστωνίτη), μαζί με μικρό του δοκίμιο (μετ. Γιάννη Θεοδοσίου) όπου ο Κάρβερ εξηγεί γιατί προτιμά τη μικρή αφηγηματική φόρμα (διήγημα) από το μυθιστόρημα.
ο Ρέιμοντ Κάρβερ
Στην ενότητα του δοκιμίου, που σταθερά βρίσκει θέση στις σελίδες του «Εντευκτηρίου», ο Δ. Ν. Μαρωνίτης σχολιάζει τον «Φιλοκτήτη» του Γιάννη Ρίτσου σε σχέση με το ομότιτλο δράμα του Σοφοκλή, ενώ ένας διακεκριμένος Γάλλος σύγχρονος στοχαστής (ο Ζαν Λωξερουά, μετ. Κατερίνας Δασκαλάκη) κι ένας νεότατος Έλληνας, ο Γιάννης Νταλίδης, αναφέρονται στο έργο του Κώστα Αξελού και ιδιαίτερα στο τελευταίο του βιβλίο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά, «Αινιγματικές απαντήσεις: Ρωγμές – Διάνοιξη».
Σελίδες για τον Γιώργο Βέλτσο
ο Γιώργος Βέλτσος
Οι ενστάσεις που διατυπώθηκαν επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια, τόσο ιδιωτικά όσο και δημόσια, από συσπειρώσεις λογοτεχνών, κριτικών και δημοσιογράφων, για την επίμονη παρουσία του Γιώργου Βέλτσου και ως ποιητή επιεβαιώνουν την άποψη ότι για τη “μέση” ελληνική συνείδηση οι ποιητές οφείλουν να είναι χαμηλόφωνοι και να έχουν μικρή ―αν όχι μηδαμινή― παρουσία στον δημόσιο βίο και λόγο.
Από την οπτική αυτή, όντως ο Βέλτσος δεν νομιμοποιείται ως ποιητής, παρότι από το 1993 μέχρι τώρα έχει εκδώσει 14 ποιητικές συλλογές, που πρόσφατα συσσωματώθηκαν σε έναν τόμο από τις Εκδόσεις Ίνδικτος. Ο πυκνός ρυθμός με τον οποίο ο Βέλτσος εκδίδει τα ποιητικά του βιβλία θα μπορούσε να προβληματίσει, αν οι ίδιες οι συλλογές και οι συνθέσεις του δεν έπειθαν για την ποιότητα αλλά και για την εξέλιξη της γραφής του.
Στο μικρό αφιέρωμα του «Εντευκτηρίου» για την ποίηση του Γιώργου Βέλτσου γράφουν οι: Μισέλ Ντεγκύ, Διονύσης Καββαθάς, Τιτίκα Δημητρούλια, Ζωή Σαμαρά, Χρήστος Μποκόρος, Χάρης Ε. Ράπτης, Ντέιβιντ Κόνολι, Δ. Ν. Μαρωνίτης· επιπροσθέτως, δημοσιεύονται αποσπάσματα από ομιλίες, επιστολές κτλ. Των Γιώργου Χειμωνά, Μάριου Μαρκίδη, Τζίνας Πολίτη και Εκτορα Κακναβάτου. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που γράφει σε κείμενο ομιλίας του ο Γιώργος Χειμωνάς: «Ο Γιώργος Βέλτσος είναι μια εξαιρετική περίπτωση δημιουργού στον ελληνικό χώρο. Δεν θα μπορούσε να τον φέρω στο νού μου (κι αυτόν κι ένα συγκεκριμένο του έργο) τελείως αποκομμένο από μιαν ιδιαίτερα αισθητή ακτινοβολία που περιβάλλει τόσο τον ίδιο σαν προσωπικότητα, όσο και τα έργα του. Ο Βέλτσος είναι το πρόσωπο και μαζί ό,τι κάνει κι ό,τι γράφει κι ό,τι θέλει να γράψει αξεχώριστα: τα λογοτεχνικα του βιβλία, τα πανεπιστημιακά του δοκίμια, τα άρθρα του, τα μαθήματά του και οι συνομιλίες του. Είναι από τους δημιουργούς που η κάθε μια από τις διάφορες (και πολλές) δραστηριότητές τους, υπερβαίνει τα θεμιτά της όρια και διαχέεται, συγχέεται, συγκολλάται με μιαν άλλη, παρακείμενη δρσστηριότητα, διαπερνά ακόμα και την ιδιωτική τους κατάσταση, σκορπίζεται και αντηχεί σ’ ένα πεδίο που διαρκώς αλλάζει τόπο και διαστάσεις».
Βιβλιοκρισίες και παρουσιάσεις
Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα με τις βιβλιοκρισίες και τις παρουσιάσεις. Γράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (για τον Δημήτρη Κόκορη), Μισέλ Φάις (για τους Αντώνη Ψάλτη και Δημήτρη Ανανιάδη), Τιτίκα Δημητρούλια (για τον Σάκη Σερέφα), Δημήτρης Κόκορης (για τον Κωστή Παλαμά), Γιώργος Κορδομενίδης (για τον Τάσο Χατζητάτση), Λίνα Πανταλέων (για τον Βασίλη Πεσμαζόγλου), Κατερίνα Ζαρόκωστα (για τη Λίλυ Εξαρχοπούλου), Ηλίας Κεφάλας (για τον Δημήτρη Μίγγα), Γεώργιος Ν. Περαντωνάκης (για τον Τεύκρο Μιχαηλίδη), Λευτέρης Παπαλεοντίου (για τον Λεύκιο Ζαφειρίου)
Συμπληρωματικά στις βιβλιοκρισίες αυτές, η Τζίνα Πολίτη, η Αλεξάνδρα Πλαστήρα και ο Άρης Στυλιανού αναφέρονται στη μετάφραση της «Οδύσσειας» από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, ενώ ο Αντώνης Κωτίδης, ο Βασίλης Τομανάς, ο Γιάννης Κοτσιφός και ο Γιώργος Κορδομενίδης σχολιάζουν “με συνοπτικές διαδικασίες” βιβλία που διάβασαν πρόσφατα.
Εικονογράφηση - Φωτογραφικό ένθετο
Την ενότητα της λογοτεχνίας κοσμούν σχέδια της Καλλιόπης Ασαργιωτάκη, για τα οποία ο Νίκος Γ. Ξυδάκης γράφει μεταξύ άλλων: «Στο σύνολο των σχεδίων της που παρουσιάζονται, έχουμε [...] τον εξπρεσιονισμό των αισθήσεων και των αγκαλιασμάτων, μια πυκνή ερωτογραφία· και την αυστηρή, τεταμένη εικόνιση της μεμονωμένης ανθρώπινης μορφής. Παντού ξεχωρίζει η λεπτή και επίμονη γραμμή της ζωγράφου: το μελάνι οργανώνεται σε αφήγημα με μια επίπονη στιγμογραφία, κουκκίδα-κουκκίδα, γραμμή-γραμμή, με αφανή μόχθο, με μαστορική λεπτομέρεια που υποχωρεί κσι σβήνει, για να αναδειχθεί η εντύπωση και η απόκοσμη αύρα του ανθρώπινου προσώπου. Είναι καθαρή ζωγραφική, αφηγηματική και μεταφυσική μαζί, ένα μοναδικό μείγμα που δύσκολα περιγράφεται με λόγια».
Στην Camera Obscura, το ειδικό ένθετο του «Εντευκτηρίου» για την καλλιτεχνική φωτογραφία, που επιμελείται ο Αρις Γεωργίου και που εκδίδεται με χορηγία της Vivartia, δημοσιεύεται το πορτφόλιο του Στέργιου Τσιούμα «Σκιές», με φωτογραφίες που αποτελούν έναν διάλογο ανάμεσα στο αντικείμενο και στη σκιά του, ανάμεσα στο σχήμα και στο ίχνος, ανάμεσα στο βαθύ σκότος και στο εκτυφλωτικό φως ― μαζί και όλες τις ενδιάμεσες τιμές τόνων, υφών και συναισθημάτων.
σχέδιο της Καλλιόπης Ασσαργιωτάκη
10.1.07
Γεννημένος για το μαρτύριο
Στην απότομα τερματισμένη του ζωή, ο Γιώργος Ιωάννου αξιώθηκε να αποκτήσει αρκετούς, πιστούς όπως αποδείχθηκε, φίλους και θαυμαστές, που όχι μόνο στάθηκαν κοντά του όσο ζούσε αλλά και συνεχίζουν ακόμη, μέσα τους, αυτή τη φιλία, δυστυχώς μονόπλευρη εδώ και πάνω από είκοσι γκρίζα χρόνια. Γιατί ο ζεστός άνθρωπος, ο ταλαντούχος συγγραφέας, ο χαρισματικός αφηγητής, ο εξομολογητικός φίλος που υπήρξε ο Ιωάννου δεν μπορούσε παρά να κρατάει κυριολεκτικά πάνω του, όπως ο βράχος το μύδι, πολλούς από τους ανθρώπους που τον γνώριζαν και που έμειναν με κάποιον τρόπο ξεκρέμαστοι με τον απροσδόκητο και πρόωρο θάνατό του.
Συγκαταλέγω και το υποκείμενό μου σ’ αυτή την κατηγορία, και νομίζω πως πιο πολύ μ’ αυτή την ιδιότητα αναφέρομαι στο δεύτερο βιβλίο που έγραψε για τον Γιώργο Ιωάννου η Έλενα Χουζούρη, που επίσης τον γνώρισε από κοντά, και του πήρε συνεντεύξεις είτε για το ραδιόφωνο είτε για περιοδικά. Διάβαζα, χτες μόλις, ένα κείμενό της στό περιοδικό Ένα, δημοσιευμένο ένα χρόνο και κάτι μετά τον θάνατό του. Κι εκεί, όπου περιγράφει τον Ιωάννου οικοδεσπότη στο διαμέρισμα της Δεληγιάννη 3, αναγνώρισα για μια ακόμη φορά τον άνθρωπο που κι εγώ είχα επισκεφτεί επανειλημμένα στο ίδιο εκείνο σπίτι, κι είχα παρακολουθήσει τις ίδιες κινήσεις του από την εξώπορτα στο γραφείο κι από κει στην κουζίνα για τον καθιερωμένο καφέ και μετά πάλι στο γραφείο ανάμεσα σε στοίβες βιβλίων και χαρτιών.
Στο προηγούμενο, πρώτο βιβλίο της για τον συγγραφέα του Για ένα φιλότιμο και της Πρωτεύουσας των προσφύγων, με τίτλο Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου. Περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, που βγήκε το 1995, η Χουζούρη αναφέρεται αφενός γενικά στην πόλη της λογοτεχνίας ή στη λογοτεχνία της πόλης, αφετέρου στη συγκεκριμένη πόλη, τη Θεσσαλονίκη όπως τη λογοτέχνησε ο Ιωάννου, συναιρώντας την ατομική και τη συλλογική μνήμη, την ατομική και τη συλλογική συνείδηση, τον χρόνο της Ιστορίας με τον χρόνο της καθημερινότητας.
Ξεκίνησα να διαβάζω το τωρινό της βιβλίο με την εντύπωση (τη σιγουριά σχεδόν) ότι περιλαμβάνεται σε μια σειρά που ο τίτλος της, «Βίοι αγίων – Υπόγειες διαδρομές», δεν του ταιριάζει. Ο φιλοπαίγμων, συχνά αυτοσαρκαστικός τόνος της ομιλίας και της γραφής του Ιωάννου, για να είμαι ειλικρινής δεν μου άφηνε περιθώρια να τον σκέφτομαι με τον επίτιτλο του Αγίου. Αλλά βρήκα μέσα στο ίδιο το βιβλίο την προχρονολογημένη συγκατάθεσή του, όταν σε ένα κείμενό του δίνει τον ορισμό της αγιοσύνης, μιλώντας για ανθρώπους υπομονετικούς και πραείς, γεννημένους για το μαρτύριο και αποδεχόμενους σιωπηλά αυτό.
Η Χουζούρη κάνει το βιογραφικό, εργογραφικό και ψυχογραφικό πορτραίτο του Ιωάννου, μιλώντας Θεσσαλονικιά για Θεσσαλονικιό, δηλαδή έχοντας γνώση της τοπογραφίας της Θεσσαλονίκης, κατέχοντας καλά το έργο του Ιωάννου και γνωρίζοντας αρκετά τον ίδιο. Υλικό για το εγχείρημά της αυτό αντλεί κατεξοχήν από το έργο του Ιωάννου καθώς και από βιβλία και κείμενα που γράφτηκαν γι’ αυτόν.
Και τα εντάσσει όλα αυτά στο εθνογραφικό, χωροταξικό και πνευματικό πλαίσιο που συνιστά η Θεσσαλονίκη από την απελευθέρωσή της και μετά.
Όπως μας θυμίζει εύστοχα η συγγραφέας, «Η Θεσσαλονίκη, όταν ο Γιώργος Ιωάννου έρχεται στον κόσμο, παρά το χτύπημα της πυρκαγιάς, παρά την αθρόα έλευση των προσφύγων, παρά την απότομη ενσωμάτωσή της σ’ ένα νεαρό ακόμα κράτος με πολλαπλές δυσλειτουργίες, οι οποίες σαφώς επιδρούν και στις λεγόμενες Νέες Χώρες, εξακολουθεί να αποπνέει τον αέρα ενός ευρωπαϊκού κοσμοπολιτισμού που είχε ιδιαίτερα τονωθεί κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου με την παρουσία των συμμαχικών στρατευμάτων. Στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα έχουν επίσης αποτυπωθεί οι εθνικές, κοινωνικές και πολιτισμικές της αντιφάσεις που ανανεώνονται με την καθοριστική παρουσία των προσφύγων».
Η Χουζούρη σκιαγραφεί τα πρώτα παιδικά χρόνια του στο σπίτι της οδού Ευριπίδου πίσω από την Εγνατία, με το μητριαρχικό περιβάλλον και τον μικρόκοσμο του σπιτιού με τα ζωντανά του (από τις οικόσιτες γάτες μέχρι τα ... παρασιτικά μηρμύγκια και τους κοριούς) αλλά και στο κατοπινό σπίτι στην Ιουστινιανού 14, περιοχή με κατοικίες πολλών Εβραίων, τους οποίους έτσι ο Ιωάννου θα γνωρίσει καλά και θα γράψει γι’ αυτούς όσο λίγοι Θεσσαλονικείς πεζογράφοι.
Μιλάει για την εφηβεία του, τα πρώτα σκιρτήματα του σώματος, τις πρώτες ενοχές για έναν λοξό ερωτικό προσανατολισμό, ενοχές που εμφανίζονται ως ψελλίσματα στα κατοπινά του κείμενα. Το απόσπασμα που επιλέγει από την Καταπακτή είναι καίριο. Έγραφε εκεί ο Ιωάννου: «Και αργότερα, όταν πια σαν έφηβο σε πολιορκούσαν μέρα νύχτα με τα βλέμματα, όχι γι’ αυτά που έκαμνες αλλά γι’ αυτά που κόντευες να κάνεις, και που είχες αρχίσει να τα νιώθεις κάπως κι εσύ, να τα νιώθεις μόνο, όχι να τα καταλαβαίνεις, να τα ονοματίζεις ή να τα λες, και σε μαστιγώνανε με τα βλέμματα και τα πικρά λόγια, είτε απευθείας είτε πλάγια είτε με τα μουρμουρίσματά τους, για να τα ακούς και να ζαρώνεις, να σιγολιώνεις μέσα σου, να μην ξεθαρρεύεσαι ποτέ σου και ένιωθες κλεισμένος από παντού, χωρίς καμιά διέξοδο και καμιά ελπίδα...»
Φωτίζει επίσης η Χουζούρη την αντίφαση ανάμεσα στην ενοχή για ό,τι αρχίζει να τυραννάει το σώμα και την ψυχή από τη μια μεριά και την ένταξή του στα κατηχητικά, μηχανισμό στρεβλωτικό των εφηβικών συνειδήσεων, που πάντως προσέφερε στον Ιωάννου ένα περιβάλλον κοινωνικότητας, συλλογικότητας και συντροφικής αλληλεγγύης που τόσο τις είχε ανάγκη.
Τη συνειδησιακή αφύπνιση του Ιωάννου και τη ρήξη της σχέσης του με τα κατηχητικά η συγγραφέας την εντοπίζει στα γεγονότα του εμφυλίου και στη στάση των χριστιανικών κινήσεων απέναντι στα τραγικά γεγονότα της περιόδου εκείνης. Η επιμονή της στα βιογραφικά στοιχεία της εφηβείας και της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του Ιωάννου είναι εύλογη, προκειμένου για έναν συγγραφέα ο οποίος κατεξοχήν μίλησε μέσα στο έργο του για τον εαυτό του και άντλησε υλικό από τα βιώματά του και τις εμπειρίες του.
Υστερα έρχεται η σειρά του έργου του, αρχής γενομένης από το πρώτο βιβλίο του Ιωάννου, την ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια, με το πρώτο φανέρωμα της “αμαρτωλότητας” αλλά και την έντονη παρουσία της Θεσσαλονίκης. Η Χουζούρη παρακολουθεί τη συγγραφική πορεία του από βιβλίο, την κριτική υποδοχή τους αλλά και τη μεγάλη δυσκολία του Ιωάννου να συνδυάσει μια αβόλευτη ιδιωτική ζωή με το πιεστικό άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον, επαγγελματικό και κοινωνικό.
Ένα άλλο ζήτημα που θίγεται στο βιβλίο είναι η καθοριστική σημασία που είχε στη ζωή και στο έργο του Ιωάννου η εγκατάστασή του το 1971 στην Αθήνα, κίνηση που θα σηματοδοτούσε την προσωπική του απελευθέρωση και θα έβρισκε ευθεία αντανάκλαση στο γράψιμό του. Το βιβλίο μιλάει για την καθημερινότητά του και τις συνήθειες της ζωής του. Για το περπάτημα στην πόλη, που τόσο το αγαπούσε. Για την ερωτική περιπλάνηση. Για το διάβασμα. Για το μοίρασμά του ανάμεσα στη γενέτειρα και στην πόλη που τον υιοθέτησε. Για την αίσθηση και το προαίσθημα του θανάτου και για την προσπάθειά του να το εξορκίσει με εργαλείο τη λογοτεχνία. Κι ακόμη, για τις θυμωμένες αντιδράσεις του στα αρνητικά σχόλια και τις δυσμενείς κριτικές. Η Χουζούρη δεν ωραιοποιεί τα πράγματα και τις συμπεριφορές, δεν κάνει κανενός είδους αγιογραφία. Ο Ιωάννου της παραμένει ανθρώπινος, τρυφερός και μαχητικός, κοινωνικός και μοναχικός, πληγωμένος και περήφανος. Με δυο λόγια, ο Ιωάννου που γνωρίσαμε κι αγαπήσαμε.
Γιώργος Κορδομενίδης
29.12.06
REUNION ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
(για το βιβλίο του Τάσου Χατζητάτση «Μονόξυλο στο ποτάμι»)
Αν εξαιρέσουμε τους πεζογράφους που εμφανίστηκαν την τελευταία πενταετία ―ή εκεί γύρω―, είναι (δηλαδή ήταν) σχεδόν κανόνας επί δεκαετίες να αρχίζει κανείς να γράφει στο τέλος της εφηβείας του ή αμέσως μετά, να δημοσιεύει λίγο αργότερα τα πρώτα του κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά και σχετικά σύντομα να εμφανίζεται με βιβλίο.
Ο Τάσος Χατζητάτσης δεν πειθάρχησε απολύτως σ’ αυτόν τον, τρόπον τινά, κανόνα. Γεννημένος τό 1945, οδοντίατρος το επάγγελμα, πρωτοεμφανίζεται με πεζά του κείμενα στο περιοδικό «Ο Χάρτης» μόλις το 1984, δηλαδή σε ηλικία 39 χρονώ. Κι ενώ θα περίμενε κανείς αυτή την καθυστερημένη εμφάνιση να τη διαδεχτεί μια κάποια πρεμούρα για λογοτεχνική καταξίωση, ο Χατζητάτσης εκδίδει το πρώτο του βιβλίο δεκατρία ολόκληρα χρόνια αργότερα, μόλις το 1997. Είναι οι «Έντεκα σικελικοί εσπερινοί», μια συλλογή πεζογραφημάτων που βγήκε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου (τύποις μόνον εκδόσεις, καθώς οι συγγραφείς πληρώνουν οι ίδιοι το κόστος των βιβλίων τους, ενώ το περιοδικό «Εντευκτήριο» εισφέρει με την εκδοτική επιμέλεια, τη διακίνηση και την αδάπανη προβολή τους μέσω δελτίων Τύπου). Το βιβλίο εκείνο προκαλεί αίσθηση και πολύ εγκωμιαστικές κριτικές και αποφέρει στον συγγραφέα του το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω».
Παρόλη την αναγνώριση και τη φήμη που συνεπάγονται οι κριτικές και η βράβευσή του, ο Χατζητάτσης επιμένει να βγάλει στις Εκδόσεις Εντευκτηρίου και το δεύτερο βιβλίο του, με τίτλο «Στη σφενδόνη», το 2000, που κι αυτό βρίσκει ιδιαίτερα θερμή υποδοχή. Ευτυχώς, με το τρίτο του βιβλίο ανά χείρας, το αφήγημα «Σα σπασμένα φτερά», ο συγγραφέας μας πείθεται να το εμπιστευτεί στις Εκδόσεις Πόλις, που μέχρι τότε είχαν στο ενεργητικό τους ιδιαίτερα επιλεγμένους τίτλους ξένης κυρίως πεζογραφίας, κι από τις οποίες τώρα κυκλοφορεί και το τέταρτο στη σειρά βιβλίο του.
Ο Χατζητάτσης μας έχει δείξει με τα προηγούμενα έργα του, και το επιβεβαιώνει και με το «Μονόξυλο στο ποτάμι», ότι αφενός γνωρίζει τις αφηγηματικές του δυνατότητες, αφετέρου επιμένει να διερευνά τα όρια της γραφής: για μία ακόμη φορά λοιπόν προτιμά να μην δώσει ένα “τυπικό” μυθιστόρημα αλλά μία σπονδυλωτή αφήγηση για τη ζωή μιας παρέας ανδρών, με αφορμή μια αναμνηστική φωτογραφία από τις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου. Άρτιος χειριστής της μικρής πεζογραφικής φόρμας, ο Χατζητάτσης μας δίνει και πάλι ένα αφήγημα που μοιάζει με ψηφιδωτό και παραπέμπει στην τεχνική του κινηματογράφου· οι ατομικές ιστορίες διασταυρώνονται, η ιστορία του ενός προσώπου εισβάλλει στην ιστορία των άλλων, η μία αφήγηση τροποποιεί ελαφρά τις υπόλοιπες ή και τις προεκτείνει, τις φωτίζει επίσης από άλλη οπτική γωνία, αφήνοντας τον αναγνώστη ―όπως γινόταν και στα «Σπασμένα φτερά»― να συμπληρώσει τα σκόπιμα μικρά κενά με τις δικές του εμπειρίες, ευαισθησίες ή και υποθέσεις.
Η φωνή που αφηγείται δεν είναι μία, αλλά πολλές. Έχουμε και εδώ μονολόγους πολλαπλών αφηγητών, και μάλιστα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, συνθήκη που επιτρέπει ποικίλες εστιάσεις, διαφορετικές οπτικές γωνίες, παρεκκλίνουσες εκδοχές αλλά και αλλοιώσεις που επέρχονται στη μνήμη με τον χρόνο, τον δαμαστή των πάντων. Αυτές οι φωνές είναι συνήθως διαφοροποιημένες με ευκρίνεια. Και δεν ακολουθούν όλες τον ίδιο δρόμο. Το κείμενο παίζει από το ιστορικό χρονικό στο ημερολόγιο και από τη μεταγραφή προσωπικής μαρτυρίας στην αργκό των νέων.
Οι άνθρωποι που κυκλοφορούν στις ιστορίες του Χατζητάτση, σε όλα τα μέχρι τώρα βιβλία του, δεν μετέχουν ως πρωταγωνιστές στην Ιστορία (με το γιώτα κεφαλαίο) αλλά υφίστανται τις συνέπειές της και έχουν στα πρόσωπα και στα κορμιά τους τις ρυτίδες και τα σημάδια που προκαλεί η μεγάλη Ιστορία στη ζωή των απλών ανθρώπων, σημαδεύοντάς τες ανεξίτηλα. Συγγενείς αγωνιστών του ΕΑΜ που τους παίρνει κι αυτούς αμπάριζα το φακέλωμα, γιοί φαντάτων που χάθηκαν στην Κορέα, κόρες δωσιλόγων, παιδιά και εγγόνια ξερριζωμένων της Ιωνίας, γόνοι προσφύγων του Εμφυλίου...
Εδώ βρίσκει την έκφρασή της η γενιά που γεννήθηκε μέσα στην Κατοχή και που οι προσδοκίες της δεν σκόνταψαν ―όπως των γονιών τους― πάνω στον Εμφύλιο και στα πέτρινα χρόνια που τον ακολούθησαν αλλά βούλιαξαν στην κινούμενη άμμο της καθημερινής ρουτίνας, «ζωές που πήγανε στον βρόντο». Με τα λόγια του συγγραφέα: Μεσόκοποι, αλυσοδεμένοι με σπίτια, αυτοκίνητα και σιωπές, και δίπλα οι γυναίκες μας, ισόβιες συμβίες.
Οι άνθρωποι που επιβαίνουν στο «Μονόξυλο στο ποτάμι» δεν έχουν πάνω τους τίποτε το ηρωικό, το ξεχωριστό· μάλιστα, οι αδυναμίες τους και οι αντιφάσεις τους φαίνεται να είναι κατεξοχήν τα στοιχεία στα οποία επιλέγει να ζουμάρει ο συγγραφέας, με διάχυτη και σε αυτό το βιβλίο την πίκρα για το προσωπικό και το συλλογικό ανεκπλήρωτο της ζωής.
Στην πεζογραφία του Χατζητάτση η ανεξάντλητη πηγή από την οποία αντλείται υλικό δεν είναι η επινόηση αλλά η μνήμη, τόσο η ατομική όσο και η συλλογική. Αυτή η θεμελιώδης επιλογή (μνήμη αντί επινόησης) του επιτρέπει να προχωρεί με σταθερά, προσεκτικά, κάθε άλλο παρά επιδεικτικά βήματα μέσα στο εκτεταμένο ναρκοπέδιο που είναι η σύγχρονη πεζογραφία· ναρκοπέδιο που απειλεί τόσο αυτούς που την παράγουν όσο και αυτούς που την καταναλώνουν.
Μιλώντας για τη μνήμη, δεν εννοώ ότι ο Χατζητάτσης αυτοβιογραφείται, κάθε άλλο μάλιστα. Αναφέρομαι στη δημιουργική (και επινοητική φυσικά) επεξεργασία της μνήμης, που χρησιμοποιεί όλα τα συσσωρευμένα δικά της και τα οικειοποιημένα ξένα βιώματα, συνθέτοντας ιστορίες που δεν μιμούνται ούτε αναπλάθουν αλλά υπερβαίνουν τη ζωή. Δανείζομαι πάλι λόγια του συγγραφέα: Ο αφηγητής [...] αντιγράφει συμβάντα. Δέντρα, ανθρώπους, αισθήματα. [...] Το υλικό των λέξεων με το οποίο θα αναπαραστήσει τα πράγματα, θα τα κάνει να υπάρξουν πέρα από τις πραγματικές τους διαστάσεις. Η Μαρία υπάρχει, αλλά δεν θα ταυτίζεται με καμιά Μαρία που υπήρξε ή θα υπάρξει στον κόσμο. Ο αφηγητής κτίζει τον κόσμο του με λέξεις. Κατασκευάζει την ανάγνωση. Ο αόριστος θα γίνει ενεστώτας των αντικατοπτρισμών, αλλά ποτέ μέλλοντας. Είναι ένας θεός άχρηστος, δεν μπορεί να κάνει κανένα θαύμα. Ούτε στα ψέματα.
Με το τέταρτο αυτό βιβλίο του ο Τάσος Χατζητάτσης αναδεικνύεται στον πιο “πολιτικό” από τους πεζογράφους της Θεσσαλονίκης· δεν μου διαφεύγει η περίπτωση του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου, μόνο που αυτόν τον έχουμε καταχωρήσει (καλώς ή κακώς) στους ποιητές ―ή στους εκ της ποιήσεως πεζογράφους― της Θεσσαλονίκης. Και κάτι ακόμη: κυρίως με το «Μονόξυλο στο ποτάμι», η εσωτερική μετανάστευση βρίσκει (μετά τον Μπακόλα) την έκφρασή της στην πεζογραφία της Θεσσαλονίκης: Βελβεντό, Πτολεμαϊδα, Αμύνταιο, Καϊμάκτσαλαν, πόλεις και χωριά της κεντρικής και της δυτικής Μακεδονίας μνημονεύονται και δημιουργούν τις ευρύτερες συντεταγμένες της αφήγησης.
Το ίδιο συμβαίνει και με την ξενιτειά (για σπουδές κυρίως, κατεξοχήν στα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας) αλλά και με την προσφυγιά, από τους πρόσφυγες του Εμφυλίου στα Βαλκάνια και στην Τασκένδη μέχρι τους πρόσφυγες της διαλυμένης Γιουγκοσλαβίας.
Όπως συχνά συμβαίνει στα καλά βιβλία, οι αφηγήσεις που συνθέτουν το «Μονόξυλο στο ποτάμι» δεν ποντάρουν σε κάποιον εντυπωσιακό και ευρηματικό μύθο ― το αντίθετο θα έλεγα. Αυτό που δίνει ιδιαίτερη υπόσταση στις αφηγήσεις είναι ο άμεσος, αποδραματοποιημένος αλλά δραστικός λόγος. Ο Χατζητάτσης μιλάει χαμηλόφωνα, σχεδόν υπαινικτικά, χωρίς κανέναν μελοδραματισμό για ζωές τσαλακωμένες και για τσαλαπατημένους ανθρώπους. Αντιγράφω:
Η Νάντια Γκ. γεννήθηκε το 1978 στην Κουταϊδα της Γεωργίας, πενήντα χιλιόμετρα δυτικά της Τυφλίδας. Ο αδελφός της, στρατιώτης στον πόλεμο του Καυκάσου, πνίγηκε στις όχθες του Ινγκούρι. Τη Νάντια την απέβαλαν από το Λύκειο σαν κόρη «εχθρού του λαού της Γεωργίας». Το φιλί του πατέρα αίμα στο μάγουλο. Διέσχισε σε καρότσα φορτηγού τη Ρουμανία. Ο φορτηγατζής τη βίαζε τα βράδια. Στα σύνορα την πούλησε στους Βούλγαρους. Πέρασε όλη τη Βουλγαρία με το τρένο. Μέχρι το Σαντάνσκι. Οι “καναλτζήδες” από το Πετρίτσι την πέρασαν από την άλλη πλευρά. Δύο μερόνυχτα στα παγωμένα μονοπάτια, με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια. Έκανε αρχή χωρίς διαβατήριο, χωρίς γλώσσα, χωρίς τίποτα στην Καρδίτσα.
Ο πυκνός και μεστός, οικονομημένος λόγος του Χατζητάτση πλουτίζει την πεζογραφία μας με ένα σημαντικό αφήγημα, που συνδυάζει σεβασμό στον πόνο τον οποίο συνεπάγεται η ζωή, ανησυχία για το μέλλον που διαγράφεται σιβυλλικό και πικρία για τα στοιχήματα που δεν κερδήθηκαν.
Γιώργος Κορδομενίδης
23.12.06
Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών
στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη
Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα...
Α, ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών
Μίλτος Σαχτούρης
στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη
Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα...
Α, ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών
Μίλτος Σαχτούρης
29.11.06
Ιστορίες φτιαγμένες απ’ το τίποτα
David Sedaris
Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια
Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά
Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι 2006
294 σελ.
Ενώ άλλοι συγγραφείς προσπαθούν να μειώσουν ή υποβαθμίσουν τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα των κειμένων τους, για να τα αναδείξουν ως προϊόντα ενός ‘δημιουργικού’, ‘ευρηματικού’ μυαλού, ο Ντέιβιντ Σεντάρις επιμένει τόσο μέσα στα ίδια τα κείμενά του όσο και στις συνεντεύξεις του ότι τις ιστορίες που αφηγείται τις έχει ζήσει ο ίδιος, και δεν τις επινόησε. Ακόμη κι αν δεν δεχτούμε πάντως την κατηγορηματική του διαβεβαίωση ότι τα πρόσωπα που περιγράφει στο βιβλίο του «Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια» (τίτλος πρωτοτύπου: «Dress Your Family in Corduroy and Denim») είναι τα μέλη της οικογένειάς του, οι γονείς του και τ’ αδέλφια του δηλαδή, είμαστε ίσως υποχρεωμένοι να λάβουμε υπόψη μας την άποψη διακεκριμένου θεωρητικού του αυτοβιογραφικού λόγου: «Αυτοβιογραφία δεν έχουμε όταν κάποιος λέει την αλήθεια, αλλά όταν λέει ότι λέει την αλήθεια».
Γεννημένος το 1957 στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, από πατέρα Ελληνα δεύτερης γενιάς (γιο μεταναστών) και μητέρα Αμερικανίδα, ο Σεντάρις, λέει το βιογραφικό του, εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής, οικιακός βοηθός, νοσοκόμος σε ψυχιατρείο και καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Art Institute of Chicago προτού γίνει συγγραφέας και ραδιοφωνικός σχολιαστής.
Κείμενό του πρωτοδιαβάσαμε στα ελληνικά στην «Ανθολογία αμερικανικού χιουμοριστικού διηγήματος» (εκδ. Ποταμός, 2001). Τώρα το ταλέντο του φανερώνεται με άνεση σε ένα βιβλίο με 22 ιστορίες - φέτες ζωής μιας αμερικανικής οικογένειας. «Σχεδόν φυσιολογικής» κατά τον ελληνικό τίτλο; No way! Αντίθετα, πρόκειται για μια απόλυτα εκκεντρική οικογένεια, σε βαθμό που ο αναγνώστης να μένει με την εντύπωση ότι ο αφηγητής απλώς παραδοξολογεί, αυτοσαρκάζεται αλλά και σαρκάζει τους οικείους του ― η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα κάνει με ευαισθησία και τρυφερότητα, ώστε να αισθανόμαστε αλληλέγγυοι τόσο προς τον ίδιο (το “φυσιολογικότερο”, τρόπον τινα, μέλος της οικογένειάς του) όσο και προς τους γονείς του και τα πέντε αδέλφια του, τέσσερα κορίτσια και ένα ακόμη αγόρι.
Πάντως είναι ύπουλος ο αφηγητής του Σεντάρις. Μας παρουσιάζει τους δικούς του στην αρχή σαν συνηθισμένους, «σχεδόν φυσιολογικούς» ανθρώπους, που, όπως όλοι μας λίγο πολύ, έχουν και κάποιες αδυναμίες, φαινομενικά μικροελαττώματα που κάτω από την επιφάνειά τους κρύβουν βαθιές αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες. Ο πατέρας: σφιχτός έως τσιγκούνης που δεν αγοράζει τίποτε αν δεν είναι σε προσφορά, μηχανικός στην ΙΒΜ στο επάγγελμα, γιος Ελλήνων μεταναστών, χριστιανός ορθόδοξος που εκκλησιάζεται τακτικά, ένας ονειροπόλος που πάντα υποσχόταν περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να καταφέρει. Η μητέρα: μια γυναίκα με διαπεραστική φωνή, που κοιμάται οπουδήποτε μέσα στο σπίτι (όχι μόνο τη νύχτα) και βλέπει μανιωδώς τηλεόραση· κι όταν κάποια στιγμή θέλει να μείνει για λίγο ήσυχη και μόνη, δεν διστάζει να κλειδώσει τα παιδιά της έξω από το σπίτι, στο κρύο και στα χιόνια! Η μεγαλύτερη αδελφή του αφηγητή παρακολουθεί συστηματικά τις ειδήσεις, θυμάται όμως μόνο τους τίτλους, τους οποίους επικαλείται με ποικίλες αφορμές, σχετικές ή άσχετες. Ενώ η Τίφανι, η μικρότερη, για να αποβάλει από πάνω της τη ρετσινιά της παθολογικής ψεύτρας που είχε ως παιδί, ως ενήλικη εκστομίζει τις πιο σκληρές, ανάρμοστες αλήθειες.
Με υλικά “από το τίποτε” μιας καθημερινότητας που είναι οικεία αλλά και ταυτόχρονα ξενίζει, ο Σεντάρις αφηγείται με τρόπο καυστικό και θωπευτικό μαζί τις ιδιαιτερότητες μιας οικογενειακής ζωής που θα μπορούσε να είναι η δική μας αν δεν την είχαμε σκεπάσει, άλλος λίγο άλλος πολύ, με εφευρήματα “κανονικότητας” και μεγάλες δόσεις “κατανόησης” για όσα, ως δικά μας, είναι σύκα και δεν ακούγονται, ενώ ως αλλότρια, είναι καρύδια και βροντάνε.
Η Μυρσίνη Γκανά γύρισε σε σπαρταριστά ελληνικά τη χυμώδη αφήγησή του.
Γιώργος Κορδομενίδης
(πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
David Sedaris
Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια
Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά
Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι 2006
294 σελ.
Ενώ άλλοι συγγραφείς προσπαθούν να μειώσουν ή υποβαθμίσουν τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα των κειμένων τους, για να τα αναδείξουν ως προϊόντα ενός ‘δημιουργικού’, ‘ευρηματικού’ μυαλού, ο Ντέιβιντ Σεντάρις επιμένει τόσο μέσα στα ίδια τα κείμενά του όσο και στις συνεντεύξεις του ότι τις ιστορίες που αφηγείται τις έχει ζήσει ο ίδιος, και δεν τις επινόησε. Ακόμη κι αν δεν δεχτούμε πάντως την κατηγορηματική του διαβεβαίωση ότι τα πρόσωπα που περιγράφει στο βιβλίο του «Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια» (τίτλος πρωτοτύπου: «Dress Your Family in Corduroy and Denim») είναι τα μέλη της οικογένειάς του, οι γονείς του και τ’ αδέλφια του δηλαδή, είμαστε ίσως υποχρεωμένοι να λάβουμε υπόψη μας την άποψη διακεκριμένου θεωρητικού του αυτοβιογραφικού λόγου: «Αυτοβιογραφία δεν έχουμε όταν κάποιος λέει την αλήθεια, αλλά όταν λέει ότι λέει την αλήθεια».
Γεννημένος το 1957 στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, από πατέρα Ελληνα δεύτερης γενιάς (γιο μεταναστών) και μητέρα Αμερικανίδα, ο Σεντάρις, λέει το βιογραφικό του, εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής, οικιακός βοηθός, νοσοκόμος σε ψυχιατρείο και καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Art Institute of Chicago προτού γίνει συγγραφέας και ραδιοφωνικός σχολιαστής.
Κείμενό του πρωτοδιαβάσαμε στα ελληνικά στην «Ανθολογία αμερικανικού χιουμοριστικού διηγήματος» (εκδ. Ποταμός, 2001). Τώρα το ταλέντο του φανερώνεται με άνεση σε ένα βιβλίο με 22 ιστορίες - φέτες ζωής μιας αμερικανικής οικογένειας. «Σχεδόν φυσιολογικής» κατά τον ελληνικό τίτλο; No way! Αντίθετα, πρόκειται για μια απόλυτα εκκεντρική οικογένεια, σε βαθμό που ο αναγνώστης να μένει με την εντύπωση ότι ο αφηγητής απλώς παραδοξολογεί, αυτοσαρκάζεται αλλά και σαρκάζει τους οικείους του ― η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα κάνει με ευαισθησία και τρυφερότητα, ώστε να αισθανόμαστε αλληλέγγυοι τόσο προς τον ίδιο (το “φυσιολογικότερο”, τρόπον τινα, μέλος της οικογένειάς του) όσο και προς τους γονείς του και τα πέντε αδέλφια του, τέσσερα κορίτσια και ένα ακόμη αγόρι.
Πάντως είναι ύπουλος ο αφηγητής του Σεντάρις. Μας παρουσιάζει τους δικούς του στην αρχή σαν συνηθισμένους, «σχεδόν φυσιολογικούς» ανθρώπους, που, όπως όλοι μας λίγο πολύ, έχουν και κάποιες αδυναμίες, φαινομενικά μικροελαττώματα που κάτω από την επιφάνειά τους κρύβουν βαθιές αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες. Ο πατέρας: σφιχτός έως τσιγκούνης που δεν αγοράζει τίποτε αν δεν είναι σε προσφορά, μηχανικός στην ΙΒΜ στο επάγγελμα, γιος Ελλήνων μεταναστών, χριστιανός ορθόδοξος που εκκλησιάζεται τακτικά, ένας ονειροπόλος που πάντα υποσχόταν περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να καταφέρει. Η μητέρα: μια γυναίκα με διαπεραστική φωνή, που κοιμάται οπουδήποτε μέσα στο σπίτι (όχι μόνο τη νύχτα) και βλέπει μανιωδώς τηλεόραση· κι όταν κάποια στιγμή θέλει να μείνει για λίγο ήσυχη και μόνη, δεν διστάζει να κλειδώσει τα παιδιά της έξω από το σπίτι, στο κρύο και στα χιόνια! Η μεγαλύτερη αδελφή του αφηγητή παρακολουθεί συστηματικά τις ειδήσεις, θυμάται όμως μόνο τους τίτλους, τους οποίους επικαλείται με ποικίλες αφορμές, σχετικές ή άσχετες. Ενώ η Τίφανι, η μικρότερη, για να αποβάλει από πάνω της τη ρετσινιά της παθολογικής ψεύτρας που είχε ως παιδί, ως ενήλικη εκστομίζει τις πιο σκληρές, ανάρμοστες αλήθειες.
Με υλικά “από το τίποτε” μιας καθημερινότητας που είναι οικεία αλλά και ταυτόχρονα ξενίζει, ο Σεντάρις αφηγείται με τρόπο καυστικό και θωπευτικό μαζί τις ιδιαιτερότητες μιας οικογενειακής ζωής που θα μπορούσε να είναι η δική μας αν δεν την είχαμε σκεπάσει, άλλος λίγο άλλος πολύ, με εφευρήματα “κανονικότητας” και μεγάλες δόσεις “κατανόησης” για όσα, ως δικά μας, είναι σύκα και δεν ακούγονται, ενώ ως αλλότρια, είναι καρύδια και βροντάνε.
Η Μυρσίνη Γκανά γύρισε σε σπαρταριστά ελληνικά τη χυμώδη αφήγησή του.
Γιώργος Κορδομενίδης
(πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
28.10.06
ΠΟΛΙΤΙΚόΣ ΜΥΩΠΙΚόΣ ΑΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜόΣ
[...]
Σ' αυτές τις εκλογές εμφανίστηκε μια σαφής πολιτική πρόταση. Στη Θεσσαλονίκη. O Γιάννης Mπουτάρης είπε ότι η πόλη πρέπει να ξαναβρεί τον κοσμοπολιτισμό της. Ότι η επί χρόνια κυριαρχία του ακραίου συντηρητισμού και λαϊκισμού καταστρέφει κάθε οδό ανάπτυξης. Ότι αυτή η σύγκρουση απαιτεί μια νέα ευρύτερη σύνθεση δυνάμεων που ξεπερνάει τους κομματικούς διαχωρισμούς. Ότι δεν είναι υπόθεση ενός κόμματος. Δεν το είπε, αλλά όπως φάνηκε στο δεύτερο γύρο, αφορούσε ακόμα και τους ψηφοφόρους της N. Δημοκρατίας. Tο KKE τον κατηγόρησε ως αστό επιχειρηματία. O Συνασπισμός τον κατήγγειλε ως αστική τάξη και ΠAΣOK. Tο ΠAΣOK διέγραψε τα μέλη του που συμμετείχαν στο συνδυασμό του.
Στην πολιτική-παιχνίδι, τη μεγαλύτερη σημασία απ' όλα έχει να διατηρούν οι παίκτες τις δυνάμεις τους, να ελέγχουν το παιχνίδι, να μένουν στο μηδενικό άθροισμα, να κερδίζουν και να χάνουν «επικοινωνιακά». Πάντα οι ίδιοι. Xωρίς καινούργιους παίκτες στο παιχνίδι.
[από το εκδοτικό σημείωμα του Φώτη Γεωργελέ στην Athens Voice, 26 Οκτ. 2006]
[...]
Σ' αυτές τις εκλογές εμφανίστηκε μια σαφής πολιτική πρόταση. Στη Θεσσαλονίκη. O Γιάννης Mπουτάρης είπε ότι η πόλη πρέπει να ξαναβρεί τον κοσμοπολιτισμό της. Ότι η επί χρόνια κυριαρχία του ακραίου συντηρητισμού και λαϊκισμού καταστρέφει κάθε οδό ανάπτυξης. Ότι αυτή η σύγκρουση απαιτεί μια νέα ευρύτερη σύνθεση δυνάμεων που ξεπερνάει τους κομματικούς διαχωρισμούς. Ότι δεν είναι υπόθεση ενός κόμματος. Δεν το είπε, αλλά όπως φάνηκε στο δεύτερο γύρο, αφορούσε ακόμα και τους ψηφοφόρους της N. Δημοκρατίας. Tο KKE τον κατηγόρησε ως αστό επιχειρηματία. O Συνασπισμός τον κατήγγειλε ως αστική τάξη και ΠAΣOK. Tο ΠAΣOK διέγραψε τα μέλη του που συμμετείχαν στο συνδυασμό του.
Στην πολιτική-παιχνίδι, τη μεγαλύτερη σημασία απ' όλα έχει να διατηρούν οι παίκτες τις δυνάμεις τους, να ελέγχουν το παιχνίδι, να μένουν στο μηδενικό άθροισμα, να κερδίζουν και να χάνουν «επικοινωνιακά». Πάντα οι ίδιοι. Xωρίς καινούργιους παίκτες στο παιχνίδι.
[από το εκδοτικό σημείωμα του Φώτη Γεωργελέ στην Athens Voice, 26 Οκτ. 2006]
27.10.06
Η ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ ΤΟΥ ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ
Ορχάν Παμούκ
Ιστανμπούλ: Πόλη και αναμνήσεις
Μετάφραση: Στέλλα Βρετού
Αθήνα, Εκδόσεις Ωκεανίδα 2005, 589 σελ.
Ελάχιστες πόλεις στην ιστορία του πολιτισμένου κόσμου έχουν τη διαχρονική ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης. Οχι μόνο ειδικοί ερευνητές αλλά και μυθιστοριογράφοι εμπνέονται και ασχολούνται με περισσότερο ή λιγότερο γνωστές πτυχές της ιστορίας αυτών των εμβληματικών πόλεων και των ανθρώπων που τις έζησαν κατά καιρούς.
Η ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης μαρτυρείται, μεταξύ άλλων, και από την πληθώρα των ονομάτων που της προσέδωσαν ποικίλοι λαοί σε διάφορες γλώσσες και σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές: Ιστανμπούλ, Ισλαμπόλ, Σταμπούλ, Κούστα, Τσάριγκραντ, Ρουμίιγα αλ Κούμπρα· κι ακόμα: Νέα Ρώμη, Νέα Ιερουσαλήμ, Πόλη του Προσκυνήματος, Οίκος του Χαλιφάτου, Θρόνος του Σουλτανάτου, Πύλη της Ευτυχίας, Οφθαλμός του Κόσμου, Καταφύγιο της Οικουμένης ― με μια λέξη: Πόλη!
Σ’ αυτήν την Πόλη ανέλαβε να μας ξεναγήσει, από τη δική του σκοπιά, το διακεκριμένο τέκνο της, ο πεζογράφος Ορχάν Παμούκ (γενν. 1952, βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2006), με ένα ογκώδες βιβλίο που κινείται μεταξύ αυτοβιογραφίας και οδοιπορικού σε μια πόλη-αντικείμενο πόθου μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Δεν πρόκειται μόνο για το πορτραίτο μιας επίζηλης πόλης όπως το φιλοτέχνησε ένας χαρισματικός αφηγητής, συναιρώντας το δημόσιο με το ιδιωτικό, αλλά και μια χρονογραφία των δεκαετιών 1960-1980 και μαζί ένα δοκίμιο που αποδίδει στον χώρο την πνευματική, σχεδόν μεταφυσική του υπόσταση. Γιατί η Πόλη του Παμούκ είναι μια πόλη σε παρακμή, βαθιά μελαγχολική: «Όταν ο Φλομπέρ ήρθε στην Ιστανμπούλ, εκατόν δύο χρόνια πριν από τη γέννησή μου, και επηρεάστηκε από την ιδιαιτερότητα και τον πληθυσμό της πόλης, έγραψε σ’ ένα γράμμα του ότι πίστευε πως η Κωνσταντινούπολη εκατό χρόνια μετά θα γινόταν η πρωτεύουσα του κόσμου. Με την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε ακριβώς το αντίθετο. Όταν γεννήθηκα, η Ιστανμπούλ ήταν πιο αδύναμη, πιο φτωχική, πιο απομονωμένη, πιο μοναχική απ’ όσο υπήρξε ποτέ στη δύο χιλιάδων χρόνων ιστορία της. Το αίσθημα παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η φτώχεια και η μελαγχολία των χαλασμάτων που γέμιζαν την πόλη, έγιναν τα χαρακτηριστικά που, σε όλη μου τη ζωή, προσδιορίζουν την πόλη. Η ζωή μου πέρασε πολεμώντας αυτή τη μελαγχολία, ή τελικά αφομοιώνοντάς την όπως όλοι οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ.»
Προσωπικός και βιωματικός είναι, σε μεγάλο βαθμό, ο τρόπος που επιλέγει ο Παμούκ προκειμένου να μιλήσει για τη δική του Ιστανμπούλ-Κωνσταντινούπολη (η ονομασία “παίζει” ανάλογα με τα συμφραζόμενα), όπως την έβλεπε να αλλάζει καθώς ο ίδιος μεγάλωνε. Ξεκινά από το πατρικό του σπίτι, την «Πολυκατοικία Παμούκ» («Οι δικοί μου […] το 1951 είχαν χτίσει τη “μοντέρνα” πολυκατοικία, που στον τέταρτο όροφό της μένουμε τώρα εμείς, γράφοντας, όπως ήταν τότε της μόδας, με πολύ καμάρι, πάνω από την εξώπορτα Πολυκατοικία Παμούκ»), μιλά μετά για τη συνοικία Νισάντας όπου βρισκόταν αυτή η πολυκατοικία, σιγά σιγά προχωρεί στην υπόλοιπη Ιστανμπούλ όπως τη γνώρισε καθώς μεγάλωνε: «Στα απόκεντρα στενά στο Τεπέμπασι, στο Τζιχανγκίρ, στο Γαλατά, στο Φατίχ και στο Ζεγρέκ, και σε μερικά χωριά στο Βόσπορο και στο Σκούταρι […] Τα γεμάτα ομίχλη και καπνούς πρωινά, οι βροχερές νύχτες με τους αέρηδες, οι καθισμένοι στους τρούλους των τζαμιών γλάροι, ο μολυσμένος αέρας, τα μπουριά της σόμπας που εκτείνονται από τα σπίτια στα σοκάκια σαν κάννες από κανόνια και φυσάνε βρόμικο καπνό […] απευθύνονται στο ασπρόμαυρο αυτό συναίσθημα μέσα μας που σαλεύει σαν μια μορφή θλιμμένης ευτυχίας.»
Ιδιαίτερη θέση στην Ιστανμπούλ του Παμούκ έχει ο Βόσπρος, που είναι «ένα με την πίστη στη ζωή, τη λαχτάρα για τη ζωή, την ευτυχία. Η ψυχή της Ιστανμπούλ, η δύναμή της πηγάζουν από τον Βόσπορο», γράφει σ’ αυτό το βιβλίο των αναμνήσεων, που είναι μια πρόωρη απογραφή της προσωπικής του ζωής αλλά και καταγραφή μιας περιόδου της ζωής της γενέτειράς του. «Η μοίρα της Ιστανμπούλ» ―θα πει αλλού― «είναι και δική μου μοίρα· είμαι αφοσιωμένος στην πόλη επειδή σ’ αυτήν οφείλω αυτό που είμαι».
Παρότι γράφει για τη σύγχρονή του Κωνσταντινούπολη, ο Παμούκ δεν παραβλέπει τα βυζαντινά “παράσημα” της πόλης και τη συγκατοίκηση των Τούρκων με τους προκομμένους μεν πλην κατατρεγμένους Ρωμιούς. Η ματιά του πάνω στον ελληνισμό της Πόλης έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον: «Όπως τους περισσότερους Τούρκους της Ιστανμπούλ, το Βυζάντιο μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ λίγο στα παιδικά μου χρόνια. […] Η λέξη Βυζάντιο μου έφερνε στο νου τα τρομακτικά ρούχα και γένια των Ρωμιών ορθόδοξων παπάδων, τα βυζαντινά τόξα και τις καμάρες στα διάφορα μέρη της πόλης, τις παλιές εκκλησίες […] και την Αγιασοφιά. Όλα αυτά ανήκαν σε μια τόσο παλιά εποχή που δεν υπήρχε λόγος να την ξέρουμε. Ακόμη και οι Οθωμανοί που κατέκτησαν το Βυζάντιο μου φαίνονταν πολύ μακρινοί. […] Οι Βυζαντινοί είχαν εξαφανιστεί με την άλωση. Και οι εγγονοί των εγγονών των εγγονών τους ήταν ιδιοκτήτες των ζαχαροπλαστείων και των καταστημάτων που πουλούσαν ρούχα και παπούτσια στο Μπέγιογλου.» Και λίγο πιο κάτω: «Το 1955 όταν οι Εγγλέζοι ετοιμάζονταν να φύγουν από την Κύπρο και οι Έλληνες ν’ αναλάβουν ολοκληρωτικά τη διακυβέρνηση του νησιού, ένας πράκτορας των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών έβαλε βόμβα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Όταν οι εφημερίδες με έκτακτες εκδόσεις και μεγαλοποιώντας το περιστατικό κυκλοφόρησαν την είδηση, το εχθρικό προς τις μη μουσουλμανικές μειονότητες πλήθος που μαζεύτηκε στην πλατεία Τακσίμ έκαψε, γκρέμισε και λεηλάτησε μέχρι το πρωί, πρώτα τα καταστήματα απ’ όπου ψωνίζαμε με τη μητέρα μου στο Μπέγιογλου κι έπειτα όλη
την πόλη.»
Η Ιστανμπούλ του Παμούκ είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης, όπου συνυπάρχουν οι αναμνήσεις και οι ονειροπολήσεις, οι πραγματικές και οι φαντασιακές διαδρομές ενός ευαίσθητου καταγραφέα στην επιφάνεια και στα σπλάχνα της πόλης όπου γεννήθηκε και έζησε για μισόν αιώνα, για την οποία τώρα γράφει με τα εφόδια του συγγραφέα που απομύζησε την Βιρτζίνια Γουλφ και τον Φραντς Κάφκα και διαμορφώθηκε από αυτά τα δυτικοευρωπαϊκά λογοτεχνικά του πρότυπα.
Ωστόσο, στο βιβλίο αυτό η Ιστανμπούλ δεν είναι μόνο η πόλη του Παμούκ αλλά και η πόλη όπως αποτυπώθηκε στις περιγραφές περιηγητών, λογοτεχνών, ζωγράφων και σκηνοθετών· κι είναι ακόμη τα κρυμμένα και φανερά συναισθήματα, οι μυστικές φωνές, το βυζαντινό παρελθόν και η οθωμανική αυτοκρατορία και η σύγχρονη τουρκική πραγματικότητα, είναι η εμμονή ενός ανθρώπου για τον τόπο του που τον νιώθει να απειλείται.
Την αφήγηση πλουτίζουν καρτ-ποστάλ, σχέδια, γκραβούρες, πίνακες αλλά και φωτογραφίες από το άλμπουμ της οικογένειας Παμούκ.
Ορχάν Παμούκ
Ιστανμπούλ: Πόλη και αναμνήσεις
Μετάφραση: Στέλλα Βρετού
Αθήνα, Εκδόσεις Ωκεανίδα 2005, 589 σελ.
Ελάχιστες πόλεις στην ιστορία του πολιτισμένου κόσμου έχουν τη διαχρονική ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης. Οχι μόνο ειδικοί ερευνητές αλλά και μυθιστοριογράφοι εμπνέονται και ασχολούνται με περισσότερο ή λιγότερο γνωστές πτυχές της ιστορίας αυτών των εμβληματικών πόλεων και των ανθρώπων που τις έζησαν κατά καιρούς.
Η ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης μαρτυρείται, μεταξύ άλλων, και από την πληθώρα των ονομάτων που της προσέδωσαν ποικίλοι λαοί σε διάφορες γλώσσες και σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές: Ιστανμπούλ, Ισλαμπόλ, Σταμπούλ, Κούστα, Τσάριγκραντ, Ρουμίιγα αλ Κούμπρα· κι ακόμα: Νέα Ρώμη, Νέα Ιερουσαλήμ, Πόλη του Προσκυνήματος, Οίκος του Χαλιφάτου, Θρόνος του Σουλτανάτου, Πύλη της Ευτυχίας, Οφθαλμός του Κόσμου, Καταφύγιο της Οικουμένης ― με μια λέξη: Πόλη!
Σ’ αυτήν την Πόλη ανέλαβε να μας ξεναγήσει, από τη δική του σκοπιά, το διακεκριμένο τέκνο της, ο πεζογράφος Ορχάν Παμούκ (γενν. 1952, βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2006), με ένα ογκώδες βιβλίο που κινείται μεταξύ αυτοβιογραφίας και οδοιπορικού σε μια πόλη-αντικείμενο πόθου μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Δεν πρόκειται μόνο για το πορτραίτο μιας επίζηλης πόλης όπως το φιλοτέχνησε ένας χαρισματικός αφηγητής, συναιρώντας το δημόσιο με το ιδιωτικό, αλλά και μια χρονογραφία των δεκαετιών 1960-1980 και μαζί ένα δοκίμιο που αποδίδει στον χώρο την πνευματική, σχεδόν μεταφυσική του υπόσταση. Γιατί η Πόλη του Παμούκ είναι μια πόλη σε παρακμή, βαθιά μελαγχολική: «Όταν ο Φλομπέρ ήρθε στην Ιστανμπούλ, εκατόν δύο χρόνια πριν από τη γέννησή μου, και επηρεάστηκε από την ιδιαιτερότητα και τον πληθυσμό της πόλης, έγραψε σ’ ένα γράμμα του ότι πίστευε πως η Κωνσταντινούπολη εκατό χρόνια μετά θα γινόταν η πρωτεύουσα του κόσμου. Με την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε ακριβώς το αντίθετο. Όταν γεννήθηκα, η Ιστανμπούλ ήταν πιο αδύναμη, πιο φτωχική, πιο απομονωμένη, πιο μοναχική απ’ όσο υπήρξε ποτέ στη δύο χιλιάδων χρόνων ιστορία της. Το αίσθημα παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η φτώχεια και η μελαγχολία των χαλασμάτων που γέμιζαν την πόλη, έγιναν τα χαρακτηριστικά που, σε όλη μου τη ζωή, προσδιορίζουν την πόλη. Η ζωή μου πέρασε πολεμώντας αυτή τη μελαγχολία, ή τελικά αφομοιώνοντάς την όπως όλοι οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ.»
Προσωπικός και βιωματικός είναι, σε μεγάλο βαθμό, ο τρόπος που επιλέγει ο Παμούκ προκειμένου να μιλήσει για τη δική του Ιστανμπούλ-Κωνσταντινούπολη (η ονομασία “παίζει” ανάλογα με τα συμφραζόμενα), όπως την έβλεπε να αλλάζει καθώς ο ίδιος μεγάλωνε. Ξεκινά από το πατρικό του σπίτι, την «Πολυκατοικία Παμούκ» («Οι δικοί μου […] το 1951 είχαν χτίσει τη “μοντέρνα” πολυκατοικία, που στον τέταρτο όροφό της μένουμε τώρα εμείς, γράφοντας, όπως ήταν τότε της μόδας, με πολύ καμάρι, πάνω από την εξώπορτα Πολυκατοικία Παμούκ»), μιλά μετά για τη συνοικία Νισάντας όπου βρισκόταν αυτή η πολυκατοικία, σιγά σιγά προχωρεί στην υπόλοιπη Ιστανμπούλ όπως τη γνώρισε καθώς μεγάλωνε: «Στα απόκεντρα στενά στο Τεπέμπασι, στο Τζιχανγκίρ, στο Γαλατά, στο Φατίχ και στο Ζεγρέκ, και σε μερικά χωριά στο Βόσπορο και στο Σκούταρι […] Τα γεμάτα ομίχλη και καπνούς πρωινά, οι βροχερές νύχτες με τους αέρηδες, οι καθισμένοι στους τρούλους των τζαμιών γλάροι, ο μολυσμένος αέρας, τα μπουριά της σόμπας που εκτείνονται από τα σπίτια στα σοκάκια σαν κάννες από κανόνια και φυσάνε βρόμικο καπνό […] απευθύνονται στο ασπρόμαυρο αυτό συναίσθημα μέσα μας που σαλεύει σαν μια μορφή θλιμμένης ευτυχίας.»
Ιδιαίτερη θέση στην Ιστανμπούλ του Παμούκ έχει ο Βόσπρος, που είναι «ένα με την πίστη στη ζωή, τη λαχτάρα για τη ζωή, την ευτυχία. Η ψυχή της Ιστανμπούλ, η δύναμή της πηγάζουν από τον Βόσπορο», γράφει σ’ αυτό το βιβλίο των αναμνήσεων, που είναι μια πρόωρη απογραφή της προσωπικής του ζωής αλλά και καταγραφή μιας περιόδου της ζωής της γενέτειράς του. «Η μοίρα της Ιστανμπούλ» ―θα πει αλλού― «είναι και δική μου μοίρα· είμαι αφοσιωμένος στην πόλη επειδή σ’ αυτήν οφείλω αυτό που είμαι».
Παρότι γράφει για τη σύγχρονή του Κωνσταντινούπολη, ο Παμούκ δεν παραβλέπει τα βυζαντινά “παράσημα” της πόλης και τη συγκατοίκηση των Τούρκων με τους προκομμένους μεν πλην κατατρεγμένους Ρωμιούς. Η ματιά του πάνω στον ελληνισμό της Πόλης έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον: «Όπως τους περισσότερους Τούρκους της Ιστανμπούλ, το Βυζάντιο μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ λίγο στα παιδικά μου χρόνια. […] Η λέξη Βυζάντιο μου έφερνε στο νου τα τρομακτικά ρούχα και γένια των Ρωμιών ορθόδοξων παπάδων, τα βυζαντινά τόξα και τις καμάρες στα διάφορα μέρη της πόλης, τις παλιές εκκλησίες […] και την Αγιασοφιά. Όλα αυτά ανήκαν σε μια τόσο παλιά εποχή που δεν υπήρχε λόγος να την ξέρουμε. Ακόμη και οι Οθωμανοί που κατέκτησαν το Βυζάντιο μου φαίνονταν πολύ μακρινοί. […] Οι Βυζαντινοί είχαν εξαφανιστεί με την άλωση. Και οι εγγονοί των εγγονών των εγγονών τους ήταν ιδιοκτήτες των ζαχαροπλαστείων και των καταστημάτων που πουλούσαν ρούχα και παπούτσια στο Μπέγιογλου.» Και λίγο πιο κάτω: «Το 1955 όταν οι Εγγλέζοι ετοιμάζονταν να φύγουν από την Κύπρο και οι Έλληνες ν’ αναλάβουν ολοκληρωτικά τη διακυβέρνηση του νησιού, ένας πράκτορας των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών έβαλε βόμβα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Όταν οι εφημερίδες με έκτακτες εκδόσεις και μεγαλοποιώντας το περιστατικό κυκλοφόρησαν την είδηση, το εχθρικό προς τις μη μουσουλμανικές μειονότητες πλήθος που μαζεύτηκε στην πλατεία Τακσίμ έκαψε, γκρέμισε και λεηλάτησε μέχρι το πρωί, πρώτα τα καταστήματα απ’ όπου ψωνίζαμε με τη μητέρα μου στο Μπέγιογλου κι έπειτα όλη
την πόλη.»
Η Ιστανμπούλ του Παμούκ είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης, όπου συνυπάρχουν οι αναμνήσεις και οι ονειροπολήσεις, οι πραγματικές και οι φαντασιακές διαδρομές ενός ευαίσθητου καταγραφέα στην επιφάνεια και στα σπλάχνα της πόλης όπου γεννήθηκε και έζησε για μισόν αιώνα, για την οποία τώρα γράφει με τα εφόδια του συγγραφέα που απομύζησε την Βιρτζίνια Γουλφ και τον Φραντς Κάφκα και διαμορφώθηκε από αυτά τα δυτικοευρωπαϊκά λογοτεχνικά του πρότυπα.
Ωστόσο, στο βιβλίο αυτό η Ιστανμπούλ δεν είναι μόνο η πόλη του Παμούκ αλλά και η πόλη όπως αποτυπώθηκε στις περιγραφές περιηγητών, λογοτεχνών, ζωγράφων και σκηνοθετών· κι είναι ακόμη τα κρυμμένα και φανερά συναισθήματα, οι μυστικές φωνές, το βυζαντινό παρελθόν και η οθωμανική αυτοκρατορία και η σύγχρονη τουρκική πραγματικότητα, είναι η εμμονή ενός ανθρώπου για τον τόπο του που τον νιώθει να απειλείται.
Την αφήγηση πλουτίζουν καρτ-ποστάλ, σχέδια, γκραβούρες, πίνακες αλλά και φωτογραφίες από το άλμπουμ της οικογένειας Παμούκ.
26.9.06
ΖΑΝ ΖΕΝΕ ΚΑΙ ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ,
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
ΣΤΟ ΝΕΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ»
«Στον κόσμο υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ παρά ένας και μόνον άνθρωπος. Είναι ολόκληρος μέσα στον καθένα από μας, άρα είναι εμείς οι ίδιοι. Καθένας είναι ο άλλος και οι άλλοι. [...] Μόνο που ένα φαινόμενο που ούτε το όνομά του καν δεν γνωρίζω, μοιάζει να διαιρεί στο άπειρο αυτόν τον μοναδικό άνθρωπο, τον κομματιάζει φαινομενικά μές στο τυχαίο και μες στη μορφή, και καθιστά ξένο σε μας τους ίδιους καθένα απ’ τα κομμάτια.» (Ζαν Ζενέ, «Ό,τι απόμεινε από έναν Ρέμπραντ σχισμένο σε μικρά τετράγωνα εντελώς κανονικά και πεταμένο στη χέστρα», μετ. Δαμιανού Κωνσταντινίδη.) Είκοσι χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τον θάνατο του μεγάλου αιρετικού του 20ού αιώνα, Ζαν Ζενέ, και μ’ αυτή την αφορμή το νέο τεύχος του περιοδικού «Εντευκτήριο» (Νο 74, Σεπτέμβριος 2006, 176 σελ., 10 ευρώ) δημοσιεύει αυτό το αμετάφραστο έως τώρα “διπλό” δοκίμιό του, για τον ρόλο του βλέμματος στη “συνάντηση” των ανθρώπων αφενός, και για τη διαφάνεια στη ζωγραφική του Ρέμπραντ αφετέρου.
Στο ίδιο τεύχος δημοσιεύονται δέκα ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου.
«Άραγε πώς γεννιέται
από ένα τίποτα η επιθυμία
πώς η επιθυμία γίνεται έρωτας,
ο έρωτας πώς αλλάζει
σε μακρινή ανάμνηση;
Άραγε πώς μπορεί
η ανάμνηση να σβήνει
μες στο τίποτα;»
αναρωτιέται σε ένα από αυτά ο Πατρίκιος, επικυρώνοντας την παρατήρηση που κάνει σε άρθρο του, στο ίδιο τεύχος, ο Αναστάσης Βιστωνίτης: «σε μια ηλικία που όλοι σχεδόν οι ποιητές της γενιάς του είχαν σταματήσει να γράφουν, ο Πατρίκιος μας έδινε και μας δίνει ποίηση πρώτης γραμμής με τη φρεσκάδα τής ανεξίτηλα χαραγμένης στο παρόν μνήμης [...]».
Το φθινοπωρινό «Εντευκτήριο» περιλαμβάνει ακόμη νέα ποιήματα του Έκτορα Κακναβάτου, του Χριστόφορου Λιοντάκη, του Σάκη Σερέφα, του Γιώργου Χρονά (και άρθρο του Θανάση Κουτλή για τα πρόσωπα στην ποίηση του Χρονά), του Δημήτρη Λεοντζάκου, του Οκτάβιο Πας (μετ. Αργύρη Χιόνη), του αρχαίου λυρικού ποιητή Βίωνα (μετ. Δήμητρας Κωτούλα), του Αντώνη Ρίζου.
Επίσης, πεζά του Βολφντίντριχ Σνούρρε (μετ. Φοίβου Ι. Πιομπίνου), της Νόρας Πυλόρωφ-Προκοπίου, του Γιώργου Καρτέρη, του Κώστα Ακρίβου, του Άκη Δήμου, του Παναγιώτη Γούτα.
Ο Γεώργιος Ράλλης και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
Στο «Απουσιολόγιο» του τεύχους, ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ Χρίστος Τσολάκης γράφει για τον Γεώργιο Ράλλη ως υπουργό Παιδείας που πραγματοποίησε την γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 και καθιέρωσε τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα στην παιδεία. Σύντομα σημειώματα αναφέρονται στους προσφάτως εκδημήσαντες Ναγκίμπ Μαχφούζ, Πιερ Βιντάλ-Νακέ, Γιάννη Ζουγανέλη και Ροζέ Μιλλιέξ.
Βιβλιοκρισίες και παρουσιάσεις
Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα με τις βιβλιοκρισίες και τις παρουσιάσεις. Γράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (για τον Δημήτρη Ελευθεράκη), Τιτίκα Δημητρούλια (για τον Βασίλη Γκουρογιάννη και τον Γιάννη Κοντό), Μαρία Στασινοπούλου (για την Ντόρα Ρωζέττη), Θανάσης Θ. Νιάρχος (για τον Μάνο Ελευθερίου), Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου (για τη Νατάσα Κεσμέτη), Γιώργος Κορδομενίδης (για την Έλενα Χουζούρη), Λίνα Πανταλέων (για τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη), Φίλιππος Φιλίππου (για τον Μάικλ Χάαγκ), Κατερίνα Ζαρόκωστα (για τον Ντίνο Σιώτη), Βάνα Χαραλαμπίδου (για την Γιασμίν Γκατά), Ελένη Χοντολίδου (για τον Γκασμέντ Καπλάνι), Σταυρούλα Γ. Τσούπρου (για το περιοδικό Κ).
Συμπληρωματικά στις βιβλιοκρισίες αυτές, ο Τάσος Χατζητάτσης, ο Βασίλης Τομανάς, ο Κώστας Πλαστήρας και ο Γιώργος Κορδομενίδης σχολιάζουν “με συνοπτικές διαδικασίες” βιβλία που διάβασαν πρόσφατα.
Εικονογράφηση - Φωτογραφικό ένθετο
Την ενότητα της λογοτεχνίας κοσμούν ζωγραφιές του Ξενοφώντα Μπήτσια, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά, και για τις οποίες ο Νίκος Γ. Ξυδάκης γράφει μεταξύ άλλων: «Ο Μπήτσικας είναι βιρτουόζος και λόγιος μαζί. Η καταπλήσσουσα ευχέρεια του χεριού του σαγηνεύει τον θεατή δια μιας, ωστόσο ο ζωγράφος δεν φαίνεται να σαγηνεύεται το ίδιο: “τραβάει” πίσω τη δεξιοτεχνία, το ταλέντο, και βάζει μπροστά τη φαντασία και τον στοχασμό. [...] Μια ζωγραφική ρωμαλέα και αμφιβάλλουσα, που ερεθίζει τις αισθήσεις και τον νου... Ο Μπήτσικας μπορεί να λογαριάζεται στους ανανεωτές της ζωγραφικής μας». Ενώ στην Camera Obscura, το ειδικό ένθετο του «Εντευκτηρίου» για την καλλιτεχνική φωτογραφία, που επιμελείται ο Αρις Γεωργίου και που εκδίδεται με χορηγία της Vivartia (ΔΕΛΤΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΕ), δημοσιεύεται το πορτφόλιο του Χάρη Κωτσίδη «Ομφάλιοι τόποι», με φωτογραφίες που εικονίζουν μικροτοπία του δάσους και των αγρών, που ταλαντεύονται μεταξύ εξημερωμένου και άγριου. Όπως παρατηρεί ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, «ο Κωτσίδης αντιλαμβάνεται τη φωτογραφία ως υπαρξιακή αναζήτηση μέσα από την αναγνώριση του εαυτού στη φύση. […] Οι φωτογραφίες του, ως έντεχνες αφαιρέσεις από την υλική πραγματικότητα, υπαινίσσονται τη μυστηριακή συνθήκη του συμπαντικού, κοσμικού ρυθμού και την απόπειρα του φωτογράφου να εναρμονιστεί μ’ αυτόν».
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
ΣΤΟ ΝΕΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ»
«Στον κόσμο υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ παρά ένας και μόνον άνθρωπος. Είναι ολόκληρος μέσα στον καθένα από μας, άρα είναι εμείς οι ίδιοι. Καθένας είναι ο άλλος και οι άλλοι. [...] Μόνο που ένα φαινόμενο που ούτε το όνομά του καν δεν γνωρίζω, μοιάζει να διαιρεί στο άπειρο αυτόν τον μοναδικό άνθρωπο, τον κομματιάζει φαινομενικά μές στο τυχαίο και μες στη μορφή, και καθιστά ξένο σε μας τους ίδιους καθένα απ’ τα κομμάτια.» (Ζαν Ζενέ, «Ό,τι απόμεινε από έναν Ρέμπραντ σχισμένο σε μικρά τετράγωνα εντελώς κανονικά και πεταμένο στη χέστρα», μετ. Δαμιανού Κωνσταντινίδη.) Είκοσι χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τον θάνατο του μεγάλου αιρετικού του 20ού αιώνα, Ζαν Ζενέ, και μ’ αυτή την αφορμή το νέο τεύχος του περιοδικού «Εντευκτήριο» (Νο 74, Σεπτέμβριος 2006, 176 σελ., 10 ευρώ) δημοσιεύει αυτό το αμετάφραστο έως τώρα “διπλό” δοκίμιό του, για τον ρόλο του βλέμματος στη “συνάντηση” των ανθρώπων αφενός, και για τη διαφάνεια στη ζωγραφική του Ρέμπραντ αφετέρου.
Στο ίδιο τεύχος δημοσιεύονται δέκα ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου.
«Άραγε πώς γεννιέται
από ένα τίποτα η επιθυμία
πώς η επιθυμία γίνεται έρωτας,
ο έρωτας πώς αλλάζει
σε μακρινή ανάμνηση;
Άραγε πώς μπορεί
η ανάμνηση να σβήνει
μες στο τίποτα;»
αναρωτιέται σε ένα από αυτά ο Πατρίκιος, επικυρώνοντας την παρατήρηση που κάνει σε άρθρο του, στο ίδιο τεύχος, ο Αναστάσης Βιστωνίτης: «σε μια ηλικία που όλοι σχεδόν οι ποιητές της γενιάς του είχαν σταματήσει να γράφουν, ο Πατρίκιος μας έδινε και μας δίνει ποίηση πρώτης γραμμής με τη φρεσκάδα τής ανεξίτηλα χαραγμένης στο παρόν μνήμης [...]».
Το φθινοπωρινό «Εντευκτήριο» περιλαμβάνει ακόμη νέα ποιήματα του Έκτορα Κακναβάτου, του Χριστόφορου Λιοντάκη, του Σάκη Σερέφα, του Γιώργου Χρονά (και άρθρο του Θανάση Κουτλή για τα πρόσωπα στην ποίηση του Χρονά), του Δημήτρη Λεοντζάκου, του Οκτάβιο Πας (μετ. Αργύρη Χιόνη), του αρχαίου λυρικού ποιητή Βίωνα (μετ. Δήμητρας Κωτούλα), του Αντώνη Ρίζου.
Επίσης, πεζά του Βολφντίντριχ Σνούρρε (μετ. Φοίβου Ι. Πιομπίνου), της Νόρας Πυλόρωφ-Προκοπίου, του Γιώργου Καρτέρη, του Κώστα Ακρίβου, του Άκη Δήμου, του Παναγιώτη Γούτα.
Ο Γεώργιος Ράλλης και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
Στο «Απουσιολόγιο» του τεύχους, ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ Χρίστος Τσολάκης γράφει για τον Γεώργιο Ράλλη ως υπουργό Παιδείας που πραγματοποίησε την γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 και καθιέρωσε τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα στην παιδεία. Σύντομα σημειώματα αναφέρονται στους προσφάτως εκδημήσαντες Ναγκίμπ Μαχφούζ, Πιερ Βιντάλ-Νακέ, Γιάννη Ζουγανέλη και Ροζέ Μιλλιέξ.
Βιβλιοκρισίες και παρουσιάσεις
Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα με τις βιβλιοκρισίες και τις παρουσιάσεις. Γράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (για τον Δημήτρη Ελευθεράκη), Τιτίκα Δημητρούλια (για τον Βασίλη Γκουρογιάννη και τον Γιάννη Κοντό), Μαρία Στασινοπούλου (για την Ντόρα Ρωζέττη), Θανάσης Θ. Νιάρχος (για τον Μάνο Ελευθερίου), Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου (για τη Νατάσα Κεσμέτη), Γιώργος Κορδομενίδης (για την Έλενα Χουζούρη), Λίνα Πανταλέων (για τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη), Φίλιππος Φιλίππου (για τον Μάικλ Χάαγκ), Κατερίνα Ζαρόκωστα (για τον Ντίνο Σιώτη), Βάνα Χαραλαμπίδου (για την Γιασμίν Γκατά), Ελένη Χοντολίδου (για τον Γκασμέντ Καπλάνι), Σταυρούλα Γ. Τσούπρου (για το περιοδικό Κ).
Συμπληρωματικά στις βιβλιοκρισίες αυτές, ο Τάσος Χατζητάτσης, ο Βασίλης Τομανάς, ο Κώστας Πλαστήρας και ο Γιώργος Κορδομενίδης σχολιάζουν “με συνοπτικές διαδικασίες” βιβλία που διάβασαν πρόσφατα.
Εικονογράφηση - Φωτογραφικό ένθετο
Την ενότητα της λογοτεχνίας κοσμούν ζωγραφιές του Ξενοφώντα Μπήτσια, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά, και για τις οποίες ο Νίκος Γ. Ξυδάκης γράφει μεταξύ άλλων: «Ο Μπήτσικας είναι βιρτουόζος και λόγιος μαζί. Η καταπλήσσουσα ευχέρεια του χεριού του σαγηνεύει τον θεατή δια μιας, ωστόσο ο ζωγράφος δεν φαίνεται να σαγηνεύεται το ίδιο: “τραβάει” πίσω τη δεξιοτεχνία, το ταλέντο, και βάζει μπροστά τη φαντασία και τον στοχασμό. [...] Μια ζωγραφική ρωμαλέα και αμφιβάλλουσα, που ερεθίζει τις αισθήσεις και τον νου... Ο Μπήτσικας μπορεί να λογαριάζεται στους ανανεωτές της ζωγραφικής μας». Ενώ στην Camera Obscura, το ειδικό ένθετο του «Εντευκτηρίου» για την καλλιτεχνική φωτογραφία, που επιμελείται ο Αρις Γεωργίου και που εκδίδεται με χορηγία της Vivartia (ΔΕΛΤΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΕ), δημοσιεύεται το πορτφόλιο του Χάρη Κωτσίδη «Ομφάλιοι τόποι», με φωτογραφίες που εικονίζουν μικροτοπία του δάσους και των αγρών, που ταλαντεύονται μεταξύ εξημερωμένου και άγριου. Όπως παρατηρεί ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, «ο Κωτσίδης αντιλαμβάνεται τη φωτογραφία ως υπαρξιακή αναζήτηση μέσα από την αναγνώριση του εαυτού στη φύση. […] Οι φωτογραφίες του, ως έντεχνες αφαιρέσεις από την υλική πραγματικότητα, υπαινίσσονται τη μυστηριακή συνθήκη του συμπαντικού, κοσμικού ρυθμού και την απόπειρα του φωτογράφου να εναρμονιστεί μ’ αυτόν».
31.8.06
NAGUIB MAHFOUZ
(1911-2006)
«Υφίσταται [σήμερα] ένας κίνδυνος, άγνωστος στην εποχή τη δική μου, που θα μπορούσε να επισκιάσει το μέλλον μας: ο υλικός και πνευματικός τρόμος που θρησκευόμενοι θερμοκέφαλοι με λανθασμένες τοποθετήσεις επιδιώκουν να ενσπείρουν στο όνομα του Ισλάμ. Πρόκειται για ομάδες που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στην ιδέα του ειρηνικού Ισλάμ και κηρύττουν την έλλειψη ανοχής και το μίσος. Αυτά τα όργανα μιας Μαφίας, τυφλωμένης για εξουσία και καλυπτόμενης πίσω από τη θρησκεία, δυσφημούν το Ισλάμ ― και ακόμα χειρότερα: παραμορφώνουν την εικόνα του.
» Οι μουσουλμάνοι που παίρνουν στα σοβαρά τη θρησκεία τους, ήσαν ―και είναι― υποχρεωμένοι και από το Κοράνι να έρθουν σε επαφή και να αφομοιώσουν γνώσεις απ’ όλο τον κόσμο· το αληθινό Ισλάμ προσφέρει άνοιγμα στον κόσμο. Να θυμίσω ότι κατά τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, ο ισλαμικός κόσμος γνώριζε πνευματική και πολιτιστική άνθηση, στην οποία δικαίως κάνουμε μέχρι σήμερα αναφορές.»
Είναι ένα μικρό απόσπασμα από τις θαρραλέες δηλώσεις του Αιγύπτιου συγγραφέα Ναγκίμπ Μαχφούζ ―που πέθανε χτες σε ηλικία 95 χρονώ― στο γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel», τον Νοέμβριο 1998, δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονική επίθεση εναντίον του από φανατικούς ισλαμιστές. Δεν ήταν ούτε ένας, ούτε δύο αλλά δεκαέξι άτομα!
Ο Μαχφούζ γεννήθηκε στο Κάιρο το 1911. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Καϊρου και δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1939. Έκτοτε έγραψε πάνω από 50 βιβλία πεζογραφίας (μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων), καθώς και 25 σενάρια ταινιών. Εργάστηκε στο Δημόσιο μέχρι το 1972, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Το 1988 του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας (για πρώτη φορά σε Άραβα συγγραφέα).
Δεν ταξίδεψε ποτέ στο εξωτερικό για να παρουσιάσει τα βιβλία του. Δεν επιδίωξε καν να μεταφραστούν. Κι όταν ανακοινώθηκε πως τιμάται με το Νομπέλ δήλωσε σεμνά: «Υπάρχουν αρκετοί Αιγύπτιοι και Άραβες συγγραφείς που αξίζει να τιμηθούν με Νομπέλ».
Οι φιλόλογοι χωρίζουν το έργο του σε τρεις κυρίως περιόδους. Η πρώτη περιλαμβάνει την «Τριλογία» του, ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό έργο που εκτείνεται σε 1.500 σελίδες και ολοκληρώθηκε το 1957· στην ίδια περίοδο εντάσσονται και τρία ιστορικά μυθιστορήματα και άλλα κείμενά του που αναφέρονται σε κοινωνικά θέματα και στους αγώνες που οδήγησαν σε κοινωνικές αλλαγές στην Αίγυπτο.
Η δεύτερη περίοδος χρονολογείται από το 1959 και τον οδηγεί από τον κοινωνικό ρεαλισμό στη μεταφυσική αλληγορία.
Η τρίτη περίοδος, με αφετηρία το «Μιραμάρ» (1967), θεωρείται ένα είδος σύνθεσης των δύο προηγούμενων.
Τον χαρακτήρισαν «Μπαλζάκ της Αιγύπτου», τόσο εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο τα έργα του εκφράζουν τη γεμάτη ενέργεια και παλμό ζωή της χώρας του όσο και εξαιτίας της λεπτομερούς ψυχολογικής ανάπτυξης των χαρακτήρων του αλλά και των πλατιών κοινωνικών του ενδιαφερόντων.
Όλα του τα βιβλία σε ελληνική μετάφραση κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
(1911-2006)
«Υφίσταται [σήμερα] ένας κίνδυνος, άγνωστος στην εποχή τη δική μου, που θα μπορούσε να επισκιάσει το μέλλον μας: ο υλικός και πνευματικός τρόμος που θρησκευόμενοι θερμοκέφαλοι με λανθασμένες τοποθετήσεις επιδιώκουν να ενσπείρουν στο όνομα του Ισλάμ. Πρόκειται για ομάδες που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στην ιδέα του ειρηνικού Ισλάμ και κηρύττουν την έλλειψη ανοχής και το μίσος. Αυτά τα όργανα μιας Μαφίας, τυφλωμένης για εξουσία και καλυπτόμενης πίσω από τη θρησκεία, δυσφημούν το Ισλάμ ― και ακόμα χειρότερα: παραμορφώνουν την εικόνα του.
» Οι μουσουλμάνοι που παίρνουν στα σοβαρά τη θρησκεία τους, ήσαν ―και είναι― υποχρεωμένοι και από το Κοράνι να έρθουν σε επαφή και να αφομοιώσουν γνώσεις απ’ όλο τον κόσμο· το αληθινό Ισλάμ προσφέρει άνοιγμα στον κόσμο. Να θυμίσω ότι κατά τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, ο ισλαμικός κόσμος γνώριζε πνευματική και πολιτιστική άνθηση, στην οποία δικαίως κάνουμε μέχρι σήμερα αναφορές.»
Είναι ένα μικρό απόσπασμα από τις θαρραλέες δηλώσεις του Αιγύπτιου συγγραφέα Ναγκίμπ Μαχφούζ ―που πέθανε χτες σε ηλικία 95 χρονώ― στο γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel», τον Νοέμβριο 1998, δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονική επίθεση εναντίον του από φανατικούς ισλαμιστές. Δεν ήταν ούτε ένας, ούτε δύο αλλά δεκαέξι άτομα!
Ο Μαχφούζ γεννήθηκε στο Κάιρο το 1911. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Καϊρου και δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1939. Έκτοτε έγραψε πάνω από 50 βιβλία πεζογραφίας (μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων), καθώς και 25 σενάρια ταινιών. Εργάστηκε στο Δημόσιο μέχρι το 1972, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Το 1988 του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας (για πρώτη φορά σε Άραβα συγγραφέα).
Δεν ταξίδεψε ποτέ στο εξωτερικό για να παρουσιάσει τα βιβλία του. Δεν επιδίωξε καν να μεταφραστούν. Κι όταν ανακοινώθηκε πως τιμάται με το Νομπέλ δήλωσε σεμνά: «Υπάρχουν αρκετοί Αιγύπτιοι και Άραβες συγγραφείς που αξίζει να τιμηθούν με Νομπέλ».
Οι φιλόλογοι χωρίζουν το έργο του σε τρεις κυρίως περιόδους. Η πρώτη περιλαμβάνει την «Τριλογία» του, ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό έργο που εκτείνεται σε 1.500 σελίδες και ολοκληρώθηκε το 1957· στην ίδια περίοδο εντάσσονται και τρία ιστορικά μυθιστορήματα και άλλα κείμενά του που αναφέρονται σε κοινωνικά θέματα και στους αγώνες που οδήγησαν σε κοινωνικές αλλαγές στην Αίγυπτο.
Η δεύτερη περίοδος χρονολογείται από το 1959 και τον οδηγεί από τον κοινωνικό ρεαλισμό στη μεταφυσική αλληγορία.
Η τρίτη περίοδος, με αφετηρία το «Μιραμάρ» (1967), θεωρείται ένα είδος σύνθεσης των δύο προηγούμενων.
Τον χαρακτήρισαν «Μπαλζάκ της Αιγύπτου», τόσο εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο τα έργα του εκφράζουν τη γεμάτη ενέργεια και παλμό ζωή της χώρας του όσο και εξαιτίας της λεπτομερούς ψυχολογικής ανάπτυξης των χαρακτήρων του αλλά και των πλατιών κοινωνικών του ενδιαφερόντων.
Όλα του τα βιβλία σε ελληνική μετάφραση κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
5.8.06
ΕΙΜΑΣΤΕ ΖΩΝΤΑΝΟΙ
Οκτώ άνθρωποι της Τέχνης γράφουν από τον Λίβανο
(αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 4 Αυγούστου 2006)
Ενα γράμμα από τον Λίβανο, με τις υπογραφές οκτώ ανθρώπων της τέχνης, οι οποίοι δηλώνουν ότι παρά τους βομβαρδισμούς είναι ζωντανοί και συνεχίζουν να εργάζονται στον πολιτιστικό τους χώρο στη Βηρυτό. Ενα μήνυμα απογοήτευσης για την «αξιοθρήνητη επίσημη στάση των δυτικών χωρών και των ΜΜΕ τους», αλλά και αισιοδοξίας.
Ιδού το πλήρες κείμενο:
«Φίλες και φίλοι του Θεάτρου, της Μουσικής... Σας στέλνουμε αυτό το μήνυμα από τον πολιτιστικό χώρο Tournesol (Ηλιοτρόπιο), χώρο εργασίας του συνδέσμου SHAMS (Νεολαία - Θέατρο - Κινηματογράφος), στη Βηρυτό, που βρίσκεται στη διασταύρωση Ταγιουνέ, εκεί όπου συναντώνται η πόλη και τα νότια προάστια.
Είμαστε ζωντανοί.
Εργαζόμαστε: το θέατρό μας είναι ανοιχτό και ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων (κυρίως νέοι βεβαίως) συρρέει, παρά τους σποραδικούς βομβαρδισμούς, των οποίων ο στόχος είναι ακριβώς να απομονώσουν τις γειτονιές και να εμποδίσουν την επικοινωνία. Εκφραζόμαστε, συζητάμε, ανταλλάσσουμε πληροφορίες, δημιουργούμε ένα μικρής εμβέλειας δίκτυο συντονισμού μεταξύ των κοινωνικών οργανώσεων και τις ομάδες προσφύγων από τον Νότο ή τα προάστια (κατ' εξοχήν στόχοι των ισραηλινών βομβαρδισμών).
Λυπούμαστε για την αξιοθρήνητη επίσημη στάση των δυτικών χωρών και των ΜΜΕ τους (γνωρίζοντας βεβαίως ότι δεν αντιπροσωπεύουν όλους τους πολίτες) και έχουμε ανάγκη από εκδηλώσεις ανθρώπινης αλληλεγγύης που δεν περνάνε στην TF1 ή στη "Monde".
Μεταξύ μας υπάρχουν Λιβανέζοι όλων των πεποιθήσεων και όλων των δογμάτων (διανοούμενοι, καλλιτέχνες, κοινωνικοί λειτουργοί, φοιτητές, ...χριστιανοί, μουσουλμάνοι, δρούζοι, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, πιστοί, άθεοι, αγνωστικιστές...).
Χωρίς να υιοθετούμε τις πολεμοχαρείς ιδεολογικές θέσεις της Χεζμπολάχ, χωρίς να αποδεχόμαστε τις ανεύθυνες απαντήσεις των Αράβων πωλητών πετρελαίου και των Λιβανέζων εκατομμυριούχων, διεκδικούμε το δικαίωμα να καταγγείλουμε τα ατιμώρητα εγκλήματα του θεοκρατικού κράτους του Ισραήλ κατά των παιδιών, των οικογενειών, των αστικών γειτονιών, των χωριών του Νότου, όπως και την ασυγχώρητη συνενοχή της Ευρώπης στη γενοκτονία των Παλαιστινίων και τη δολοφονία των πόλεων του Λιβάνου.
Είμαστε βαθύτατα σε ειρήνη και ελεύθεροι.
Χαιρόμαστε τη ζωή χωρίς κράνη και αλεξίσφαιρα γιλέκα. Δεν χρειαζόμαστε άρματα για να μετακινηθούμε. Δεν χρειαζόμαστε τα διεθνή ΜΜΕ για να σκεπτόμαστε. Η αξιοπρέπειά μας δεν υπαγορεύεται ούτε από τη Δαμασκό, ούτε από την Τεχεράνη, ούτε από το Τελ Αβίβ, ούτε από την Ουάσιγκτον, ούτε από το Παρίσι, ούτε από τον ΟΗΕ.
Είναι ριζωμένη στην ανθρωπότητα που χλευάζεται και τσακίζεται από όλες τις Βέρμαχτ του «πολιτισμένου» κόσμου, αποκλεισμένη από τα «ανθρώπινα δικαιώματα» που κρατιούνται με ζήλο για αυτούς που τα προκηρύσσουν.
Εμείς είμαστε καλά. Εσείς;
Roger Assaf, Issam Bou Khaled, Kamal Chayya, Rawya El Chab, Zeina Saab De Melero, Said Serhan, Fadi el Far, Tarek Atoui...».
Οκτώ άνθρωποι της Τέχνης γράφουν από τον Λίβανο
(αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 4 Αυγούστου 2006)
Ενα γράμμα από τον Λίβανο, με τις υπογραφές οκτώ ανθρώπων της τέχνης, οι οποίοι δηλώνουν ότι παρά τους βομβαρδισμούς είναι ζωντανοί και συνεχίζουν να εργάζονται στον πολιτιστικό τους χώρο στη Βηρυτό. Ενα μήνυμα απογοήτευσης για την «αξιοθρήνητη επίσημη στάση των δυτικών χωρών και των ΜΜΕ τους», αλλά και αισιοδοξίας.
Ιδού το πλήρες κείμενο:
«Φίλες και φίλοι του Θεάτρου, της Μουσικής... Σας στέλνουμε αυτό το μήνυμα από τον πολιτιστικό χώρο Tournesol (Ηλιοτρόπιο), χώρο εργασίας του συνδέσμου SHAMS (Νεολαία - Θέατρο - Κινηματογράφος), στη Βηρυτό, που βρίσκεται στη διασταύρωση Ταγιουνέ, εκεί όπου συναντώνται η πόλη και τα νότια προάστια.
Είμαστε ζωντανοί.
Εργαζόμαστε: το θέατρό μας είναι ανοιχτό και ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων (κυρίως νέοι βεβαίως) συρρέει, παρά τους σποραδικούς βομβαρδισμούς, των οποίων ο στόχος είναι ακριβώς να απομονώσουν τις γειτονιές και να εμποδίσουν την επικοινωνία. Εκφραζόμαστε, συζητάμε, ανταλλάσσουμε πληροφορίες, δημιουργούμε ένα μικρής εμβέλειας δίκτυο συντονισμού μεταξύ των κοινωνικών οργανώσεων και τις ομάδες προσφύγων από τον Νότο ή τα προάστια (κατ' εξοχήν στόχοι των ισραηλινών βομβαρδισμών).
Λυπούμαστε για την αξιοθρήνητη επίσημη στάση των δυτικών χωρών και των ΜΜΕ τους (γνωρίζοντας βεβαίως ότι δεν αντιπροσωπεύουν όλους τους πολίτες) και έχουμε ανάγκη από εκδηλώσεις ανθρώπινης αλληλεγγύης που δεν περνάνε στην TF1 ή στη "Monde".
Μεταξύ μας υπάρχουν Λιβανέζοι όλων των πεποιθήσεων και όλων των δογμάτων (διανοούμενοι, καλλιτέχνες, κοινωνικοί λειτουργοί, φοιτητές, ...χριστιανοί, μουσουλμάνοι, δρούζοι, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, πιστοί, άθεοι, αγνωστικιστές...).
Χωρίς να υιοθετούμε τις πολεμοχαρείς ιδεολογικές θέσεις της Χεζμπολάχ, χωρίς να αποδεχόμαστε τις ανεύθυνες απαντήσεις των Αράβων πωλητών πετρελαίου και των Λιβανέζων εκατομμυριούχων, διεκδικούμε το δικαίωμα να καταγγείλουμε τα ατιμώρητα εγκλήματα του θεοκρατικού κράτους του Ισραήλ κατά των παιδιών, των οικογενειών, των αστικών γειτονιών, των χωριών του Νότου, όπως και την ασυγχώρητη συνενοχή της Ευρώπης στη γενοκτονία των Παλαιστινίων και τη δολοφονία των πόλεων του Λιβάνου.
Είμαστε βαθύτατα σε ειρήνη και ελεύθεροι.
Χαιρόμαστε τη ζωή χωρίς κράνη και αλεξίσφαιρα γιλέκα. Δεν χρειαζόμαστε άρματα για να μετακινηθούμε. Δεν χρειαζόμαστε τα διεθνή ΜΜΕ για να σκεπτόμαστε. Η αξιοπρέπειά μας δεν υπαγορεύεται ούτε από τη Δαμασκό, ούτε από την Τεχεράνη, ούτε από το Τελ Αβίβ, ούτε από την Ουάσιγκτον, ούτε από το Παρίσι, ούτε από τον ΟΗΕ.
Είναι ριζωμένη στην ανθρωπότητα που χλευάζεται και τσακίζεται από όλες τις Βέρμαχτ του «πολιτισμένου» κόσμου, αποκλεισμένη από τα «ανθρώπινα δικαιώματα» που κρατιούνται με ζήλο για αυτούς που τα προκηρύσσουν.
Εμείς είμαστε καλά. Εσείς;
Roger Assaf, Issam Bou Khaled, Kamal Chayya, Rawya El Chab, Zeina Saab De Melero, Said Serhan, Fadi el Far, Tarek Atoui...».
25.7.06
ΗΛΙΑΣΗ
Από το βιβλίο του Γιώργου Αδαμίδη
ΒΟΛΗ ΕΓΓΥΣ ΦΙΛΙΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 1995
Η ακρογιαλιά στην Αμμούδα είναι πάντα σχεδόν έρημη όταν φτάνω. Κάνω κάθε φορά τις ίδιες, πανομοιότυπες κινήσεις. Αφήνω το αυτοκίνητο μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω και κατηφορίζω. Απλώνω την ψάθα μου σε ένα μέρος όπου η άμμος φαίνεται πιο καθαρή και κάθομαι σε μιαν άκρη, απρόθυμος ακόμη να κολυμπήσω. Λίγο αργότερα, σαν να έχουμε ραντεβού, έρχεται ένα ζευγάρι μεσηλίκων με ένα μικρό αγοράκι ― εγγόνι τους, υποθέτω... Στήνουν την ομπρέλα τους στην άκρη του μικρού κόλπου και χώνονται αθόρυβοι στη σκιά της. Προς το μεσημέρι εμφανίζεται μια ψωμωμένη μεγαλοκοπέλα, με ένα μπικίνι που χάνεται στις δίπλες του κορμιού της. Αλείφεται κάθε μέρα ένα ολόκληρο μπουκάλι αντηλιακό· κι όσην ώρα το απλώνει πάνω της, ρίχνει κλεφτές ματιές προς τη μεριά μου αλλά δεν τολμάει να μου ζητήσει να τη βοηθήσω, να την αλείψω με λάδι εκεί που το χέρι της δυσκολεύεται να κινηθεί, ψηλά στην πλάτη... Με κοιτάει σχεδόν υποτιμητικά κάτω από το πελώριο ψάθινο καπέλο της· ύστερα ξαπλώνει στην πετσέτα της, χωρίς καπέλο πια, κι αφήνεται στον ήλιο που εκείνη την ώρα μας κοιτάζει κάθετα.
Σήμερα η καρτ-ποστάλ της Αμμούδας είναι πιο πλούσια από τις προηγούμενες μέρες. Το ζευγάρι είναι ήδη εκεί, με τον εγγονό τους και με ένα κάπως μεγαλύτερο κοριτσάκι. Και στην ακρογιαλιά βολτάρει ένας νεαρός. Τον βλέπω σήμερα για πρώτη φορά. Κοιτάζοντάς τον από μακριά τον κάνω γύρω στα 20. Χαζεύω, καθώς πλησιάζει, το καλοσχηματισμένο του κορμί, σε ένα χρώμα μελί από φυσικού του. Μια άχαρη, εμπριμέ βερμούδα φοράει, με βασικό χρώμα το πράσινο, και τα μπατζάκια της είναι ήδη βρεμένα καθώς περπατάει μέσα στη θάλασσα, με το νερό να του φτάνει μέχρι εκεί που σμίγουν τα σκέλια του. Στο ύψος εκείνο το πράσινο της βερμούδας είναι βαθύ και τραβάει, θέλω δεν θέλω, τη ματιά μου. Περπατάει αργά, με το κεφάλι σκυμμένο τόσο που το πηγούνι του να χώνεται στο στήθος. Καλυμμένος πίσω από τα σκούρα γυαλιά μου, παρακολουθώ την αργόσυρτη διαδρομή του.
Η εμφάνισή του είναι το μόνο καινούριο στοιχείο τόσες μέρες τώρα στην ερημική ακτή όπου έρχομαι, για να κολυμπήσω τάχα...
Κρύβομαι στην Αμμούδα, όπως βάφτισα αυτή την ασήμαντη, την ανώνυμη και περιφρονημένη ακτή. Κρύβομαι για να μη βλέπω τα σώματα-φρύγανα που λιάζονται, παίζουν, πηγαινοέρχονται, επιδεικνύονται στις άλλες, πολυσύχναστες ακρογιαλιές. Γωνιώδη κορμιά, καλοχυμένα εκ κατασκευής, δυνατά και επιθετικά, εν αγνοία τους, απέναντί μου, οργώνουν το οπτικό μου πεδίο, μου κόβουν τη θέα προς τη θάλασσα και παρασέρνουν τη ματιά μου πάνω τους ίσαμε να καταλάβω ότι θα γίνω αντιληπτός ― καμιά φορά και λίγο παραπάνω―, να μετράω ύψος, να καταγράφω χρώμα μαλλιών και ματιών, να υπολογίζω ηλικίες και προτιμήσεις, να σχεδιάζω πλησιάσματα και να σκηνοθετώ καρποφόρες συνομιλίες.
Εδώ αποφεύγω σώματα εφηβικά, ευσταλή και εφίδρωτα, που πυρπολούν τις διακοπές μου, παίζουν βόλεϋ δίπλα μου και μου θυμίζουν τεχνικούς όρους του παιχνιδιού που έχω να τους ακούσω από το γυμνάσιο· δεν υπάρχει λόγος να μαθαίνω τις συνεννοήσεις για τις νυχτερινές τους εξόδους ή τα χτεσινοβραδινά κατορθώματά τους, ούτε να ρίχνω κλεφτές ματιές και να προσπαθώ να γητέψω την μπάλα, ώστε να τους ξεφύγει και να ‘ρθει προς το μέρος μου ή και πάνω μου ακριβώς. Γιατί η μπάλα κάνει τα δικά της, φεύγει άλλοτε προς τα εδώ και άλλοτε προς τα εκεί, μα ποτέ προς εμένα. Κι εγώ έμενα εκεί, να τους βλέπω να χάνονται στη θάλασσα, έχοντας συμφωνήσει να βρουν και να καταβρέξουν μιαν Αννα...
Το αγόρι έχει βγει από τη θάλασσα. Μια σκουρόχρωμη πετσέτα, που την απλώνει με επιμέλεια στην άμμο, μερικά μέτρα μακριά μου, κι ένα πακέτο τσιγάρα Silk Cut είναι όλα κι όλα του τα πράγματα. Φεύγει πάλι, συνεχίζοντας την πορεία του προς την άλλη άκρη της ακτής. Βουτάει, κάποτε, κι αρχίζει να κολυμπάει με έναν αργό ρυθμό, ράθυμο. Πάει κι έρχεται, μέσα κι έξω, για αρκετή ώρα. Υστερα βγαίνει στα ρηχά, ξέρω πως πατώνει σ’ αυτή την απόσταση από την ακρογιαλιά, κι εκεί κάνει κάτι περίεργες κινήσεις με το ένα χέρι του, που δεν φαίνεται καλά, κρυμμένο πίσω από το σώμα του, όπως τον βλέπω προφίλ.
Ο ήλιος με έχει ζαλίσει. Κουράστηκα ακουμπισμένος τόσην ώρα στον αγκώνα μου. Κουράστηκε και κείνος και αφήνει τη θάλασσα. Τον βλέπω πια κατά μέτωπο: το αριστερό του χέρι, κάτισχνο, όχι περισσότερο σαρκωμένο από ένα ψωμί-‘μπαγκέτα’, κρέμεται δίπλα στο κορμί του σαν παράλυτο κι ελάχιστα παρακολουθεί την κίνηση του υπόλοιπου σώματος. Σκέφτομαι πως μέχρι τώρα σκόπιμα έδινε τέτοια στάση στο κορμί του ώστε να κρύβει από μας, στην ακτή, το σακάτικο χέρι του. Ηρθε στα πράγματά του, είναι πια πολύ κοντά μου. Ενώ τα νερά που στάζουν από το σώμα του και τη βερμούδα του φτιάχνουν υγρές κηλίδες στην άμμο, ανάβει τσιγάρο. Σκέφτομαι να προφασιστώ πως δεν έχω φωτιά και να πιάσω κουβέντα μαζί του, όταν βλέπω να τον πλησιάζει η γυναίκα με το μικρό παιδί. Του μιλάει σχεδόν ψιθυριστά, δεν μπορώ να καταλάβω τι του λέει ή αν γνωρίζονται από πριν, όμως χάνω κάθε κουράγιο.
Καθώς βάζω μια ξασπρισμένη πέτρα για προσκέφαλο και ξαπλώνω στην ψάθα μου, να πάρω λίγο χρώμα που λέει κι η μάνα μου, σκέφτομαι πώς θα είναι να αγκαλιάζει μόνο με το γερό του χέρι ― μπορεί σ’ αυτό να συγκεντρώνει την ορμή και την τρυφερή βιαιότητα που αλλιώς θα μοίραζε και στα δυο του χέρια. Ή μπορεί και να έχει αναπτύξει άλλα μέσα· ίσως μια ατίθαση γλώσσα που να εισβάλλει με ορμή στο στόμα, στα αυτιά και στη μασχάλη, να οργώνει το στήθος και την κοιλιά… Το άλλο του χέρι δεν το συλλογίζομαι, δεν θέλω να τον προστατέψω γι’ αυτό, ούτε να του δείξω στοργή και συμπάθεια γι’ αυτή την αναπηρία. Θέλω μόνο να αφεθώ σε ένα δικό του, μονόχειρο, αγκάλιασμα, επιθετικό και κατηγορηματικό.
Ο ήλιος μου γλείφει το πρόσωπο. Το καλύπτω με ένα τζόκεϋ που κουβαλάω πάντα μαζί μου και σπάνια το χρησιμοποιώ. Δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος, μόνο αραιά και πού καμιά μακρινή εξάτμιση από μηχανάκι. Ανασηκώνομαι ύστερα από λίγο για να αλλάξω θέση. Εκεί όπου πριν από μερικά λεπτά στεκόταν το αγόρι τώρα δεν βρίσκεται κανείς.
Από το βιβλίο του Γιώργου Αδαμίδη
ΒΟΛΗ ΕΓΓΥΣ ΦΙΛΙΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 1995
Η ακρογιαλιά στην Αμμούδα είναι πάντα σχεδόν έρημη όταν φτάνω. Κάνω κάθε φορά τις ίδιες, πανομοιότυπες κινήσεις. Αφήνω το αυτοκίνητο μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω και κατηφορίζω. Απλώνω την ψάθα μου σε ένα μέρος όπου η άμμος φαίνεται πιο καθαρή και κάθομαι σε μιαν άκρη, απρόθυμος ακόμη να κολυμπήσω. Λίγο αργότερα, σαν να έχουμε ραντεβού, έρχεται ένα ζευγάρι μεσηλίκων με ένα μικρό αγοράκι ― εγγόνι τους, υποθέτω... Στήνουν την ομπρέλα τους στην άκρη του μικρού κόλπου και χώνονται αθόρυβοι στη σκιά της. Προς το μεσημέρι εμφανίζεται μια ψωμωμένη μεγαλοκοπέλα, με ένα μπικίνι που χάνεται στις δίπλες του κορμιού της. Αλείφεται κάθε μέρα ένα ολόκληρο μπουκάλι αντηλιακό· κι όσην ώρα το απλώνει πάνω της, ρίχνει κλεφτές ματιές προς τη μεριά μου αλλά δεν τολμάει να μου ζητήσει να τη βοηθήσω, να την αλείψω με λάδι εκεί που το χέρι της δυσκολεύεται να κινηθεί, ψηλά στην πλάτη... Με κοιτάει σχεδόν υποτιμητικά κάτω από το πελώριο ψάθινο καπέλο της· ύστερα ξαπλώνει στην πετσέτα της, χωρίς καπέλο πια, κι αφήνεται στον ήλιο που εκείνη την ώρα μας κοιτάζει κάθετα.
Σήμερα η καρτ-ποστάλ της Αμμούδας είναι πιο πλούσια από τις προηγούμενες μέρες. Το ζευγάρι είναι ήδη εκεί, με τον εγγονό τους και με ένα κάπως μεγαλύτερο κοριτσάκι. Και στην ακρογιαλιά βολτάρει ένας νεαρός. Τον βλέπω σήμερα για πρώτη φορά. Κοιτάζοντάς τον από μακριά τον κάνω γύρω στα 20. Χαζεύω, καθώς πλησιάζει, το καλοσχηματισμένο του κορμί, σε ένα χρώμα μελί από φυσικού του. Μια άχαρη, εμπριμέ βερμούδα φοράει, με βασικό χρώμα το πράσινο, και τα μπατζάκια της είναι ήδη βρεμένα καθώς περπατάει μέσα στη θάλασσα, με το νερό να του φτάνει μέχρι εκεί που σμίγουν τα σκέλια του. Στο ύψος εκείνο το πράσινο της βερμούδας είναι βαθύ και τραβάει, θέλω δεν θέλω, τη ματιά μου. Περπατάει αργά, με το κεφάλι σκυμμένο τόσο που το πηγούνι του να χώνεται στο στήθος. Καλυμμένος πίσω από τα σκούρα γυαλιά μου, παρακολουθώ την αργόσυρτη διαδρομή του.
Η εμφάνισή του είναι το μόνο καινούριο στοιχείο τόσες μέρες τώρα στην ερημική ακτή όπου έρχομαι, για να κολυμπήσω τάχα...
Κρύβομαι στην Αμμούδα, όπως βάφτισα αυτή την ασήμαντη, την ανώνυμη και περιφρονημένη ακτή. Κρύβομαι για να μη βλέπω τα σώματα-φρύγανα που λιάζονται, παίζουν, πηγαινοέρχονται, επιδεικνύονται στις άλλες, πολυσύχναστες ακρογιαλιές. Γωνιώδη κορμιά, καλοχυμένα εκ κατασκευής, δυνατά και επιθετικά, εν αγνοία τους, απέναντί μου, οργώνουν το οπτικό μου πεδίο, μου κόβουν τη θέα προς τη θάλασσα και παρασέρνουν τη ματιά μου πάνω τους ίσαμε να καταλάβω ότι θα γίνω αντιληπτός ― καμιά φορά και λίγο παραπάνω―, να μετράω ύψος, να καταγράφω χρώμα μαλλιών και ματιών, να υπολογίζω ηλικίες και προτιμήσεις, να σχεδιάζω πλησιάσματα και να σκηνοθετώ καρποφόρες συνομιλίες.
Εδώ αποφεύγω σώματα εφηβικά, ευσταλή και εφίδρωτα, που πυρπολούν τις διακοπές μου, παίζουν βόλεϋ δίπλα μου και μου θυμίζουν τεχνικούς όρους του παιχνιδιού που έχω να τους ακούσω από το γυμνάσιο· δεν υπάρχει λόγος να μαθαίνω τις συνεννοήσεις για τις νυχτερινές τους εξόδους ή τα χτεσινοβραδινά κατορθώματά τους, ούτε να ρίχνω κλεφτές ματιές και να προσπαθώ να γητέψω την μπάλα, ώστε να τους ξεφύγει και να ‘ρθει προς το μέρος μου ή και πάνω μου ακριβώς. Γιατί η μπάλα κάνει τα δικά της, φεύγει άλλοτε προς τα εδώ και άλλοτε προς τα εκεί, μα ποτέ προς εμένα. Κι εγώ έμενα εκεί, να τους βλέπω να χάνονται στη θάλασσα, έχοντας συμφωνήσει να βρουν και να καταβρέξουν μιαν Αννα...
Το αγόρι έχει βγει από τη θάλασσα. Μια σκουρόχρωμη πετσέτα, που την απλώνει με επιμέλεια στην άμμο, μερικά μέτρα μακριά μου, κι ένα πακέτο τσιγάρα Silk Cut είναι όλα κι όλα του τα πράγματα. Φεύγει πάλι, συνεχίζοντας την πορεία του προς την άλλη άκρη της ακτής. Βουτάει, κάποτε, κι αρχίζει να κολυμπάει με έναν αργό ρυθμό, ράθυμο. Πάει κι έρχεται, μέσα κι έξω, για αρκετή ώρα. Υστερα βγαίνει στα ρηχά, ξέρω πως πατώνει σ’ αυτή την απόσταση από την ακρογιαλιά, κι εκεί κάνει κάτι περίεργες κινήσεις με το ένα χέρι του, που δεν φαίνεται καλά, κρυμμένο πίσω από το σώμα του, όπως τον βλέπω προφίλ.
Ο ήλιος με έχει ζαλίσει. Κουράστηκα ακουμπισμένος τόσην ώρα στον αγκώνα μου. Κουράστηκε και κείνος και αφήνει τη θάλασσα. Τον βλέπω πια κατά μέτωπο: το αριστερό του χέρι, κάτισχνο, όχι περισσότερο σαρκωμένο από ένα ψωμί-‘μπαγκέτα’, κρέμεται δίπλα στο κορμί του σαν παράλυτο κι ελάχιστα παρακολουθεί την κίνηση του υπόλοιπου σώματος. Σκέφτομαι πως μέχρι τώρα σκόπιμα έδινε τέτοια στάση στο κορμί του ώστε να κρύβει από μας, στην ακτή, το σακάτικο χέρι του. Ηρθε στα πράγματά του, είναι πια πολύ κοντά μου. Ενώ τα νερά που στάζουν από το σώμα του και τη βερμούδα του φτιάχνουν υγρές κηλίδες στην άμμο, ανάβει τσιγάρο. Σκέφτομαι να προφασιστώ πως δεν έχω φωτιά και να πιάσω κουβέντα μαζί του, όταν βλέπω να τον πλησιάζει η γυναίκα με το μικρό παιδί. Του μιλάει σχεδόν ψιθυριστά, δεν μπορώ να καταλάβω τι του λέει ή αν γνωρίζονται από πριν, όμως χάνω κάθε κουράγιο.
Καθώς βάζω μια ξασπρισμένη πέτρα για προσκέφαλο και ξαπλώνω στην ψάθα μου, να πάρω λίγο χρώμα που λέει κι η μάνα μου, σκέφτομαι πώς θα είναι να αγκαλιάζει μόνο με το γερό του χέρι ― μπορεί σ’ αυτό να συγκεντρώνει την ορμή και την τρυφερή βιαιότητα που αλλιώς θα μοίραζε και στα δυο του χέρια. Ή μπορεί και να έχει αναπτύξει άλλα μέσα· ίσως μια ατίθαση γλώσσα που να εισβάλλει με ορμή στο στόμα, στα αυτιά και στη μασχάλη, να οργώνει το στήθος και την κοιλιά… Το άλλο του χέρι δεν το συλλογίζομαι, δεν θέλω να τον προστατέψω γι’ αυτό, ούτε να του δείξω στοργή και συμπάθεια γι’ αυτή την αναπηρία. Θέλω μόνο να αφεθώ σε ένα δικό του, μονόχειρο, αγκάλιασμα, επιθετικό και κατηγορηματικό.
Ο ήλιος μου γλείφει το πρόσωπο. Το καλύπτω με ένα τζόκεϋ που κουβαλάω πάντα μαζί μου και σπάνια το χρησιμοποιώ. Δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος, μόνο αραιά και πού καμιά μακρινή εξάτμιση από μηχανάκι. Ανασηκώνομαι ύστερα από λίγο για να αλλάξω θέση. Εκεί όπου πριν από μερικά λεπτά στεκόταν το αγόρι τώρα δεν βρίσκεται κανείς.
18.7.06
ΣΑΝ ΤΥΠΙΚΟΣ ΝΤΑΗΣ
του Γκίντεον Λέβι,
αρθρογράφου της ισραηλινής εφημερίδας «Χααρέτζ»
Κάθε γειτονιά έχει από έναν: έναν φωνακλά νταή τον οποίο κανείς δεν πρέπει να εξοργίζει. Τον προσβάλλουν; Τραβάει μαχαίρι. Τον χαστουκίζουν; Βγάζει όπλο. Του ρίχνουν μπουνιά; Βγάζει πολυβόλο. Όχι πως ο νταής έχει εντελώς άδικο ― κάποιος πράγματι τον πείραξε. Αλλά η αντίδραση, τι αντίδραση! Δεν είναι ότι δεν τον φοβούνται, αλλά κανεις δεν τον εκτιμά αληθινά. Εκτιμάς αληθινά τον ισχυρό που δεν χρησιμοποιεί αμέσως τη δύναμή του. Δυστυχώς, οι ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις μοιάζουν για μία ακόμη φορά με τον νταή της γειτονιάς. Αιχμαλωτίστηκε ένας στρατιώτης στη Λωρίδα της Γάζας; Θα πληρώσει ολόκληρη η Λωρίδα της Γάζας. Σκοτώθηκαν οκτώ στρατιώτες και αιχμαλωτίστηκαν άλλοι δύο στον Λίβανο; Θα πληρώσει ολόκληρος ο Λίβανος. Το Ισραήλ μιλάει μία και μοναδική γλώσσα: τη γλώσσα της βίας.
Ο πόλεμος που κήρυξε ο ισραηλινός στρατός στον Λίβανο, και πριν από εκεί στη Λωρίδα της Γάζας, δεν θα θεωρηθεί ποτέ ένας ακόμα «πόλεμος μη επιλογής». Ας απαλλάξουμε τους ιστορικούς από αυτή τη συζήτηση. Αυτός είναι αναμφίβολα ένας πόλεμος επιλογής. Ο ισραηλινός στρατός δέχθηκε δύο επώδυνα, ιδιαίτερα εξευτελιστικά χτυπήματα, και την επαύριο κατέβηκε σε πόλεμο με σκοπό να ανακτήσει τη χαμένη του αξιοπρέπεια, κάτι που στη δική μας πλευρά λέγεται «ανάκτηση της αποτρεπτικής δύναμης».
Για μία ακόμη φορά, το Ισραήλ δεν κάνει κανέναν διαχωρισμό ανάμεσα σε έναν δικαιολογημένο πόλεμο εναντίον της Χεζμπολάχ και έναν αδικαιολόγητο, απερίσκεπτο πόλεμο εναντίον του λιβανικού έθνους. Το καμουφλάζ των πραγματικών στόχων του πολέμου διαλύθηκε από τον ίδιο τον Ισραηλινό υπουργό Άμυνας, Αμίρ Πέρετζ: «Ο Νασράλα [: ο αρχηγός της Χεζμπολάχ] θα τη φάει τόσο γερά, που δεν θα ξεχασει ποτέ το όνομα Αμίρ Πέρετζ», κόμπασε σαν τυπικός νταής. Τουλάχιστον τώρα γνωρίζουμε ότι το Ισραήλ πήγε σε πόλεμο για να μην ξεχαστεί ποτέ το όνομα Αμίρ Πέρετζ. Είναι ο πόλεμος για τη διαιώνιση του ονόματος Πέρετζ και την απαλοιφή των αποτυχιών του ισραηλινού στρατιωτικού επιτελείου. Και στο διάολο το κόστος.
του Γκίντεον Λέβι,
αρθρογράφου της ισραηλινής εφημερίδας «Χααρέτζ»
Κάθε γειτονιά έχει από έναν: έναν φωνακλά νταή τον οποίο κανείς δεν πρέπει να εξοργίζει. Τον προσβάλλουν; Τραβάει μαχαίρι. Τον χαστουκίζουν; Βγάζει όπλο. Του ρίχνουν μπουνιά; Βγάζει πολυβόλο. Όχι πως ο νταής έχει εντελώς άδικο ― κάποιος πράγματι τον πείραξε. Αλλά η αντίδραση, τι αντίδραση! Δεν είναι ότι δεν τον φοβούνται, αλλά κανεις δεν τον εκτιμά αληθινά. Εκτιμάς αληθινά τον ισχυρό που δεν χρησιμοποιεί αμέσως τη δύναμή του. Δυστυχώς, οι ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις μοιάζουν για μία ακόμη φορά με τον νταή της γειτονιάς. Αιχμαλωτίστηκε ένας στρατιώτης στη Λωρίδα της Γάζας; Θα πληρώσει ολόκληρη η Λωρίδα της Γάζας. Σκοτώθηκαν οκτώ στρατιώτες και αιχμαλωτίστηκαν άλλοι δύο στον Λίβανο; Θα πληρώσει ολόκληρος ο Λίβανος. Το Ισραήλ μιλάει μία και μοναδική γλώσσα: τη γλώσσα της βίας.
Ο πόλεμος που κήρυξε ο ισραηλινός στρατός στον Λίβανο, και πριν από εκεί στη Λωρίδα της Γάζας, δεν θα θεωρηθεί ποτέ ένας ακόμα «πόλεμος μη επιλογής». Ας απαλλάξουμε τους ιστορικούς από αυτή τη συζήτηση. Αυτός είναι αναμφίβολα ένας πόλεμος επιλογής. Ο ισραηλινός στρατός δέχθηκε δύο επώδυνα, ιδιαίτερα εξευτελιστικά χτυπήματα, και την επαύριο κατέβηκε σε πόλεμο με σκοπό να ανακτήσει τη χαμένη του αξιοπρέπεια, κάτι που στη δική μας πλευρά λέγεται «ανάκτηση της αποτρεπτικής δύναμης».
Για μία ακόμη φορά, το Ισραήλ δεν κάνει κανέναν διαχωρισμό ανάμεσα σε έναν δικαιολογημένο πόλεμο εναντίον της Χεζμπολάχ και έναν αδικαιολόγητο, απερίσκεπτο πόλεμο εναντίον του λιβανικού έθνους. Το καμουφλάζ των πραγματικών στόχων του πολέμου διαλύθηκε από τον ίδιο τον Ισραηλινό υπουργό Άμυνας, Αμίρ Πέρετζ: «Ο Νασράλα [: ο αρχηγός της Χεζμπολάχ] θα τη φάει τόσο γερά, που δεν θα ξεχασει ποτέ το όνομα Αμίρ Πέρετζ», κόμπασε σαν τυπικός νταής. Τουλάχιστον τώρα γνωρίζουμε ότι το Ισραήλ πήγε σε πόλεμο για να μην ξεχαστεί ποτέ το όνομα Αμίρ Πέρετζ. Είναι ο πόλεμος για τη διαιώνιση του ονόματος Πέρετζ και την απαλοιφή των αποτυχιών του ισραηλινού στρατιωτικού επιτελείου. Και στο διάολο το κόστος.
13.7.06
Τα τελευταία ποιήματα του Μπεκατώρου
και 19 νέες φωνές
στο καλοκαιρινό «Εντευκτήριο»
ΑΝΤΗΛΙΑΚΟ ΤΕΥΧΟΣ, ΓΙΑ ΒΟΥΝΟ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ
Μερικά από τα τελευταία ποιήματα του Στέφανου Μπεκατώρου, που πέθανε πρόσφατα, έχει το θλιβερό προνόμιο να περιλαμβάνει στην ύλη του το νέο, καλοκαιρινό τεύχος του περιοδικού «Εντευκτήριο» (Νο 73, Ιούνιος 2006, 208 σελ., 10 ευρώ). Πρόκειται για τέσσερα ποιήματα υπό τον ενιαίο τίτλο «Σατιρικά ελεγεία», στα τρία από τα οποία ο θάνατος έχει την τιμητική του.
Γράφει σε ένα από αυτά ο Μπεκατώρος:
Μ’ ένα φύσημα του χρόνου μ’ ένα αιφνίδιο
Κροτάλισμα φεύγει η ψυχή του ανθρώπου
Γίνεται κάτι χειρότερο από σύννεφο χειρότερο
Από καπνό χειρότερο από ίσκιο
[...]
ό,τι σκατά
Κι αν είμαστε ― ποιητές δήθεν συγγραφείς
Διανοούμενοι δήθεν άνθρωποι των γραμμάτων
Γλύπτες δήθεν ιερείς ― μήπως δεν καταλήγουμε
Όλοι στο σκοτάδι; Σπυριά σταριού στο άβυθο
Πηγάδι και τίποτε την πτώση μας
Δεν πρόκειται να σταματήσει.»
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Στο ίδιο τεύχος, ποίηση του Χάρη Βλαβιανού, του Γιάννη Υφαντή, του Σταύρου Ζαφειρίου και του Σλοβένου Μίλαν Ρούφους (μετάφραση από το πρωτότυπο: Κάρολος Τσίζεκ). Επίσης, διηγήματα της Έρσης Σωτηροπούλου, της Μαρίας Κουγιουμτζή και πεζά του Ουαλλού Ρις Χιούζ (μετ.: Αχιλλέας Κυριακίδης) και του Χρήστου Χρυσόπουλου, καθώς και δοκίμιο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ για το σκοτάδι στην ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: 19 ΝΕΕΣ ΦΩΝΕΣ
Στο μικρό αφιέρωμα του τεύχους αυτού, το «Εντευκτήριο» παρουσιάζει «19 νέες φωνές», ποιητές και πεζογράφους που ζουν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας ή και του εξωτερικού, οι περισσότεροι από τους οποίους δημοσιεύουν για πρώτη φορά. «Οι νέοι αποτελούν, δυνάμει, το νέο αίμα, την ομάδα κρούσης της λογοτεχνικής καινοτομίας. Αρκεί η αγάπη τους για τη λογοτεχνία να είναι ισχυρότερη από την κενοδοξία που τους καλλιεργούν ο περίγυρος και η εποχή», παρατηρεί η Τιτίκα Δημητρούλια σε προλογικό της σημείωμα, όπου σχολιάζει τον σχετικά εύκολο τρόπο με τον οποίο εμφανίζονται στα γράμματα (σε σύγκριση με το δύσκολο παρελθόν) οι νέοι συγγραφείς. Οι «νέες φωνές» που ξεχώρισε το «Εντευκτήριο» και παρουσιάζει σ’ αυτό το τεύχος του είναι: Δήμητρα Αριστοφάνους, Μηνάς Βλάχος, Βασίλης Καράδαης, Νιόβη Καραπιπέρη, Εύη Καρκίτη, Στράτος Κοσσιώρης, Θάνος Λουμπρούκος, Βίκυ Μπαρμπόκα, Γιάννης Παλαβός, Ευσταθία Παπαδόδημα, Ιορδάνης Παπαδόπουλος, Σοφία Πέσιου, Μαρέτα Σιδηροπούλου, Πέλα Σουλτάτου, Κατερίνα Τόλιου, Γιώργος Τούλας, Σίμος Τσακίρης και Άλκης Χεκίμογλου (οι 9 δημοσιεύουν ποίηση και οι 10 πεζογραφία).
ΠΕΝΤΕ ΛΑΝΘΑΝΟΝΤΑ ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τον θάνατο του Μανόλη Αναγνωστάκη, το «Εντευκτήριο» δημοσιεύει μικρό συμπλήρωμα στο σχετικά πρόσφατο αφιέρωμά του (τεύχος Νο 71) στον ποιητή: ο Δημήτρης Κόκορης παρουσιάζει πέντε λανθάνοντα κριτικά κείμενα του Αναγνωστάκη, που δημοσιεύτηκαν το 1965 στην εφημερίδα «Σπουδαστικός Κόσμος» και αφορούσαν βιβλία της Ήβης Μελεάγρου, του Γιώργου Χειμωνά, του Κώστα Λαχά, του Γιώργου Θεοτοκά και του Βασίλη Βασιλικού· και ο Λάκης Παπαστάθης, σκηνοθέτης της μόνης τηλεοπτικής εκπομπής στην οποία εμφανίστηκε ποτέ ο Αναγνωστάκης, σχολιάζει τρεις όψεις της “σιωπής” του ποιητή.
ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ: ΑΠΩΝ
Στο «Απουσιολόγιο» του τεύχους σελίδες αφιερώνονται στον ποιητή Κλείτο Κύρου, που υπήρξε τακτικός συνεργάτης του «Εντευκτηρίου» και στον οποίο το περιοδικό αφιέρωσε αρκετές φορές σελίδες του: (Νο 4/1988, Νο 37/1996, Νο 45/1998, Νο 64/2004, μαζί με cd όπου ο Κύρου διαβάζει ποιήματά του). Για την προσωπικότητα, κυρίως, του ποιητή γράφουν τώρα ο Τάσος Χατζητάτσης και ο Νίκος Δαββέτας, καταθέτοντας ο καθένας τη δική του μαρτυρία.
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα με τις βιβλιοκρισίες και τις παρουσιάσεις. Γράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (για τη Μαριγώ Αλεξοπούλου), Μισέλ Φάις (για τους Γιώργο Μπρουνιά και Δημήτρη Λέντζη), Τιτίκα Δημητρούλια (για τη Μάρω Δούκα), Μαρία Στασινοπούλου (για τον Γιώργο Μαρκόπουλο), Βασίλης Αμανατίδης (για τον Παύλο Μάτεσι), Αλέξης Ζήρας (για τον Ζάχο Σιαφλέκη), Ελένη Χοντολίδου (για τη Σοφία Νικολαϊδου), Ηλίας Κεφάλας (για τον Δημήτρη Μίγγα), Λίνα Πανταλέων (για την Έλενα Γιαννακάκη), Σάκης Σερέφας (για την Αικατερίνη Δούκα-Καμπίτογλου), Γιάννης Κεσσόπουλος (για τη Ρέα Σταθοπούλου), Σοφία Νικολαϊδου (για τον Δημοσθένη Κούρτοβικ) και Σωτήρης Γουνελάς (για τον Χρήστο Μαρκίδη).
Συμπληρωματικά στις βιβλιοκρισίες αυτές, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο Τάσος Χατζητάτσης, ο Σταύρος Ζαφειρίου, ο Βασίλης Τομανάς, ο Γιάννης Κοτσιφός, ο Γιώργος Καλιεντζίδης, η Εύη Καρκίτη και ο Γιώργος Κορδομενίδης σχολιάζουν “με συνοπτικές διαδικασίες” τα βιβλία που διάβασαν πρόσφατα. Στο «Καπνιστήριο», η Κατερίνα Δασκαλάκη στέλνει «Γράμμα από το Παρίσι», σχολιάζοντας πνευματικά και άλλα γεγονότα της εποχής.
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ
Την ενότητα της λογοτεχνίας κοσμούν σχέδια του Μάριου Σπηλιόπουλου, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά, και για τα οποία ο Νίκος Γ. Ξυδάκης γράφει μεταξύ άλλων: «Στα σχέδιά του, ο Σπηλιόπουλος περιέχει την ψυχεδέλεια, το underground, τον Κόντογλου, τους περιηγητές και τον Πεντζίκη, τα άγρια κόμικς της γυμνής ζωής, γυμνής κατέναντι του τέλους και της μοναξιάς». Ενώ στην Camera Obscura, το ειδικό ένθετο του «Εντευκτηρίου» για την καλλιτεχνική φωτογραφία, που επιμελείται ο Αρις Γεωργίου και που εκδίδεται με χορηγία της ΔΕΛΤΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΕ, δημοσιεύεται το πορτφόλιο του Καμίλο Νόλλα «Zonar’s», με φωτογραφίες του φημισμένου αθηναϊκού ζαχαροπλαστείου μερικές ημέρες προτού κλείσει οριστικά. Όπως παρατηρεί ο πεζογράφος Κώστας Κατσουλάρης, «Το βλέμμα του φωτογράφου μοιάζει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην καταγραφή, στο ντοκουμέντο και σε μια υπόγεια ποιητική που, παραδόξως, γίνεται πιο δραστική στα κλισέ όπου απουσιάζουν οι ανθρώπινες φιγούρες».
7.7.06
Μαρίνο Πιατσόλλα (Marino Piazzolla)
ΑΠΟ ΤΑ «ΑΜΝΗΜΟΝΕΥΤΑ ΡΗΤΑ ΤΟΥ ΡΕΝΑΤΟ Μ. ΡΑΤΤΙ»
Μετάφραση Κρεσέντσιο Σεντζίλιο
Ο άνεργος
Τυλιγμένος μ’ ένα σεντόνι πηγαίνω στη συνοικία των πλουσίων και παριστάνω το φάντασμα. Τουλάχιστο θα παν να κοιμηθούν λίγο φοβισμένοι.
Γενέθλια
Είμαι ένα επταμηνίτικο και σε κάθε γενέθλιά μου πάντα δυο μήνες νεότερος.
Υποψίες
Οταν επιστρέφω στο σπίτι, τρέχω αμέσως στον καθρέφτη. Ποιος ξέρει, μπορεί να έχει μπει κάποιος άλλος στη θέση μου.
Ο ωραίος κοιμώμενος
Ενας πιστωτής μου ομολόγησε ότι, όταν κοιμάμαι, γίνομαι πολύ όμορφος, κι αυτουνού ως εκ θαύματος του ‘ρχεται επιθυμία να μου δανείσει κι άλλα λεφτά.
(προδημοσίευση από το «Εντευκτήριο» 74, Σεπτέμβριος 2006)
26.6.06
Γιώργος Κορδομενίδης
ΤΟ ΑΣΙΓΑΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ
Μου πήρε τρία χρόνια να αποφασίσω ότι μπορώ να “πειράξω” το σπίτι της μητέρας μου μετά τον αιφνίδιο θάνατό της ένα ξημέρωμα του Μαϊου 1988. Στο μεταξύ όλα είχαν μείνει όπως τα άφησε. Ακίνητα και σκονισμένα. Οι χνουδωτές παντόφλες στα πόδια του κρεβατιού. Ενα ρομάντσο μισάνοιχτο στο κομοδίνο. Η ρόμπα της ριγμένη στην πλάτη μιας καρέκλας. Τώρα ανακαλύπτω ότι η ψυχανάλυση το έχει μελετήσει κι αυτό το φαινόμενο: Λίντια Φλεμ, «Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου» (μετάφραση: Ματίνα Μαυρονικόλα, επιμέλεια: Εφη Κορομηλά, Αθήνα, εκδόσεις Μελάνι 2006, 170 σελ.).
«Το ορφάνεμα δεν έχει ηλικία», με ανακουφίζει η Φλεμ. Και γράφει για τη δυσκολία μας να δεχθούμε τον θάνατο των γονιών μας, για το πένθος που μας συγκλονίζει και που συχνά δεν το συζητάμε με κανέναν, συνήθως δεν το συζητάμε όταν το ζούμε ακόμη και επί χρόνια μετά τον θάνατό τους, με συντελεσμένες και τις ανακομιδές κττ., κυρίως όταν πια έχουμε μεγαλώσει κι εμείς. Και φτάνει μια ασήμαντη αφορμή, μια κουβέντα, ένα μικροαντικείμενο, ένα ρούχο, ίσως και μια οσμή, ένα όνομα, μια φράση σε μια ταινία ή σε ένα βιβλίο, για να ξαναγίνει το πένθος τωρινό, για να μετανιώσει κανείς για όσα δεν είπε, δεν έκανε, δεν άκουσε...
(περιοδικό «Εντευκτήριο», τχ. 73, Απρίλιος-Ιούνιος 2006)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)