6.1.19

Ο κοινωνικός λυρισμός στην ποίηση του Μάρκου Μέσκου




του Μιχάλη Μπαρτσίδη

Γνώρισα προσωπικά τον Μάρκο Μέσκο πριν από περίπου δέκα[1] χρόνια. Η γνωριμία μας εκείνη εξελίχθηκε σε σταθερή φιλία, την οποία κρατάμε οικογενειακώς. Με επισκέπτεται αδιαλείπτως κάθε βδομάδα στον χώρο εργασίας μου, φέρνει μαζί του ένα καρβέλι ψωμί, κάνω καφεδάκι και τα λέμε. Το φθινόπωρο, του φέρνω σταφύλια από το αμπέλι μου και αυτός την άνοιξη κεράσια ή μήλα από τα μέρη του. Ήξερα από παλιά μερικά βασικά πράγματα σχετικά με την ποίηση του Μάρκου Μέσκου, οπωσδήποτε όλα τα βιογραφικά περί Κομμένης γλώσσας, και βεβαίως το ωραιότερο πεζό του, το Μουχαρέμ. Η μεγάλη διαδρομή του ποιητή συμπλήρωσε πέρυσι ―δεν προσέξαμε το ιωβηλαίο― τα πενήντα χρόνια. Όμως, εγώ από κοντά γνώρισα τον ελεγειακό, στοχαστικό πλέον ποιητή, με τις αποστάξεις του, αποφθεγματικό και σοφό, με πιο ελλειπτική γραφή και πιο μύστη.
Η παρέα μας, κατά πολύ νεότεροι από τον ίδιο, ήταν από κείνες τις λίγες που έδινε, εδώ στη Θεσσαλονίκη, ένα καλό αγώνα μνήμης, διαχείρισης των τραυμάτων της πόλης ιστορικά, πολιτικά και αισθητικά. Τολμώ να πω ότι αυτές οι ζυμώσεις ανακούφισαν κάπως και τον Μέσκο, του πρόσφεραν έναν χώρο πιο άνετο. Δανείστηκα κάποια στιγμή για τις ανάγκες ενός άρθρου τη φράση του «η Θεσσαλονίκη πολιορκείται εκ των ένδον» («Συνήθως, η Πόλη κινδυνεύει από τους μέσα εχθρούς της» XXXV, 47). Αυτό ήταν. Ένα εμπόδιο έφυγε από τη μέση. Σαν να βρέθηκε η έννοια-εργαλείο με την οποία μεταφράζονταν αυτόματα διαφορετικοί κόσμοι, εποχές και βιώματα στην ίδια γλώσσα. Οπως ανοιχτά ομολογεί ο ποιητής:

«Το πισθάγκωνο έγκλημα στα νερά του Θερμαϊκού
πρώτη δειγματοληψία της Εποχής στη ζωή μου ―
(τα μυστικά παραμένουν μυστικά)» XV(27).

Μιλήσαμε εμείς οι νεότεροι. Τώρα μπορούμε πιο άνετα να αναζητήσουμε το κρυμμένο μυστικό του κοινού κώδικα, το εσωτερικό εμπόδιο-όριο της κομμένης γλώσσας, η οποία μεταπλάθεται σε μνήμη για να μη χαθεί, σε δεσμό που μας ενώνει.
Δεν θα προσεγγίσω αυτόν τον στόχο με αισθητικά μέσα αλλά με ευρύτερα φιλοσοφικά, υπό την έννοια ότι θα πάρω θέση, ότι θα μεροληπτήσω, ότι θα υποστηρίξω με περισσότερους τρόπους και όχι αποκλειστικά ―αυστηρά― à la lettre. Άλλωστε, μας βοηθά και το κρινόμενο. Πρόκειται για βιβλίο στοχασμών, σκέψεων, αφορισμών, καθώς επίσης απολογισμού και παρακαταθηκών ποιητικής. Επιστρατεύω λοιπόν και όσα γνωρίζω από και για τον ίδιο, αφού νωρίς κατάλαβα ότι οι επισκέψεις του είναι μικρές έξοδοι κατάθεσης των μυστικών ― «των όσων υπόκεινται», κατά Μάρκο. Τι σημαίνει η έκφραση «οι υποψιασμένοι» που συχνά χρησιμοποιεί; Πάντοτε έρχεται η ώρα που ο Ποιητής αισθάνεται την ανάγκη να διατυπώσει το σύστημα αξιών και τους κανόνες με τους οποίους έζησε και έγραψε. Ποιητής είναι εκείνος που η ζωή του ανταποκρίνεται στην ποίησή του, υποψιασμένος είναι ο «βιώσας» ευαίσθητα. Ας μην παρεξηγήσουμε τον ποιητή ότι δεν ακούει. Ακούει, παρόλο που δεν συζητάμε αναλυτικά τις διαφωνίες μας. Είναι λεπτή η ισορροπία, καθόσον απευθύνεται στους νεότερους και ενδιαφέρεται για τη διατύπωση των αρχών ποιητικής και ζωής, βρίσκεται στη στιγμή της εξόδου, δηλαδή της ιστορικότητάς του.

1. Ο εαυτός και το έξω
Σε κάθε αυθεντική τέχνη συναντούμε το μοτίβο της αμφίδρομης και διπλής κίνησης από τα έξω προς τα μέσα και αντιστρόφως. Σκαλώνω στον εξής ελλειπτικό αφορισμό:

«Η Μοναξιά λοιπόν ωριμάζει την Κοινωνία;
Εδώ σβήνε τη στάχτη σου κι εσύ!» LXV (77)

Όσον αφορά τον δεύτερο στίχο, συναντούμε συχνά την εικόνα «Τα ποιήματα είναι στάχτη», «σβήσε τη στάχτη»! Αντί της ματαιοδοξίας-φιλοδοξίας, η στάχτη, το μάταιον του εγχειρήματος. Ο πρώτος στίχος όμως διατυπώνεται με μορφή ερώτησης. Δεν μιλάει για την απομόνωση του σύγχρονου ατόμου σύμφωνα με τα διαδεδομένα. Αναρωτιέται για τη μοναξιά της ζωής και τη ζωή της μοναξιάς, όχι για να εγκαταλείψει παρά για να ενισχύσει περαιτέρω την πεποίθηση, που είναι και βασική αρχή του, ότι η κοινωνία φτιάχνεται μέσα μας. Δεν έχετε παρά να ανατρέξετε σε όλο το παλιότερο έργο του Μέσκου του ’60 και του ’70. Το ’χει η ποιητική γενιά του μετά την ήττα; Βεβαίως, αλλά ο καθένας είναι και μοναδικός. Πώς μπόρεσαν και αντιστάθηκαν στην παραζάλη της κοινότυπης μορφής «πολιτικής και στρατευμένης» ποίησης; Είναι ένα προσωπικό στοίχημα που δεν το κερδίζουν όλοι. Η πολιτική δεν καταργείται, απλώς το σημείο στο οποίο αναδύεται μετατοπίζεται συνεχώς εντός μας.


Είσοδος, επι-στροφή στον εαυτό και ακολούθως έξοδος – η πρώτη έννοια που είδα να υπονοεί σταθερά ο Μέσκος. Τα «παράθυρά» του είναι πολλά – και τα κυριότερα τα οφείλει στη μάνα του, όπως εξομολογείται ήδη από το 1958 («Το ανθρώπινο»). Η μοναξιά δεν είναι απομόνωση, είναι οι δεσμοί και το έργο μας. Το έξω, η ζωή, η κοινωνία, βρίσκεται μέσα μας.
Είναι δύσκολο να το παραδεχτούμε αλλά τη σχέση τη φτιάχνουν:
«Οι έντιμοι, οι σαλεμένοι από την ανέχεια και τις στερήσεις των επιλογών τους» (XLVIII).

Αντιθέτως, οι θορυβώδεις «εξωτερικοί» δεν ωριμάζουν σε κάτι με τη φλυαρία, την ευκολία, την ισοπέδωση και την επιπολαιότητα. Αν διακρίνουμε (ο Δημητριάδης κάπου το ανέφερε) «εσωτερικούς» και «εξωτερικούς» συγγραφείς, η ποιητική του Μέσκου συνίσταται στο να βρεις πώς συναντώνται τα «μέσα και τα έξω ρυάκια».
Μέσα στον εαυτό βρίσκεται το κοινό βίωμα της ανθρωπότητας, «το ρόδο του κανενός», το μυστήριο. Όχι με την έννοια του ρομαντικού αυθεντικού εαυτού αλλά ως ένα a priori που είναι ιστορικό αποτέλεσμα και που ανοίγεται ξανά στην ιστορία:

«εξαιτίας της καθολικής ανθρώπινης προϊστορίας των γραφών της Ποίησης» (IXL).

Όπως γνωρίζουμε, ο εμπειρικο-υπερβατικός «άνθρωπος» της νεότερης ιδεαλιστικής παράδοσης αποτελεί σύνθεση δύο πεδίων: της ζωής και της ιστορίας-κοινωνίας. Σύμφωνα με τη βασική ρομαντική θέση, η ανθρώπινη φύση-ουσία είναι το πνεύμα και η ζωή που υπερβαίνουν την πολιτική και την κοινωνικοποίηση, που δεν ανάγονται σε αυτές πλήρως και ολοκληρωτικά. Πρόκειται για το υπόλοιπο που υπερβαίνει τη θέσμιση και μετατρέπεται σε ιδανικό-ιδεατότητα. Η συμφιλίωση των δύο πεδίων, ζωής και κοινωνίας, αποτελεί το αντικείμενο της «μόρφωσης». Όμως, εδώ άλλος παράγοντας τα κρατάει δεμένα χωρίς να τα συμφιλιώνει.
― «Μέσα στη ζωή τον περισσότερο καιρό (θαρρείς) έξω από τη ζωή, ξένος του κόσμου αυτού…» IL (61)
― «ακόμη και οι καταραμένοι ποιητές, τελικά, είναι υπέρ της ζωής»
― «ταυτόσημη ζωή το Ποίημα» XVIII (30):

Η ζωή είναι τέχνη ― το αριστούργημα του καθενός, η πολιτική είναι τέχνη, επίσης και η ποιητική ηθική: «το κατακτημένο περιθώριο» ΧΙ(23).

Σκαλώνω τώρα σε μια άλλη διατύπωση-θεμέλιο:

«η επιστροφή προς το Ποίημα είναι ένας δρόμος γεμάτος κλάματα» V(17).

Η σωματική ποίηση για τον Μέσκο αναφέρεται σε ό,τι βγαίνει με πόνο. Αναγνωρίζουμε εδώ το λυρικό στοιχείο, αλλά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι πρόκειται για λυρισμό παράδοξο, αφού συγχρόνως και αμέσως έρχεται η επωδός:

«Και η Ποίηση πολίτης του κόσμου» (79).

Κάτι το μυστήριο συμβαίνει σε αυτή την αέναη κίνηση, στην οποία δεν έχει σημασία ποια κατεύθυνση προηγείται, η προς τα μέσα ή η προς τα έξω. Άλλωστε, το ζεύγος ζωής και θανάτου είναι κολόνες στο έργο του Μέσκου αλλά παίζουν τον ρόλο τους αντιστρόφως. Όταν ξεκινούσε, νεότατος, 23 χρονών, τιτλοφορούσε τη συλλογή του Πριν το θάνατο· πενήντα χρόνια μετά, στο ύστερο έργο του, συνθέτει Ελεγείες.

2. Η Ιστορία και η Φύση
Αρκετοί αναλύουν τον ρόλο της φύσης στο έργο του Μέσκου. Ενδιαφέρομαι, με τη σειρά μου, να ενισχύσω μία τάση που υπάρχει στο έργο αυτό, αναγνωρίζοντας και υπερασπίζοντάς την, γιατί είναι λεπτή, ευαίσθητη, εύθραυστη και ασταθής από τη φύση της. Είναι μία ενδιάμεση, μη κοινότοπη και εν τέλει υλιστική τάση. Μιλάμε για ένα ιστορικό ένστικτο του ποιητή, μία πρακτική «φιλοσοφία της ιστορίας».
Θα πρέπει να σημειώσουμε ―και να το αναλύσουμε περισσότερο σε άλλη ευκαιρία― ότι ο νατουραλισμός του Μέσκου είναι σπινοζικού τύπου και όχι ρομαντικού. Καταρχήν, δεν αφαιρεί από την έννοια της ιστορίας το νόημα χάριν μιας εσωτερικής υπερβατικότητας του αυθεντικού φυσικού εαυτού. Η «φύση» στον Μέσκο αποτελεί ακριβώς έναν νέο τρόπο να σκεφτούμε την ιστορία, σύμφωνα με μια ορθολογικότητα που σκοπεύει στην εξήγηση διά των αιτιών, δηλαδή διά της γνώσης των αντιτιθέμενων δυνάμεων και του συσχετισμού τους. Δεν υπάρχει το παλιό δίλημμα μεταξύ φυσικού ντετερμινισμού και ιστορικής αιτιότητας ως γενικής παράστασης. Η αιτία βρίσκεται μέσα στα αποτελέσματά της.
Στον Μέσκο η ίδια η φύση περνάει μέσα στους ανθρώπους του. Όπως ο ίδιος την αγκαλιάζει, τη συμπεριλαμβάνει και την ενσωματώνει ολόκληρη, έτσι αυτή βγαίνει ενιαία ως αποτέλεσμα στον τόπο και στους ανθρώπους του. Πρόκειται για μία αλληλοδιείσδυση ανθρώπου-φύσης, όπου «ο άνθρωπος αντιλαλεί τις πράξεις της φύσης»: ο Μάρκος δεν κατάγεται από το Καϊμακτσαλάν ― είναι το Καϊμακτσαλάν. Από τον μη διαχωρισμό φύσης και ιστορίας εξάγεται, μπορούμε να πούμε, η αγάπη ως η τέλεια γνώση του «Θεού»-Φύσης. «Κοντεύουμε να γίνουμε χριστιανοί», λέει συχνά, χαρακτηρίζοντας ο ίδιος μεταρομαντική την άποψη του.
Όμως, πρόκειται ουσιαστικά για μια ενδογενή(εμμενή) γνώση της ιστορίας. Πράγματι, στοχεύει στην ιστορική μονάδα (ενικότητα), στην ιστορία των πολλών, των από τα κάτω, των αφανών, όσων βρίσκονται στον κοντινό απόηχο των συγκρούσεων και των μαχών. Στήνει «προτομές ανωνύμων» δείχνοντας πώς επηρεάζεται ο βιόκοσμος από την ιστορία και την πολιτική. Οι «μορφές ζωής» είναι εκείνη η ενδιάμεση ζώνη φύσης και πολιτισμού. Συγκροτείται ένας ιστορικός λόγος, μία ιστορία των «παθών του κοινωνικού σώματος». Ποιοι και πώς χάθηκαν με τη σειρά τους ένας-ένας «πρωταγωνιστές των ονείρων μου» Χ(22). Σημειώνομε εδώ άλλο ένα στοιχείο για το πέρασμα από το ενικό στο πληθυντικό.
Οι «γηγενείς», όπως αποκαλεί ο Μάρκος τους ανθρώπους του. Δεν μαζεύει τα τοπικά γλωσσάρια, όπως άλλοι ανυποψίαστοι συντηρητικοί. Καμιά σχέση με τη σύγχρονη ηθογραφία. Ήταν πάντοτε μοντέρνος, γράφει στα ομορφότερα ελληνικά για να μη χαθούν μορφές ζωής, όμως να σωθούν πού; Στον τόπο της μνήμης όπου η κομμένη γλώσσα μεταπλάθεται σε ποιητική γλώσσα. Η ποιητική γλώσσα αποκαθιστά τη συνέχεια που κόπηκε, διασχίζει το εσωτερικό σύνορο, επουλώνει το τραύμα. Αυτή είναι η στράτευσή του, έτσι αναζητούν τις ρίζες οι πραγματικοί συγγραφείς, έτσι φτιάχνουν ταυτότητες.
Η στάση του για την ιστορία λοιπόν (και την πολιτική, την ήττα της Αριστεράς):

«ο απελπισμένος έρωτας της Ουτοπίας και όχι νοσταλγία»

Αντλεί από νεκρά πρόσωπα-ήρωες και, παρ' όλα αυτά, δεν κάνει νεκρική ή σκοτεινή ποίηση:

«η πλήρης κυριότητα, πάνω απ’ όλα, ανήκει στους νεκρούς που εμπνεύσανε τα ποιήματά μου» ΙΙΙ(15).

Εντούτοις, παραδέχεται ότι ο τόνος είναι μαύρος και θλιμμένος διότι:

«η προσπάθεια είναι τελέσφορη και ατελέσφορη μαζί» XVI(28).

Πένθος και Χαρά (39,40). Ακόμα και οι Ελεγείες δεν είναι μόνο λυρικό, μελαγχολικό έργο, αλλά κυρίως είναι ξαναπέρασμα όλων των καταστάσεων που έζησε και βίωσε, με σκοπό να δώσει κάτι σαν «όρκο πίστεως» σε αυτές.
Υποστηρίζεται επαρκώς, νομίζω, ότι όχι μόνο δεν έχουμε μία τελεολογική αντίληψη της ιστορίας, ότι δεν υπάρχει «ένα σχήμα μονοσήμαντης εξήγησης» φανατικό αλλά, αντιθέτως, φαίνεται καθαρά μία γνώση πολλαπλή και σύνθετη. Είναι δικαιωμένο το ενιαίο χαλί, το ψηφιδωτό των «ανώνυμων». Δικαιωμένο όχι όμως στην ιστορία αλλά στην ποίηση, η οποία δεν έχει ανάγκη από δυισμούς-διχασμούς. Ο ενικός ψίθυρος του δημιουργού μεσολαβεί για τον πληθυντικό ψίθυρο, χωρίς να χρειάζεται να εκπροσωπήσει κανέναν, χάνεται μαζί τους χωρίς να γίνεται στάχτη.

3. Η Ποιητική της κυριολεξίας
Ολοκληρώνοντας, να πούμε για την άρθρωση των δύο στοιχείων που προαναφέραμε, των κινήσεων της επιστροφής και της εξόδου, στην ποιητική της κυριολεξίας.

«Ποίηση είναι η κυριολεξία των πραγμάτων» (XXIX,41)
«Περίεργο πράγμα η γλώσσα: μέσα σου συνωθούνται χιλιάδες λέξεις που διεκδικούν την προτεραιότητα της κυριολεξίας στην έξοδό τους προτού «παγώσουν» στο χαρτί…» (XXXIV, 46)

«Στην Ποίηση πολλαπλή πάντα η εκδοχή:
δάσος πολυσημίας για την πορεία την ανθρώπινη στο κάθε μέλλον, των ‘πράξεων’ και των ‘λύσεων’ της πραγματικότητας και της ονειρικής αναζήτησης. Κοντά κοντά η αυτογνωσία και η αξιοπρέπεια του Τοπίου (το πολύσχημο κενό εντούτοις)» (XLVI, 58)

Η πολυσημία, η κυριολεξία και η έξοδος: Η πολυσημία υπάρχει μέσα στον ποιητή και πριν από τον λόγο, δηλαδή προηγείται:

«εξαιτίας της καθολικής ανθρώπινης προϊστορίας των γραφών της Ποίησης» (IXL)

Η κυριολεξία βρίσκεται στο μέσον και έπεται η έξοδος και η συνάντηση με τους αναγνώστες, φτιάχνοντας την ιστορικότητα του έργου. Η πολυσημία αποδίδεται τελικώς στον τίτλο ενικός και πληθυντικός ψίθυρος.
Από τη μια, το λυρικό μαγικό στοιχείο της τέχνης: μυστικά που δεν έχουν αποκαλυφθεί, οι μύστες, «μαγική… Ποίηση του ανεξήγητου μυστηρίου» ΧΙΙ. Ο ίδιος δοκιμάζει να το αποκαλεί λυρικός μεταϋπερρεαλισμός, ΧΙΙ(24).
Από την άλλη, το πέρασμα από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο (κυριολεξία). Ως ανάπτυξη των αντιφάσεων (πολυσημία) της αρχικής διατύπωσης είναι ταυτόσημη με την ιστορικότητα (έξοδος). Η ιστορία λοιπόν αποτελεί μία διαδικασία όχι προσανατολισμένη αλλά απρόβλεπτη. Δεν αποσκοπεί στην καθολικότητα αλλά στοχεύει στην ιστορική ενικότητα: στην παραγωγή των ενικών ουσιών, στην ποικιλία των συνθηκών και των μορφών, στην ανάλυση των διαφορών. Ιδού η σημασία του σολωμικού motto του βιβλίου: από τη μικρότητα (ενικός) θα προβάλλουν οι ουσίες (πληθυντικός και όχι «η» ουσία).

Το κοινό στοιχείο που προηγείται πάντοτε είναι μία ιστορική καθολική πολλαπλή ουσία: γι' αυτό είναι «κοινωνικός»-λυρικός ποιητής. Το κοινό (common) λόγω της συνήχησης με τον όρο «κομμουνισμός» φοβίζει τον Μάρκο κάπως ασυναίσθητα και τον οδηγεί να χρησιμοποιεί αντί του «κοινός» τον όρο «κοινωνικός». Η έννοια του «κοινωνικού λυρισμού» ―που ο ίδιος χρησιμοποίησε στο κείμενό του για τον Πάνο Θασίτη[2]― είναι μία αντιφατική έννοια και γι' αυτόν τον λόγο πολύ ενεργή και δυναμική. Συναιρεί δύο αντίθετα πράγματα, που κακώς εννοούνταν μέχρι τώρα ως αντίθετα: λες και ο λυρισμός είναι εντελώς προσωπικό πράγμα, και η κοινωνική ποίηση είναι κάτι χωρίς αναφορά στο λυρικό στοιχείο. Μία διατομική (transindividual) έννοια έβγαλε ο Μάρκος και του την ξαναχαρίζουμε.

Επίλογος
Ο Μέσκος είναι δυνατότερος από πολλούς, με πολλές ουσίες και δυνάμεις να αναβλύζουν από μέσα του. Το τελευταίο στοχαστικό βιβλίο του λοιπόν αποτυπώνει την ενδυνάμωση μέσω της πολλαπλότητας και της ακεραιότητας, με την αξιοποίηση τόσο της λογικής όσο και της βιωματικής του γνώσης.
Ο Μέσκος πιστεύει ότι προϋπήρξαν μεγάλα ονόματα στη σκέψη και στη τέχνη, πως δεν μπορούμε με τη σκέψη να επινοήσουμε εύκολα κάτι που να μην έχει δοκιμαστεί και που να μην είναι γνωστό, που να μην το έχουν αντιληφθεί ακόμη άνθρωποι που ασχολούνται.
Αλλά τότε τι μπορούμε να κάνουμε; Ο Μέσκος εννοεί ότι δεν πρέπει να παίρνουμε τους μεγάλους συγγραφείς που προηγήθηκαν ως μοντέλο αλλά ότι «το μέγεθος προκύπτει από τον μύθο που ιστορείς». Ένα μικρό βήμα μπροστά και όχι άλματα και ιστορικιστικά ξεπεράσματα, «σχεδόν τα πάντα έχουν ειπωθεί» IX(21). Ανθρώπινα καθημερινός (εμπειρία, βίωμα) και ταυτοχρόνως κλασική διάσταση, αφού πρωτοτυπεί με μικρές μετατοπίσεις, αλλά κατ’ επανάληψη. Δεν μετακενώνει δάνεια, δεν μιμείται. Δεν αλλάζει, λένε. Τι να αλλάξει; Μετακινούνται τα βουνά;


[1] Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σημειώσεις 71, Ιούνιος 2010, 83-92 και είχε εκφωνηθεί ως ομιλία για το βιβλίο του Μάρκου Μέσκου, Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο, εκδ. Νεφέλη, στις 18 Νοεμβρίου 2009, στο βιβλιοπωλείο Κυριακίδη της Θεσσαλονίκης. To κείμενο ακολουθεί την αρίθμηση του ποιητή. Η γνωριμία μας λοιπόν ανατρέχει στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα.  
[2] Μάρκος Μέσκος, «Ακόμη μια ανάγνωση του Πάνου Θασίτη», Σημειώσεις, 69, Ιούλιος 2009, σ.63.

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Εξαιρετική ανάλυση. Στο ίδιο πνεύμα και με βάση την ίδια πάνω κάτω υπόθεση εργασίας στον τόμο για τον Μάρκο Μέσκο που κυκλοφόρησε μέσα στο 2018 - αν δεν την έχετε κιόλας αναγνώσει.