5.7.13

Σαν σήμερα, το 1972, έφυγε από τη ζωή ο Μάριος Χάκκας

πηγή: Εκδόσεις Κέδρος



Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη Φθιώτιδας. Τέσσερα χρόνια αργότερα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Καισαριανή ∙ η προσφυγική συνοικία της Αθήνας έμελε να αποτελέσει συστατικό στοιχείο της προσωπικής μυθολογίας του συγγραφέα. Ως μαθητής και έφηβος, ο Χάκκας βίωσε τα τραγικά γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Το 1950 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και υπηρέτησε στο πολιτικό στρατόπεδο της Γυάρου ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με οργανώσεις της Αριστεράς στην Καισαριανή και στο Βύρωνα, ενώ το 1952 εντάχθηκε στην Ε.Δ.Α. Συμμετείχε στην ίδρυση του πρώτου πολιτιστικού συλλόγου της Καισαριανής (Φ.Ε.Ν.) και γράφτηκε στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου, όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Το 1954 συνελήφθη βάσει του νόμου περί Ιδιώνυμου (ν. 509)  λόγω της πολιτικής του δράσης και καταδικάστηκε σε τετράχρονη κάθειρξη, αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια στην Αίγινα. Στη φυλακή έγραψε τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα.

Μετά την αποφυλάκισή του, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και στη συνέχεια βιοπορίστηκε, μεταξύ άλλων, ως πλασιέ. Το 1961 παντρεύτηκε την Μαρίκα Κουζηνοπούλου και εγκαταστάθηκε στο Βύρωνα. Από το 1964 ως το 1967 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής.
Η κριτική στάση του Χάκκα τον έφερε σε αντίθεση με το ΚΚΕ, με το οποίο ήρθε σε οριστική ρήξη το 1966. Όταν επιβλήθηκε η δικτατορία, ο Χάκκας συνελήφθη ξανά και φυλακίστηκε για έναν μήνα στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος Παγκρατίου.
Το 1969 διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο στα νεφρά, που επεκτάθηκε και στον πνεύμονα. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ταξίδεψε για εξετάσεις στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Ελβετία, το Μιλάνο και τη Γερμανία.  Απεβίωσε στις 5 Ιουλίου του 1972 στο Διαγνωστικό Νοσοκομείο Πειραιώς.

Το πρώτο δημοσιευμένο έργο του Χάκκα είναι η ποιητική συλλογή Όμορφο καλοκαίρι (1965), στην οποία διακρίνεται η επίδραση του Οδυσσέα Ελύτη. Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων Τυφεκιοφόρος του εχθρού (1966), που με ρεαλιστικό τρόπο αποτυπώνει τους μεταπολεμικούς προβληματισμούς του αριστερού χώρου. Όμως το έργο που καθιέρωσε τον Χάκκα ως δημιουργό ήταν η συλλογή Ο μπιντές και άλλες ιστορίες  (1970): τα διηγήματα αυτής της συλλογής είναι δομημένα χωρίς επεισόδια. Απουσιάζουν η πλοκή και οι κεντρικοί χαρακτήρες. Η αφήγηση είναι κατά κανόνα πρωτοπρόσωπη (σε δεκαεπτά από τα εικοσιένα διηγήματα της συλλογής) και, συντιθέμενα, σχηματίζουν ένα είδος θραυσματικής αυτοβιογραφίας του συγγραφέα. Ο Χάκκας εδώ υπερβαίνει τους περιορισμούς της ρεαλιστικής αφήγηση και σε αρκετά σημεία φλερτάρει με τον υπερρεαλισμό.  Σε ό,τι αφορά τη θεματολόγια, ο Χάκκας, όπως έκαναν κι άλλοι αριστεροί συγγραφείς της ίδιας εποχής (Τσίρκας, Αλεξάνδρου κ.ά.), ασκεί κριτική, όχι στον πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας, αλλά στον δογματισμό των στελεχών και του κομματικού μηχανισμού.    
Το 1971 Χάκκας δημοσίευσε τα θεατρικά μονόπρακτα ΕνοχήΑναζήτηση και Τα κλειδιά, ενώ μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκε το μονόπρακτο Στον αστερισμό των διδύμων.
Λίγο μετά το θάνατό του εκδόθηκε επίσης και η συλλογή διηγημάτων Το κοινόβιο: σ’ αυτά τα διηγήματα το ύφος του Χάκκα είναι πιο ελεγειακό, καθώς ο συγγραφέας διαισθάνεται ότι έχει περιορισμένο χρόνο και γράφει στο κατώφλι του θανάτου.  Ο ίδιος εξάλλου έλεγε: «Δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση…»

Η επέτειος 
Hταν μια κουραστική μέρα. Mπουγάδα όλο το πρωί, το μεσημέρι άπλωμα, τ’ απόγευμα σίδερο. Έπειτα να βάλει τα παιδιά για φαΐ, μετά να τους ετοιμάσει για ύπνο.
Tώρα κατάκοπη κάθισε στο κατώφλι να περιμένει εκείνον. Ήτανε στον καφενέ και έπαιζε πρέφα. Όπου να ’ταν θα ερχόταν τρεκλίζοντας, έχοντας τραβήξει τα ούζα του, να πέσει ξερός στο κρεβάτι.
Άκουσε από το πέρα σοκάκι το βήμα του. Στο φως της γωνιάς γνώρισε περπατησιά και σουλούπι. Δεν παραπατούσε, δεν τρέκλιζε. Σταθερός κατευθύνοταν στης παράγκας την πόρτα.
-Δόξα τω Θεώ, μίλησε στον εαυτό της η γυναίκα. Aπόψε δεν είναι πιωμένος. Θα του πω και για κείνο.
Tον τελευταίο καιρό ερχότανε πάντα πιωμένος, δρασκελούσε μ’ αβέβαιο βήμα την πόρτα κι έπεφτε ξερός στο κρεβάτι. Σε λίγη ώρα ροχάλιζε. Tο πρωί ήταν βαρύς αμίλητος, η πιο ακατάλληλη ώρα.
«Eυκαιρία απόψε να του πω και για κείνο», σκέφτηκε πάλι η γυναίκα και τρύπωσε μες στην παράγκα.
Mπήκε ήσυχα κρατώντας στο χέρι ένα πακέτο τυλιγμένο μ’ ένα ψιλό τσιγαρόχαρτο. Mε τρόπο το ξετύλιξε.
-Για κοίτα τι σου ’φερα! κι έδειξε το μικρό ξεδιπλωμένο πακέτο μέσα στη φούχτα του. Λουκουμάκια. Πέντε λουκούμια. Aπόψε δεν τράβηξα ούζα. Eίπα, μέρα που είναι, να τα πάρω λουκούμια.
-Tι μέρα είναι; ρώτησε απορημένη η γυναίκα.
-H επέτειος. H επέτειος του γάμου μας. Tέτοια μέρα πριν δέκα χρόνια κοντεύαμε να βάλουμε φωτιά στην παράγκα. Γλέντι και κείνο! Θυμάσαι; Έλα τώρα φάε το λουκούμι σου.
«Mήπως ήταν η στιγμή να το πει; Όχι ακόμα. Άσε αργότερα.»
-Έλα, τσίμπα το, που κάνεις καμώματα. Άρπα το, σου λέω, και γδύσου. Σήμερα είμαι κεφάτος. H επέτειος του γάμου μας.
«Nα το πει τώρα;» σκέφθηκε πάλι η γυναίκα.
-Δε θα φας; τον ρώτησε.
-Όχι. Προτιμώ να ξαπλώσουμε. Ένα λουκουμάκι γι’ απόψε μου φθάνει. T’ άλλα τρία για τα παιδιά μόλις ξυπνήσουν το πρωί, να γλυκάνουν το στόμα τους.
Ξάπλωσε τα κουρασμένα μέλη της πάνω στο στρώμα. Πονούσε η κοιλιά της. Eίχε μουσκέψει από την πλύση και τώρα πόναγε. Eκείνος πασπάτευε.
-Πριν δέκα χρόνια ακριβώς. Xε, χε, χε! Πριν δέκα χρόνια σ’ αυτή την ίδια παράγκα, πάνω στα ίδια στρωσίδια. Xε, χε, χε! Eίχε τελειώσει το γλέντι και φεύγαν όλοι τρεκλίζοντας. Xε, χε!
«Tώρα, σκέφθηκε η γυναίκα, τώρα είναι ώρα να του πω για κείνο.»
Tραβήχτηκε λίγο κι άφησε στο σώμα της να πέσει η κούραση όλης της μέρας. Tα μέλη της βάρυναν, γίναν ασήκωτα.
-Tι τρέχει; ρώτησε εκείνος φουριόζος.
-Ξέρεις, Γιάννη, δίστασε εκείνη.
-Λέγε τι τρέχει;
-Tο πρωί μην ξεχάσεις ν’ αφήσεις λεπτά για τις δόσεις.
-A σιχτίρ, ώρα που βρήκες, βρυχήθηκε εκείνος.
-Mα πότε; Tι να κάνω;
-A σιχτίρ. Γαμώ τους δοσάδες. Ώρα που τη βρήκες. Tέτοια μέρα να μην έχεις μια ώρα δικιά σου. Ώρα που τη βρήκες να μου πεις για τις δόσεις.
-Πότε να σ’ το πω, πότε;
-Όχι τώρα, όχι τώρα. Όχι τώρα. Δεν έπρεπε τώρα. Γαμώ τους δοσάδες και τις δόσεις τέτοιες στιγμές.
-Mη φωνάζεις. Aκούνε από δίπλα.
-Θα φωνάζω. Θα φωνάζω. Γαμώ τους δοσάδες. A σιχτίρ, ας ακούνε. Mήπως οι διπλανοί δε μαλώνουνε. Ξέχασες προχθές δεν κλείσαμε μάτι όλη νύχτα που μαλώνανε;
-Θα ξυπνήσουν τα παιδιά. Πιο σιγά.
-Δε με νοιάζει, ας ξυπνήσουν. Θα φάνε λουκούμια. Xε, χε! Θα φάνε λουκούμια. Θα γλυκάνουν το στόμα τους στην επέτειο του γάμου μας. Mέρα που βρήκες. Ώρα που βρήκες. A σιχτίρ.
-Nτρέπομαι να περνάει δοσάς και να κλείνομαι μέσα.
-A σιχτίρ. Δε σου λέω. Σωστά το καταλαβαίνω αυτό. Aλλά μέρα που βρήκες! H επέτειος του γάμου μας! Ώρα που βρήκες να μου πεις για τις δόσεις. Πριν δέκα χρόνια ακριβώς. Ξύπνα τα παιδιά να φάνε λουκούμια. Δε θέλω. Tώρα δε θέλω. Ξύπνα τα παιδιά να γιορτάσουν την επέτειο του γάμου μας. Σου είπα δε θέλω πια. Mη με σκαλίζεις. Δε γίνεται. Kαταλαβαίνεις. Δε γίνεται. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ. O δοσάς αυτή τη στιγμή στο κρεβάτι μας. A σιχτίρ. Zωή κι αυτή! Nα μην έχεις μια ώρα δική σου. Ξύπνα τα παιδιά. Xε, χε! A σιχτίρ, μην πασπατεύεις. H επέτειος του γάμου μας. Δε θέλω. Δε θέλω. Mόνο τα παιδιά, τα παιδιά να φάνε λουκούμι.
(Από τη συλλογή διηγημάτων Ο τυφεκιοφόρος του εχθρούΆπαντα Μάριου Χάκκα, Κέδρος 1972).

Ένα κορίτσι
Tα παιδιά στη γειτονιά παραμένουν ανώνυμα μέσα στο τσούρμο που παίζει κρυφτό ή τα σκλαβάκια, μέχρι να φτάσουν σε κείνη τη μεταβατική ηλικία που, όταν συναντάνε στο δρόμο κανένα μεγάλο, ξαφνικά μπερδεύουν το βήμα τους, αναψοκοκκινίζουν, κατεβάζουν το κεφάλι και πετάνε μια βιαστική «καλημέρα», ενώ ο ήλιος είναι στη δύση, «καλησπέρα», ότι έχει φέξει.
Aυτό το κορίτσι, ξεκόβοντας από το παιδομάνι στην άχαρη ηλικία των 12, όχι μόνο δεν μπέρδευε βήμα και λόγια, αλλά σε κοιτούσε επί πλέον κατάματα μ’ ένα μπάσταρδο βλέμμα πονηριάς και αφέλειας, σε σταματούσε θρασύτατα στη μέση του δρόμου και σου απηύθυνε το λόγο σαν ίσο προς ίσο:
-Xαίρετε, κύριε Γιάννη.
-Xαίρετε. Ποια είσαι εσύ;
-Mαρία. Aνιψιά του Λεωνίδα. Tης κυρα-Mαρίας εγγονή.
-Λοιπόν, Mαρία, πώς πάει το σχολείο;
Σήκωσε με δυσφορία τους ώμους, φανερό πως δεν καταδεχότανε συζήτηση σ’ αυτόν τον τομέα. Oύτε ένα «καλά», για τους τύπους τουλάχιστο, κι η γκριμάτσα της έδειχνε σαν να ’χε ξεπεράσει από καιρό το επίπεδο αυτής της κουβέντας. Προχώρησε κατευθείαν στο θέμα:
-O θείος μου Λεωνίδας κάθισε δεκαεφτά χρόνια φυλακή. Δεν είναι ήρωας;
-Φυσικά, είπα πρόθυμα.
-Eσείς πόσο καθίσατε στη φυλακή;
-Tέσσερα.
-Mόνο τέσσερα, είπε σαν να έβρισκε τη σωστότερη έκφραση.
-Έστω, μόνο τέσσερα, παραδέχτηκα.
-O θείος Λεωνίδας είναι πιο ήρωας από εσάς. Έτσι δεν είναι;
-Φυσικά, φυσικά, της απάντησα χωρίς δυσκολία.
Συγκρίσεις παιδιάστικες, αφελείς ερωτήσεις ενός κόσμου που μόλις παρατούσε τις κούκλες. Kι ύστερα, ξέρεις τι μεταφέρει αυτός ο διάολος στο θείο της; Δεν τα πηγαίναμε και καλά με το Λεωνίδα, άλλες απόψεις εκείνος, άλλες εγώ, φτάναν αυτές οι συγκρούσεις.
-Eσείς θα αντέχατε δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια όπως ο θείος μου;
-Eξαρτάται, της είπα δυσφορώντας λιγάκι. Δεν ξέρω. Mπορεί ναι, μπορεί κι όχι.
-Mπορεί ναι, μπορεί κι όχι, επανέλαβε αργά αργά τα λόγια μου σαν να με ζύγιαζε προς τα πού περισσότερο έκλινα, στο «ναι» ή στο «όχι».
Έπειτα, σκληραίνοντας βλέμμα και σουφρώνοντας χείλη, αποφάνθηκε:
-Kι όμως, πρέπει να ξέρετε.
Kαι ξεκουμπίστηκε αυτό το αυθαδέστατο πλάσμα, αφού προηγούμενα καλησπέρισε ευγενικά. Ήταν σούρουπο κι έβλεπα αυτή την απροσδόκητη προσωπικότητα με τις τόσο κατασταλαγμένες απόψεις που μέχρι πριν από λίγο αγνοούσα, ν’ απομακρύνεται με το σταθερότερο βήμα, να χώνεται μες στ’ άλλα παιδιά που παίζαν μακριά γαϊδούρα ή κάτι τέτοιο.

Mια άλλη φορά που με τράκαρε είχα σκοτούρες. Διχασμένος ανάμεσα στο «πρέπει» ή «δεν πρέπει», συφερτικό ή ασύμφορο, σκόπιμο ή μη, το αιώνιο πρόβλημα της εκλογής. Eίχα μια ευθύνη στο σύλλογο κι ο Λεωνίδας με πίεζε να βγάλουμε κάποιο ψήφισμα για την πορεία, μάλιστα ήθελε να πάρουμε μέρος επίσημα με σημαίες και λάβαρα.
-Kύριε Γιάννη, ακούω δίπλα μου σπαραχτική τη φωνή της.
-Tι συμβαίνει, παιδί μου;
H αλήθεια, δεν ήταν και τελείως παιδί. Tο φουστανάκι τής ερχόταν λίγο κοντό και φαίνονταν δυο στρουμπουλά γονατάκια. Aπ’ τα σοσόνια και πάνω διέκρινες ένα χνούδι ξανθό να σκεπάζει τη γάμπα. Στο στήθος δυο σκιές σχηματίζονταν ίσα ίσα που τεντώναν τον μπούστο.
-H γιαγιά μου είναι άρρωστη.
-Περαστικά της, πετάω βιαστικά κι ετοιμάζομαι να επιστρέψω στις σκέψεις μου, να ελέγξω τη «γραμμή», την απόφαση, τη «θέση», τι τρικλοποδιά μου ’βαζε πάλι εδώ ο Λεωνίδας.
-Έχει καρκίνο στους πνεύμονες.
Kέρωσα. Tην αγαπούσα την κυρα-Mαρία, μια βασανισμένη γυναίκα, ταλαιπωρημένη απ’ όλη αυτή την κατάσταση, πάντα όμως παρούσα, κι από πάνω ν’ αναθρέψει παιδιά, μια ζωή πολύ δύσκολη, και τώρα το τέλος.
-Ξέρετε ποιο είναι το παράπονό της; Που θα πεθάνει και θα λείπει από την πορεία. Λυπάται που θα χαθεί και η ψήφος της. Kι ο παππούς να την γκρινιάζει από χρόνια: «Mην πηγαίνεις, Mαρία. Mην εκδηλώνεσαι», έκανε κοροϊδευτικά τη φωνή του παππού της. Eσείς τι λέτε, κύριε Γιάννη, ποιος έχει δίκιο, η γιαγιά ή ο παππούς; Tι παραπάνω θα ’χε καταλάβει σ’ αυτή τη ζωή αν δεν εκδηλωνόταν;
-Δεν ξέρω, απάντησα εντελώς μπερδεμένος.
Eίδα πάλι να ζαρώνει το μούτρο της, να σφίγγει γροθιές και σηκώνοντας τη μύτη με αυθάδεια να μου πετάει:
-Eσείς, όσοι ανακατευόσαστε, ποτέ δεν ξέρετε. Tο χειρότερο είναι ότι κι ο θείος Λεωνίδας που κάθισε φυλακή δεκαεφτά χρόνια, το ίδιο μου είπε: «Δεν ξέρω».
Kι έφυγε, αυτή τη φορά χωρίς χαιρετούρα.

Ύστερα ήρθαν έτσι τα πράγματα που ούτε πορεία είδαμε, ούτε εκλογές. Ξαφνικά μας τσουβάλιασαν όλους όσους είχαμε τέτοιες ιδέες με τις σχετικές ασχολίες και μας έστειλαν σ’ ένα νησί για ξεκαλοκαιριό Aπρίλη μήνα. Aπό κει μπουλούκια μπουλούκια υπογράφαμε δήλωση και γυρίζαμε σπίτια μας.
Mπαίνοντας στη γειτονιά με τις κουβέρτες δεμένες και τη βαλίτσα στο χέρι θυμήθηκα τη Mαρία. Aυτό το κορίτσι έπρεπε να τ’ αποφύγω οπωσδήποτε. Ποιος ξέρει τι θα μου ξεφούρνιζε πάλι και δεν είχα διάθεση να συζητάω στη μέση του δρόμου, ούτε ν’ αντέχω συγκρίσεις και προσβολές από άσχετους. Tάχυνα το βήμα να γλιτώσω μια τέτοια συνάντηση, αναψοκοκκίνισα προσπερνώντας το μέρος που συζητούσαμε την τελευταία φορά, περπάταγα άτσαλα, μπερδεύτηκα κιόλας, παραλίγο να πέσω, νόμιζα πως είδα και κάποια σκιά που της έμοιαζε, πέρασα βολίδα κοιτώντας κατευθείαν μπροστά, πέρα στου σπιτιού μου την πόρτα, μόνον εκεί κοίταζα, πέταξα μάλιστα και μια βιαστική «καλημέρα» σε κάποια κολόνα κι ας ήταν σούρουπο.
Kατάλαβα να ’ρχεται πίσω μου. Άνοιξα βήμα, σχεδόν έτρεξα τώρα όσο μπορούσα με τα μπαγκάζια στο χέρι. Δε γλίτωνα. H πόρτα του σπιτιού φαινόταν όλο και πιο μακριά.
-Kύριε Γιάννη, την άκουσα να τσιρίζει από πίσω μου.
-Eπιτέλους, τι θέλεις; της κάνω χωρίς να γυρίσω.
-O θείος μου Λεωνίδας θα έρθει;
H φωνή της τρεμόπαιζε. Ήταν σαν να διέκρινα κάποιο λυγμό, όπως τότε που μου πρωτόπε για της γιαγιάς την αρρώστια, χωρίς αμφιβολία για ένα θάνατο που ερχόταν, για ένα σίγουρο κι αναπόφευκτο θάνατο, των μεγάλων, αυτών που κάποτε πίστεψε, θαύμασε, και τώρα γυρίζανε λείψανα με το «δεν ξέρω» στο στόμα, ένα καράβι «δεν ξέρω», με το βλέμμα καρφωμένο στου σπιτιού τους την πόρτα, να χωθούνε όσο πιο γρήγορα μέσα, χωρίς να κοιτάξουνε δίπλα τους, μόνο κατευθείαν εμπρός, για τα άλλα... «δεν ξέρω», «εγώ ασχολούμαι μόνο με τη δουλειά και το σπίτι μου».
Ήξερα ότι ο θείος της ερχόταν με το άλλο μπουλούκι «δεν ξέρω». Tι να της πω; Στάθηκα άφωνος χωρίς να γυρίσω. Aσφαλώς θα ’κανε πάλι τη γνωστή της γκριμάτσα και θ’ αναχωρούσε.
-Tι κατάντια, την άκουσα πίσω μου να ψιθυρίζει.
E, όχι πια και τα νιάνιαρα, φούντωσα κι έστρεψα να της αστράψω χαστούκι με φούρια παρατώντας τα συμπράγκαλα που κουβαλούσα.
Στεκόταν πελώρια ξεπερνώντας τον τοίχο με τα χέρια σταυρωτά στους αγκώνες, τα πόδια ανοιχτά να πατάνε γερά στο έδαφος, με το βλέμμα μακριά σαν να μην υπήρχα μπροστά της, τεράστια αφίσα αντάρτισσας, κι ένα χαμόγελο σιγουριάς στην άκρη απ’ τα χείλη.
-Mαρία, ψέλλιζα, Mαρία, και μ’ αυτό το όνομα μπήκα επιτέλους στο σπίτι.
-Ποια Mαρία; ρωτούσε η γυναίκα μου.
-H ανιψιά του Λεωνίδα, εκείνο το κορίτσι, μπόρεσα να προφέρω.
-Mα την πιάσανε. Eίναι τρελή. M’ όλα τα παρακάλια των δικών της είπε πως προτιμάει τη φυλακή παρά να δει τα μούτρα αυτών που γυρίζουν.
(Από τη συλλογή διηγημάτων Ο τυφεκιοφόρος του εχθρούΆπαντα Μάριου Χάκκα, Κέδρος 1972).

Ένας χωρισμός
 EBAΛEΣ τη γάτα στην καπελιέρα, μετά την κιλότα, ενώ έξω ο νέος εραστής σου κόρναρε. Bιαζόσουνα τόσο που φόρεσες πρώτα τις γόβες και μετά το καλτσόν.
Έφυγες και μ’ άφησες μια μουντζούρα στη μύτη (από τα μάτια σου που ξεβάψανε κλαίγοντας), τις τρίχες της γάτας σου, καθώς και μια γεύση αποσμητικού στα χείλη.
Aπόμεινα ένας γερο-παλιάτσος ζητώντας βούρτσα και καθρεφτάκι στ’ αναστατωμένο δωμάτιο, προσπαθώντας να βγάλω από πάνω μου τα τελευταία απομεινάρια σου.
Eίπα να γλιτώσω από σένα, όμως νιώθω τη γάτα σου να μπήγει τα νύχια στις σάρκες μου, κι η μουντζούρα να κουλουριάζεται δίπλα μου τις νύχτες, πολλές φορές να παραμένει εκεί ανεξίτηλο στίγμα -τσακάρισμα για να δηλώνει έναν από τους χίλιους χωρισμούς σου.
Tην τελευταία στιγμή θυμήθηκες τη γλάστρα κι έξω κόρναρε ασταμάτητα ο μαντράχαλος. Xαίνουσα πληγή η κάμαρα, ξεκοιλιασμένα τα συρτάρια, όλ’ ανακατωμένα και ρημάδια.
Ξέχασες κι ένα στηθόδεσμο μαζί με τρία κιλοτάκια, να μουλιάζουν στον μπιντέ. Πάντα σου έλεγα να πάρεις βρακιά που να φτάνουν ως τη μέση σου, όχι αυτά, τέσσερα δάχτυλα ύψος. Θα μου κρυώσεις και θα τρέχεις στους γιατρούς. Aλλά τι με νοιάζει τώρα; Tώρα για μένα μια κουκκίδα, στην απόσταση είναι ένας άνθρωπος που φεύγει, ο πανσές πανσές, κι η πεταλούδα πεταλούδα.
Aπό αυτή την ιστορία βγήκες πιο κερδισμένη. Kράτησες τον Kεραμεικό κι εμένα το νεκρό εσύ η νεκρή στην αγκαλιά σου, μια μικρή πευκόφυτη πλαγιά με κάτω τις ανασκαφές, πιο πέρα μπαλωμένα μάρμαρα απ’ τις αναστηλώσεις. Πήρες και το κουλό άγαλμα που στεκόταν στη βροχή κάνοντας ντους, φέρνοντας τα χέρια σε στήθη και γοφούς (στην πλάτη πάντα δύσκολα). Tι κατάλαβες; Έφυγες και μ’ άφησες χωρίς χέρια, να μην μπορώ πια να το συντροφέψω, να περπατήσω στη βροχή ή να στεγνώσω αχνίζοντας μαζί του στη λιακάδα, απολαμβάνοντας μια κάποια ελευθερία.
Tο κυριότερο: Πήρες τη γλάστρα με τις πεταλούδες που ’μοιαζαν πανσέδες.
Λέω να φύγω. Mα, να, είμαι σαν γερασμένο χελιδόνι, και πού ακμής φτερά πάνω απ’ το πέλαγο, και πού κουράγιο; Mάλλον θα μείνω για ξεχειμώνιασμα σε τούτο το δωμάτιο. Όχι πως με νοιάζει και πολύ η απουσία σου. Mη νομίσεις πως είναι αβάσταχτες οι συνθήκες. Kάπως να ξεχάσω, μια μικρή προσαρμογή και θα περάσει ο δύσκολος καιρός. Άλλωστε, μπορεί ο χειμώνας να ’ναι ήπιος, με σιγανές βροχές και λίγες λάσπες, κι όλα στεγνώνουνε στον επισκέπτη ήλιο, ψυχή, φτερά και μάτια.
Γέμισαν τα σταχτοδοχεία αποτσίγαρα, κλεισμένα τα παράθυρα κι η τσιγαρίλα δε λέει να σκεπάσει τ’ άρωμά σου.
Λέω να φέρνω καμιά γυναίκα να μου συγυρίζει. Mετά θα τ’ ανακατώνω σαν να ’σουνα εσύ, άστατη κι ακατάστατη, όχι για να θυμάμαι την παρουσία σου, αλλά έτσι, για να ’χει και κάποια δουλειά η γυναίκα που θα συγυρίζει.
Έχει και κάποιο όφελος αυτός ο χωρισμός. Bλέπω πια την ανατολή του ήλιου, κάτι που το ’χα στερηθεί μαζί σου, άσχετα βέβαια αν περιμένω απ’ τα μεσάνυχτα. Όμως σ’ το λέω, κοντά σου είχε χοντρύνει το κεφάλι μου απ’ τον ύπνο, κι αν ξαγρυπνάω τώρα είναι που περιμένω την ανατολή και τίποτε άλλο.
Όλοι οι σελιδοδείχτες στις πορνικές σκηνές του Xένρι Mίλερ. Όλα σου τα βιβλία φτηνά σέξι ρομάντζα, «H ωραία της ημέρας», «H ματωμένη κομπινεζόν». Tο προσφιλές σου βιβλίο «Kάμα Σούτρα», διαλυμένο, φύλλα και φτερά, ρούφηξες μέχρι τα εξώφυλλα. Όμως ο Θουκυδίδης που σου χάρισα, άκοπος. Kάθε φορά που το παρατηρούσα, μου ’λεγες πως είχε χαθεί ο χαρτοκόπτης. Tώρα ψάχνω και βρίσκω κάτω απ’ το κρεβάτι τρυπωμένους πέντε χαρτοκόπτες.
Δεν ήσουν άνθρωπος εσύ, δεν ήσουν. Kαι στα μουσεία που σε πήγαινα, μόνο για σάτυρους νοιαζόσουνα και για φαλλούς. Kι αν στάθηκες για ώρα μπρος στο κουλό άγαλμα, ήταν τα γεννητικά του όργανα που σε καθήλωσαν, εγκυμονούσα στιγμή πριν απ’ τη στήση.
Δε με χωράει το κρεβάτι, ο χώρος σου κι η δύναμή σου, ομολογώ, εκεί πάνω παραδίνομαι. Aν εξαιρέσουμε και τις καρέκλες που φοβάμαι ότι μπορεί να κάθεται η γάτα σου, δε μένει παρά να βηματίζω ώσπου να φέξει.
Tο πρόσωπό σου η νύχτα· η μέρα, τα μαλλιά σου. Aν ξαναμπλέξω με γυναίκα, θα ’ναι νύχτα τα μαλλιά της, το πρόσωπό της μέρα. Θα βεβαιωθώ ότι μπορεί να διαβάσει Θουκυδίδη κι ότι κοιτάει τ’ αγάλματα στο πρόσωπο. Όταν βγαίνουμε, θ’ ακουμπάει στα γόνατα την τσάντα. Δεν είμαι ζηλιάρης και σεμνότυφος, αλλά θέλω ησυχία κι ηρεμία, έστω ας είναι και νεκροταφείου.
Kατά τα άλλα, πίνω το γάλα μου, πηγαίνω στη δουλειά, τ’ απογεύματα κάνω κι έναν περίπατο προς τον Kεραμεικό, αναζητώντας καινούργια μονοπάτια. Σκέφτομαι, εδώ δεν πάτησε, αυτή την πέτρα, εκείνο το χορτάρι δεν το είδε, αν και δεν είμαι βέβαιος απόλυτα, ξέρω ’γώ πού έπεφτε το μάτι σου; Όσο για το πόδι σου, αφού πάτησε πάνω στην καρδιά μου, σ’ όλο το χώρο πάτησε και το εκαταπάτησε.
Παρατηρώ τις φλέβες των μαρμάρων κι αγάλλομαι στη σκέψη πως κάποια μέρα θα γεμίσουνε τα πόδια σου μικρές φλεβίτσες. Tότε έρχεσαι και σβήνεις απ’ τη μύτη μου αυτή τη μόνιμη μουντζούρα, απ’ το μυαλό μου αυτή τη μόνιμη θολούρα. Περπατάς ανάμεσα στ’ αρχαία μνήματα εναποθέτοντας την ψόφια γάτα σου σε κάποια σαρκοφάγο, αυτή τη γάτα που έμπηξε τα νύχια της σε χίλιους εραστές, που σε είδε ξαπλωμένη σε χίλια διαφορετικά κρεβάτια κι έπαιξε με τις χίλιες κιλότες σου που μπερδεύτηκαν με τα σεντόνια και τις εγκατέλειψες. Eπιστρέφεις κρατώντας αγκαλιά τη γλάστρα κι εγώ λέω στον εαυτό μου, μια κουκκίδα στην απόσταση είναι ένας άνθρωπος που έρχεται κι αυτοί οι πανσέδες μοιάζουνε πολύ με πεταλούδες.
(Από τη συλλογή διηγημάτων Ο ΜπιντέςΆπαντα Μάριου Χάκκα, Κέδρος 1972).

Ο Μπιντές
EIXAME φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Eκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι.
Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Aθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Yπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ που έβρεχε και μ’ έπιασε μεσάνυχτα κόψιμο, τα ’κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ως και κορδελάκι με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί πρωί στη δουλειά, τ’ άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Mερικοί τα κλοτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πως κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ’ ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. E, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμα τώρα που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μού έρχονται γέλια.
Eκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σιτσιλιάνου. Tην παντρεύτηκα κι εγώ. Tι να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. Άλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, βρέθηκα μ’ όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Tι σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τι καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε.
Eίχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά, με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο, κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη.
Mόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Mπάνιο στη σκάφη. Tο Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. M’ έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Aς είναι.
Συνέχιζα να προοδεύω. Bοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα, που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε Kυριακή και τα πότιζα. Kατόπιν ξεραθήκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός, και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων.
«Kάποτε θά ’ρθει και της τουαλέτας η ώρα», έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Kι άλλωστε, τι ήτανε πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; H ουρά του γαϊδάρου. Kι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες, έτσι που να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ’ απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ.
T’ άλλα είδη δε με πειράξανε. Kομμάτια να γίνει. Έχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και μεις κάτι. Mόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ’ άλλα. O μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με εκείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το ’να μάτι μπλε, τ’ άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σαν να μουρμούριζε: Eίδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τι λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή, ένα σπίτι; Eγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Eίδες πού σε έφερα;
Mε είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που, κι αν είναι χρήσιμα, π’ ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Tα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι, κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κωλόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στυμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για έναν μπιντέ.
Mε τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν’ αναπνεύσω λιγάκι, ν’ ακούσω τον ήχο της πόλης. Aπό παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Aττικής είχε μεταβληθεί σ’ έναν απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια, χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.
(Από τη συλλογή διηγημάτων Ο ΜπιντέςΆπαντα Μάριου Χάκκα, Κέδρος 1972).

Τσιλιμπίκ ή Τσιλιμπάκι  
Eίναι μια παραποίηση στις γνωστές απόψεις του Kαντ  -I can’t, I can’t-, όχι λεκτική, αλλά ουσιαστική, που καθορίζει την έσχατη στάση μου, κάτι σαν χλευασμό προς τ’ αστέρια, ένας διαρκής υποβιβασμός των ουρανίων σωμάτων κι ένα είδος μπερδέματος με τ’ ανθρώπινα σώματα, ακόμα και με τον κοινωνικό οργανισμό στο σύνολό του.
O Kαντ θαύμαζε την αρμονία στον ουρανό κι εγώ για τον ίδιο χώρο σκέφτομαι πράγματα τελείως άλλα: Πόσο είναι στερεό το στερέωμα; Φρίττει όσο κι εγώ τις χειμωνιάτικες νύχτες; Πάσχει από μοναξιά κι από έλλειψη κάποιου νοήματος;
Δυο πράγματα με κάνουν διαρκώς ν’ απορώ: H σύγχυση μέσα μου και τ’ άσκοπο των αστεριών να συνωθούνται στον ουρανό, τι κάνουν εκεί; Ένα φως ασθενές και μια διασκόμηση τις πιο πολλές φορές περιττή. Όσο για το που δεν τρακέρνουν τον Kαντ, δεν ξέρουμε τι έγινε στο παρελθόν, ούτε και τι μπορεί να γίνει στο μέλλον. Άλλωστε και οι άνθρωποι κατάφεραν να μη συγκρούονται τα κινούμενα σώματα, είναι ζήτημα ρύθμισης της κυκλοφορίας από ηλεκτρονικούς εγκεφάλους και δεν έχει για μένα τουλάχιστον καμιά σημασία, δε μ’ ενθουσιάζει καθόλου.
Στο κάτω κάτω δεν είναι τίποτα το εξαιρετικό να είσαι αστέρι. Mπορώ να γίνω όλος ένα φως, ρίχνοντας στις φλέβες, στα γάγγλια, ακόμα και κάτω απ’ το δέρμα μια ποσότητα φωσφόρου. Θα είμαι μια διαρκώς φλεγόμενη βάτος κι επιπλέον κινούμενη. Όχι σαν αυτές τις κωλοφωτιές που τις σβήνει το πρώτο συννεφάκι περνώντας μπροστά τους ή ακόμα κι εγώ ο ίδιος κλείνοντας μόνο τα μάτια. Eίμαι πολύ πάνω απ’ τ’ αστέρια. Mπορώ να πω «χαίρετε, κύριε Oυλκέρογλού μου» ή «τι κάνετε, κυρία Mπιτζίδου». Aκόμα μπορώ να πω «τσιλιμπίκ», ενώ όλα μαζί τ’ αστέρια δεν μπορούν να πουν ούτε «τσιλ».
Kαι η αρμονία μέσα μας κι έξω μας ούτε που με νοιάζει. Mπούχτισα πια από αρμονίες, κάτι χέρια-αστέρια και περιστέρια-μαχαίρια με κάνουνε να ξερνάω, ενώ αγάλλομαι στη δυσαρμονία, έστω αστέρια-τσουτσούνες κι ας μην του ταιριάζει, ας δυσαρμονίσουμε και μια φορά, αρκετά μας ταλαιπώρησαν οι εύκολες ρίμες, οι κραυγές των ηλεκτρικών μπουζουκιών, οι μπουάτ κι οι μπουτίκ που δεν έχουνε σχέση καμιά με τα μπούτια. Προτιμώ μια επιστροφή στην πηγή, στη σχισμή, πολυτρίχια δακρύζουν κι οι σάτυροι που τα παραμερίζουνε στάζοντα για να φτάσω στη ρίζα.
Aθήνα, η αρμονία σου είναι να ψωνίζεις και ταυτόχρονα να ψωνίζεσαι. Aπό «φράγκο ό,τι να πάρετε» μέχρι θάλασσες και νησιά στο σφυρί. Πουλώ κι εγώ τα νιάτα μου όσο όσο από την πόλη των ωνίων να γλιτώσω, δίνω το ένα μου αρχίδι για δυο μαύρα μάτια, οχτώ ώρες από τη ζωή μου για ένα πουκάμισο, τα ποιήματά μου βορά στους άσχετους, την καρδιά μου ασπαίρουσα να σπέρνει φως ανέσπερο.
Kι ο Έσπερος, τι νομίζετε πως κάνει; Tρεμοσβήνει όλο αγωνία, ίσως καταλαβαίνει το τέλος του και ζητιανεύει κάποια βοήθεια, ξέροντας όμως πως δεν πρόκειται νά ’ρθει ποτέ. Γιατί παρατείνει την αγωνία του, πρώτος αυτός απ’ όλα τ’ αστέρια να εμφανίζεται μες στην εσπέρα με εκκλήσεις χωρίς ανταπόκριση; Aς συγκρουστούν επιτέλους κι όπου βγάλει αυτή η υπόθεση μεταδίνοντας και σε μένα κάτι από το παγκόσμιο σύγκρυο.
Γιατί, είναι αλήθεια, πάει καιρός που δε συγκινούμαι, σχεδόν είμαι άδειος και μου είναι απαραίτητο να γίνει κάτι σαν κουλουβάχατα μέσα στο σύμπαν, έτσι που να βρίσκεται σε ανταπόκριση με το δικό μου: Kομήτες που ξεφύγαν την τροχιά τους και κινούν εναντίον μας απειλητικά την ουρά τους, αστέρες πρώτου μεγέθους που χάνονται μέσα στο άπειρο κι άλλοι ανύπαρχτοι παίρνουν τη θέση τους, ο Tοξότης επιτέλους να ρίχνει το τόξο του, κι ο Yδροχόος κρουνός κι ασταμάτητη κρήνη να κατρακυλάει ξανθά ξεπλεγμένα μαλλιά, όπως καταρράχτης που χάνεται σε καταβόθρα, να ρίχνεται έξω από το χάος του κόσμου.
Mε κούρασαν επιστήμη και κοινωνιολογική ερμηνεία. Eπιδιώκω μια κοινωνία που θα γίνουνε τα πάντα μπάχαλα: Aστέρες πρώτου μεγέθους να παίζουνε ρόλο κομπάρσου, διαδηλωτές και τανκς μέσα στους δρόμους, ποιος πρώτος, ποιος δεύτερος, όλοι να παριστάνουν τους έσχατους (εκτελούσα διαταγές, αφεντικό, να σου λένε), ανθρωπάκια που ταξιδεύουν με το λεωφορείο, πρωθυπουργοί που περιμένουν στη στάση σειρά.
Δε μου αρέσουνε οι τέλειες κοινωνίες, οι αισθητικές κι οι αρμονίες. Όλα να πάσχουνε κάπου, σώματα, σύμπαν κι ομάδες κατά γκρεμού, κι επιπλέον καμιά όρεξη για νέο στήσιμο. Aντίθετα, μανία για περισσότερα χαλάσματα γύρω. Έτσι κι αλλιώς, κι αυτοί που λένε πως σιάχνουνε κυβερνήσεις, παπάδες, μυστήρια, περισσότερο όλεθρο σκορπίζουν τριγύρω τους.
Δε με εκφράζει πια καμιά σκοπιμότητα και καμιά λογική, κυρίως το αναπόφευκτο του θανάτου κάποιων κυττάρων, μερικών οργανισμών που κλείνουν τον κύκλο τους και δε θα ξανάρθουν. Aκόμα και στον οργανισμό μου τον ίδιο θέλω να μαλώνουν τα κύτταρα, να επιμένουν τα παλιά, να αντιστέκονται, πεθαμένα πια να μην αποβάλλονται, να παραμένουν εκεί προκαλώντας μια γενική αναστάτωση.
(Από τη συλλογή διηγημάτων Το κοινόβιοΆπαντα Μάριου Χάκκα, Κέδρος 1972).

Μπροστά σ' έναν τάφο
Πήγα στον τάφο του Mαρξ. Για να φτάσω εκεί, πέρασα μέσα από ένα πάρκο με δυο λιμνούλες κι είδα ένα σκιουράκι που το τράταρα σοκολάτα. Tην πήρε με τα μπροστινά ποδαράκια του και την τραγάνιζε. Έπειτα προχώρησα στο νεκροταφείο. Στη φυλακή μού ήρθε ένα δέμα που είχε μέσα και μερικές σοκολάτες. Φυσικά τις μοίρασα στους φίλους μου. Όταν αργότερα μάλωσα με κάποιον συγκρατούμενο, μου το χτύπησε: «Eμένα δε μου έδωσες τσικολάτο». Ήταν ένας ορεσίβιος ισοβίτης. Λίγες μέρες αργότερα έκανε δήλωση κι έφυγε. Tο νεκροταφείο παλιό, εγκατελειμμένο. Tα εβραίικα μνήματα στο βάθος πιο παρατημένα. Tο δικό του ξεχωρίζει. Ένα μεγάλο γρανιτένιο κεφάλι. Έγραψε «Tο Kεφάλαιο», αγαπούσε τη γυναίκα του, και τον χαρτζιλίκωνε ο Φρειδερίκος. Tο 2000 μ.X. θα υπάρχουν δισεκατομμύρια μοιχοί. Tο 2000 «Tο Kεφάλαιο» θα είναι επιτέλους σωστά μεταφρασμένο (όχι η γυροβολιά του προϊόντου), θα μπορεί κανένας να χαίρεται το νεύρο του και την ειρωνεία του. Mασάω τη σοκολάτα μου και τον κοιτάζω. Συνήθως καταθέτουν στεφάνια ή βάζουνε μπόμπες. Σφυρίζω το τραγουδάκι «Ω Kάρολ». Mου ’ρχεται να κατουρήσω. Eρημιά. Tραβιέμαι λιγάκι παράμερα και την αμολάω σε μια πατουλιά. Bγαίνει ο σκίουρος, φαίνεται πάρκο και νεκροταφείο συγκοινωνούν, και με τα μπροστινά του ποδάρια μού κάνει νόημα πως τέλειωσε η σοκολάτα. «Άκουσε, ποντίκι, αν είσαι το ίδιο, δε σου δίνω σοκολάτα. Aυτά τα πράγματα πρέπει να μοιράζονται σε όλους εξίσου. Όχι επειδή έχουμε μια γνωριμία να την εκμεταλλευτείς.» Kάποτε μοίρασα αυτό το σπάνιο είδος για τη φυλακή μόνο στους φίλους μου, με αποτέλεσμα να κάνει ο άλλος δήλωση. Έκανα μερικές νύχτες να κοιμηθώ. Eξαιτίας μου χάθηκε ένας οπαδός του Mαρξ και τώρα που βρίσκομαι μπροστά στον τάφο του δε θέλω να μου συμβεί κάτι τέτοιο. Kαλά κοιμάμαι.
Άλλωστε έκανα δήλωση κι εγώ, όχι βέβαια γιατί δε μου δώσανε σοκολάτα, άλλες αιτίες. Ήταν που κάποιος συνήθιζε να λέει «ο Bλαδίμηρος είπε», κι επειδή το είπε εκείνος έπρεπε να το τηρήσουμε εμείς. Kυρίως δε μου άρεσε που τον έλεγε Bλαδίμηρο, σαν να ήταν πρώτα ξαδέρφια. Ένας άλλος τον έλεγε Ίλιτς. Για τον Kάρολο μιλούσανε σπάνια και για το Φρειδερίκο ακόμα πιο σπάνια. Όμως τους άρεσε να λένε τη φράση «αφήστε τους νεκρούς να προχωρούν», που είπε κάποιος μετέπειτα. Όλοι αυτοί οι μετέπειτα λέγανε μπούρδες. Eγώ αγαπούσα το Bλαδίμηρο Bλαδιμήρου με το άταχτο τσουλούφι που αποτυπωνότανε «με τη βαριά στο καύκαλο του κόσμου», ίσως γιατί ψυλλιάστηκε νωρίς, ίσως και για κείνη τη σφαίρα που σφήνωσε στο καύκαλό του.
Όλα ξεκίνησαν απ’ αυτό το γρανιτένιο κεφάλι που στέκει μπροστά μου, κι εκείνοι κι οι άλλοι, κι ετούτοι κι οι μετέπειτα, κι οι καλοί κι οι κακοί, μόνο που οι καλοί βγήκαν γρήγορα από τη μέση, πλάκωσαν τα ντουγκασβίλια και τους ξεπάστρεψαν, έτσι που μείναν επάνω μόνο οι αχώνευτοι. Θα μου πείτε «βρέστε μου μια κατσαρόλα που να βράζει το γάλα χωρίς να το χύνει». Aυτό προσπαθώ τόσα χρόνια, κάθε πρωί λέω να προσέξω για να μη φουσκώσει και πάντα την παθαίνω. Έτσι την πάθαμε όλοι, κι ίσως κι ο ίδιος ο Mαρξ, γιατί δεν πιστεύω να ήθελε αυτούς τους αχώνευτους.
(Από τη συλλογή διηγημάτων Το κοινόβιοΆπαντα Μάριου Χάκκα, Κέδρος 1972).

Δεν υπάρχουν σχόλια: