17.8.13

Στο τρόλεϊ





του Άκη Δήμου 


Άκουσα την είδηση από μια βεράντα. Στην κούφια ησυχία του απογεύματος, έπαιζε μέσα, στα χαμένα, η τηλεόραση. Η εκφωνήτρια απήγγειλε τον «θάνατο 19χρονου στο Περιστέρι, που σκοτώθηκε πηδώντας απ’ το τρόλεϊ, γιατί, κατά τον έλεγχο, βρέθηκε χωρίς εισιτήριο». Μπήκα να δω, το ρεπορτάζ ήταν ξερό αλλά αρκούσε. Εξάλλου, η είδηση δεν άντεχε κανέναν παραπάνω σχολιασμό. Όταν ένας νέος άνθρωπος πεθαίνει έτσι άγρια δεν υπάρχουν και πολλά να σχολιάσεις. Σκέφτεσαι απλώς τις ευκαιρίες που έχασε. Τα ναι και τα όχι που δεν είπε. Όσα δεν είδε, όσα του ανήκαν. Σκέφτεσαι πόσο βιαστικά έρχεται μερικές φορές η απάντηση στο ερωτηματικό που είναι η ζωή.  Και το βουλώνεις. 

Την άλλη μέρα, διάβασα τις αντιδράσεις με αφορμή την είδηση. Κάποιες ―πώς να το πω;― θέσεις, απ’ αυτές που παίρνουν οι άνθρωποι εντός κι εκτός διαδικτύου, όταν συμβαίνει κάτι που ενεργοποιεί τα ναρκωμένα τους αντανακλαστικά. Μια θύελλα σχολίων, τα περισσότερα βιαστικά, αβασάνιστα, στο πόδι. Κάτι να πούμε, να ξορκίσουμε το φόβο μας. Γιατί με ειδήσεις σαν κι αυτήν πραγματικά φοβάσαι.


Επειδή ξέρω πολλούς 19χρονους (και όχι μόνο) που δεν το ‘χουν το γαμημένο το ευρώ για το εισιτήριο, δεν δυσκολεύομαι να πιστέψω το (νεκρό πια) αγόρι του τρόλεϊ όταν έλεγε στον ελεγκτή ότι δεν είχε δουλειά ούτε ο ίδιος ούτε κανένας άλλος στην οικογένειά του κι ότι τα πράγματα ήταν πολύ ζορισμένα και δεν μπορούσε να πληρώσει ούτε το εισιτήριο ούτε το πρόστιμο. Κι επειδή τυχαίνει να ‘χω δει και πολλούς ελεγκτές λεωφορείων να κάνουν τη δουλειά τους διακριτικά (κάποιοι και λίγο σαν να ντρέπονται) ούτε με τον ελεγκτή θέλω να τα βάλω. Αλλά υπάρχουν κάποιοι άλλοι. Που ―με θράσος; Με άγνοια; Με επιπολαιότητα; Με ελαφρά καρδιά; Δεν ξέρω― πήραν την είδηση και άρχισαν τη χρηστομάθεια. Για τους νομοταγείς και φιλήσυχους της συνομοταξίας «ε, ας πλήρωνε εισιτήριο» λέω. Όσους γύρισαν την πλάτη σ’ έναν σκληρότατο θάνατο και συνέχισαν να βλέπουν «Σουλεϊμάν» (ή ο «Σουλεϊμάν» παίζει μετά τις ειδήσεις; Δεν είμαι ενήμερος.)


Όλοι αυτοί λοιπόν, φαντάζομαι, είναι υποδείγματα πολίτη. Εμπιστεύονται τις κυβερνητικές επιλογές και τις αντιπολιτευτικές κορώνες, διαλέγουν εφημερίδα ανάλογα με τα δώρα και τις προσφορές, μαθαίνουν ό,τι συμβαίνει γύρω τους πρώτα από τα ανέκδοτα που κυκλοφορούν. Δεν βρέθηκαν ποτέ χωρίς λεφτά για τα εισιτήριά τους.  Δεν έχουν ποτέ παραβεί κανέναν νόμο.  Δεν χρωστάνε πουθενά, δεν παρκάρουν παράνομα, δεν πετάνε τα σκουπίδια τους στον ακάλυπτο αλλά τα ανακυκλώνουν με προσοχή, κόβουν συστηματικά και με επιμέλεια αποδείξεις και δελτία παροχής, δεν φοροδιαφεύγουν, καλοπληρώνουν και ασφαλίζουν όσους δουλεύουν για πάρτι τους, δεν την κοπανάνε απ’ το γραφείο  τους με την πρώτη ευκαιρία, δεν λουφάρουν, δεν πετάγονται εν ώρα εργασίας στο Zara να το προλάβουν πριν κλείσει. Δεν τους έχει πιάσει ποτέ η απόγνωση απ’ το λαιμό ούτε τους έχει γονατίσει η αδυναμία να πάρουν ανάσα και κάθε βράδυ πέφτουν και κοιμούνται ήσυχοι, χωρίς να ιδρώνουν στον ύπνο τους, χωρίς ούτε μια τόση δα υποψία εφιάλτη. Δεν είναι άνεργοι, ούτε αυτοί ούτε τα παιδιά τους, και στο σπίτι τους βασιλεύει η τάξη και η ασφάλεια που φέρνει η σιγουριά της ζωής που κυλάει μελωδική σαν το σαξόφωνο του Γιώργου Κατσαρού, μακριά από δω, στο μικρό σπίτι στο λιβάδι.


Νομοταγείς πολίτες σε μια ευνομούμενη κοινωνία, ζουν ανάμεσά μας, παραμένοντας νουνεχείς και σώφρονες και αντιτάσσοντας στον καθημερινό παραλογισμό την υποκριτική ευγένεια της καλοσιδερωμένης τους ύπαρξης. Σεμνοί και ταπεινοί, όπως ταιριάζει σε όλους όσοι επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους τη θέση του παραδείγματος προς μίμηση. Οπότε δικαιούνται να καταδικάζουν, να αφορίζουν, να ελέγχουν τους άλλους, τους «τζαμπαζήδες». Δικαιούνται να κρίνουν και να επικρίνουν ένα νεκρό παιδί επειδή θέλησε να διανύσει λαθραία μια διαδρομή σ’ ένα μέσο μαζικής μεταφοράς, τη στιγμή που οι δρόμοι του ήταν από παντού κλεισμένοι. Καμιά δεύτερη σκέψη, κανένα λεπτό σιωπής. Ας πλήρωνε το εισιτήριο, τι να κάνουμε;
Είχα παλιότερα την αίσθηση (που ποτέ δεν κατάφερα να μετατρέψω σε πεποίθηση, είν’ η αλήθεια) ότι η κρίση, αν μη τι άλλο, θα μας κάνει μια ιδέα πιο ευαίσθητους, λίγο πιο αλληλέγγυους, πιο επί της ουσίας φιλάνθρωπους. Ότι θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε και θα εννοήσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι, ο καθένας κι ο μικρόκοσμός του, κι ότι δίπλα μας μπορεί το θηρίο να βγάζει φωτιές απ’ τα ρουθούνια του, αλλά κι εμείς δεν είμαστε εντελώς ανίσχυροι, δεν έχουν στομώσει τα όπλα μας, το μυαλό μας δουλεύει ακόμα. Αλλά όχι. Πιο εμμονικοί έχουμε γίνει, πιο αναίσθητοι, ίσως και πιο αφασικοί. Και πιο μόνοι, βεβαίως. Άτρωτοι στη διπλανή λύπη, εθισμένοι στο χώρια και στο από μακριά, σχεδόν αυτιστικοί, μέσα στην ακλόνητη βεβαιότητά μας ότι το δράμα το δικό μας δεν έχει όμοιό του, ενώ δίπλα μας εκτυλίσσονται δράματα περισσότερο βαριά, περισσότερο βίαια. Που κάποια τελειώνουν με θάνατο. Αλλά είναι πάντα ο θάνατος των άλλων. Ας συνεχίσουμε λοιπόν το καλοκαίρι μας.-

Δεν υπάρχουν σχόλια: