6.1.19

Ο Μάρκος πάνω στον λόφο




γράφει η Tζένη Οικονομίδη


Πού ’ναι ο Έλμερ, ο Χέρμαν, ο Μπερντ, ο Τομ κι ο Τσάρλι,
Ο άβουλος, ο χεροδύναμος, ο αστείος, ο μπεκρής, ο μαχητής;
Όλοι, όλοι αναπαύονται στο λόφο απάνω

Θα πηγαίναμε οπωσδήποτε, είπαμε. Δεν γινόταν αλλιώς. Ξεκινήσαμε το πρωί καμιά εικοσιπενταριά άτομα. Μας οργάνωσε ο «Λαικός Στρατός», όπως έλεγε την Ε.Χ. Μετά την εκκλησία, ξαναμπήκαμε στο λεωφορείο να συνοδέψουμε τον Μάρκο στον δρόμο για το σπίτι. Αφήσαμε το Μουχαρέμ και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε. Όλα γύρω χιονισμένα. Φτάσαμε στην πλατεία του Γραμματίκοβου. Ένας νεαρός παπάς με πλεχτό σκούφο αντί για καλυμμαύχι διάβασε κάτι ευχές. Ύστερα, πήραμε τον ανηφορικό δρόμο για τον λόφο με τα πόδια. Ο Μάρκος στην κορυφή της πορείας. Χιόνιζε αραιά. Ήπιο τοπίο, παρ’ όλη την απεραντοσύνη. Περπατούσαμε χωρίς δυσκολίες, ανεβαίναμε χωρίς λαχάνιασμα, μία μακριά πομπή σκούρων κηλίδων μέσα στο κάτασπρο σκηνικό, τα βουνά γύρω μας, τα δέντρα γυμνά, χωνόμασταν στην ενδοχώρα του Μάρκου, ένα ζωντανό ταμπλό της ποίησής του, ένα τελευταίο του ποίημα αυτή η πομπή. (Μας το υπαγόρευσε άλλωστε στους Δώδεκα Μάηδες, κάνοντας ρίμα με το μνήμα, μας το τραγούδησαν κι οι φίλοι του εκεί: «Εσύ Ποίημα»!).
Αφήσαμε τον Μάρκο πάνω στον λόφο, στο δικό του Σπουν Ρίβερ. Ο Μάρκος ο Ποιητής στο Σπουν Ρίβερ. Ως αποχαιρετισμός λοιπόν η επιτύμβια πλάκα του ποιητή από το έργο που τόσο αγαπούσαμε και οι δύο.
Όταν ήσουνα παιδί, Θεόδωρε, κάθισες με τις ώρες
Στην ακροποταμιά του θολερού Σπουν
Μ’ ερευνητική ματιά προσέχοντας την πόρτα της φωλιάς της καραβίδας,
Περιμένοντάς την να φανεί, βγάζοντας πρώτα εμπρός
Τις κυματιστές κεραίες της σαν αχυρένιο θύσανο
Κι έπειτα το κορμί της, σε χρώμα στεατίτη,
Στολισμένη με μάτια από μαυρόπετρα.
Κι απορούσες με σκέψη εκστατική
Τι να καταλάβαινε, τι να επιθυμούσε και γιατί να ζούσε τελικά.
Όμως αργότερα η ματιά σου παρατηρούσε άντρες και γυναίκες
Που κρυβόντουσαν στα μοιραία καταφύγια μέσα σε τεράστιες πολιτείες,
Προσμένοντας να προβάλουν οι ψυχές τους,
Έτσι που να μπορούσες να δεις
Πώς ζούσαν, και για ποιο λόγο,
Και γιατί σούρνονταν τόσο επίμονα
Μέσα σε δρόμο αμμουδερό όπου το νερό χάνεται
Όσο το καλοκαίρι προχωρεί στο τέλος.

Edgar Lee Masters, Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ, μετάφραση: Σπύρος Αποστόλου, Gutenberg.


Δεν υπάρχουν σχόλια: