29.7.13

«Δεν αντέχω τους τσακωμούς»

της Σταυρούλας Παπασπύρου

πηγή: http://www.enet.gr


«Μια περπατούρα αναζητούσα», λέει, «για να ισορροπώ στα προσωπικά αδιέξοδά μου, κι όντως το «Εντευκτήριο» αποδείχτηκε το τέλειο καταφύγιο!»





Ο Γιώργος Κορδομενίδης, 

δημιουργός του «Εντευκτηρίου», μιλάει στην «Ε»


Υπήρξε φίλος με τον Γιώργο Ιωάννου, αλλά αυτό δεν επηρέασε τη σχέση του με τον μέντορά του Ντίνο Χριστιανόπουλο, ίσως γιατί δεν μετέφερε σχόλια του ενός προς τον άλλο

Ο Γιώργος Κορδομενίδης, δημιουργός του «Εντευκτηρίου», που εκδίδεται κάθε τρεις μήνες στη Θεσσαλονίκη επί 26 χρόνια, μπορεί να το καυχηθεί. Σε μια εποχή που τα λογοτεχνικά περιοδικά είτε φυτοζωούν είτε εξαφανίζονται, το δικό του μόλις συμπλήρωσε τα 100 τεύχη και συνεχίζει ακάθεκτο. Το ότι βγάζει τα έξοδά του δεν οφείλεται σε θαύμα. Είναι επειδή ο ίδιος επωμίζεται από τις διορθώσεις των κειμένων και τη σελιδοποίηση ώς το κυνήγι της διαφήφισης και την εξυπηρέτηση των συνδρομητών. Απ' τη μεριά του, άλλωστε, ουδέποτε το αντιμετώπισε ως μέσο βιοπορισμού. «Μια περπατούρα αναζητούσα», λέει, «για να ισορροπώ στα προσωπικά αδιέξοδά μου, κι όντως το "Εντευκτήριο" αποδείχτηκε το τέλειο καταφύγιο!»
Κάτι άλλο για το οποίο θα μπορούσε να καυχηθεί ο Κορδομενίδης είναι ότι δεν βρέθηκε στο επίκεντρο μεγάλων καβγάδων, συχνό φαινόμενο στους συγγραφικούς κύκλους της πόλης του. Το ότι υπήρξε φίλος με τον Γιώργο Ιωάννου δεν επηρέασε στο ελάχιστο τη σχέση του με το μέντορά του Ντίνο Χριστιανόπουλο -«ίσως επειδή δεν μετέφερα τα σχόλια του ενός προς τον άλλο»- ενώ κι οι δεσμοί του με τους παραπάνω δεν στάθηκαν εμπόδιο για τη «άψογη» συνεργασία του με τον Ηλία Πετρόπουλο. «Θα μπορούσε να μου προσάψει κανείς ότι είμαι χαμαιλέων, αλλά δεν το νομίζω. Πλησίαζα τους ανθρώπους με τιμιότητα και δεν αισθανόμουν πως πρέπει να γίνω διαιτητής ή δικαστής στις μεταξύ τους διαφορές».
- Μέσα σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε;
«Ο πατέρας μου ήταν καθεκλοσκελετοποιός -όταν τον λέγανε καρεκλά γινόταν έξαλλος!- και η μητέρα μου μοδίστρα, από την Κωνσταντινούπολη και την Προύσα αντίστοιχα, αριστερών καταβολών και οι δύο. Τσιπλάκηδες ήμασταν, φτωχομπινέδες, κι ως τουρκόσπορους μας αντιμετώπιζαν. Η πρώτη φορά που κατέβηκα απ' τη Σταυρούπολη στο κέντρο ήταν για να γραφτώ στο φροντιστήριο, για να δώσω στην Ιατρική. Με πίεζε ο πατέρας μου, εγώ δάσκαλος ήθελα να γίνω, αλλά ήμουν ερωτευμένος και για να μ' αφήσει ήσυχο έκανα αυτό που ήθελε. Στις εξετάσεις απέτυχα παταγωδώς. Καθώς όμως η Εθνική Τράπεζα προσλάμβανε τότε τον πρώτο σε βαθμούς απόφοιτο κάθε Γυμνασίου, το 1974 βρέθηκα υπάλληλος στο κατάστημα του Σιδηροδρομικού Σταθμού».

- Είχατε βιβλία στο πατρικό σας;
«Τα μόνα έντυπα που κυκλοφορούσαν ήταν λαϊκά περιοδικά - "Φαντάζιο", "Ρομάντσο", "Βεντέτα" κ.ο.κ. Μ' έστελναν οι αδελφές μου να τ' αγοράσω κι είχα το προνόμιο να τα διαβάζω πριν απ' αυτές. Μεγάλος θησαυρός στάθηκε η βιβλιοθήκη της Βασιλικής Πρόνοιας. Οποιον συγγραφέα ανακάλυπτα, τον Κρόνιν, την Περλ Μπακ, τον Ρεμάρκ, έπαιρνα τα βιβλία του αμπάριζα. Κάπως έτσι άρχισα να διαμορφώνω αναγνωστικό κριτήριο. Το πρώτο βιβλίο που αγόρασα ήταν, θυμάμαι, η "Ρεβέκκα" της Δάφνης ντι Μοριέ».
- Με το γράψιμο τι σχέση είχατε;
«Την παραμικρή. Ημουν παιδί του δρόμου και δεν είχα καμιά καλλιτεχνική έφεση».
- Ε, πώς στο καλό μπλεχτήκατε με το λογοτεχνικό κόσμο;
«Το 1978, μην αντέχοντας τη ρουτίνα της τράπεζας, ξεκίνησα να δουλεύω και στον "Ελληνικό Βορρά", όπου εργαζόταν κι ο Νίκος Μπακόλας ως υλατζής. Αργά τη νύχτα, όταν κόπαζε η δουλειά, τον έβλεπα να γράφει τα μυθιστορήματά του σε δημοσιογραφικό χαρτί. Επειδή ακριβώς η εφημερίδα ήταν δεξιά -ακροδεξιά για τους παλιότερους- μ' άνοιξε η πόρτα και για το ραδιόφωνο της ΥΕΝΕΔ, κι έτσι έπιασα να γνωρίζω τους συγγραφείς και τους ζωγράφους της πόλης. Εκείνος που μ' εντυπωσίαζε πάνω απ' όλους ήταν ο Χριστιανόπουλος. Αρχισα να συχνάζω στη "Διαγώνιο" κι εκεί, εκτός των άλλων, έμαθα πώς στήνεται ένα περιοδικό. Το σημαντικότερο δίδαγμα ήταν πως επιλέγουμε κείμενα, όχι υπογραφές».
- Κάποια στιγμή αυτά δεν μπλέκονται;
«Για τον Χριστιανόπουλο, που δεν ήταν συμβατικός άνθρωπος, δεν μπλέκονταν ποτέ, κι αυτή ήταν η αφορμή για πολλές μεγάλες συγκρούσεις του. Για μένα που είμαι άνθρωπος καμένος από την επαγγελματική μου θητεία στις δημόσιες σχέσεις -από το 1982 ώς το 2009 που συνταξιοδοτήθηκα ήμουν επικεφαλής του αρμόδιου γραφείου στην Εθνική- η διάκριση είναι πιο δύσκολη. Οι παραχωρήσεις ωστόσο που έκανα, θέλω να πιστεύω πως ήταν μετρημένες».
- Είχατε συνεργαστεί με κάμποσα έντυπα - το «Τέταρτο», το «Δέντρο», τον «Παρατηρητή», το «Τραμ». Τι λόγο είχατε να στήσετε ακόμη ένα;
«Ηθελα να στήσω το δικό μου περίπτερο! Μ' είχε κουράσει να μην ξέρω πότε θα δημοσιευτούν τα κείμενά μου, αν θα κοπούν και πώς, κι ένα δυσάρεστο περιστατικό με το περιοδικό της τράπεζας, το "Εμείς", που με είχε εκθέσει απέναντι στον Πεντζίκη, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η ιδέα μού μπήκε βλέποντας το "Πλανόδιον": ολιγοσέλιδο, δεμένο με σύρμα, με πολλά σχόλια και λίγα κείμενα. Ορίστε κάτι φθηνό και εφικτό, σκέφτηκα. Το ανέφερα στον Χριστιανόπουλο, αλλά στην ουσία προχώρησα ερήμην του, γιατί ήθελα το "Εντευκτήριο" και με εικονογράφηση και με διαφημίσεις, και μάντευα τις αντιρρήσεις του. Ψάχνοντας να μελετήσω παλιότερα περιοδικά, έπεσα πάνω στον Δημήτρη Δασκαλόπουλο που μου μίλησε για τις "Εποχές", και αποδελτιώνοντας τόμους ολόκληρους, βρήκα ιδέες για στήλες και θεματικές ενότητες».
- Πόσο διαφέρει το πρώτο τεύχος από το εκατοστό;
«Το τιράζ, από 3.000 αντίτυπα, κυμαίνεται πια μεταξύ 1.500 και 2.000 αλλά η φιλοσοφία είναι η ίδια. Υπάρχει ένας στενός πυρήνας συνεργατών που λειτουργούν ενίοτε ως φίλτρα, ο προσανατολισμός παραμένει λογοτεχνικός, τα κείμενα δεν υπογράφονται μόνο από Θεσσαλονικείς και δίνεται συχνά βήμα σε δημιουργούς που δεν έχουν γίνει γνωστοί ακόμα, χωρίς να θεωρείται η νεότητα από μόνη της επαρκές κριτήριο. Στο "Εντευκτήριο" πρωτοδημοσίευσαν, μεταξύ άλλων, ο Δημήτρης Μίγγας, ο Βασίλης Αμανατίδης, η Μαρία Κουγιουμτζή, η Σοφία Νικολαΐδου όπως και η Ευτυχία Παναγιώτου ή ο Γιάννης Παλαβός. Κείμενα πολεμικής ούτε ζητήθηκαν ποτέ ούτε ελήφθησαν με πρωτοβουλία των συγγραφέων. Ακόμα κι όταν ο Τάκης Καγιαλής καταφέρθηκε εναντίον του Ελύτη και του Βαλαωρίτη σε δοκίμιό του για τη Γενιά του '30, η αντίδραση του Γιατρομανωλάκη και η όλη διαμάχη έγινε στις σελίδες του "Βήματος"».
- Εσείς πόσο αλλάξατε στο μεσοδιάστημα;
«Παραμένω μονήρης κι ευτυχής που δουλεύω με κείμενα, γλιτώνοντας από τη φθορά των καθημερινών πνευματικών συναναστροφών. Υπάρχουν πάρα πολλοί συγγραφείς με σύνδρομο μεγαλείου τριγύρω και χρειάζονται ατσάλινα νεύρα για να διαχειριστείς τα προβλήματα που προκύπτουν απ' αυτό. Πόσες φορές να το πω; Δεν αντέχω τους τσακωμούς».


Δεν υπάρχουν σχόλια: