του Χρήστου Ξανθάκη
Ι
Πρώτος εγώ τα είδα! Εγώ τα είδα τα δυο αυγά και η αδερφή μου η Λήδα λέει ψέματα. Πήγε και είπε στη μαμά ότι βγήκε στο πίσω μπαλκόνι να ρίξει ένα ποτήρι νερό στη λεμονιά και είδε δυο αυγά τόσα δα στης λεμονιάς τη γλάστρα. Εγώ τα έκανα όλα αυτά, δεν τα έκανε η Λήδα. Εγώ είδα τα αυγά που είναι πολύ μικρά, πάρα πολύ μικρά, σαν κάτι βότσαλα που έχει στην παραλία. Και κόντεψε να μου πέσει το ποτήρι απ' τα χέρια.
ΙΙ
Πού να ξέρω ότι ήταν αυγά από περιστέρι; Εγώ νόμιζα ότι ήταν αυγα από δεινόσαυρο και θα έσκαγαν τα αυγά και θα έβγαιναν σαύρες όλο νύχια όπως στην ταινία. Η μαμά μου όμως κοίταξε στο μπαλκόνι και είδε μια περιστέρα μεγάλη και στρογγυλή να κάθεται πάνω στ' αυγά. "Αφού κάθεται εκεί η περιστέρα, δικα της θα είναι", μου είπε η μαμά. Ναι, αλλά εγώ θα προτιμούσα να κάθεται δεινόσαυρος.
ΙΙΙ
Σήμερα πήγαμε με τη μαμά μου και κολλήσαμε ένα χαρτί στο τζάμι τη σκάλας. Κι έλεγε το χαρτί: "Παρακαλώ μην ανοίγετε το τζάμι, υπάρχει κίνδυνος". Για την περιστέρα κίνδυνος ,όχι για εμάς, γιατί στο πίσω μπαλκόνι πάει και κοιμάται η Μιμή η γάτα. Δεν μπορεί όμως η περιστέρα να κλωσάει αυγά με τη Μιμή παρέα, γιατί η Μιμή είναι γάτα και θα τη φάει. Γι' αυτό βάλαμε το χαρτί. Αμα έτρωγε η γάτα την περιστέρα, τι θα τα κάναμε εμείς τα αυγά; Ομελέτα;
ΙV
Πέρασαν ένα σωρό μέρες μέχρι να σκάσουν τ' αυγά. "Πάνω από ένας μήνας πέρασε", μου είπε η Λήδα, αλλά εγώ τη Λήδα δεν την πιστεύω γιατί όλο ψέματα λέει. Πέρασαν πολλές μέρες και σκάσανε τ' αυγά και βγήκανε δυο κίτρινα πράγματα. Σαν το καναρίνι της θείας μου της Μιράντας, λίγο πιο ανοιχτό χρώμα. Αν κελαηδάνε κιόλας σαν το καναρίνι, θα τα βάλω σε δικό μου κλουβί.
V
Αλλο πράγμα ήταν στην αρχή τα μικρά τα περιστεράκια και άλλο πράγμα είναι τώρα. Λίγο λίγο έφυγε το κίτρινο το χρώμα και έβγαλαν κάτι σαν τρίχες. Εγιναν γκρίζα, όπως τα ποντίκια που βλέπω στην τηλεόραση. Η μαμά μου λέει ότι όταν μεγαλώσουν κι άλλο θα βγάλουν πούπουλα και φτερά, όπως τα κανονικά περιστέρια. Μέχρι να βγάλουν τα φτερά όμως, είναι πιο άσχημα κι απ' τα ποντίκια.
VI
Δεν έχουμε πια δύο περιστεράκια, έχουμε ένα. Το άλλο το πήρε η μαμά μου, το έβαλε σε μια χαρτοπετσέτα και βγήκε από το σπίτι. Μετά που γύρισε, τη ρώτησα τί έγινε και μου είπε ότι αυτό το περιστεράκι δεν θα μεγαλώσει άλλο. Χτες το βράδυ τρόμαξε πάρα πολύ, γιατί η ομάδα της γειτονιάς μας κέρδισε το πρωτάθλημα και σκάγανε παντού πυροτεχνήματα και κροτίδες και έκανε μεγάλο θόρυβο. Ακουσε όλα τα μπαμπ μπουμ το περιστεράκι και είπε ότι δεν του αρέσει αυτός ο κόσμος. "Εφυγε και θα ξαναγυρίσει όταν έχει ησυχία", μου είπε η μαμά μου. Από τότε, εγώ κάθομαι πολύ ήσυχος.
VII
Το περιστεράκι μας το λένε Ντόφολο! Ετσι το βάφτισε η κυρία Αγγελική που μας καθαρίζει το σπίτι. Βγήκε στη βεράντα, το είδε και φώναξε: "Πω, πω, ένας Ντόφολος!" Εγώ αυτό το πράγμα το "Ντόφολος" δεν ξέρω τί είναι και ρώτησα τη μαμά μου να μάθω. "Τόφαλο λέγανε έναν κύριο που σήκωνε βάρη" μου είπε. "Σαν τον Πύρρο Δήμα", μου είπε, "αλλά πιο χοντρός". "Και γιατί τον Τόφαλο τον είπε Ντόφολο η Αγγελική;", ξαναρώτησα εγώ. "Γιατί είναι από χωριό και έτσι μιλάνε στα χωριά", μου είπε η μαμά μου. Φαντάσου δηλαδή πως θα λένε στο χωριό τον ξάδερφό μου τον Δημοσθένη!
VIII
Η μαμά του Ντόφολου του φέρνει συνέχεια να φάει. Του φέρνει σποράκια, του φέρνει σκουληκάκια, του φέρνει ένα σωρό πράγματα. Μια μέρα του πήγα κι εγώ του Ντόφολου μια κονσέρβα τόνο και έκανε η μαμά του πάρα πολλή φασαρία. Ολο γύρω στο κεφάλι μου πέταγε, κόντεψε να μου βγάλει τα μάτια. Τρόμαξα κι εγώ και την πέταξα κάτω απ' το μπαλκόνι την κονσέρβα. "Μην ανησυχείς, την έφαγε η Μιμή", μου είπε η μαμά μου.
IX
Συνέχεια μεγαλώνει ο Ντόφολος! Κάθε μέρα που περνάει γίνεται και πιο μεγάλος. Τώρα δεν είναι όλη την ώρα καθιστός όπως ήταν πρώτα. Σηκώνεται και μετά κατεβαίνει πάλι, ξανασηκώνεται και ξανακατεβαίνει, ανοίγει τα φτερά, κλείνει τα φτερά, σαν να κάνει γυμναστική στην τηλεόραση. Η Λήδα είπε ότι ετοιμάζεται να πετάξει, αλλά εγώ λέω ότι θα γίνει αρσιβαρίστας.
Χ
Εγώ δεν τον είδα τον Ντόφολο που πέταξε. Τον είδε η Λήδα, αλλά σιγά μην την πιστέψω τη Λήδα. "Δεν σε πιστεύω" της είπα και μου είπε κι αυτή "πήγαινε να κοιτάξεις στο μπαλκόνι". Οταν πήγα, η γλάστρα της λεμονιάς ήταν άδεια. Φοβήθηκα μην τον είχε φάει η Μιμή, ήταν κλειστό όμως το τζάμι της σκάλας. Ο Ντόφολος είχε πετάξει και είχε φύγει μόνος του. Εφυγε και πολύ στενοχωρήθηκα που δεν πρόλαβα να τον χαιρετήσω.
ΧΙ
Η μαμά μου με ξύπνησε στις 6 το απόγευμα. Με σήκωσε απ' το κρεβάτι μου και με πήγε κοντά στη τζαμόπορτα. Εκανε λίγο πιο εκεί την κουρτίνα, κοίταξα εγώ και είδα τον Ντόφολο. Περπάταγε στο μπαλκόνι μας κι έτρωγε τα σποράκια που του είχα αφήσει χτες το απόγευμα. Τον κοίταξα, με κοίταξε, του χτύπησα το τζάμι τσικ τσικ, σήκωσε το κεφάλι του έκανε πίου πίου και πέταξε μακριά. Από τότε, κάθε πρωί του αφήνω σποράκια στο μπαλκόνι, κάθε απόγευμα τρέχω να τον δω που τα τρώει, πολύ ωραία περνάμε. Μόνο η Μιμή γκρινιάζει που έχασε την ξάπλα της. Αλλά οι γάτες είναι σαν την αδερφή μου τη Λήδα, όλη την ώρα γκρινιάζουν. Αν λένε και ψέματα δεν ξέρω, θα ρωτήσω τον Ντόφολο. Οταν μου πει, θα σας πω κι εσάς.
Ο Χρήστος Ξανθάκης γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως δημοσιογράφος.
Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Μια παρτίδα πόκερ (εκδόσεις Δίαυλος) και τρεις ποιητικές συλλογές:
Οι αόρατοι άνθρωποι και Ξένα - Μοντέρνα
(αμφότερες στην Οδό Πανός), Βερολίνο (εκδόσεις Ιωλκός).
Ζει στην Αθήνα μαζί με τη Λήδα και με τους γάτους
Γορδούλη και Σουπιό.
[ Το κείμενο αναδημοσιεύεται από το Facebook του συγγραφέα, με τη συγκατάθεσή του ― του συγγραφέα τη συγκατάθεση, όχι του Μαρκ Ζούκενμπεργκ! ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου