10.9.17

Με τις ελιές στην τσέπη της ποδιάς

 

γράφει ο Γιώργος Τούλας

Σχολείο πήγα μικρός. Προνήπιο. Θα μπορούσα να περάσω άλλη μία χρονιά στην αγκαλιά της μάνας μου. Στον παιδικό σταθμό «Ελπίς», στην Κάτω Τούμπα. Ολοήμερο πρόγραμμα. Διώροφο κτίριο, με αυλή περικυκλωμένη από ψηλό τείχος και συρματοπλέγματα. Να μην μπορεί κανείς να μπει ή να βγει από την ώρα που έκλεινε η σιδερένια πόρτα. Όταν πήγαμε για να γραφτώ, ένιωσα εκείνον τον κόμπο που δεν μου έφυγε παρά μήνες μετά. Ήταν και δικτατορία, όλα είχαν μία επίφαση αυστηρότητος, το όλο σκηνικό γινόταν πιο δραματικό. 

Εδώ θα τρώει πρωινό και μεσημεριανό, υποχρεωτικός ύπνος το μεσημέρι στις κουκέτες. Θα τον παίρνετε το απόγευμα, είπαν στη μάνα μου. 
Τη μέρα που μου φόρεσαν μια μπλε καλοσιδερωμένη ποδιά με γιακά ―φορούσαν όλοι τότε, αγόρια κορίτσια― και περάσαμε τη σιδερένια πόρτα, ένιωσα όπως οι κατάδικοι που αφήνουν τον έξω κόσμο πίσω τους. Αρνιόμουν να αφήσω το χέρι της μάνας μου· αν φύγεις θα κάνω εμετό, της είπα. Η κυρία Ιωάννα, μία φράου των Ες Ες που διεύθυνε το ίδρυμα με στρατιωτική πειθαρχεία, μου είπε, έλα ήρθε η ώρα να μεγαλώσεις. 
Εγώ εμετό έκανα μόλις έφυγε η μάνα μου, γιατί το είχα πει και γιατί τον είχα και εύκολο. Σε κάθε ζόρι. Μέχρι τις Πανελαδικές, χρόνια μετά. 

Με πήγαν με τα χίλια ζόρια στην αίθουσα του πρωινού, κάναμε προσευχή, και καθίσαμε να φάμε. Ελιές δεν έτρωγα με τίποτε. Τσάι με ελιές είχε. Ήπια το τσάι και έβαλα τις ελιές στην ποδιά μου, στην τσέπη μπροστά. Μόλις βγήκαμε διάλειμμα στην αυλή, τις πέταξα ψηλά προς τοn φράχτη να χαθούν. Οι ελιές όμως είχαν κάνει τη λαδιά τους στην ποδιά. Με πρόδιδαν. Η λαδιά δεν έφυγε ποτέ όλη τη χρονιά. Επαναλάμβανα το ίδιο παιχνίδι άρνησης κάθε μέρα. 

Το μεσημέρι μας ανέβασαν στον πάνω όροφο για ύπνο. Είχα αποφασίσει να ανέβω στην πάνω κουκέτα, γιατί ήξερα ότι δεν θα κλείσω μάτι. Φοβόμουν πως αν αποκοιμιόμουν θα έμενα για πάντα εκεί. Έτσι, έκανα πως κοιμάμαι όταν περνούσαν οι Ες Ες να ελέγξουν αν κοιμόμασταν. 

Το ίδιο κόλπο έκανα κάθε μεσημέρι. Μας ξυπνούσαν βάρβαρα με ένα κουδούνι. Ήταν η λύτρωσή μου. Σήμαινε το τέλος του σχολικού ωραρίου. Όταν είδα τη μάνα μου στην εξώθυρα πρέπει να ένιωσα σαν τον φαντάρο που απολύεται μετά από τρία χρόνια θητεία.
 
Σε όλο το γυρισμό η μάνα μου με ρωτούσε πώς τα πέρασα. Άχνα δεν έβγαλα. Σιγά σιγά, συνήθισα. Όταν όμως καμιά φορά αγρίευαν οι κυρίες που μας πρόσεχαν έτρεχαν για τον γνωστό εμετό. Η ποδιά δεν καθάρισε ποτέ από τη λαδιά. Ήταν το σήμα κατατεθέν της άρνησης μου.

[ Ο Γιώργος Τούλας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1966. Είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών. ]

Πρώτη δημοσίευση στο παρόν blog του Εντευκτηρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: