29.12.06

REUNION ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ



(για το βιβλίο του Τάσου Χατζητάτση «Μονόξυλο στο ποτάμι»)

Αν εξαιρέσουμε τους πεζογράφους που εμφανίστηκαν την τελευταία πενταετία ―ή εκεί γύρω―, είναι (δηλαδή ήταν) σχεδόν κανόνας επί δεκαετίες να αρχίζει κανείς να γράφει στο τέλος της εφηβείας του ή αμέσως μετά, να δημοσιεύει λίγο αργότερα τα πρώτα του κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά και σχετικά σύντομα να εμφανίζεται με βιβλίο.
Ο Τάσος Χατζητάτσης δεν πειθάρχησε απολύτως σ’ αυτόν τον, τρόπον τινά, κανόνα. Γεννημένος τό 1945, οδοντίατρος το επάγγελμα, πρωτοεμφανίζεται με πεζά του κείμενα στο περιοδικό «Ο Χάρτης» μόλις το 1984, δηλαδή σε ηλικία 39 χρονώ. Κι ενώ θα περίμενε κανείς αυτή την καθυστερημένη εμφάνιση να τη διαδεχτεί μια κάποια πρεμούρα για λογοτεχνική καταξίωση, ο Χατζητάτσης εκδίδει το πρώτο του βιβλίο δεκατρία ολόκληρα χρόνια αργότερα, μόλις το 1997. Είναι οι «Έντεκα σικελικοί εσπερινοί», μια συλλογή πεζογραφημάτων που βγήκε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου (τύποις μόνον εκδόσεις, καθώς οι συγγραφείς πληρώνουν οι ίδιοι το κόστος των βιβλίων τους, ενώ το περιοδικό «Εντευκτήριο» εισφέρει με την εκδοτική επιμέλεια, τη διακίνηση και την αδάπανη προβολή τους μέσω δελτίων Τύπου). Το βιβλίο εκείνο προκαλεί αίσθηση και πολύ εγκωμιαστικές κριτικές και αποφέρει στον συγγραφέα του το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω».
Παρόλη την αναγνώριση και τη φήμη που συνεπάγονται οι κριτικές και η βράβευσή του, ο Χατζητάτσης επιμένει να βγάλει στις Εκδόσεις Εντευκτηρίου και το δεύτερο βιβλίο του, με τίτλο «Στη σφενδόνη», το 2000, που κι αυτό βρίσκει ιδιαίτερα θερμή υποδοχή. Ευτυχώς, με το τρίτο του βιβλίο ανά χείρας, το αφήγημα «Σα σπασμένα φτερά», ο συγγραφέας μας πείθεται να το εμπιστευτεί στις Εκδόσεις Πόλις, που μέχρι τότε είχαν στο ενεργητικό τους ιδιαίτερα επιλεγμένους τίτλους ξένης κυρίως πεζογραφίας, κι από τις οποίες τώρα κυκλοφορεί και το τέταρτο στη σειρά βιβλίο του.

Ο Χατζητάτσης μας έχει δείξει με τα προηγούμενα έργα του, και το επιβεβαιώνει και με το «Μονόξυλο στο ποτάμι», ότι αφενός γνωρίζει τις αφηγηματικές του δυνατότητες, αφετέρου επιμένει να διερευνά τα όρια της γραφής: για μία ακόμη φορά λοιπόν προτιμά να μην δώσει ένα “τυπικό” μυθιστόρημα αλλά μία σπονδυλωτή αφήγηση για τη ζωή μιας παρέας ανδρών, με αφορμή μια αναμνηστική φωτογραφία από τις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου. Άρτιος χειριστής της μικρής πεζογραφικής φόρμας, ο Χατζητάτσης μας δίνει και πάλι ένα αφήγημα που μοιάζει με ψηφιδωτό και παραπέμπει στην τεχνική του κινηματογράφου· οι ατομικές ιστορίες διασταυρώνονται, η ιστορία του ενός προσώπου εισβάλλει στην ιστορία των άλλων, η μία αφήγηση τροποποιεί ελαφρά τις υπόλοιπες ή και τις προεκτείνει, τις φωτίζει επίσης από άλλη οπτική γωνία, αφήνοντας τον αναγνώστη ―όπως γινόταν και στα «Σπασμένα φτερά»― να συμπληρώσει τα σκόπιμα μικρά κενά με τις δικές του εμπειρίες, ευαισθησίες ή και υποθέσεις.
Η φωνή που αφηγείται δεν είναι μία, αλλά πολλές. Έχουμε και εδώ μονολόγους πολλαπλών αφηγητών, και μάλιστα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, συνθήκη που επιτρέπει ποικίλες εστιάσεις, διαφορετικές οπτικές γωνίες, παρεκκλίνουσες εκδοχές αλλά και αλλοιώσεις που επέρχονται στη μνήμη με τον χρόνο, τον δαμαστή των πάντων. Αυτές οι φωνές είναι συνήθως διαφοροποιημένες με ευκρίνεια. Και δεν ακολουθούν όλες τον ίδιο δρόμο. Το κείμενο παίζει από το ιστορικό χρονικό στο ημερολόγιο και από τη μεταγραφή προσωπικής μαρτυρίας στην αργκό των νέων.
Οι άνθρωποι που κυκλοφορούν στις ιστορίες του Χατζητάτση, σε όλα τα μέχρι τώρα βιβλία του, δεν μετέχουν ως πρωταγωνιστές στην Ιστορία (με το γιώτα κεφαλαίο) αλλά υφίστανται τις συνέπειές της και έχουν στα πρόσωπα και στα κορμιά τους τις ρυτίδες και τα σημάδια που προκαλεί η μεγάλη Ιστορία στη ζωή των απλών ανθρώπων, σημαδεύοντάς τες ανεξίτηλα. Συγγενείς αγωνιστών του ΕΑΜ που τους παίρνει κι αυτούς αμπάριζα το φακέλωμα, γιοί φαντάτων που χάθηκαν στην Κορέα, κόρες δωσιλόγων, παιδιά και εγγόνια ξερριζωμένων της Ιωνίας, γόνοι προσφύγων του Εμφυλίου...

Εδώ βρίσκει την έκφρασή της η γενιά που γεννήθηκε μέσα στην Κατοχή και που οι προσδοκίες της δεν σκόνταψαν ―όπως των γονιών τους― πάνω στον Εμφύλιο και στα πέτρινα χρόνια που τον ακολούθησαν αλλά βούλιαξαν στην κινούμενη άμμο της καθημερινής ρουτίνας, «ζωές που πήγανε στον βρόντο». Με τα λόγια του συγγραφέα: Μεσόκοποι, αλυσοδεμένοι με σπίτια, αυτοκίνητα και σιωπές, και δίπλα οι γυναίκες μας, ισόβιες συμβίες.
Οι άνθρωποι που επιβαίνουν στο «Μονόξυλο στο ποτάμι» δεν έχουν πάνω τους τίποτε το ηρωικό, το ξεχωριστό· μάλιστα, οι αδυναμίες τους και οι αντιφάσεις τους φαίνεται να είναι κατεξοχήν τα στοιχεία στα οποία επιλέγει να ζουμάρει ο συγγραφέας, με διάχυτη και σε αυτό το βιβλίο την πίκρα για το προσωπικό και το συλλογικό ανεκπλήρωτο της ζωής.
Στην πεζογραφία του Χατζητάτση η ανεξάντλητη πηγή από την οποία αντλείται υλικό δεν είναι η επινόηση αλλά η μνήμη, τόσο η ατομική όσο και η συλλογική. Αυτή η θεμελιώδης επιλογή (μνήμη αντί επινόησης) του επιτρέπει να προχωρεί με σταθερά, προσεκτικά, κάθε άλλο παρά επιδεικτικά βήματα μέσα στο εκτεταμένο ναρκοπέδιο που είναι η σύγχρονη πεζογραφία· ναρκοπέδιο που απειλεί τόσο αυτούς που την παράγουν όσο και αυτούς που την καταναλώνουν.
Μιλώντας για τη μνήμη, δεν εννοώ ότι ο Χατζητάτσης αυτοβιογραφείται, κάθε άλλο μάλιστα. Αναφέρομαι στη δημιουργική (και επινοητική φυσικά) επεξεργασία της μνήμης, που χρησιμοποιεί όλα τα συσσωρευμένα δικά της και τα οικειοποιημένα ξένα βιώματα, συνθέτοντας ιστορίες που δεν μιμούνται ούτε αναπλάθουν αλλά υπερβαίνουν τη ζωή. Δανείζομαι πάλι λόγια του συγγραφέα: Ο αφηγητής [...] αντιγράφει συμβάντα. Δέντρα, ανθρώπους, αισθήματα. [...] Το υλικό των λέξεων με το οποίο θα αναπαραστήσει τα πράγματα, θα τα κάνει να υπάρξουν πέρα από τις πραγματικές τους διαστάσεις. Η Μαρία υπάρχει, αλλά δεν θα ταυτίζεται με καμιά Μαρία που υπήρξε ή θα υπάρξει στον κόσμο. Ο αφηγητής κτίζει τον κόσμο του με λέξεις. Κατασκευάζει την ανάγνωση. Ο αόριστος θα γίνει ενεστώτας των αντικατοπτρισμών, αλλά ποτέ μέλλοντας. Είναι ένας θεός άχρηστος, δεν μπορεί να κάνει κανένα θαύμα. Ούτε στα ψέματα.

Με το τέταρτο αυτό βιβλίο του ο Τάσος Χατζητάτσης αναδεικνύεται στον πιο “πολιτικό” από τους πεζογράφους της Θεσσαλονίκης· δεν μου διαφεύγει η περίπτωση του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου, μόνο που αυτόν τον έχουμε καταχωρήσει (καλώς ή κακώς) στους ποιητές ―ή στους εκ της ποιήσεως πεζογράφους― της Θεσσαλονίκης. Και κάτι ακόμη: κυρίως με το «Μονόξυλο στο ποτάμι», η εσωτερική μετανάστευση βρίσκει (μετά τον Μπακόλα) την έκφρασή της στην πεζογραφία της Θεσσαλονίκης: Βελβεντό, Πτολεμαϊδα, Αμύνταιο, Καϊμάκτσαλαν, πόλεις και χωριά της κεντρικής και της δυτικής Μακεδονίας μνημονεύονται και δημιουργούν τις ευρύτερες συντεταγμένες της αφήγησης.
Το ίδιο συμβαίνει και με την ξενιτειά (για σπουδές κυρίως, κατεξοχήν στα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας) αλλά και με την προσφυγιά, από τους πρόσφυγες του Εμφυλίου στα Βαλκάνια και στην Τασκένδη μέχρι τους πρόσφυγες της διαλυμένης Γιουγκοσλαβίας.

Όπως συχνά συμβαίνει στα καλά βιβλία, οι αφηγήσεις που συνθέτουν το «Μονόξυλο στο ποτάμι» δεν ποντάρουν σε κάποιον εντυπωσιακό και ευρηματικό μύθο ― το αντίθετο θα έλεγα. Αυτό που δίνει ιδιαίτερη υπόσταση στις αφηγήσεις είναι ο άμεσος, αποδραματοποιημένος αλλά δραστικός λόγος. Ο Χατζητάτσης μιλάει χαμηλόφωνα, σχεδόν υπαινικτικά, χωρίς κανέναν μελοδραματισμό για ζωές τσαλακωμένες και για τσαλαπατημένους ανθρώπους. Αντιγράφω:
Η Νάντια Γκ. γεννήθηκε το 1978 στην Κουταϊδα της Γεωργίας, πενήντα χιλιόμετρα δυτικά της Τυφλίδας. Ο αδελφός της, στρατιώτης στον πόλεμο του Καυκάσου, πνίγηκε στις όχθες του Ινγκούρι. Τη Νάντια την απέβαλαν από το Λύκειο σαν κόρη «εχθρού του λαού της Γεωργίας». Το φιλί του πατέρα αίμα στο μάγουλο. Διέσχισε σε καρότσα φορτηγού τη Ρουμανία. Ο φορτηγατζής τη βίαζε τα βράδια. Στα σύνορα την πούλησε στους Βούλγαρους. Πέρασε όλη τη Βουλγαρία με το τρένο. Μέχρι το Σαντάνσκι. Οι “καναλτζήδες” από το Πετρίτσι την πέρασαν από την άλλη πλευρά. Δύο μερόνυχτα στα παγωμένα μονοπάτια, με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια. Έκανε αρχή χωρίς διαβατήριο, χωρίς γλώσσα, χωρίς τίποτα στην Καρδίτσα.

Ο πυκνός και μεστός, οικονομημένος λόγος του Χατζητάτση πλουτίζει την πεζογραφία μας με ένα σημαντικό αφήγημα, που συνδυάζει σεβασμό στον πόνο τον οποίο συνεπάγεται η ζωή, ανησυχία για το μέλλον που διαγράφεται σιβυλλικό και πικρία για τα στοιχήματα που δεν κερδήθηκαν.

Γιώργος Κορδομενίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: