10.1.07
Γεννημένος για το μαρτύριο
Στην απότομα τερματισμένη του ζωή, ο Γιώργος Ιωάννου αξιώθηκε να αποκτήσει αρκετούς, πιστούς όπως αποδείχθηκε, φίλους και θαυμαστές, που όχι μόνο στάθηκαν κοντά του όσο ζούσε αλλά και συνεχίζουν ακόμη, μέσα τους, αυτή τη φιλία, δυστυχώς μονόπλευρη εδώ και πάνω από είκοσι γκρίζα χρόνια. Γιατί ο ζεστός άνθρωπος, ο ταλαντούχος συγγραφέας, ο χαρισματικός αφηγητής, ο εξομολογητικός φίλος που υπήρξε ο Ιωάννου δεν μπορούσε παρά να κρατάει κυριολεκτικά πάνω του, όπως ο βράχος το μύδι, πολλούς από τους ανθρώπους που τον γνώριζαν και που έμειναν με κάποιον τρόπο ξεκρέμαστοι με τον απροσδόκητο και πρόωρο θάνατό του.
Συγκαταλέγω και το υποκείμενό μου σ’ αυτή την κατηγορία, και νομίζω πως πιο πολύ μ’ αυτή την ιδιότητα αναφέρομαι στο δεύτερο βιβλίο που έγραψε για τον Γιώργο Ιωάννου η Έλενα Χουζούρη, που επίσης τον γνώρισε από κοντά, και του πήρε συνεντεύξεις είτε για το ραδιόφωνο είτε για περιοδικά. Διάβαζα, χτες μόλις, ένα κείμενό της στό περιοδικό Ένα, δημοσιευμένο ένα χρόνο και κάτι μετά τον θάνατό του. Κι εκεί, όπου περιγράφει τον Ιωάννου οικοδεσπότη στο διαμέρισμα της Δεληγιάννη 3, αναγνώρισα για μια ακόμη φορά τον άνθρωπο που κι εγώ είχα επισκεφτεί επανειλημμένα στο ίδιο εκείνο σπίτι, κι είχα παρακολουθήσει τις ίδιες κινήσεις του από την εξώπορτα στο γραφείο κι από κει στην κουζίνα για τον καθιερωμένο καφέ και μετά πάλι στο γραφείο ανάμεσα σε στοίβες βιβλίων και χαρτιών.
Στο προηγούμενο, πρώτο βιβλίο της για τον συγγραφέα του Για ένα φιλότιμο και της Πρωτεύουσας των προσφύγων, με τίτλο Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου. Περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, που βγήκε το 1995, η Χουζούρη αναφέρεται αφενός γενικά στην πόλη της λογοτεχνίας ή στη λογοτεχνία της πόλης, αφετέρου στη συγκεκριμένη πόλη, τη Θεσσαλονίκη όπως τη λογοτέχνησε ο Ιωάννου, συναιρώντας την ατομική και τη συλλογική μνήμη, την ατομική και τη συλλογική συνείδηση, τον χρόνο της Ιστορίας με τον χρόνο της καθημερινότητας.
Ξεκίνησα να διαβάζω το τωρινό της βιβλίο με την εντύπωση (τη σιγουριά σχεδόν) ότι περιλαμβάνεται σε μια σειρά που ο τίτλος της, «Βίοι αγίων – Υπόγειες διαδρομές», δεν του ταιριάζει. Ο φιλοπαίγμων, συχνά αυτοσαρκαστικός τόνος της ομιλίας και της γραφής του Ιωάννου, για να είμαι ειλικρινής δεν μου άφηνε περιθώρια να τον σκέφτομαι με τον επίτιτλο του Αγίου. Αλλά βρήκα μέσα στο ίδιο το βιβλίο την προχρονολογημένη συγκατάθεσή του, όταν σε ένα κείμενό του δίνει τον ορισμό της αγιοσύνης, μιλώντας για ανθρώπους υπομονετικούς και πραείς, γεννημένους για το μαρτύριο και αποδεχόμενους σιωπηλά αυτό.
Η Χουζούρη κάνει το βιογραφικό, εργογραφικό και ψυχογραφικό πορτραίτο του Ιωάννου, μιλώντας Θεσσαλονικιά για Θεσσαλονικιό, δηλαδή έχοντας γνώση της τοπογραφίας της Θεσσαλονίκης, κατέχοντας καλά το έργο του Ιωάννου και γνωρίζοντας αρκετά τον ίδιο. Υλικό για το εγχείρημά της αυτό αντλεί κατεξοχήν από το έργο του Ιωάννου καθώς και από βιβλία και κείμενα που γράφτηκαν γι’ αυτόν.
Και τα εντάσσει όλα αυτά στο εθνογραφικό, χωροταξικό και πνευματικό πλαίσιο που συνιστά η Θεσσαλονίκη από την απελευθέρωσή της και μετά.
Όπως μας θυμίζει εύστοχα η συγγραφέας, «Η Θεσσαλονίκη, όταν ο Γιώργος Ιωάννου έρχεται στον κόσμο, παρά το χτύπημα της πυρκαγιάς, παρά την αθρόα έλευση των προσφύγων, παρά την απότομη ενσωμάτωσή της σ’ ένα νεαρό ακόμα κράτος με πολλαπλές δυσλειτουργίες, οι οποίες σαφώς επιδρούν και στις λεγόμενες Νέες Χώρες, εξακολουθεί να αποπνέει τον αέρα ενός ευρωπαϊκού κοσμοπολιτισμού που είχε ιδιαίτερα τονωθεί κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου με την παρουσία των συμμαχικών στρατευμάτων. Στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα έχουν επίσης αποτυπωθεί οι εθνικές, κοινωνικές και πολιτισμικές της αντιφάσεις που ανανεώνονται με την καθοριστική παρουσία των προσφύγων».
Η Χουζούρη σκιαγραφεί τα πρώτα παιδικά χρόνια του στο σπίτι της οδού Ευριπίδου πίσω από την Εγνατία, με το μητριαρχικό περιβάλλον και τον μικρόκοσμο του σπιτιού με τα ζωντανά του (από τις οικόσιτες γάτες μέχρι τα ... παρασιτικά μηρμύγκια και τους κοριούς) αλλά και στο κατοπινό σπίτι στην Ιουστινιανού 14, περιοχή με κατοικίες πολλών Εβραίων, τους οποίους έτσι ο Ιωάννου θα γνωρίσει καλά και θα γράψει γι’ αυτούς όσο λίγοι Θεσσαλονικείς πεζογράφοι.
Μιλάει για την εφηβεία του, τα πρώτα σκιρτήματα του σώματος, τις πρώτες ενοχές για έναν λοξό ερωτικό προσανατολισμό, ενοχές που εμφανίζονται ως ψελλίσματα στα κατοπινά του κείμενα. Το απόσπασμα που επιλέγει από την Καταπακτή είναι καίριο. Έγραφε εκεί ο Ιωάννου: «Και αργότερα, όταν πια σαν έφηβο σε πολιορκούσαν μέρα νύχτα με τα βλέμματα, όχι γι’ αυτά που έκαμνες αλλά γι’ αυτά που κόντευες να κάνεις, και που είχες αρχίσει να τα νιώθεις κάπως κι εσύ, να τα νιώθεις μόνο, όχι να τα καταλαβαίνεις, να τα ονοματίζεις ή να τα λες, και σε μαστιγώνανε με τα βλέμματα και τα πικρά λόγια, είτε απευθείας είτε πλάγια είτε με τα μουρμουρίσματά τους, για να τα ακούς και να ζαρώνεις, να σιγολιώνεις μέσα σου, να μην ξεθαρρεύεσαι ποτέ σου και ένιωθες κλεισμένος από παντού, χωρίς καμιά διέξοδο και καμιά ελπίδα...»
Φωτίζει επίσης η Χουζούρη την αντίφαση ανάμεσα στην ενοχή για ό,τι αρχίζει να τυραννάει το σώμα και την ψυχή από τη μια μεριά και την ένταξή του στα κατηχητικά, μηχανισμό στρεβλωτικό των εφηβικών συνειδήσεων, που πάντως προσέφερε στον Ιωάννου ένα περιβάλλον κοινωνικότητας, συλλογικότητας και συντροφικής αλληλεγγύης που τόσο τις είχε ανάγκη.
Τη συνειδησιακή αφύπνιση του Ιωάννου και τη ρήξη της σχέσης του με τα κατηχητικά η συγγραφέας την εντοπίζει στα γεγονότα του εμφυλίου και στη στάση των χριστιανικών κινήσεων απέναντι στα τραγικά γεγονότα της περιόδου εκείνης. Η επιμονή της στα βιογραφικά στοιχεία της εφηβείας και της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του Ιωάννου είναι εύλογη, προκειμένου για έναν συγγραφέα ο οποίος κατεξοχήν μίλησε μέσα στο έργο του για τον εαυτό του και άντλησε υλικό από τα βιώματά του και τις εμπειρίες του.
Υστερα έρχεται η σειρά του έργου του, αρχής γενομένης από το πρώτο βιβλίο του Ιωάννου, την ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια, με το πρώτο φανέρωμα της “αμαρτωλότητας” αλλά και την έντονη παρουσία της Θεσσαλονίκης. Η Χουζούρη παρακολουθεί τη συγγραφική πορεία του από βιβλίο, την κριτική υποδοχή τους αλλά και τη μεγάλη δυσκολία του Ιωάννου να συνδυάσει μια αβόλευτη ιδιωτική ζωή με το πιεστικό άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον, επαγγελματικό και κοινωνικό.
Ένα άλλο ζήτημα που θίγεται στο βιβλίο είναι η καθοριστική σημασία που είχε στη ζωή και στο έργο του Ιωάννου η εγκατάστασή του το 1971 στην Αθήνα, κίνηση που θα σηματοδοτούσε την προσωπική του απελευθέρωση και θα έβρισκε ευθεία αντανάκλαση στο γράψιμό του. Το βιβλίο μιλάει για την καθημερινότητά του και τις συνήθειες της ζωής του. Για το περπάτημα στην πόλη, που τόσο το αγαπούσε. Για την ερωτική περιπλάνηση. Για το διάβασμα. Για το μοίρασμά του ανάμεσα στη γενέτειρα και στην πόλη που τον υιοθέτησε. Για την αίσθηση και το προαίσθημα του θανάτου και για την προσπάθειά του να το εξορκίσει με εργαλείο τη λογοτεχνία. Κι ακόμη, για τις θυμωμένες αντιδράσεις του στα αρνητικά σχόλια και τις δυσμενείς κριτικές. Η Χουζούρη δεν ωραιοποιεί τα πράγματα και τις συμπεριφορές, δεν κάνει κανενός είδους αγιογραφία. Ο Ιωάννου της παραμένει ανθρώπινος, τρυφερός και μαχητικός, κοινωνικός και μοναχικός, πληγωμένος και περήφανος. Με δυο λόγια, ο Ιωάννου που γνωρίσαμε κι αγαπήσαμε.
Γιώργος Κορδομενίδης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου