του Δημήτρη Η. Παστουρματζή
― Έσκουζε σαν γουρούνι, σου λέω! Νευρίασα κι εγώ και πήγα να τον κάνω να το βουλώσει...
Σταμάτησε κοιτάζοντάς με με νόημα, περιμένοντας την αυτονόητη γι' αυτόν συγκατάθεσή μου. Κούνησα το κεφάλι μου σιωπηλά. Καταλάβαινα πια σχεδόν από ένστικτο τι έπρεπε να δείχνω στους άλλους, ανεξάρτητα από τη δική μου διάθεση, και σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη στιγμή για να διαφωνήσει κανείς μαζί του. Εξάλλου, αν υποψιαζόταν έστω το πώς αισθανόμουν, θα δίσταζε ίσως να συνεχίσει· και εγώ καιγόμουν να ακούσω. Έχοντας ζήσει σχεδόν εννέα χρόνια έγκλειστος, είχα μία πλήρη εικόνα για την πραγματικότητα της φυλακής, ώστε ακόμη και τώρα, που έβγαζα τον τελευταίο χρόνο της ποινής μου σε αγροτική φυλακή, να μη χρειάζομαι πληροφορίες από δεύτερο χέρι. Είχα όμως μπλεχτεί σε μία συζήτηση που, ενώ με δυσαρεστούσε, σχεδόν ψυχαναγκαστικά την έσπρωχνα στα όριά της.
― Σαν γουρούνι στη σφαγή, φίλε μου. Έλα, δώσ’ τα μου.
Του τα 'δωσα.
― Ένα..., δύο...
Περίμενα να τελειώσει την άσκηση, χωρίς να μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου από την εικόνα της "σφαγής".
Μετρούσε επαναλήψεις, ανεβοκατεβάζοντας τη μεταλλική μπάρα με τα βάρη στο στήθος του, ξαπλωμένος σ’ έναν μικρό πάγκο στο αυτοσχέδιο γυμναστήριο της φυλακής. Εδώ, όλα αυτοσχέδια και υποτυπώδη· συνθήκες διαβίωσης, δικαιώματα ― η πτώση από το ανθρώπινο αξίωμα στο άμορφο γεγονός της ύπαρξης.
Περίεργα παιχνίδια που παίζει το μυαλό. Σφαγή... ένταση... αγωνία για το αναπόφευκτο που πλησιάζει... επιθανάτιος ρόγχος. Ανατρίχιασα.
―... έντεκα, δώδεκα! Πάρ’ τα.
Πήρα από τα χέρια του την μπάρα και την ακούμπησα κάτω. Εγώ μόλις είχα τελειώσει τις ασκήσεις μου και έμεινα να τον βοηθήσω. Τον γνώριζα από τον πρώτο ακόμη καιρό της φυλάκισής μου κι από τότε τον συναντούσα σχεδόν σε κάθε φυλακή που με πήγαιναν· χωρίς να τον νιώθω ακριβώς φίλο, τουλάχιστον δεν τον λογάριαζα για εχθρό.
Σηκώθηκε λαχανιασμένος· ο ιδρώτας κυλούσε στους φουσκωμένους από την προσπάθεια μυώνες του. Το σώμα του ανέδιδε ένταση και δύναμη, χρωματίζοντας το ήδη φορτωμένο τοπίο του μυαλού μου με αποχρώσεις μιας πρωτόγονα αισθησιακής βίας.
― Θα τον έκανα εγώ να σκάσει, ήθελε δεν ήθελε. Δεν θα χαλνούσε αυτός τον ύπνο μου. Σκούζουν, μουγκρίζουν... Ούτε να γαμηθούν με αξιοπρέπεια δεν μπορούν. Ήθελε το μάθημά του...
Φροντιστήρια βίας, σκέφτηκα· ήξερα ότι μιλούσε σοβαρά. «Κάντε ό,τι σας έχουν κάνει, για να μη σας το ξανακάνουν»· και το Επταπύργιο ήταν ιδανικός τόπος για τέτοιου είδους μαθήματα.
Του είπα τη σκέψη μου και με κοίταξε στραβά, καταλαβαίνοντας τον υπαινιγμό μου. Ύστερα από τόσα χρόνια στα σκοτεινά "εργαστήρια", τέτοιες απόψεις ακούγονταν ηθικοπλαστικές από όποιο στόμα κι αν έβγαιναν.
― Τι μου λες τώρα; συνέχισε. Με παρακαλούσε να τον γαμήσω και εγώ, αλλά τον σιχαινόμουν γιατί ήταν βρομιάρης. Τον είχαν ξαπλώσει και μες στα σκατόνερα!..., μόρφασε αηδιασμένος.
Ενώ αν ήταν καθαρός; ειρωνεύτηκα.
Με ξανακοίταξε στραβά. Είχα την εντύπωση ότι προκαλούσα την τύχη μου με κάτι τέτοιες εξυπνάδες, αλλά δεν κρατήθηκα.
― Δεν με παρατάς κι εσύ, εδώ τρεις του τον έχωναν, θα τον πείραζε κι ένας τέταρτος;
― Τότε γιατί φώναζε;
Η ερώτησή μου έμοιαζε εντελώς ηλίθια. Είχα τύχει θεατής σε πολλές παρόμοιες σκηνές και γνώριζα πολύ καλά τι ακριβώς συμβαίνει, όμως κάτι με έσπρωχνε να τραβήξω αυτή την ιστορία μέχρι τέλους.
― Δεν φώναζε· μούγκριζε, είπε κοροϊδευτικά, περισσότερο προς εμένα. Η φωνή μου πρέπει να ακούστηκε σαν να ερχόταν από άλλον κόσμο, όταν ρώτησα:
― Γιατί, του είχαν κλείσει το στόμα;
― Ναι, με τον πούτσο τους...
Δεν ξέρω αν αρρώστησα εκείνη τη στιγμή ή αν ήμουν ήδη άρρωστος που καθόμουν και τον άκουγα να γελάει, επειδή βρήκε πνευματώδη την απάντησή του.
΄Ενιωθα ναυτία και μια ακατάσχετη επιθυμία να τον χτυπήσω, όμως απέφυγα ακόμη και να τον κοιτάξω, γιατί φοβόμουν μην προδοθώ. Στην οθόνη του μυαλού μου η σκηνή παιζόταν με αμείλικτο ρεαλισμό. Η πράξη με άλλα πρόσωπα, η πράξη χωρίς πρόσωπα. ΄Όλοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ήμασταν αποδέκτες της βίας.
― Τον μαστούριασαν και τον γάμησαν, τα ’θελε ο κώλος του. Ε, λίγη βία έκανε τα πράγματα ευκολότερα για όλους.
Άλλοθι, σκέφτηκα και σήκωσα να του δώσω τα βάρη, προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο.
Τον άλλο τον θυμόμουν πολύ καλά. Ωραίο παιδί, κι όλη η συζήτηση φυσικά από αυτό ξεκίνησε· μιλούσαμε για όμορφα, γυμνασμένα κορμιά και ανέφερα το δικό του. Κορμί χορευτή. Γύρω στο 1,80, με μακριά, σχεδόν κόκκινα μαλλιά, και παρουσιαστικό γεμάτο χάρη. Δεν μιλούσε πολύ αλλά είχε ευγενική ομιλία και τρόπους.
Από οικογένεια στρατιωτικών, είχα ακούσει, που όταν έπεσε στην ηρωίνη τον εγκατέλειψαν. Δεν ερχόταν κανείς να τον δει εκτός από μια κοπέλα ― αρραβωνιαστικιά του ή κάτι τέτοιο. Μόνο τα μάτια του είχαν κάτι το αλλόκοτο· σαν να ’βλεπαν προς τα μέσα ή προς κάτι άλλο, εκτός από αυτό που είχε μπροστά του ―αν είχε κάτι―, βυθισμένα σε μια ήρεμη απελπισία.
Δεν είχαμε πολλά πάρε-δώσε, όπως δεν είχα με κανέναν. Ίσως να επιχειρούσα να τον πλησιάσω περισσότερο, αν δεν ήταν τοξικομανής. Αλλά ήταν, κι αυτό απέκλειε κάθε κοινό πεδίο συνάντησης. Ωστόσο, κάτι πάνω του με τραβούσε.
Αισθάνομαι άσχημα που δεν προσπάθησα μαζί του, αλλά φοβόμουν κι εγώ, ίσως περισσότερο από αυτόν. Πέρυσι έμαθα πως μόλις βγήκε, αυτοκτόνησε.
― έντεκα... δώδεκα... ΄Ελα, παρ ’τα.
Κοίταξα γύρω μου, σάμπως σε όνειρο, τα σπασμένα παράθυρα, την ετοιμόρροπη στέγη, τους πεσμένους σοβάδες· στο παλιό, μισογκρεμισμένο κουζινάκι, στην άκρη της φυλακής, χτίζαμε το σώμα μας, τον νέο μας εαυτό.
― ...Πάρ ’τα, πάρ ’τα.
Φώναζε από την υπερένταση της προσπάθειας.
΄Εκανα να πιάσω την μπάρα με τα βάρη από τα χέρια του που τρέμανε, προσπαθώντας να συνέλθω. Μοιάζει με τιμωρία, συλλογίστηκα, να ζω τη βία σαν μια διαρκή αναπαράσταση. Τα δάχτυλά μου χαλάρωσαν γύρω από την μπάρα, που έπεσε στο δεξί του μπράτσο, τσακίζοντάς το.
Ο ήχος του κόκαλου που σπάζει ακούστηκε ταυτόχρονα με την κραυγή του.
Τότε σκέφτηκα πώς έσκουζε σαν γουρούνι, σαν γουρούνι στη σφαγή.
Ο Δημήτρης Η. Παστουρματζής γεννήθηκε στις Σέρρες το 1964. Το 1995 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Ο γενναίος που δεν είμαι. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.
* Από τη συλλογή διηγημάτων Ο γενναίος που δεν είμαι, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου