21.7.11

ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ: ΚΥΡΙΑ, ΜΕ ΘΥΜΑΣΤΕ;

Σχέσεις αγάπης και αμοιβαίας παραδοχής

Μια εμπνευσμένη εκπαιδευτικός αφηγείται ιστορίες από τη σχολική τάξη



Μαρία Στασινοπούλου
Κυρία, με θυμάστε;
Αθήνα, Εκδόσεις Κίχλη 2010, 100 σ.



του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΔΟΜΕΝΙΔΗ
εκδότη-διευθυντή του Εντευκτηρίου

Mέχρι πριν από λίγο καιρό, η Μαρία Στασινοπούλου (γενν. Καλαμάτα, 1945) ήταν γνωστή για τις βιο-εργογραφικές της εργασίες για τον Σεφέρη και για τον Καβάφη (η δεύτερη από κοινού με τον σύζυγό της, Δημήτρη Δασκαλόπουλο), καθώς και για τις βιβλιοκριτικές της στον ημερήσιο και τον περιοδικό Τύπο.
Μολονότι έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς και αξιοπρόσεκτα διηγήματα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, στο πρώτο της πεζογραφικό βιβλίο δεν συγκεντρώνει αυτά τα “αδέσποτα” διηγήματα (που αξίζει κάποια στιγμή να βρουν κοινή στέγη)· παρουσιάζει 28 ιστορίες ―“δεμένες” με προλογικό όσο και επιλογικό κείμενο― που αξιοποιούν τις αναμνήσεις της από τη γόνιμη και για την ίδια εμπειρία που είχε ως καθηγήτρια στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση.


Το βιβλίο δεν είναι ούτε συλλογή μαθητικών “μαργαριταριών” ή σχολικών ανεκδότων ούτε οι αναμνήσεις μιας συνταξιούχου «της έδρας και του θρανίου». Συγκροτείται από αυτόνομα αφηγήματα μικρής έκτασης (συνήθως 2-3 σελίδων), με πυκνή ύφανση, καθένα από τα οποία σκιτσάρει με δεξιοτεχνία έναν μαθητή ή μια μαθήτρια μέσα από κάποιο περιστατικό που διαδραματίζεται στη σχολική τάξη, η ‘διαχείριση’ του οποίου εκ μέρους της εκπαιδευτικού φαίνεται πως συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου και πολύ ανθεκτικού στον χρόνο δεσμού με αρκετούς μαθητές/μαθήτριες. Ένας Θανάσης με ντρίλινα γκρι παντελόνια που “υπαγορεύει” μεγαλόφωνα στον εαυτό του τις απαντήσεις σε κάποιο διαγώνισμα· ένας Βαγγέλης που απορεί επειδή η “κυρία” εκτός από τον Μιθριδάτη, τον βασιλιά του Πόντου, ξέρει και τον συνονόματό του του συγκροτήματος «Ημισκούμπρια»· μια Σόνια που μοιράζεται με τη δασκάλα της τον προβληματισμό της αν πρέπει να ενδώσει στις πιέσεις του φίλου της να ολοκληρώσουν τη σχέση τους· ένας Γιώργος επιμελής και δημιουργικός στην τάξη ― ο μαθητής που κάθε δάσκαλος θα ήθελε να έχει· ένας άλλος Γιώργος που, χάρη σε μια επίσκεψη σε έκθεση με ιστορικό περιεχόμενο, “ανακαλύπτει” πως πάντα ο κόσμος ήταν πολύχρωμος κι όχι ο ασπρόμαυρος που δείχνουν οι παλιές φωτογραφίες και τα “επίκαιρα” στον κινηματογράφο... Οι ευρηματικοί τίτλοι που επιστεγάζουν τις ιστορίες τις συμπυκνώνουν (και συχνά τις φωτίζουν) με μοναδικό τρόπο.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως τα αφηγούμενα περιστατικά δεν έχουν κάτι το ιδιαίτερα εντυπωσιακό· πίσω όμως από τη φαινομενική απλότητα του θέματος των ιστοριών υπάρχουν οι πολλαπλοί ρόλοι που καλείται να αναλάβει ο δάσκαλος πέρα από τη διεκπεραίωση της διδακτέας ύλης: να γίνει και ψυχολόγος, και ακροατής με κατανόηση, και σύμβουλος όταν χρειάζεται. Όπως υπάρχει και ο πλουμιστός κήπος των εφηβικών ψυχών, που συχνά ένας εμπνευσμένος δάσκαλος μπορεί να τις βοηθήσει να χάσουν τις εύκολες βεβαιότητες και να δουν τον κόσμο με άλλα μάτια ― όσοι ευτυχήσαμε να έχουμε έναν τέτοιο δάσκαλο, φιλόλογο συνήθως, μπορούμε να καταλάβουμε την αξία των εκπαιδευτικών αυτής της κατηγορίας.
Η Στασινοπούλου καταφέρνει να διαχειριστεί αποτελεσματικά τόσο την ιλαρότητα όσο και τα γλυκερά συναισθήματα που θα μπορούσαν να γεννήσουν οι αφηγήσεις της και να ισορροπήσει ανάμεσα στη χαρά και τη θλίψη που προκαλούν οι ανθρώπινες εμπειρίες, επιστρατεύοντας στα δύσκολα ένα λυτρωτικό χιούμορ. Τα πεζά της αυτά, συνδυάζοντας την τρυφερότητα προς “τα παιδιά” (που μένουν πάντα παιδιά), τη συγκίνηση και τη λοξή ματιά πάνω στα πράγματα και τους ανθρώπους, δείχνουν πώς μια/ένας εκπαιδευτικός μπορεί επίσης να διδαχτεί από τους μαθητές, αναπτύσσοντας μάλιστα μαζί τους μια σχέση που δεν τερματίζεται με την αποφοίτησή τους αλλά σε μερικές περιπτώσεις ―με πρωτοβουλία των κάποτε μαθητών― συνεχίζεται διά βίου.
Είναι σπουδαίο ότι η Στασινοπούλου αποφάσισε να μοιραστεί μαζί μας τον πλούτο των πολύτιμων προσωπικών της αναμνήσεων. Πρόκειται, απ’ όσο ξέρω, για την πρώτη τέτοιου τύπου λογοτεχνική χρήση σχολικού αποθέματος, που συνδυάζει την καλοδουλεμένη σε κάθε της λεπτομέρεια γλώσσα («μεταξωτή» τη χαρακτήρισε σε ομιλία του ο ―επίσης έμπειρος εκπαιδευτικός― Νικήτας Παρίσης, μ’ όλη την παλιά όσο και παντοτινή εκτίμηση στο φυσικό μετάξι), την οριακή αφηγηματική οικονομία και μια εσωτερική ενότητα η οποία μετατρέπει τις αυτόνομες ιστορίες σε, τρόπον τινα, κεφάλαια ενός σπονδυλωτού μυθιστορήματος. Κι ενώ προσφέρει τη γνήσια συγκίνηση που εκλύει η καλή λογοτεχνία, αποτελεί παράλληλα ένα κυριολεκτικά “παιδαγωγικό” βιβλίο, χρήσιμο για όσους από τους εν ενεργεία συναδέλφους της Στασινοπούλου αντιλαμβάνονται ομοίως τη δουλειά τους όχι ως βιοπορισμό αλλά ως αποστολή.
Μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά, το «Κυρία, με θυμάστε» αναδείχθηκε σε ένα από τα πιο αφτιασίδωτα, τα πιο τίμια βιβλία του τελευταίου καιρού, για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν καμώνεται πως είναι τίποτε περισσότερο από αυτό που είναι.

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή, την Κυριακή 17 Ιουλίου 2011)

Δεν υπάρχουν σχόλια: