Το νέο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη τιτλοφορείται Υπουργός νύχτας και μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Ένας μοναχικός τυχοδιώκτης-χαρτοπαίκτης αναρριχάται σε μια κοινωνία διαλυμένων θεσμών, προσωπείων, συμβατικότητας, κλισέ αντιλήψεων και ψεύδους. Γίνεται καταρχήν καθωσπρέπει επαγγελματίας, ιδιοκτήτης γραφείου τελετών, και με αυτή τη βιτρίνα μπλέκει στον βαθύ υπόκοσμο. Αναλαμβάνει αρχηγός συμμορίας που ελέγχει όλες σχεδόν τις νυχτερινές, σκοτεινές συναλλαγές -τράφικινγκ, ναρκωτικά, τοκογλυφία, πορνεία, αρχαιοκαπηλία- και παίρνει τον τίτλο "υπουργός νύχτας". Αποκεί διεισδύει στη μολυσμένη πολιτική τάξη και ανελίσσεται ραγδαία, γίνεται ένα από τα κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης. Η τριπλή παράλληλη πορεία του, ως καθωσπρέπει επαγγελματία, μαφιόζου και πολιτικού, φωταγωγεί ειρωνικά, σαρκαστικά τον σαθρό περίγυρο, την ανατροπή των ιεραρχιών, την έλλειψη αντίστασης από την κοινωνία και τους θεσμούς, την κατάρρευση των ιδεολογιών, τη γενικευμένη παραφροσύνη, την αρπαγή και τον κυνισμό. Εμφανίζεται ως σωτήρας, αυτός που απεχθάνεται κάθε σωτηρία. Μόνο ένας δύσκολος, τυφλός έρωτας για μια αγγελική πόρνη έρχεται να εκτρέψει τη μοιραία διαδρομή του. Αλλά για πόσο, σε αυτή την πορεία όπου το τραγικό εναλλάσσεται με το κωμικό, ο θάνατος γίνεται γλέντι και η εξουσία έρμαιο;
Ο σκοτεινός τραγέλαφος ενός κόσμου που θα μπορούσε να είναι και ο δικός μας.
Ο σκοτεινός τραγέλαφος ενός κόσμου που θα μπορούσε να είναι και ο δικός μας.
Απόσπασμα
[…] Δώσανε παραγγελία και οι υπόλοιποι και, πάνω
εκεί, μπαίνει και η τραγουδίστρια που βγαίνει πρώτη, μέχρι τις δύο. Μετά έχει
στριπ-τηζ, κι έπειτα σκάει η φίρμα, η Μαζόχ. Αυτήν την πρώτη, που βγήκε, την λένε
Τζοάνα. Ξανθιά-πλατινέ, ψηλή και νταρντάνα, τακούνι αντιπλημμυρικό, μαύρο μίνι
διαφανές, μαύρη κάλτσα διχτυωτή, και στρίνγκ κόκκινο από μέσα, φωτιά, για να
φαίνεται. Μυρίζει παλιό, λαϊκό Poison, έντονα, αποπνιχτικά – το άρωμά της φτάνει ως τα δεύτερα τραπέζια.
Οι Βουλγάρες που έχουνε μάθει κιόλας καλά τα
κόλπα, έχουνε ακροβολιστεί ανάμεσα στους πελάτες – την
έχουνε πέσει κιόλας σε κάτι ΔΕΗτζήδες απ’ την Κοζάνη και την Πτολεμαΐδα, σε πακετωμένους
μεγαλοαγρότες, σε συνταξιούχους, σε συνδικαλιστές και κτηνοτρόφους, που ήρθανε
να ξεκοκαλίσουνε τους μισθούς και την νέα επιδότηση. Τους ρίχνουνε Viagra και Cialis λιωμένο σε σκόνη,
μέσα στα ποτά, χωρίς αυτοί να το πάρουνε είδηση, και σε μια ώρα μπουρλοτιάζονται
– μετά, προς το πρωί, τους παίρνουνε τρελαμένους στο κοντινό ξενοδοχείο, στα
δωμάτια, και τους ψειρίζουν, τους γδέρνουνε μέχρι φράγκο.
Ο Κλεισούρας, το αφεντικό, στέκεται ορθός,
ντουλαπάτος, πίσω, και ελέγχει τα πάντα σαν
πιτ-μπουλ. Έχει το κινητό στον δυνατό ήχο – έξω στην διασταύρωση είναι
στημένος όλη την νύχτα ο τσιλιαδόρος του, ο Φιλόσοφος, έτσι τον λένε, και
ειδοποιεί άμα βλέπει να εμφανίζεται από μακριά το Σχολείο, δηλαδή οι μπάτσοι, ή
κανένα ύποπτο αυτοκίνητο. Δίνει σήμα στον Κλεισούρα με το κινητό και τα
εξαφανίζουνε όλα. Αν δεν προλάβουν, τότε λαδώνει τους αστυνομικούς, που τους
λαδώνει έτσι κι αλλιώς, ή τους δίνει καμιά Βουλγάρα, για να τον αφήνουνε,
επιπλέον, να κουβαλάει και πιστόλι – ένα ορφανό Glock 22 Gen 4 στη μασχάλη, για κάθε ενδεχόμενο.
Ο Ζαρζαβατικός που είναι και πρωτοπαλίκαρο του
Τόμυ του Γιαμπανά, μεγαλομανάβη που έχει εφτά οπωροπωλεία στα γύρω μέρη, ήρθε
με το δίκιλο, μοίρασε μαύρο στις Βουλγάρες και στους πελάτες, κέρασε και την
ορχήστρα - όλο το μαγαζί έχει ντουμανιάσει. Ντούχνιασε.
Η Τζοάνα τραγουδούσε πάνω στην πίστα το σκυλέ
«Ένα τσιγάρο ίσον κανένα», κουνώντας τον μεγάλο πισινό της με το στρίνγκ και,
κανείς δεν ξέρει πως έγινε, και, κάποια στιγμή,
από πίσω της, ο μπουζουξής, ο Περικλής, το θηρίο, που είχε γίνει ζαμπόν
απ’ τη μαστούρα, όπως πλησίασε αυτή και λυγιότανε μπροστά του, σηκώνει την ποδάρα
του, με την τεράστια πατούσα, την βάζει ανάμεσα στα κωλομέρια της και της δίνει
ένα φοβερό σουτ. Φεύγει αυτή –πύραυλος- απ’ την πίστα και πάει καρφωτή και
πέφτει έξω αριστερά, πάνω στο πρώτο τραπέζι με τους μαστουριασμένους αγρότες.
Και ξεκινάει μια φασαρία, ένα μπουνίδι, καρεκλιές, μια σύρραξη, που δεν
καταλάβαινες τι γινότανε – μέχρι που κατεβαίνει στο κέντρο του μαγαζιού ο Κλεισούρας
με το πιστόλι στο χέρι και όλα ως δια μαγείας ησυχάζουν. Έτσι κι αλλιώς ο
Μπουκαλάκιας ήταν ήδη έτοιμος, με μια σπασμένη φιάλη Καΐρ στο χέρι.
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
| |
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Υπουργός νύχτας
Μυθιστόρημα
Αθήνα
Εκδόσεις Πατάκη
2016
395 σελ.
ISBN 978-960-16-6715-7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου