7.7.14

Άλις Μονρό. Μια νομπελίστρια εξομολογείται



του Γρηγόρη Μπέκου

πηγή: http://www.tovima.gr

Στην πλέον πρόσφατη συλλογή διηγημάτων της η καναδή πεζογράφος ρίχνει φως στην παιδική της ηλικία αλλά και στις εμπειρίες που καθόρισαν το έργο της

Alice Munro
Ακριβή μου ζωή
Μετάφραση Σοφία Σκουλικάρη.
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2014,
σελ. 328, τιμή 15,50 ευρώ

Η Καναδή πεζογράφος Αλις Μονρό είναι, δίχως αμφιβολία, μια μεγάλη κυρία της μικρής φόρμας. Αυτό το ξέραμε και προτού της απονεμηθεί το Νομπέλ Λογοτεχνίας τον Οκτώβριο του 2013. Επρόκειτο για μια βράβευση που για τους γνωρίζοντες δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Αποτέλεσε, αντιθέτως, μια δίκαιη αναγνώριση για τη συστηματική και ποιοτική καλλιέργεια του διηγήματος στην αγγλική γλώσσα για περίπου μισό αιώνα.

Η συμπατριώτισσά της Μάργκαρετ Ατγουντ έχει πει ότι «μεταξύ των συγγραφέων το όνομά της αναφέρεται χαμηλόφωνα, ψιθυριστά», κάτι που είναι μάλλον ταιριαστό στην περίπτωσή της.

Η Αλις Μονρό πράγματι χαρακτηρίζεται ως συγγραφέας από μια υπόγεια, διαβρωτική και ανατρεπτική δύναμη. Η ίδια δεν παρέστη στην τελετή της Σουηδικής Ακαδημίας στη Στοκχόλμη για να παραλάβει το βραβείο της, δεν της το επέτρεψε η επιδεινωμένη κατάσταση της κλονισμένης υγείας της. Τον προσεχή Ιούλιο αυτός ο «θηλυκός Τσέχοφ», όπως τιμητικά την έχουν αποκαλέσει για τις «μινιατούρες μυθιστορημάτων» που έχει γράψει, θα γίνει 83 ετών.

Η συλλογή της «The View From Castle Rock» (2006), στην οποία αναφέρεται για πρώτη φορά πιο ανοιχτά στα μέλη της οικογενείας της, υποτίθεται ότι θα ήταν και η τελευταία. Η επί πολλά χρόνια ατζέντισσά της το έχει εξηγήσει πολύ καλά. «Οποτε η Αλις ολοκληρώνει ένα βιβλίο έχει την πεποίθηση ότι θα είναι και το τελευταίο της. Αυτό συμβαίνει γιατί όντως πιστεύει ότι έχει εξαντλήσει το υλικό της, ότι δεν έχει κάτι άλλο να πει» έχει δηλώσει η Βιρτζίνια Μπάρμπερ.

Εκτοτε η Μονρό εξέδωσε δύο ακόμη βιβλία διευρύνοντας έτσι το ιδιαιτέρως συμπαγές έργο της, το 2009 τις ιστορίες «Too Much Happiness» («Πάρα πολλή ευτυχία», Μεταίχμιο, 2010) και την όντως τελευταία (κατά τα φαινόμενα) συλλογή της «Dear Life» (2012), στην οποία - δέκατη τέταρτη συνολικά - φαίνεται να επιχειρεί μια σύνοψη ολόκληρης της πορείας της.

Τον Ιούλιο του 2013 η Αλις Μονρό ανακοίνωσε, με συνέντευξή της στους «New York Times», ότι αποσύρεται επισήμως από την ενεργό δράση.

Ο αναγνώστης, αφού διαβάσει τα πρώτα δέκα διηγήματα στο πλέον πρόσφατο πόνημα της Μονρό «Ακριβή μου ζωή» (Μεταίχμιο, 2014), βλέπει, προτού προχωρήσει στις τέσσερις τελευταίες ιστορίες, μια λευκή σελίδα και μια σύντομη προειδοποιητική παράγραφο υπό τον τίτλο «Φινάλε».

Ο αναγνώστης διαβάζει ότι «τα τέσσερα τελευταία κείμενα αυτού του βιβλίου δεν είναι ακριβώς διηγήματα. Αποτελούν ξεχωριστή ενότητα καθώς δίνουν την αίσθηση αυτοβιογραφίας, παρότι στην πραγματικότητα δεν είναι πάντα ακριβώς αυτό. Πιστεύω ότι είναι τα πρώτα και τελευταία - και τα κοντινότερα - πράγματα που έχω να πω για τη δική μου ζωή» γράφει η συγγραφέας. Η ίδια ανέκαθεν χρησιμοποιούσε - όπως και κάθε συγγραφέας εν πολλοίς - κομματάκια του βίου της στις μυθοπλαστικές συνθέσεις της, το έκανε όμως με έναν πιο επεξεργασμένο και συγκρατημένο τρόπο. Τούτη τη φορά, όπως είπε και στο αμερικανικό περιοδικό «The New Yorker», προέκρινε την ίδια τη ζωή (all simple truth).

Είναι προφανές ότι η Μονρό δεν θα μπορούσε να αυτοβιογραφηθεί όπως ενδεχομένως ένας απλός καθημερινός άνθρωπος των ιστοριών της, μια συγγραφέας αυτοβιογραφείται, θέλουμε να πούμε, διαφορετικά από τους υπολοίπους - πολλώ δε μάλλον η Μονρό, για την οποία η παιγνιώδης αναξιοπιστία της μνήμης (τα άλλοτε παρηγορητικά και άλλοτε φαύλα τερτίπια της) συνιστά, δίπλα στο εκλεπτυσμένο ξεψάχνισμα της γυναικείας ψυχοσύνθεσης (των επιθυμιών και των ματαιώσεών της), βασική παράμετρο της δουλειάς της.

Αυτά τα κείμενα, λοιπόν, που διαδραματίζονται την περίοδο κατά την οποία η συγγραφέας ήταν παιδί στο Οντάριο - ο συχνά σκληρός μπαμπάς ήταν εκτροφέας γουνοφόρων ζώων, ενώ η μαμά ήταν δασκάλα - δεν είναι απλώς αυτοβιογραφικά στο επίπεδο των γεγονότων, είναι και ιδιοτύπως αυτοαναφορικά στο επίπεδο των εσώτερων πνευματικών διεργασιών που διαμόρφωσαν τη συγγραφέα.

Στις «Φωνές», όπου η αφηγήτρια έρχεται σε επαφή με μια γνωστή πόρνη της περιοχής, σκέφτεται κάπως έτσι: «Νομίζω πως αν έγραφα μυθιστόρημα, αντί να ανακαλώ μια μνήμη, δεν θα την είχα ντύσει ποτέ με αυτό το φόρεμα».
Ορισμένες φορές «η φαντασία μπορεί να είναι εξίσου καλή προετοιμασία όσο και η εμπειρία», για να χρησιμοποιήσουμε και τα λόγια της ίδιας της Μονρό.

Στα διηγήματά της εν γένει πρωταγωνιστεί πάντοτε μια στιγμή η οποία έρχεται αίφνης να αναδρομολογήσει μια ζωή, μια αδέσποτη στιγμή που έρχεται να ανακαθορίσει τη ζωή ενός ατόμου με βάση τις συνέπειες τόσο των πράξεων, όσων συνέβησαν, όσο και των φαντασιώσεων, όσων δεν συνέβησαν.

Στην αριστουργηματική «Νύχτα» η αφηγήτρια έχει πρόβλημα, δεν μπορεί να την πάρει ο ύπνος. «Η σκέψη να στραγγαλίσω τη μικρή μου αδελφή, που κοιμόταν στην κουκέτα από κάτω μου και που την αγαπούσα περισσότερο από κάθε άλλον στον κόσμο» αναπτύσσεται εντυπωσιακά και δημιουργεί μια γοτθική, θα λέγαμε, ατμόσφαιρα. Το κείμενο που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο κλείνει με έναν τρόπο συγκλονιστικό: «Δεν γύρισα σπίτι ούτε όταν αρρώστησε η μητέρα μου για τελευταία φορά ούτε για την κηδεία της. Είχα δύο μικρά παιδιά και κανέναν στο Βανκούβερ για να τ' αφήσω. Δύσκολα θα σήκωνε η τσέπη μας το ταξίδι και ο άντρας μου απεχθανόταν τις επισημότητες, αλλά γιατί να το ρίξω σ' εκείνον; Το ίδιο ένιωθα κι εγώ. Λέμε για κάποια πράγματα ότι δεν έχει συγχώρεση ή πώς δεν θα συγχωρέσουμε ποτέ τον εαυτό μας. Το κάνουμε όμως - το κάνουμε διαρκώς».

Σημειώνουμε, τέλος, ότι κυκλοφορεί το βιβλίο «M' αγαπάει, δεν μ' αγαπάει» και ότι οι εκδόσεις Μεταίχμιο ετοιμάζουν άλλες τρεις συλλογές διηγημάτων με ορίζοντα την άνοιξη του 2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια: