Φωτογραφία: Ευφροσύνη Χαλικιοπούλου και Καίτη Κακαβούλη.
Παπαρούνες στο οροπέδιο Εγκλουβής Λευκάδας
του Γιάννη Πάσχου
στον Λύγκο
Ι
― Κύριε, ελέησον!
― Κύριε, ελέησον, ο παππούς!
Συνοδεύαμε τον επιτάφιο τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής κι ο παππούς μου, με άσπρο κοστούμι, χαμογελαστός και φρεσκοξυρισμένος, στεκόταν όρθιος δίπλα στον πέτρινο τοίχο της εξώπορτας του νεκροταφείου. Στο ένα χέρι κρατούσε αναμμένη μία άσπρη λαμπάδα και στο άλλο ένα κατακόκκινο τσαμπί σταφύλι.
Κύριε ελέησον, ο παππούς μου περίμενε τον επιτάφιο! Πού να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του... Στην αρχή ξαφνιάστηκα, όσο όμως τον κοιτούσα ησύχαζα. Ήταν απρόσμενα ήρεμος, καλοντυμένος και χαρούμενος, τόσο που δεν άφηνε περιθώρια για ανησυχία.
― Μάνα, ο παππούς!
― Κύριε, ελέησον, παιδάκι μου.
― Κοίτα, δίπλα στον τοίχο, ο παππούς!
― Κύριε, ελέησον, ησύχασε πια.
Εγώ όμως τον έβλεπα να μου χαμογελά και να μου κουνά επιδεικτικά το πορφυρό τσαμπί. Κάναμε έναν κύκλο, συνοδεύοντας τον επιτάφιο μέσα από τους τάφους, κι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς την εκκλησία. Γύριζα συνέχεια πίσω να τον δω. Αυτός εκεί, χαμογελαστός, με χαιρετούσε και σήκωνε όσο μπορούσε ψηλότερα το τσαμπί με το σταφύλι και την αναμμένη λαμπάδα. Τα σήκωνε ψηλά, πολύ ψηλά, τόσο ψηλά που τα ξεχώριζα μέχρι που φτάσαμε στην εκκλησία.
― Μάνα, είπα πάλι, ο παππούς...
― Κύριε, ελέησον, σταμάτα επιτέλους, χθες μετάλαβες, τίποτα δεν σ’ έπιασε;
Έφυγα από κοντά της, βγήκα έξω από την εκκλησία τρέχοντας μέσα στη νύχτα, ανέβηκα πάλι στο νεκροταφείο. Ησυχία. Φοβόμουν να περάσω την εξώπορτα, αν και τα αναμμένα καντήλια και η φωτεινή νύχτα των τελευταίων ημερών του Απρίλη, που έπεφτε το μεγαλοβδόμαδο, απόδιωχναν κάπως τον φόβο.
Άκουσα τη φωνή της μάνας μου να με καλεί επίμονα, έκανα να φύγω, τραβήχτηκα ένα-δύο βήματα πίσω και είδα πάνω στον τοίχο το τσαμπί με το σταφύλι, ολόφρεσκο, σπαρταριστό.
Ανασηκώθηκα στις μύτες των ποδιών και με προσοχή το έκρυψα στη μέσα πλευρά του σακακιού μου.
Κοίταξα δεξιά, αριστερά κι άρχισα να τρέχω φωνάζοντας, έρχομαι, έρχομαι
― Πού ήσουν;
Δεν μιλούσα.
― Πού ήσουν, παιδάκι μου; μου αγρίεψε.
― Στα τζάμια, πήγα να δω πώς φαίνεστε μέσα στην εκκλησία με τα κεριά αναμμένα.
― Και πώς φαινόμασταν;
― Ίδιοι.
―Τίποτα δεν σε πιάνει, ούτε μεταλαβιά ούτε τίποτα!
― Μάνα, είδα τον παππού, επανέλαβα με σοβαρότητα.
― Κύριε, ελέησον. Σταμάτα επιτέλους.
― Τον είδα, επέμεινα, φορούσε άσπρο κουστούμι και κρατούσε άσπρη λαμπάδα.
― Κύριε, ελέησον. Ησύχασε παιδάκι μου.
― Τον είδα ήταν χαρούμενος και ωραίος...
― Καλά, τον είδες, είπε αποκαμωμένη, πάμε τώρα να κοιμηθείς, έχεις μία βδομάδα πάνω κάτω χωρίς ησυχασμό.
Ούτε πλύθηκα ούτε τίποτα, πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο. Πλησίασα το παράθυρο. Οι χωριανοί, σιωπηλοί μέσα στη νύχτα, έφευγαν από την εκκλησία κι εγώ προσπαθούσα από τις σκιές να μαντέψω ποιος είναι ποιος. Οι σκιές ξεμάκραιναν, χάνονταν, και τα μόνα που έμεναν να σεργιανούν ελεύθερα στον αέρα ήταν τα Κύριε, ελέησον.
Έβγαλα το τσαμπί το σταφύλι, το ακούμπησα στα χείλη μου, το χάιδεψα και πολύ προσεκτικά το τοποθέτησα κάτω από το κρεβάτι.
ΙΙ
Κάθε βράδυ Μεγάλης Παρασκευής, μετά τη λειτουργία, συνοδεύαμε σύμφωνα με το έθιμο, όλοι μαζί, τον επιτάφιο στο νεκροταφείο. Μπροστά τα εξαπτέρυγα, ακολουθούσε ο παπάς με ριγμένο το κάλυμμα της Αγίας Τράπεζας σα μαντήλι στο κεφάλι, λίγο πιο πίσω οι ψάλτες, μετά ο επιτάφιος, και τέλος όλο το χωριό. Ανεβαίναμε μέχρι το νεκροταφείο, κάναμε έναν κύκλο ανάμεσα από τους τάφους και γυρνούσαμε στην εκκλησία.
Λίγο πριν φθάσει η πομπή στο νεκροταφείο, οι χωριανοί, από μόνος ο καθένας, φώναζαν Κύριε, ελέησον, Κύριε, ελέησον. Άκουγες μία φωνή μπροστά, μία πίσω, μία δίπλα σου, μιά παραπέρα, φωνές γυναικείες, ανδρικές. Ψέλλιζα κι εγώ δειλά καμιά φορά Κύριε, ελέησον.
Οι φωνές ηχούσαν σαν να ξεπηδούσαν από το κέντρο της γης. Τα σκοτεινά μέρη της ψυχής σεργιανούσαν άφοβα τη νύχτα εκείνη. Η Μεγάλη Παρασκευή μάζευε ό,τι ο καθένας για αμαρτία λογάριαζε και το πήγαινε μακριά, σε μέρη που άνθρωποι δεν πάνε, πολύ μακριά από το χωριό, πέρα από τα βουνά, να μη βρίσκει δρόμο να γυρίσει πίσω.
ΙΙΙ
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ξάπλωνα, σηκωνόμουν, έσκυβα κάτω από το κρεβάτι και δεν χόρταινα να παρατηρώ και να θαυμάζω το κόκκινο τσαμπί.
Ατέλειωτοι αμπελώνες, μουσικές και γυμνά πόδια απλώνονταν μπροστά μου. Ένιωθα τη γης να στέκει δίπλα μου, ανοιξιάτικη, λουλουδιασμένη, γεμάτη αρώματα, να επικαλείται τα δικά της Κύριε, ελέησον, συνοδός και αυτή στον επιτάφιο, νύχτα Μεγάλης Παρασκευής.
Κοντά στο ξημέρωμα κατέβηκα από το κρεβάτι κι χώθηκα από κάτω, βολεύτηκα αντικριστά στο κατακόκκινο τσαμπί κι αποκοιμήθηκα.
ΙV
Ήταν τέλη Φλεβάρη - αρχές Μάρτη. Μόλις είχε φτιάξει λίγο ο καιρός αλλά ήταν ακόμη βροχερός και κρύος. Ο παππούς είχε τελειώσει τον μισό σχεδόν τοίχο που στήριζε το χώμα από το αμπέλι μας, ήθελε όμως ακόμη καμιά δεκαριά μέτρα για να ολοκληρώσει την ξερολιθιά. Είχε βάλει στόχο όλα να έχουν τελειώσει ώς το Πάσχα.
Οι δικοί μου τον παρακαλούσαν να τους αφήσει να φωνάξουν κάποιον, έστω να τον βοηθήσει, αλλά αυτός εκεί, επέμενε να φτιάξει τον τοίχο μόνος του.
Ήταν ογδόντα χρονών, σχεδόν τυφλός ―ζήτημα να έβλεπε θολά στους δέκα πόντους― κι αδύναμος στα πόδια, αλλά εκεί, να τελειώσει τον τοίχο, ύψους ενός μέτρου και κάτι, που προστάτευε το χώμα του αμπελιού να μη χαθεί από τις βροχές.
Κατέβαινε από το ξημέρωμα στο χωράφι, απίθωνε κάθε φορά τρεις-τέσσερις πέτρες σε ένα μεγάλο κομμάτι λινάτσας, ζωνόταν την άκρη της λινάτσας στη μέση, ξάπλωνε στη γης κι έπειτα σερνόταν σαν φίδι προς την ξερολιθιά. Ανασηκωνόταν και ψαχουλευτά τοποθετούσε τις πέτρες στην θέση τους, όπως ακριβώς θα έκανε ο καλύτερος τεχνίτης.
Θυμάμαι τους κατάμαυρους, τους ματωμένους μηρούς του και τη μάνα να δακρύζει, αλλά ποιος τολμούσε να πει λέξη, κανείς δεν έβρισκε λόγια κατάλληλα να τον πείσουν σχέδιο να αλλάξει. Θυμάμαι το ξεσκισμένο παντελόνι με τα απανωτά ραψίματα. Έβαζε η κακομοίρα η μάνα από μέσα κομμάτια από κουβέρτες αλλά κάθε μέρα χρειάζονταν κι άλλα. Άλλα κομμάτια έφευγαν, άλλα σκίζονταν κι άλλα τραβούσαν νερά και τρίβονταν στα πονεμένα πόδια.
Μάταια προσπαθούσε να εξηγήσει ο πατέρας στους χωριανούς το πείσμα του γέρου. Αναγκαζόταν να κερνά στο καφενείο για μην τον κακολογήσουν ότι κρατά λεφτά και αφήνει τον γέρο να υποφέρει· κι η μάνα μου, μπροστά στις γειτόνισσες, πολλές φορές τον παρακαλούσε να σταματήσει κι εργάτη να φέρουν να τελειώσει τη δουλειά. Ο παππούς ακλόνητος, αμετάπειστος, αμίλητος, συνεπής στο δρομολόγιο προς την ξερολιθιά, σχεδόν μουγκός, σερνόταν στη γη, ακολουθώντας αλάνθαστα τη διαδρομή, σαν πουλί σε μετανάστευση.
Μαζεύονταν καμιά φορά οι γειτόνοι και κοιτούσαν με περιέργεια, αλλά ο παππούς, μόλις τους καταλάβαινε, σταματούσε και περίμενε μέχρι να φύγουν. Μόνο όταν κόντευε να τελειώσει πια την ξερολιθιά αδιαφορούσε για την παρουσία τους.
Ένα απόγευμα που είχε ανέβει στο σπίτι, ζώθηκα τη λινάτσα, πλησίασα τον σωρό από τις πέτρες, ξάπλωσα, έβαλα πάνω δυο-τρεις πέτρες κι άρχισα να σέρνομαι στο χωράφι.
Όταν κοίταξα προς το παράθυρο και τον αντίκρισα, πάγωσα.
Αν και δεν μ’ έβλεπε, ένιωσα ότι με παρατηρούσε, αισθάνθηκα σαν να βεβήλωνα κάτι πολύ ιερό, σαν να αποκάλυπτα κάτι πολύ προσωπικό του, που χρόνια ολόκληρα το έκρυβε απ’ όλους. Ντράπηκα, κοκκίνισα ολόκληρος, τα παράτησα όλα κι έφυγα τρέχοντας.
Κάθισα σε μια γωνιά κι άρχισα να μετρώ τις μέρες που μας χώριζαν μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή. Ευτυχώς δεν ήταν πολλές και θα άντεχα ώς τότε την αμαρτία.
Ανέβηκα σπίτι. Η μάνα μου έραβε το παντελόνι του κι ο παππούς καθόταν μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Τον πλησίασα, αυτός άπλωσε το χέρι του κι έγειρα επάνω του.
Είχαν απομείνει λιγότερα από δύο μέτρα για να τελειώσει ο τοίχος, κόντευε Πάσχα.
― Από αύριο θάρθω να σε βοηθήσω, του είπα.
― Είναι δική μου δουλειά.
― Θα έρθω.
― Άκου, είναι δική μου δουλειά και θα την τελειώσω μόνος.
― Μα κουράζεσαι πολύ σερνάμενος στο χώμα.
― Μην ανησυχείς, η γης εμένα με γιατρεύει.
Γύρισε το κεφάλι του σαν να κοιτούσε το αμπέλι.
― Λίγο έμεινε ακόμη, θα τα καταφέρω. Μέχρι το Πάσχα θα τα καταφέρω, επανέλαβε και σώπασε.
Είχαμε σταματήσει το σχολείο κι όλη μέρα καθόμουν εκεί, παρέα του. Είχα μεγάλη στενοχώρια που τον έβλεπα να σέρνεται με τόση δυσκολία. Ήθελα πολύ να τον βοηθήσω αλλά, όσες φορές το επιχείρησα, λες και είχε μάτια παντού, με καταλάβαινε.
― Ακόμη λίγο, μου είπε, σε δύο μέρες θα είναι έτοιμη.
― Άστο για μετά το Πάσχα.
Μεγάλη Παρασκευή θα ’χει τελειώσει, θα δουλέψω και τα βράδια, για μένα δεν έχει διαφορά νύχτα είναι ή μέρα.
Συνέχισε μέχρι πολύ αργά. Η φωνή του με ξύπνησε ενώ είχα αποκοιμηθεί στα σκαλοπάτια του σπιτιού. Σηκώθηκα και τον βοήθησα να ανέβουμε σπίτι. Ήταν τελείως εξαντλημένος. Έφαγε λίγο και ξάπλωσε. Του έπιασα το χέρι, γδαρμένο, τραχύ από ζωή σκληρή, το χάιδεψα κι έκλεισα την παλάμη του στις δικές μου.
― Λίγο απόμεινε, του είπα, άσε να σε βοηθήσω.
― Αυτός ο δρόμος είναι μόνο για έναν, δεν χωράν δυο, άντε να κοιμηθείς
― Έμεινα δίπλα του, λαγοκοιμόμουν. Όποτε ξυπνούσα αυτός εκεί, με τα μάτια ανοιχτά, στραμμένα προς το παράθυρο.
― Δεν κοιμάσαι; τον ρώτησα.
― Όχι δεν θέλω να κοιμηθώ, θα κατέβω στο χωράφι.
Προσπάθησα να κρατηθώ ξύπνιος αλλά δεν άντεχα. Το πρωί τον είδα να σέρνεται και πάλι σαν φίδι, αφήνοντας τα σημάδια του στο χώμα.
Με φώναξε το απομεσήμερο να του πάω νερό. Σταμάτησε για λίγο και με ρώτησε.
― Πώς σου φαίνεται η ξερολιθιά; Τι λες, θα κρατήσει;
― Θα κρατήσει, απάντησα, φαίνεται πολύ γερή.
― Θα κρατήσει, επανέλαβε, ακολούθησα τη γραμμή της γης. Θα δέσει η πέτρα με το χώμα και τα αγριόχορτα, όλα θα γίνουν ένα.
Βράδιαζε κι αυτός εκεί.
― Τελειώνω, είπε. Αύριο ξημερώνει Μεγάλη Παρασκευή.
Είχε νυχτώσει και συνέχιζε να κουβαλά τις πέτρες και να χτίζει. Το φεγγάρι είχε ανέβει ψηλά. Τον παρατηρούσα μέσα στη νύχτα να γαντζώνεται πάνω στο χώμα, να το συνθλίβει και να συνθλίβεται.
Μόλις έκλεινα τα μάτια μου άκουγα το σύρσιμο να μεγαλώνει, να γίνεται βοή, σαν να ’θελε να διαμηνύσει κάτι, κάπου μακριά, πολύ μακρύτερα από εκεί που πήγαιναν οι αμαρτίες των χωριανών.
Τον πλησίασα, του έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο, τον σκούπισα. Σταμάτησε και με κοίταξε. Ήταν φωτεινή απριλιάτικη νύχτα, τα μάτια μου είχαν συνηθίσει το σκοτάδι. Ακούμπησα το χέρι μου στο κεφάλι του.
― Ξεκουράσου λιγάκι.
· ― Δεν κουράστηκα, απάντησε. Όταν ήμουν νέος, μου άρεσαν πολύ οι ανοιξιάτικες νύχτες, ήξερα όλα τα αστέρια, τις κινήσεις τους, τις θέσεις τους στον ουρανό. Την άνοιξη ο ουρανός αλλάζει.
Μείναμε έτσι για λίγο, ο ένας κοντά στον άλλον. Άκουγα τον παλμό του βαθύ, ένιωθα την ανάσα του ζεστή κι ότι είχε απομείνει από το σώμα του έβραζε σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.
― Τι είναι πιο μακριά, τον ρώτησα, η κόλαση ή ο παράδεισος;
Ξαφνιάστηκε. Δεν ξέρω, απάντησε, ίσως ο παράδεισος.
― Αν έχει ξερολιθιές ο παράδεισος, θα ’χεις να τους πεις πολλά.
Χαμογέλασε. Σπάνια χαμογελούσε, έδειχνε ευχαριστημένος.
Σχεδόν τέλειωσε, μου είπε. Θέλω λίγο ακόμη. Πριν ξημερώσει θα έχω τελειώσει.
Έκανε να κινηθεί. Τον κράτησα.
― Άσε με να σε βοηθήσω, άσε με να σε ξεκουράσω λίγο.
Σύρθηκε μέχρι την άκρη της ξερολιθιάς, στάθηκε όρθιος, γύρισε προς το μέρος μου και σχεδόν ψιθυριστά μου είπε:
― Άντε, φέρε πέτρες.
Του πήγαινα τρέχοντας τις πέτρες κι αυτός, ψαχουλεύοντας, τις τοποθετούσε με περισσή τέχνη. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Του έφερα ακόμη μερικές μικρές πλάκες, κι η ξερολιθιά ήταν επιτέλους έτοιμη.
Σταθήκαμε, ακίνητοι κι οι δύο, σε θέση προσοχής, και την κοιτούσαμε. Άλλα έβλεπε αυτός, άλλα εγώ.
― Έλα, πάμε, του είπα, να ανέβουμε στο σπίτι.
Δεν θέλησε. Κάθισα και εγώ μαζί του στην άκρη της ξερολιθιάς και, έτσι ακουμπισμένος πάνω του, αποκοιμήθηκα.
Είδα τον παππού μου ντυμένο Μέγα Αλέξανδρο καβάλα στο άλογο να καλπάζει παράλληλα στο μεγαλύτερο τείχος της γης, το σινικό τείχος φωνάζοντας: «Κύριε, ελέησον», «Κύριε, ελέησον». Μετά, τον είδα κάτω από μια πελώρια μηλιά, γυμνό από τη μέση και πάνω, να κοιμάται στην ποδιά μιας γυναίκας με μακριά ίσια μαλλιά, που κεντούσε κόκκινα λουλούδια σε πράσινο, ανοιξιάτικο λιβάδι. Μετά, φλόγες, μεγάλες φλόγες κι ένα σμήνος πουλιών να προσπαθεί να πετάξει μακριά από το κακό. Τρόμαξα, φώναζα μέσα στ’ όνειρο, βοήθεια, ο παππούς μου κοιμάται κάτω από τη μηλιά, ξυπνήστε τον, θα καεί. Αμέσως μετά, τον είδα όρθιο, νεότατο και γερό να ξεπροβάλλει μέσα από τις φλόγες αγκαλιά με την άγνωστη γυναίκα. Σ’ ευχαριστώ που φώναξες, μου είπε, είχα αποκοιμηθεί, παραλίγο να καούμε.
Έπειτα, έκανε έναν πήδο κι άρχισε να αιωρείται με τα χέρια απλωμένα σαν πουλί. Ο παππούς μου πετά, φώναζα, Κύριε, ελέησον. Κύριε, ελέησον.
Ξύπνησα αναστατωμένος. Δεν είχε φέξει ακόμη. Ήμουν μόνος, σκεπασμένος με τη λινάτσα που κουβαλούσε τις πέτρες. Στο σπίτι είχε φως, ανέβηκα τα σκαλοπάτια. Εκείνος πλενόταν. Τα πόδια του κατάμαυρα και πληγιασμένα, το κορμί του αδύναμο, σχεδόν σκελετωμένο, και τα λιγοστά του μαλλιά κάτασπρα.
Δεν ήθελα να κοιμηθώ, ήθελα να μείνω μαζί του. Τον παρατηρούσα που ξυριζόταν με προσοχή, τον ακολούθησα στο δωμάτιο. Διάλεξε με μεγάλη δυσκολία τα ρούχα του. Εσώρουχα, άσπρο πουκάμισο, γραβάτα, το καλό του το κοστούμι και τα κυριακάτικα παπούτσια του. Δεν μιλούσαμε· έσκυψα να του δέσω τα κορδόνια, με χάιδεψε στα μαλλιά.
― Για πού ετοιμάζεσαι παππού; τον ρώτησα.
― Την ξερολιθιά θέλω να καμαρώσω, να την αγγίξω τώρα που τέλειωσε.
Κατεβήκαμε παρέα στο χωράφι, περπατήσαμε παράλληλα στην ξερολιθιά. Την άγγιζε με το χέρι του, με το άλλο κρατούσε εμένα. Είχε αρχίσει να φέγγει. Δάκρυσε.
― Ωραία έγινε, ωραία, δύσκολη δουλειά αλλά τέλειωσε στην ώρα της, είπε. Η γης θα μείνει και το αμπέλι δεν θα χαθεί. Με είχες ρωτήσει τι είναι μακρύτερα, η κόλαση ή ο παράδεισος. Τελικά, η κόλαση είναι μακρύτερα, ο παράδεισος είναι..., να, εκεί, εκεί που τελειώνει η ξερολιθιά.
Ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή. Είχα αναλάβει να χτυπώ την καμπάνα μέχρι να έρθει ο νεωκόρος, μιας και το σπίτι μου ήταν πολύ κοντά στην εκκλησία.
― Θα πάω να χτυπήσω την καμπάνα, του είπα, πάω και θα γυρίσω.
Μου έσφιξε το χέρι.
― Να φυτέψεις μία μηλιά εδώ, να δέσουν οι ρίζες με το χώμα, και τα αγριόχορτα να τα αφήσεις να πλέξουν, να γίνουν όλα ένα. Να βρίσκουν τα πουλιά καταφύγιο. Να παίζει ο άνεμος στις τρύπες που άφησα και τα φίδια να λιάζονται το κατακαλόκαιρο στις πλάκες.
Έτρεξα προς το καμπαναριό με μια απροσδιόριστη ανησυχία μέσα μου, τράβηξα την αλυσίδα, κι ο ήχος της καμπάνας ακούστηκε διαπεραστικός και βαρύς. Περίμενα ένα λεπτό και ξανατράβηξα την αλυσίδα. Ο μεταλλικός ήχος έκοβε την αυγή στα δύο, σαν ν’ άνοιγε η θάλασσα για να περάσουν σε άλλη χώρα οι κυνηγημένοι. Από την ανοιχτή πόρτα της εκκλησίας φαινόταν ο εσταυρωμένος, δύο μαυροντυμένες γυναίκες που ετοίμαζαν τα απαραίτητα για την αποκαθήλωση, και ο νεωκόρος που μόλις είχε φθάσει.
Ξανατράβηξα την αλυσίδα κι ένιωσα ξαφνικά από πάνω μου άσπρο πουλί με δύναμη να σκίζει τον αέρα ―ο παππούς είπα―, τα παράτησα όλα κι έτρεξα στο χωράφι.
Ο παππούς είχε στρώσει τη λινάτσα στη γη και ήταν ξαπλωμένος πάνω της, κοιτάζοντας προς τον ουρανό.
Κάθισα στο χώμα, δίπλα του.
Ο ήχος της καμπάνας ακούστηκε ξανά, κοφτός και πένθιμος.
― Θα φύγω, είπε, πάντα το ξημέρωμα άρχιζα όλα τα ταξίδια μου, θα φύγω να προλάβω την Ανάσταση.
Έσκυψα να τον φιλήσω, άκουσα βαριά τη ανάσα του.
― Να θυμάσαι, ψιθύρισε, όλα αρχίζουν στην άκρη της μεγαλύτερης επιθυμίας σου.
Σταύρωσε τα χέρια του κι εγώ ακούμπησα το πρόσωπό μου στο στήθος του. Σιωπή. Η καμπάνα ξαναχτύπησε κι από την εκκλησία ακούγονταν οι «Μεγάλες Ώρες» της Μεγάλης Παρασκευής.
Ένιωσα το άσπρο πουλί να φτεροκοπά. Η γη θα τον γιατρέψει, σκέφτηκα, και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Ανέβηκα στο σπίτι, χτύπησα την πόρτα από το δωμάτιο των γονιών μου και φώναξα: Ο παππούς μού είπε ότι τέλειωσε με την ξερολιθιά.
V
Όταν ξύπνησα ―με πόνο στο κορμί από τον ύπνο όλη νύχτα στο πάτωμα―, αντίκρισα έναν σανιδένιο ουρανό και τις ρώγες από το σταφύλι να έχουν γίνει δυνατά μοσχεύματα με πολλά “μάτια” το καθένα.
Έκρυψα τα μοσχεύματα στο υπόγειο, με σκοπό, τον Γενάρη που θα ερχόταν, να τα δώσω στον πατέρα να τα φυτέψει. Ήξερα καλά ότι τα μικρά κλήματα θα κρατούσαν ολόφρεσκα ώς τότε.
Κατέβηκα στην αυλή να βοηθήσω στο ξεχορτάριασμα της άνοιξης. Δεν θα ψήναμε αρνί, ούτε αυγά είχαμε βάψει, ο παππούς έκλεινε χρόνο. Όλοι πενθούσαν. Όλοι, εκτός από μένα.
[ από τη συλλογή διηγημάτων Μία νυξ δι' εν έτος, Μελάνι 2009 ]
O Γιάννης Πάσχος αποφοίτησε από τη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων, σπούδασε βιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στην ιχθυολογία στην Ουγγαρία και στη Νορβηγία. Εργάστηκε σε ιχθυογεννητικούς σταθμούς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το λογοτεχνικό του έργο περιλαμβάνει ποιήματα, διηγήματα, νουβέλες και δοκίμια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου