1.2.16

Βιβλία στο κομοδίνο του Γιάννη Τσολακίδη


Η σειρά είναι σωστή, πρώτα είχα βιβλίο και μετά κομοδίνο. Πολύ αργότερα, τότε που κατάλαβα ότι μεγαλώνω. Νομίζω μάλιστα ότι, κάποια στιγμή, έμφαση θα έπρεπε να δοθείκαι σ’ αυτό το δεύτερο συνθετικό του τίτλου, στον ρόλο που διαδραματίζει στη ζωή μας το κομοδίνο. Αλλά … δεν ζήτησε αυτό ο εντολέας του γραφτού μου.
Δεν έχω μονάχα ένα βιβλίο. Οφείλω να το πω. Από τότε που απέκτησα κομοδίνο (δύο για την ακρίβεια, αριστερά και δεξιά του κρεβατιού, όπως προβλέπεται, «δωρεά» της αδελφής μου, που τα είχε παραπανίσια) φορτώνω διάφορα, άλλες μέρες τίποτε σημαντικό για να το πεις ή να το γράψεις, όπως τσίχλες, κλειδιά, φάρμακα (περνάν τα χρόνια και συνηθίζουμε σαν «αυτονόητο» το παράταιρο, ένα αντιϋπερτασικό, ένα ντεπόν) ή κάτι που νομίζω πως θα το ξεπετάξω στα γρήγορα (μέγα σφάλμα), όπως το περιοδικό «Σχεδία»ή ένα τεύχος Sudokou, που καταπολεμά την άνοια, μου είπαν, άλλο ένα φάρμακο το λοιπόν.
Φυσικά, υπάρχουν επάνω στο κομοδίνο βιβλία. Τα αδιάβαστα, τα αρχινημένα, τα μισοδιαβασμένα. Μίγμα δώρων φίλων και δικών μου γενναιόδωρων για μένα εξόδων, στοιβάζονται με υπομονή 4-5, που εναλλάσσω την ανάγνωση και τη μελέτη τους ανάλογα με τα κέφια. Αχόρταγα τα συμπεριφέρομαι. Άλλο διαβάζω με βουλιμία κι άλλο, ίσως καλύτερο, το παρατώ γιατί με θλίβει. Άλλα μένουν συνεχώς ως … πνευματοφύλακες. Σταθερά, στην αριστερή ―πιο «διαβαστερή» (για τον απλό λόγο ότι με βολεύει να πέφτω στη δεξιά μεριά του κρεβατιού και να στρέφω τη διάταξη του σώματος προς τα αριστερά, ακόμη και σε ώρες διαβάσματος, όπως και στον ύπνο μου) πλευρά― παραμένουν «Το βιβλίο της ανησυχίας», Μπ. Σοάρες, Μετ.: Μ. Παπαδήμα, εκδόσεις «Εξάντας» 2004, και το «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους 1830-1974» του Β. Ραφαηλίδη, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 8η επανεκτύπωση Σεπτ. 2001, το καθένα για τους δικούς του χρήσιμους σκοπούς. Πριν κάτι μέρες, μεταφέρθηκαν οριστικά στη βιβλιοθήκη το «Καλά και σήμερα», της Σ. Νικολαΐδου, εκδ. «Μεταίχμιο», 1η έκδοση Οκτ. 2015, επειδή το τελείωσα, και το «2666» του R. Bolano, μετ. Κρ. Ηλιόπουλου, εκδ. Άγρα, 2011, που κατέληξα ότι δεν θα καταφέρω να τελειώσω, κρίμα, ποτέ, παραμένοντας περίπου 2 χρόνια στις σελίδες 638-639 (να σημειωθεί, παρακαλώ, ότι έχει 1.161 σελίδες, έκανα σχεδόν μισό τον άθλο).


Τούτο τον καιρό έχω ακόμη ένα μεγάλο και το διαβάζω λίγο λίγο. Το αγόρασα με μεγάλο ενθουσιασμό, είναι το «Ζούκερμαν Δεσμώτης» του Φίλιπ Ροθ, μετ. Σπύρου Βρετού, Εκδόσεις Πόλις, 2004. Το έχω προχωρήσει, η πνευματική μου ενέργεια αυτό τον καιρόόμως, καταπονούμενη σε διασπορά, δεν με βοηθά να το τελειώσω. Μπορεί στο βάθος και να μη θέλω.
Δεν ξέρω γιατί μου αρέσει ο Ροθ, διάβασα και άκουσα πολλές γνώμες και απόψεις συνηγορούσες για την αξία του, αλλά δεν είναι αυτό. Μάλλον είναι ως εξής: Μ’ αρέσει γιατί και περιγράφει - ιστορεί και εννοεί. Στοιχείο γραφής που δεν το έχουν πια πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς· άλλοι μόνο περιγράφουν κι άλλοι πάλι μόνο εννοούν. Ίσως απλώς αυτό. Ειδικά στο μυθιστόρημα ―ίσως συντηρητικός και παλαιομοδίτης, πιθανώς και όχι των νέων ρευμάτων πολυδιαβασμένος― αγαπώ και απαιτώ την πλοκή, την ιστορία, τους ήρωες, τον μύθο. Ας πούμε, στις σελίδες 516-517, στο «Μάθημα Ανατομίας», μια σκηνή μεταξύ Ζούκερμαν και Γιάγκα απομονώνω, για να δείξω τι εννοώ:

«… Ένα ανεμοδαρμένο νοεμβριάτικοβράδυ, με τη βροχή και το χαλάζι να μαστιγώνουν τα παράθυρα και τη θερμοκρασία κάτω απ’ το μηδέν, ο Ζούκερμαν πρόσφερε στη Γιάγκα δέκα δολάρια να πάρει ταξί. Του πέταξε τα λεφτά στα μούτρα κι έφυγε. Λίγα λεπτά αργότερα είχε γυρίσει πίσω, το παλτό από μαύρη τσόχα μούσκεμα κιόλας.
«Πότε θέλεις να με ξαναδείς;»
«Από σένα εξαρτάται. Όποτε νιώθεις αρκετά χολωμένη».
Λες κι ήθελε να τον δαγκώσει, όρμησε στα χείλια του. Το επόμενο απόγευμα του είπε, «Πρώτη φορά που φιλάω κάποιον εδώ και δύο χρόνια.»
«Κι ο άντρας σου;»
«Ούτε που το κάνουμε πια.»
Ο άντρας με τον οποίο είχε αυτομολήσει δεν ήταν ο άντρας της. Αυτό του αποκαλύφθηκε την πρώτη φορά που η Γιάγκα ξεκούμπωσε τα υπόλοιπα κουμπιά της καινούργιας της μεταξωτήςμπλούζας και γονάτισε δίπλα του πάνω στο στρωματάκι.
«Και γιατί αυτομόλησες μαζί του;» [...]

Σ’ αυτό το πολύ μικρό απόσπασμα, ακόμη και μόνο σ’ αυτό, ο αγαπητός Ροθ δίνει όλα τα παραπάνω στοιχεία για ήρωες και μύθο (αλλά και νοήματα) που γυρεύω ως «παραμυθία» στο μυθιστόρημα.
Πέρα από την έξοχου ρεαλισμού περιγραφή, καθαρές εικόνες, σύντομες προτάσεις και κοφτές, να μεταδίδουν κάπως σαν σινεμά το πράγμα, οι φράσεις «όποτε νιώθεις αρκετά χολωμένη» και «...γιατί αυτομόλησες μαζί του;» ανοίγουν κεφάλαια δοκιμιακής και φιλοσοφικής γραφής για τον ψυχισμό, το ένστικτο, την πρώτη ουσία για το πώς και γιατί πάμε να «συναντηθούμε» σώμα με σώμα.

Εντέλει πάντως (καταλαβαίνω τώρα, μετά την ερώτηση του θέματος… ), στο κομοδίνο κρατώ μάλλον τα βιβλία «συντροφιάς» και «υπενθυμίσεων», κάτι σαν πνευματική υποστύλωση σε έναν εαυτό που γέρνει γερνώντας. Ό,τι με συγκίνησε και με απορρόφησε, χωρίς απαραιτήτως να είναι το καλύτερο, τέλειωσε σχεδόν μονορούφι και πήγε, χωρίς να είναι υποτιμητικό, στα ράφια, δηλαδή στην ιστορία. (Αφήνοντας, υποθέτω, όσα δικά του ερωτεύτηκα εντός).

Ζωγραφική: Γιάννης Τσολακίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: