Γιωργάκο μου, εδώ που φτάσαμε, στη ζώνη του λυκόφωτος, θα σου εξομολογηθώ κάτι τραγικό, που είναι βέβαια και για να γελάς μαζί. Πέρσι, χρειάστηκε να κάνω μία μικροεπέμβαση, αλλά, επειδή θα έπαιρνε κάποια ώρα, αποφασίσαμε με τον γιατρό να μού χορηγηθεί μέθη. Στην αρχή είχε την πλάκα του, ξέρεις, με τα ειδικά ρούχα που σου δίνουν να φορέσεις στο χειρουργείο, οι χαλαρωτικές —αν μπορείς να τις πεις έτσι— ερωτήσεις των νοσοκόμων, και όλα αυτά. Και τώρα ερχόμαστε στο ψητό. Εκεί που βρισκόμουν ξαπλωμένος μπρούμυτα και έλεγα τις τελευταίες κουβέντες με τον αιναισθησιολόγο, ξαφνικά δεν υπήρχε τίποτα: ούτε γεγονότα, ούτε μνήμη, τίποτα. Ξύπνησα ανάσκελα, σε άλλη αίθουσα. Και δεν είναι αυτό το τραγικό. Δηλαδή είναι, διότι, μέσα στην παραζάλη από τη μέθη, με πιάσανε τα κλάματα για τη φτώχεια μου και για την αφέλειά μου να πιστεύω ότι έχω έστω και τον στοιχειώδη έλεγχο της ζωής μου. Με είχαν γυρίσει ανάσκελα, ογδόντα κιλά άνθρωπο, στο πιτς φιτίλι, σαν σακί με πατάτες. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Να, κάτι τέτοια σκέφτομαι καθημερινά και λέω, εδώ και χρόνια, πόσο πολύτιμη είναι η καθημερινότητα. Το πιο τραγικό όμως θα σου το πω τώρα: να σκέφτομαι τον θάνατο για να εκτιμώ τη ζωή. Τον θάνατο για τη ζωή, ρε Γιώργο; Αυτό παραπάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου